Για τους ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, το site του Ιωάννη Μπότσα (manoshadjidakis.com), όπως και το κανάλι που είχε στο YouTube (πριν του το κατεβάσουν λόγω πνευματικών δικαιωμάτων), ήταν κάτι σαν μουσική εγκυκλοπαίδεια. Ο Ιωάννης Μπότσας είναι φανατικός οπαδός του έργου του Χατζιδάκι και η αναζήτηση κάθε είδους υλικού που έχει σχέση με τον Έλληνα κορυφαίο συνθέτη είναι κάτι σαν σκοπός ζωής. Καταλαβαίνεις την «οπαδική» λόξα του συλλέκτη που κουβαλάει από τον ενθουσιασμό με τον οποίο μιλάει για οτιδήποτε αφορά τον Μάνο Χατζιδάκι· η ένταση της φωνής του μεγαλώνει και τα μάτια του πετάνε σπίθες. Ξεκινάει να αφηγείται και μπορεί να περάσουν ώρες και να μιλάει ακούραστα για τη μουσική του, αναφέροντας ένα σωρό λεπτομέρειες – οι οποίες για κάποιον που δεν μοιράζεται τον ίδιο ενθουσιασμό μπορεί να είναι άχρηστες, αλλά για τον ίδιο είναι οι γνώσεις που μαζεύει μια ζωή. Γνώσεις που δεν πληρώνονται, όπως λέει, εξηγώντας ότι έχει δώσει μια περιουσία (θα μπορούσε να είχε χτίσει δύο ή τρία σπίτια) για να τις αποκτήσει. Όλες αυτές τις γνώσεις που αποκτήθηκαν από τη μελέτη του έργου του Χατζιδάκι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αναζητώντας εκτός από όλη την επίσημη δισκογραφία του –ό,τι δικό του έχει κυκλοφορήσει σε κάθε μέρος του κόσμου– και χαμένες ή μισοτελειωμένες ηχογραφήσεις έργων του, συνεντεύξεις του, φωτογραφίες, αφίσες, ταινίες (όλες τις ταινίες στις οποίες έχει γράψει μουσική, γνωστές και άγνωστες!), πληροφορίες από άλλους μανιακούς συλλέκτες ή από ανθρώπους που έχουν μελετήσει το έργο του Χατζιδάκι και θα μπορούσαν να γράψουν ολόκληρους τόμους, πρόσφατα τις έβαλε σε ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που δεν ενδιαφέρθηκε κανένας εκδοτικός να το κυκλοφορήσει και το έβγαλε μόνος του, στο οποίο έχει κάνει μια εξονυχιστική μελέτη για τον «Μάνο Χατζιδάκι στον ελληνικό και διεθνή κινηματογράφο». Περιέχει μία-μία με λεπτομερή σχόλια και πληροφορίες όλες τις ταινίες για τις οποίες συνέθεσε μουσική ο Χατζιδάκις, όλους τους δίσκους 33, 45 και 78 στροφών που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με μουσική του για ταινίες, και έναν κατάλογο δισκογραφίας που κάνει την έκδοση εγχειρίδιο για συλλέκτες.
Tο μεγάλο μειονέκτημα του Χατζιδάκι ήταν ότι δεν δισκογραφούσε τη μουσική του, σε αντίθεση με τον Θεοδωράκη. Αυτό του στοιχίζει και θα του στοιχίζει πάντα ως καλλιτέχνη, γιατί έχει χαθεί υλικό που ήταν εξαιρετικό.
«Όλα ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τη μουσική του Χατζιδάκι και την επιθυμία μου να προβάλλω το έργο του» λέει. «Από την πρώτη στιγμή που άκουσα τη μουσική του άρχισα να συλλέγω δίσκους του, αλλά δεν περίμενα ότι θα έφτανα σε αυτό το σημείο, να έχω τόσο μεγάλο αρχείο που αφορά στο έργο του και ότι θα μπορούσα να γράψω κι ένα βιβλίο με τόσες νέες ανέκδοτες πληροφορίες, άγνωστες ακόμα και στους μουσικολογικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους.
Το βιβλίο που έβγαλα είναι μόνο για την κινηματογραφική μουσική του. Κι έχω πολλές άγνωστες λεπτομέρειες για κάθε ταινία για την οποία έχει γράψει μουσική, ελληνική και ξένη, και φωτογραφικό υλικό που κατά 90% είναι πρωτότυπο. Αναφέρω ακόμα και μία ταινία που λέγεται ότι η μουσική είναι δική του, αλλά τελικά δεν είναι, κι ας γράφεται στη δισκογραφία του.
Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μαζέψω αυτό το υλικό, έχω ανατρέξει σε αρχεία, σε βιβλιοθήκες, σε συλλέκτες, θέλει χρόνο και χρήματα, και βέβαια αυτή η “δουλειά” δεν πληρώνεται με τίποτα, δεν μπορεί να την κάνει άνθρωπος χωρίς μεράκι και αγάπη για το αντικείμενό του. Εδώ και είκοσι χρόνια μαζεύω καινούργιες πληροφορίες για το κινηματογραφικό και το θεατρικό του έργο, για το έργο του στο μπαλέτο και για όλη τη δισκογραφία του.
Με τη μουσική του Χατζιδάκι άρχισα να ασχολούμαι το 1987, μέχρι τότε δεν είχα ακούσει τη μουσική του. Θα έδινε μια συναυλία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στο γήπεδο της Αλεξάνδρας και πήγα επειδή έμενα ακριβώς δίπλα. Στο σουβλατζίδικο που έτρωγα σύχναζαν λαϊκοί άνθρωποι, εργάτες, εμποροϋπάλληλοι, και μια βδομάδα πριν τη συναυλία, την ώρα που περίμενα για τα σουβλάκια, τους άκουσα να μιλάνε για τον Χατζιδάκι. Έλεγαν ότι κάνει καλή μουσική, ότι είναι ποιοτικός μουσικός με ήθος στη μουσική του. Πήγα δυο φορές για σουβλάκια και έκαναν την ίδια συζήτηση. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση πώς οι άνθρωποι σε ένα λαϊκό μαγαζί μιλούσαν για κάποιον μουσικό με τέτοια λόγια. Αυτοί με έκαναν να πάω στη συναυλία, μέχρι τότε άκουγα λαϊκά, Καζαντζίδη, Τσιτσάνη και νέο κύμα.
Στη συναυλία κόλλησα με την “Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων”. Από αυτό το τραγούδι άρχισαν όλα. Αυτή η μελωδία, το ακορντεόν και η ορχήστρα ήταν κάτι που δεν είχα ξανακούσει. Έτσι ξεκίνησε η λατρεία μου για τη μουσική του. Τη συλλογή μου την ξεκίνησα το 1989, άρχισα να μαζεύω δίσκους, φωτογραφίες, και σταδιακά έψαχνα όλο και πιο πολύ το έργο του. Έχω όλους τους δίσκους του σε πρώτη έκδοση, ελληνικούς και ξένους, και ξέρω πολλές άγνωστες πληροφορίες για τη δισκογραφία του. Ακόμα και για δίσκους πασίγνωστους που θα πίστευε κανείς ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία να μάθεις.
Ξεκίνησα με το Μοναστηράκι, εκεί ήταν η πηγή, γνώρισα ανθρώπους όπως τον Βασίλη τον Κυριακόπουλο, ο οποίος ήταν μέγας συλλέκτης από το 1960 και με βοήθησε πάρα πολύ, και άλλους συλλέκτες, οι οποίοι ήξεραν να σου πουν απίστευτες λεπτομέρειες. Άρχισα να ψάχνω και παλιές εφημερίδες και περιοδικά, εκπομπές στην τηλεόραση, ομιλίες του Χατζιδάκι, και κράταγα ό,τι ήταν σπάνιο και ανέκδοτο, ενώ παράλληλα έψαχνα και τη μουσική του εκτός δισκογραφίας. Ειδικά για το θέατρο, γιατί το μεγάλο μειονέκτημα του Χατζιδάκι ήταν ότι δεν δισκογραφούσε τη μουσική του, σε αντίθεση με τον Θεοδωράκη. Αυτό του στοιχίζει και θα του στοιχίζει πάντα ως καλλιτέχνη, γιατί έχει χαθεί υλικό που ήταν εξαιρετικό.
Ακούγοντας τη μουσικής της ταινίας “Το Ποτάμι”, είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι αυτή η εκπληκτική μουσική δεν έχει δισκογραφηθεί, παρότι πήρε το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τότε.
Το Ποτάμι
Το “Ποτάμι” το γύρισε ο Κούνδουρος το 1957 κι ήταν μια σπονδυλωτή ταινία που αποτελείται από τέσσερα θέματα που παρουσιάζονται παράλληλα. Το ποτάμι συμβολίζει τα όρια που χωρίζουν τη ζωή από τον θάνατο και έλκει τους ανθρώπους να κάνουν την υπέρβαση. Ο Κούνδουρος κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960 και την επόμενη χρονιά στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βοστώνης. Ωστόσο, διαφώνησε με την αμερικάνικη εταιρεία παραγωγής, η οποία ήθελε οι ιστορίες να είναι αυτοτελείς για να είναι κατανοητές στο κοινό, ενώ ο σκηνοθέτης ήθελε να παίζουν εναλλάξ οι σκηνές από κάθε ιστορία. Έτσι έγιναν δύο μοντάζ. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκαν και οι δύο εκδοχές, αλλά τα βραβεία η ταινία τα κέρδισε με το μοντάζ των Αμερικάνων, το οποίο βγήκε και στις αίθουσες το 1965. Η αμερικάνικη εκδοχή της είναι 95 λεπτά, ενώ η ταινία με το μοντάζ του Κούνδουρου έχει διάρκεια 43 λεπτά και δεν έχει την τέταρτη ιστορία, με τον έρωτα των δύο μικρών παιδιών.
Η μουσική του Χατζιδάκι στην ταινία είναι σπουδαία, αλλά δεν είναι γνωστή, γιατί η ταινία δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία, κι επίσης στην τηλεόραση έχει προβληθεί μόνο μία φορά – το 2018. Τη μουσική των τίτλων την χρησιμοποίησε σαν αρχική ιδέα για τη μουσική στο έργο του “ Πέντε αυτοσχεδιασμοί για μπουζούκι και πιάνο” και την κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984 στην κασετίνα 8 δίσκων “Μάνος Χατζιδάκις 1965-1975”. Το τραγούδι “Διψούν οι κάμποι για νερό” που ακούγεται στη συνέχεια με τον Ορφέα Κρεούζη έχει στοιχεία ερμηνείας από το μοιρολόι στην τραγωδία “Χοηφόροι” του Αισχύλου (1951). Οι στίχοι εν μέρει είναι από ένα δημοτικό τραγούδι, την “Κλεφτοπούλα” που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο "Ρωμαίικα Τραγούδια" που εκδόθηκε το 1860 στη Λειψία από τον Γερμανό λόγιο Άρνολντ Πάσσωβ. Ο Χατζιδάκις πήρε από το τραγούδι τους στίχους στην εισαγωγή και το συμπλήρωσε με δικούς του. Το τραγούδι “Η Κλεφτοπούλα” με μικρή αλλαγή στους στίχους ηχογραφήθηκε αργότερα σαν δημοτικό τραγούδι σε διάφορες εκτελέσεις, με τίτλο “Διψούν οι κάμποι για νερό”.
Ο Ορφέας Κρεούζης ήταν ένας άγνωστος λαϊκός τραγουδιστής, που τη δεκαετία του ’50 τραγουδούσε κυρίως σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, μαζί με τον μπουζουξή “Μπέμπη”. Είχε δισκογραφήσει 15 τραγούδια, τα δύο από αυτά του Χατζιδάκι, ο “Γκρεμός” και “Σε Παραδέχομαι”. Το 1961 πήγε στη Γαλλία όπου εργαζόταν ως μουσικός – και έμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 2004. Το 1965 κυκλοφόρησε σε 45άρι ένα ορχηστρικό του Χατζιδάκι με τίτλο “Το Ποτάμι”, αλλά δεν είχε καμία σχέση με την ταινία.
Για Δυο Ρώγες Σταφύλι
Η ταινία "Για Δυο Ρώγες Σταφύλι" είναι άγνωστη στην Ελλάδα και την έψαχνα πολλά χρόνια. Τελικά τη βρήκα σε μια βιβλιοθήκη στη Σερβία, πλήρωσα ένα μεγάλο ποσό και μου την έστειλαν. Δεν προβλήθηκε ποτέ εδώ, ούτε στους κινηματογράφους, ούτε στην τηλεόραση. Ήταν ελληνοσέρβικη παραγωγή του ’55 και είχε προβληθεί μόνο στη Σερβία. Οι ηθοποιοί είναι σχεδόν όλοι Έλληνες και μιλούν ελληνικά, αλλά έπαιζε κι ένας ζεν πρεμιέ Σέρβος, ο Σεβερίν Μπιέλιτς. Δείχνει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όσοι έμεναν στην επαρχία τη δεκαετία του ’50, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να παραμείνουν εκεί ως αγρότες. Ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος παίζει τον ρόλο του πατέρα και είναι σίγουρα από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του. Πρωταγωνιστούν επίσης η Λυδία Στεφανίδου και ο Στέφανος Στρατηγός. Στους τίτλους ακούγεται το τραγούδι “Πάμε στα μπουζούκια” σε μουσική του Νίκου Γούναρη και στίχους του Νίκου Φατσέα που τραγουδάει ο ίδιος με το Τρίο Μέλοντυ. Αυτό είναι αρκετά παράδοξο, αλλά μάλλον ο Χατζιδάκις το επέλεξε λόγω των στίχων που λένε “πάμε στα μπουζούκια”. Τα αγαπούσε τα μπουζούκια ο Χατζιδάκις, την ελαφρά μουσική γενικά δεν την άκουγε. Κάποτε είχε πει “με εξέπληξε η ελαφρότητα της ελαφράς μουσικής”.
Η μουσική της ταινίας είναι επίσης άγνωστη, γιατί δεν υπάρχουν δικαιώματα για να προβληθεί επίσημα και δεν είναι εύκολο να τη δει κανείς. Τη συμφωνική μουσική του Χατζιδάκι παίζει η ορχήστρα του Ε.Ι.Ρ. Ακούγεται και ένα ορχηστρικό σε δημοτικό ρυθμό που χορεύει μια Τσιγγάνα σε καφενείο.
Τζο ο Τρομερός
Αυτή η ταινία του Ντίνου Δημόπουλου του 1955 δεν γράφεται στη δισκογραφία του Χατζιδάκι, αποδίδεται στον Αργύρη Κουνάδη, αυτό γράφουν οι τίτλοι της αρχής. Ο Χατζιδάκις υπήρξε πολύ φίλος με τον Κουνάδη και τον βοηθούσε να γράψει τη μουσική του. Ο Χατζιδάκις παίζει δυο μουσικά θέματα με πιάνο. Είναι τα μόνα με πιάνο στην ταινία – μοιάζουν με γέφυρες, όπως στην ταινία “Μαγική πόλη”. Η μουσική του ακούγεται λίγο πριν από τη μέση της ταινίας και στην τελευταία σκηνή. Είναι εμφανές ότι εκείνος που παίζει το πιάνο είναι ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται
Η διασκευή στο βιβλίο του Καζαντζάκη από τον Ζιλ Ντασέν και τον Μπεν Μπάρτζμαν, σε σκηνοθεσία του Ντασέν το 1957. Η μουσική της ταινίας αποδίδεται στον Ζορζ Ορίκ και δεν γράφεται στην εργογραφία του Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις έχει αναλάβει τα ελληνικά μοτίβα, που αποτελούνταν κυρίως από παραδοσιακά τραγούδια όπως “Ένα νερό, κυρα-Βαγγελιώ”, “Σαράντα παλικάρια” κ.ά., τα οποία τα ενσωμάτωνε στην ταινία με χορωδία από χωρικούς και είναι όλα χωρίς μουσική υπόκρουση. Μόνο ένα μικρό ορχηστρικό σόλο με μπαγλαμά, “Το Ταξίδι του Γερο-Πατριαρχέα” έχει γράψει για την ταινία.
Μια Ζωή Την Έχουμε
Ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα του 1958, πολύ γνωστή σήμερα, αλλά παταγώδης αποτυχία την εποχή που βγήκε στις αίθουσες. Οι πρωταγωνιστές της Δημήτρης Χορν και Υβόν Σανσόν δεν έδεσαν ως ζευγάρι και ήταν μεγάλη αποτυχία της Φίνος Φιλμ, που γύρισε την ταινία για να την προβάλλει κυρίως στο εξωτερικό. Ο Χατζιδάκις έχει γράψει για την ταινία το τραγούδι “Στο φως του φεγγαριού”, που το τραγουδά χορωδία και η υπόλοιπη μουσική είναι ορχηστρική. Ακούγεται για λίγο και το τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ “Μια ζωή την έχουμε”. Το 1984 ο Ένιο Μορικόνε έγραψε μουσική για την ταινία του Σέρτζιο Λεόνε “Κάποτε στην Αμερική” και μου φαίνεται ότι η μουσική στους τίτλους μοιάζει με τη μουσική των τίτλων του “Μια ζωή την έχουμε”. Δεν έχουν σχέση ως μελωδίες, αλλά μοιάζουν λίγο σαν ατμόσφαιρα.
Ελλάς, η Χώρα των Ονείρων
Ντοκιμαντέρ γερμανικής παραγωγής του 1961, έγχρωμο και σινεμασκόπ, διάρκειας 146’, με θέμα την Ελλάδα. Δείχνει τα μνημεία της κλασικής εποχής (Ακρόπολη, Αρχαία Ολυμπία κ.ά.), τα νησιά του Αιγαίου, τους παραδοσιακούς οικισμούς τους, ψαράδες, τα μοναστήρια, τα έθιμα, τους παραδοσιακούς χορούς, τις φορεσιές, κ.λπ. Προβλήθηκε στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου και στην Μπερλινάλε το 1961.
Έψαχνα να το βρω κοντά είκοσι χρόνια για να το δω και να συγκρίνω αν υπάρχουν μουσικά θέματα που δεν έχουν συμπεριληφθεί στους δίσκους που κυκλοφόρησαν. Δεν υπήρχε πουθενά στην Ελλάδα, σε κανένα ιδιωτικό ή δημόσιο αρχείο, ούτε και στο εξωτερικό. Είχα στείλει πολλά e-mail σε ταινιοθήκες στη Γερμανία και στην Αυστραλία, αλλά δεν το είχε κανείς. Εντελώς ανέλπιστα, το 2019 το ανέβασε κάποιος Γερμανός στο YouTube και δεν μπορούσα να το πιστέψω!
Η ταινία περιέχει το λιγότερο μισή ώρα που δεν έχει δισκογραφηθεί. Το τραγούδι “Το πέλαγο είναι βαθύ” ακούγεται ορχηστρικό (όχι ολόκληρο) και σε μία άλλη διασκευή που δεν υπάρχει σε κανέναν δίσκο. Οι χορωδίες, η ορχήστρα, οι ερμηνείες, πρώτη φορά ακούγεται κάτι ανάλογο στην ελληνική μουσική σκηνή. Το σάουντρακ της ταινίας κυκλοφόρησε σε δίσκο 10 ιντσών και ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο σάουντρακ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Εκτός από τα ορχηστρικά μέρη, περιλαμβάνει και τα τραγούδια “Σαν σφυρίξεις τρεις φορές”, “Κι αν διψάσεις για νερό”, “Αθήνα”, “Το πέλαγος είναι βαθύ”, “Τώρα που πας στην ξενιτιά”. Όλα τα τραγούδια κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών. Στο δισκάκι το τραγούδι “Τώρα που πας στην ξενιτιά” ακούγεται όπως ακριβώς και στους τίτλους της ταινίας. Έχει διαφορετική ενορχήστρωση από τον δίσκο 33 στροφών. Στο συγκεκριμένο κομμάτι η φωνή της Νανάς Μούσχουρη είναι μεγαλείο.
Η προβολή της ταινίας τής άνοιξε την πόρτα για διεθνή καριέρα. Την άκουσαν οι Γερμανοί και της έκαναν πρόταση να ηχογραφήσει δύο τραγούδια σε γερμανική διασκευή από την ταινία: “Weisse Rosen aus Athen” (“Σαν σφυρίξεις τρεις φορές”) και “Addio” (“Αθήνα”). Είχαν μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία – όπου έφτασαν να πουλούν 30.000 δίσκους την ημέρα. Ήταν η πρώτη προσπάθεια του Χατζιδάκι να μελοποιήσει, έστω και σε ένα τραγούδι, το ποίημα του Νίκου Γκάτσου “Αμοργός”, που τελικά δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
Carte Blanche
Ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι που γυρίστηκε για τη γαλλική τηλεόραση το 1962, και έμαθα ότι υπάρχει από τον Γρηγόρη Καφετζόπουλο. Συνήθως δεν αναφέρεται στην εργογραφία του, καθώς είναι άγνωστο έργο για το κοινό. Από το 1995 η τηλεόραση έχει προβάλλει πολλές φορές ένα βίντεο με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Χατζιδάκι να τραγουδούν η Μερκούρη στα ελληνικά και ο Χατζιδάκις στα γαλλικά τον “Κυρ-Αντώνη”, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι είναι από το ντοκιμαντέρ. To ψάχναμε για πολύ καιρό γύρω στα δέκα άτομα, και το βρήκε στη Γαλλία ο σκηνοθέτης του θεάτρου και της όπερας Βασίλης Νικολαΐδης. Το ντοκιμαντέρ έχει για τίτλους τον “Κυρ-Αντώνη” ορχηστρικό.
Πριν τους τίτλους ο Ζαμπέτας τραγουδά σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης το τραγούδι του “Μας πήγανε πλημμέλημα” και στην πίστα του κέντρου οι πελάτες σπάνε πιάτα. Κι εμφανίζεται ο Χατζιδάκις και λέει “όχι, δεν είναι αυτή η Αθήνα, εγώ θα σας δείξω τη δική μου Αθήνα”. Ακούγονται πολλά τραγούδια του Χατζιδάκι στην ταινία, “Ο ηθοποιός” με τον Δημήτρη Χορν που το τραγουδάει στα γαλλικά, το “Αχ, Μάρκο Αντώνιε” με την Αλίκη Βουγιουκλάκη από το θεατρικό έργο “Καίσαρ και Κλεοπάτρα”, το “Ματρόζεν, ματρόζεν” (το “Ναυτάκι-Ναυτάκι” σε γερμανική απόδοση) με τη Γερμανίδα τραγουδίστρια Λαλέ Άντερσεν, “Ο ταχυδρόμος πέθανε” με τον Ζορζ Μουστακί, το “Χάρτινο το φεγγαράκι” και ο “Κυρ-Αντώνης” και μετά πάλι “Ο ταχυδρόμος πέθανε” με τη Γαλλίδα τραγουδίστρια Μισέλ Αρνό.
Τελευταίο κομμάτι που ακούγεται είναι ένα ορχηστρικό, το “Φάντο”, το οποίο ηχογραφείται στο στούντιο της Κολούμπια με τον Χατζιδάκι στην ορχήστρα και τον Γιώργο Ζαμπέτα πρώτο μπουζούκι. Στη συνέχεια η μαγνητοταινία μεταφέρεται με αεροπλάνο της Ολυμπιακής στην Πορτογαλία όπου άγνωστος Πορτογάλος συνθέτης το διασκευάζει σε φάντο, βάζει στίχους, και το τραγουδάει η “βασίλισσα των φάντο” Αμάλια Ροντρίγκες. Αυτό το φάντο ξεχάστηκε, δεν ακούστηκε ξανά ποτέ και πουθενά, μέχρι το 2004, που σε μια συναυλία με τραγούδια του Χατζιδάκι στο Θέατρο Βράχων, με τη βέλγικη ορχήστρα Olla Vogala, η Πορτογαλίδα τραγουδίστρια Τερέσα Σαλγιέρο ανέβηκε στην σκηνή και τραγούδησε το “Neste dia Nevoento”, που είναι το φάντο που έλεγε στο ντοκιμαντέρ η Ροντρίγκες. Και η εκτέλεσή της ήταν καλύτερη από του ντοκιμαντέρ.
Αλίκη, αγάπη μου
Με την ταινία αυτή η Αλίκη Βουγιουκλάκη προσπάθησε να αρχίσει διεθνή καριέρα, που ήταν και ο μεγάλος καλλιτεχνικός της πόθος, αλλά η ταινία δεν αντέχει σε καμία καλόπιστη κριτική. Η πρεμιέρα έγινε στο Λονδίνο το 1963, κι όταν η Αλίκη είδε ότι η ταινία δεν ανταποκρινόταν στον σκοπό που εκείνη είχε, έδωσε ρητή εντολή στον Φίνο να μην την προβάλλει ποτέ σε κινηματογράφους και οπουδήποτε αλλού. Ο Φίνος κράτησε την υπόσχεσή του. Το 2018 η Φίνος Φιλμ ανακοίνωσε ότι θα κυκλοφορούσε την ταινία σε DVD, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Επειδή δεν είχε προβληθεί στην τηλεόραση και δεν την είχε δει ο κόσμος, κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε ερωτικές σκηνές – καμία σχέση.
Έψαξα πολύ για την ταινία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αλλά δεν υπήρχε πουθενά, ώσπου το 2006 την πρόβαλε –άγνωστο πώς– η τηλεόραση του Ισραήλ και κάποιος στην Κύπρο μπόρεσε να τη γράψει σε DVD και να την κάνει πολλά αντίγραφα. Στην Ελλάδα ήρθε με αυτόν τον τρόπο. Η ταινία γυρίστηκε στην Ίο και όλοι οι ηθοποιοί μιλούν αγγλικά. Η μουσική που έγραψε ο Χατζιδάκις κυκλοφόρησε σε LP στην Αμερική το 1963 από τη Fontana. Στην Ελλάδα δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο LP. Το 1994 κυκλοφόρησε σε CD, στην κασετίνα “Ο Μάνος Χατζιδάκις στον ελληνικό κινηματογράφο” σε λίγα αντίτυπα.
Η Βουγιουκλάκη τραγουδάει το “Νάνι του ρήγα το παιδί”, “Τα θαλασσοπούλια” και το “Τραγούδι της σειρήνας” που είναι ορχηστρικό στην ταινία “Μανταλένα”. Τα δύο τελευταία τα τραγούδησε σε δίσκο 45 στροφών η Μαίρη Λίντα το 1963. Στην ταινία τραγουδούσε κι ένα ροκ τραγούδι ο Τζες Κόνραντ, που δεν συμπεριελήφθη στον δίσκο. Το τραγούδι “Φάτε και πιέτε” που τραγουδούν η Αλίκη με τον Κόνραντ ακούγεται με μικρή, διαφορετική διασκευή στο φινάλε της ταινίας.
Στεγνό καλοκαίρι
Τούρκικη ταινία του 1963, που βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο στη 14η Μπερλινάλε. Έχει ενδιαφέρον γιατί σε μια σερβική αφίσα του 1964 που βρήκα, αναγράφεται ως συνθέτης της μουσικής της ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ σαν δεύτερο τίτλο έχει “Reflections”. Η ταινία είχε τρεις τίτλους, “Susuz Yaz”, “Dry Summer” και σε κάποιες χώρες στα Βαλκάνια “Reflections” και γράφεται πως είναι σε μουσική του Ahmet Yamaci και μερικές φορές του Ahmet Yamaci και του Μάνου Χατζιδάκι. Ποτέ δεν συμπεριλήφθηκε στην εργογραφία του Χατζιδάκι. Η ταινία είχε ξεχαστεί, μέχρι που το 2008 αποκαταστάθηκε και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κανών, σε ένα αναδρομικό αφιέρωμα σε ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Στο πρόγραμμα που μοίρασαν οι διοργανωτές αναφέρεται και το όνομα του Χατζιδάκι μαζί με του Yamaci, αλλά σε αυτή την κόπια, που είναι και η μοναδική που υπάρχει, έχουν αφαιρεθεί οι αρχικοί τίτλοι και στους νέους αναφέρεται μόνο ο Yamaci.
Το 2014 στην Τουρκία ψηφίστηκε από το κοινό ως η καλύτερη ταινία του τουρκικού κινηματογράφου. Πρωτοποριακή για τον τουρκικό κινηματογράφο, σηματοδότησε την προσπάθειά του για ταινίες ισάξιες με τις ευρωπαϊκές. Όμως λογοκρίθηκε και ο σκηνοθέτης είχε προβλήματα με την Επιτροπή Λογοκρισίας, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από τη σκηνοθεσία. Η μουσική παίζεται με ούτι και συνέχεια ακούγεται το ίδιο μοτίβο με μικρές παραλλαγές. Δεν μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα εάν συμμετέχει ο Χατζιδάκις. Ίσως η ταινία σχετίζεται με το έργο του Χατζιδάκι “Reflections”. Όπως είχε γραφτεί και είναι γνωστό, το “Reflections” ξεκίνησε να γράφεται για μια ταινία, παραγωγή του Τούρκου Ulvi Dogan (είναι παραγωγός και στο “Ξηρό καλοκαίρι”), για κάποιον λόγο, όμως, η ταινία δεν ολοκληρώθηκε. Αλλά ο Χατζιδάκις είχε αρχίσει τις ηχογραφήσεις με το νεανικό συγκρότημα φοιτητών κλασικής μουσικής που πειραματιζόταν στο ροκ, το New York Rock ’n’ Roll Ensemble, με αποτέλεσμα να γράψουν το “Reflections”. Τα υπόλοιπα θα άξιζε να διερευνηθούν από μουσικολόγους.
Εννέα Μίλια ως το Μεσημέρι
Το 1963 γυρίστηκε στην Αθήνα η ταινία του Herbert J. Leder “Nine Miles to Noon” –στα Αναφιώτικα, στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι– κι ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε μουσική στους τίτλους και σε μερικές μουσικές γέφυρες. Στην ταινία ακούγεται το “Αερικό” με τη Νανά Μούσχουρη, που είχε ακουστεί νωρίτερα ως ορχηστρικό στην “Οδό Ονείρων” και συμπεριλαμβάνεται στο LP “Ο Κινηματογράφος και ο Μάνος Χατζιδάκις Παρουσιάζουν” του 1985. Το τραγούδησε αργότερα ο Γιώργος Ρωμανός στη “Μυθολογία”, εφόσον πρώτα ο Νίκος Γκάτσος έκανε μικρή αλλαγή στους στίχους – προς το καλύτερο. Τα διαφημιστικά έντυπα της ταινίας στην Αμερική αναφέρουν ότι η μουσική είναι του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά στην πραγματικότητα εκείνος έγραψε μόνο τα ελληνικά μουσικά θέματα της ταινίας.
Τη μουσική είχε γράψει ο συνθέτης Frank Lewin. Το παράδοξο είναι ότι παρόλο που τα μουσικά θέματα του Χατζιδάκι είναι καλύτερα, δεν είχε κυκλοφορήσει τίποτα πουθενά. Το τραγούδι “Αερικό” κυκλοφόρησε είκοσι δύο χρόνια μετά, αλλά δεν γνώριζαν ότι είναι ηχογράφηση για την ταινία. Και την ταινία κανείς δεν την γνώριζε, εγώ την έκανα γνωστή στην Ελλάδα. Δεν την είχε προβάλει ποτέ η ελληνική τηλεόραση ούτε έχει κυκλοφορήσει ποτέ σε VHS ή DVD. Είχα δει στο ίντερνετ ότι ο Χατζιδάκις είχε γράψει τη μουσική, αλλά δεν συμπεριλαμβανόταν στην εργογραφία του, οπότε για να το διασταυρώσω έπρεπε να βρω την ταινία. Την έψαχνα πάνω από δέκα χρόνια, μα δεν υπήρχε πουθενά στον κόσμο.
Είχα στείλει άπειρα mail σε όλες τις ταινιοθήκες στον κόσμο. Τελικά μία αμερικάνικη βιβλιοθήκη μου απάντησε ότι είχε την ταινία, αλλά για να μου τη δώσει έπρεπε να πάρω άδεια από αυτόν που έχει το copyright. Έστειλα mail στον οργανισμό που έχει όλα τα copyright στην Αμερική για μουσική, ταινίες, κλπ. και μου έδωσαν τη διεύθυνση του κατόχου του copyright για να έρθω σε επικοινωνία μαζί του. Του έγραψα γράμμα ενημερώνοντάς τον, αλλά μετά από έναν μήνα η επιστολή μου επιστράφηκε με τη σήμανση ότι δεν υπήρχε στη διεύθυνση αυτή ο παραλήπτης. Η διαδικασία με τις μεταφράσεις μού στοίχησε ένα σωρό λεφτά, πάνω από 500 ευρώ. Ξαναέγραψα στη βιβλιοθήκη για να πω τι συνέβη, και έστειλα αποδείξεις ότι έκανα όλες τις απαιτούμενες ενέργειες.
Τελικά αποφάσισαν να μου δώσουν την ταινία, αλλά για να μου τη στείλουν έπρεπε να μεταφερθεί σε ειδικό στούντιο στην Αμερική για να μετατραπεί από περιοχή 1 σε περιοχή 2 που παίζουν τα DVD της Ευρώπης, και αυτή η διαδικασία μου κόστισε 420 ευρώ. Γι’ αυτό λέω ότι η δουλειά γι’ αυτό το βιβλίο δεν πληρώνεται. Σε έναν αντίστοιχο οργανισμό στην Ελλάδα, δεν θα έπαιρνα αυτή την ταινία με τίποτα, κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να τη στείλει».
Κλείνοντας, μου διηγείται με πίκρα το χρονικό της κυκλοφορίας του βιβλίου και μου απαριθμεί τους εκδοτικούς που το πήγε και το απέρριψαν (όλοι όσοι υπάρχουν στην Αθήνα!). «Εγώ δεν ήθελα ούτε συγγραφικά ούτε εκδοτικά δικαιώματα, δηλαδή το έδινα δωρεάν με την προϋπόθεση να αναλάβουν το κόστος της έκδοσης. Δηλαδή, τους έδινα ένα δείγμα του βιβλίου και ένα άλλο έγγραφο για τις γνώσεις μου πάνω στο έργο του Χατζιδάκι και τι θέλω να κάνω, αλλά δεν πήρα καμία θετική απάντηση». Τελικά, αποφάσισε να το βγάλει μόνος του για να κάνει το χρέος του προς τον άνθρωπο που θαυμάζει.
Ο Μάνος Χατζιδάκις συνέθεσε μουσική για συνολικά εβδομήντα πέντε ταινίες και συμμετείχε σε τρεις.