Τον Μάρτιο του 1996 συμμετείχα ως διαγωνιζόμενος στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Augsburg της Γερμανίας με τη σπουδαστική ταινία μου. Μικρό φεστιβάλ, περιθωριακό σχεδόν συγκριτικά με το άλλο, το μεγάλο, του Μονάχου. Θυμάμαι πως μόνος μου είχα κινήσει τη διαδικασία της συμμετοχής μου, καθώς τιμώμενο πρόσωπο εκείνη τη χρονιά θα ήταν ο Αμερικανός ντοκιμαντερίστας D.A. Pennebaker.
Ήθελα πολύ να τον συναντήσω και να του πάρω συνέντευξη – παρεμπιπτόντως, το ’96 ήταν η χρονιά που θα έβλεπα για πρώτη φορά δημοσιευμένο κείμενό μου στον «Καθρέφτη του κινηματογράφου» του Μάκη Μωραΐτη. Να το πω αλλιώς: πήγαινα να συναντήσω το όνειρό μου, χωρίς καμία προοπτική ενασχόλησης με τη δημοσιογραφία. Τελικά, τον Pennebaker τον συνάντησα και ανταλλάξαμε δυο-τρία λόγια όρθιοι, έξω από το λόμπι του ξενοδοχείου. Έμελλε, όμως, να καταγράψω μια συνομιλία που είχα με μια άλλη θρυλική Γερμανίδα καλλιτέχνιδα. Δεν λέω «συνέντευξη», καθώς δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απέναντί της.
Πώς έγινε αυτό: ένα δώρο των διοργανωτών του φεστιβάλ προς όλους τους ξένους συμμετέχοντες ήταν και μια εκδρομή στο σπίτι-μουσείο του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο Augsburg. Εκεί θα εμφανιζόταν η Gisela May, η οποία θα τραγουδούσε τραγούδια των Βάιλ - Μπρεχτ κι εμείς θα έπρεπε να τη... συνοδεύσουμε εν είδει χορωδίας. Είχα μια τρομερά ιλαρή διάθεση που δεν ενστερνιζόταν ιδιαίτερα ο Γερμανός φίλος μου, Ντάνιελ Κλάιν, ούτε ο Γκι Μαρτίν από το Λουξεμβούργο. «Μα, για χορωδίες είμαστε τώρα;» σκεφτόμουν ο αδαής, που δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς τι θα συνέβαινε.
Τη συγκίνηση που μεταδίδω στο κοινό πρέπει πρώτα εγώ να τη νιώσω στο λαρύγγι μου, στο πετσί μου, στο κορμί μου. Διαφορετικά, δεν θα είμαι για να τραγουδήσω, θα κάνω κάτι άλλο, εξίσου δημιουργικό.
Η Gisela May έκανε την εμφάνισή της, εξαιρετικά κομψή και όμορφη, θα πρόσθετα, για την ηλικία της, στάθηκε στο κέντρο της διαμορφωμένης αίθουσας και άρχισε να τραγουδά στα αγγλικά το «Alabama Song»! Ευτυχώς που το ήξερα από τον πρώτο δίσκο των Doors! Σε λίγα λεπτά παρακολουθούσα το γκρουπ των Ρουμάνων κινηματογραφιστών με τον καθηγητή τους, μαζί μ’ εμένα και τους φίλους μου να τραγουδάμε με όλη μας τη δύναμη, συνοδεύοντας τη May. Όταν τελείωσε το τραγούδι και η ξενάγηση στο σπίτι του Μπρεχτ, ένιωθα μαγεμένος. Έπρεπε πάση θυσία να μιλήσω μ’ αυτήν τη γυναίκα.
Ο Ντάνιελ, που τη λάτρευε, μεσολάβησε και αποφασίσαμε να πιούμε έναν καφέ μαζί της και να μη γυρίσουμε με το υπόλοιπο γκρουπ στο κέντρο της πόλης. Εκείνος, μάλιστα, ηχογράφησε τη συνομιλία μας –δεν χρειάστηκαν καν αγγλικά, εφόσον υπήρχε Γερμανός μεταφραστής– και περίπου έναν χρόνο μετά μου έστειλε την κασέτα. Πριν από λίγα 24ωρα, η Gisela May, η Μάνα Κουράγιο του Μπρεχτ, έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, στα 92 της. Είχα σχεδόν διαγράψει από τη μνήμη μου εκείνη τη συνομιλία. Με συγκίνηση ανέσυρα το ηχογράφημα από το αρχείο μου, ξενύχτησα για τη απομαγνητοφώνηση και, έτσι, παραδίδω για πρώτη φορά τώρα το απόσταγμα μιας σύντομης, μα και περιεκτικής συζήτησης με μια εμβληματική καλλιτέχνιδα.
Λεπτομέρεια: Το 2001 έτυχε να γνωρίσω τον ερμηνευτή και συνθέτη Θανάση Μωραΐτη που είχε τραγουδήσει μαζί με την Gisela May σε δίσκο Μίκη Θεοδωράκη. Δύο χρόνια μετά, το 2003, από την ανεξάρτητη Protasis και από το μοναδικό βινύλιο που κρατούσε ο Μωραΐτης στο αρχείο του ο δίσκος κυκλοφόρησε επισήμως – ένας δίσκος στον οποίο η May ερμηνεύει στα γερμανικά τα τέσσερα τραγούδια της «Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν» μαζί με κάποια άλλα από τους θεοδωρακικούς κύκλους «Ένας Όμηρος» και «Τα τραγούδια του Αγώνα». Σύμφωνα, πάντως, με το σημείωμα του Μωραΐτη στην έκδοση, ο δίσκος θεωρούνταν χαμένος, καθώς, μαζί με το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου, γκρεμίστηκε και η δισκογραφική εταιρεία Amiga που είχε αναλάβει την παραγωγή.
Εις μνήμην της Gisela Mae, λοιπόν, ακριβώς 28 χρόνια μετά – πολλά άλλαξαν από τότε, κι εγώ και οι φίλοι μου και η Γερμανία και η Ευρώπη ολόκληρη. Αυτό που δεν άλλαξε –έτσι θέλω να πιστεύω και έτσι είναι μάλλον– ήταν η στάση της Gisela May απέναντι στην τέχνη και στην πολιτική ως τα βαθιά της γεράματα. Γλυκός άνθρωπος, ευγενής, χωρίς καμία διάθεση σνομπισμού και στόμφου. Το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας την κουβέντα που έκανε σ’ ένα τραπέζι, περιστοιχισμένη από 20χρονους Γερμανούς και ξένους κινηματογραφιστές...
— Κυρία May, δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα τραγουδούσα σε χορωδία μαζί σας το «Alabama Song»...
Και πώς νιώθετε τώρα; (γελάει)
— Όμορφα! Εγώ, βέβαια, το κομμάτι από τους Doors το έμαθα...
Δεν έχει σημασία. Όταν γυρίσεις στη χώρα σου να μάθεις τον Kουρτ Βάιλ και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
— Τους γνωρίζω, μη νομίζετε, στο σπίτι του Μπρεχτ βρισκόμαστε άλλωστε. Δεν σας άρεσαν οι Doors, να υποθέσω;
Έχω τις ενστάσεις μου για το ροκ στο σύνολό του. Σας αρέσει ο Μπομπ Ντύλαν, μου φαίνεται.
— Ναι, μου αρέσει. Δεν θεωρείτε ότι υπάρχει συγγένεια μεταξύ του Ντύλαν και του Μπρεχτ;
Εκ πρώτης όψεως, ναι. Σε δεύτερη, όμως, μάλλον εσείς οι νέοι βλέπετε γοητευμένοι ό,τι θέλετε να βλέπετε.
— Εμένα, πάντως, ήρωές μου επί της παρούσης είναι και ο Μπρεχτ και ο Ντύλαν και ο Φασμπίντερ.
Τι σχέση λέτε να έχουν οι τρεις τους;
— Δεν ξέρω, στον Μπρεχτ με γοητεύει το κοσμοπολίτικο Βερολίνο εν μέσω ναζιστικής Γερμανίας, στον Ντύλαν η εποχή των χίπις στην οποία θα ’θελα να χω ζήσει και στον Φασμπίντερ όλη αυτή η δημιουργική παρακμή του.
Ο Φασμπίντερ, να ξέρετε, έκανε σπουδαία δουλειά στο γερμανικό θέατρο, πέραν της κινηματογραφικής τέχνης. Ίσως, αν έμενε στο θέατρο, να μην έφευγε έτσι.
— Τι εννοείτε;
Εσείς του κινηματογράφου κάνετε έκλυτη ζωή (γελάει). Θα το καταλάβετε στην πορεία της ζωής και της τέχνης, αν συνεχίσετε φυσικά.
— Γιατί να μη συνεχίσω; Τα ίδια λέγατε στον εαυτό σας, στα 22 σας;
Στα 22 μου δούλευα ήδη στο θέατρο και δεν είχα καν καιρό για να απογοητευθώ.
— Τέλος πάντων, άλλοι καιροί. Μιλήσαμε για τρεις οριακές μορφές της τέχνης του αιώνα που τελειώνει.
Άλλοι καιροί, ναι. Έζησα από τη μια την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης και από την άλλη τη θηριωδία του ναζισμού. Το θέατρο ήταν σαν αυτοσκοπός για μένα υπό τέτοιες συνθήκες.
— Ήσασταν και παραμένετε κομμουνίστρια. Ο κομμουνισμός είναι ένα σύστημα που εφαρμόζεται ως σήμερα;
Είναι ιδέα ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός, δεν είναι σύστημα! Θα θέλετε να σας πω για το Τείχος του Βερολίνου.
— Όχι απαραιτήτως...
Τα αποτελέσματα της πτώσης τα βλέπουμε και έχουμε να δούμε κι άλλα. Η γερμανική νεολαία είναι πιο διχασμένη από ποτέ. Η Γερμανία κατάντησε ένα προτεκτοράτο του διεθνούς ιμπεριαλισμού, αν με εννοείτε.
— Στη χώρα σας ήρθα πέρσι πρώτη φορά, πάλι στη Βαυαρία, και δεν μπορώ να ξέρω πώς ήταν πριν.
Εσείς τι βλέπετε εδώ τώρα;
— Βλέπω παιδιά στην ηλικία μου, με τα ίδια ωραία ενδιαφέροντα, θα έλεγα.
Ξεχάστε ποιος είστε, ξεχάστε πού βρίσκεστε και γιατί, και καταλάβετέ με όταν λέω πως ο χωρισμός της Γερμανίας στα δύο ήταν επιτακτικός. Κακός μεν, αλλά όχι χειρότερος από την τωρινή κατάσταση.
— Μα, τι έχει η τωρινή κατάσταση; Εγώ χαίρομαι που είμαι εδώ με τους φίλους μου, τον Ντάνιελ, τον Γκι και τον Σεμπ και τραγουδάμε Μπρεχτ όλοι μαζί.
Μιλάω για έναν ορμητικό καταναλωτισμό. Μιλάω για τα παιδιά της ηλικίας σας που πάνε σαν πρόβατα στη σφαγή, γιατί έτσι είναι η ζωή ή γιατί έτσι τους επιβλήθηκε.
— Τι να σας πω, εσείς ξέρετε...
Το να έρχεστε όμως στη Γερμανία και να τραγουδάτε Μπρεχτ είναι κι αυτό μια μορφή μικρής λαοκρατίας (γελάει). Δεν συμφωνείτε;
— Απόλυτα. Πιστεύετε σ’ αυτό που λένε «στρατευμένη τέχνη»;
Τώρα που το λέτε πού πάει ο νους σας;
— Στη Μαρία Φαραντούρη.
Τη Μαρία Φαραντούρη του Μίκη Θεοδωράκη. Σπουδαία φωνή, μεγάλη! Έχω τραγουδήσει κι εγώ Θεοδωράκη, το έργο του για το «Μαουτχάουζεν».
— Δεν το γνώριζα. Πείτε μου, μ’ ενδιαφέρει.
Πριν από δέκα χρόνια περίπου έδωσα συναυλία στην Ελλάδα, στην Καισαριανή, έναν τόπο μαρτυρίου για τους Έλληνες. Ο Θανάσης Μωραΐτης, που τραγουδήσαμε μαζί, μεσολάβησε και λίγα χρόνια μετά γράψαμε τραγούδια του Θεοδωράκη με τους δυο τους στο Ανατολικό Βερολίνο.
— Τι σας αρέσει στη μουσική του Θεοδωράκη;
Είναι επικός αλλά και δραματικός. Τα τραγούδια του αναδεικνύουν τον τραγουδιστή, πόσο μάλλον όταν είναι και ηθοποιός, σαν κι εμένα. Εγώ που έχω δουλέψει με τους πάντες, θεωρώ ευλογία να είσαι καλλιτέχνης του τραγουδιού και να σε διευθύνει ο Θεοδωράκης. Να τον αγαπάτε!
— Τον αγαπάμε, αν κι εγώ, όπως σας είπα, περνάω τη ροκ φάση μου. Στο σπίτι μου, πάντως, παίζει πολύς Θεοδωράκης.
Ξέρετε, δεν υπάρχουν και πολλοί μουσικοσυνθέτες ταγμένοι σε ένα όραμα πια. Νιώθω ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ένα σοσιαλιστικό όραμα ενσαρκωμένο σε άνθρωπο. Τεράστιος, χείμαρρος!
— Ενώ ο Χανς Άισλερ, ας πούμε, τι ήτανε;
Τον γνωρίζετε τον Άισλερ, βλέπω.
— Κυρία May, πέντε μέρες εδώ μας μιλάνε συνέχεια για το τρίο Βάιλ - Μπρεχτ - Άισλερ. Και να μην ήθελα να τον «γνωρίσω»...
Με τον Άισλερ είχα άλλου είδους σχέση. Μπορεί να μην είχα κάνει τίποτα αν δεν με συναντούσε πολλά χρόνια πριν σε παράσταση έργου του Μπρεχτ.
— Κι εκεί ήρθε το BerlinerEnsemble, για το οποίο μου μίλησαν πριν οι φίλοι μου.
Σχεδόν ναι, σωστά. Τα τραγούδια του Βάιλ και του Μπρεχτ ήταν εκείνα που μου έδωσαν το διαβατήριο για τον κόσμο όλο. Έχουν ένα πάθος τα τραγούδια αυτά ασύλληπτο για τον κοινό νου.
— Τραγουδάτε βάσει τεχνικής ή συναισθήματος περισσότερο;
Μου αρέσει να «πατάω» στην κάθε λέξη του στίχου. Αυτό με έκανε να ακούγομαι υπερβολική, αλλά το απαιτούσαν τα τραγούδια, ακόμη κι όταν τραγουδούσα κάτι πιο ανάλαφρο, όπως μιούζικαλ.
— Άρα, τραγουδάτε βάσει τεχνικής.
Όχι. Τη συγκίνηση που μεταδίδω στο κοινό πρέπει πρώτα εγώ να τη νιώσω στο λαρύγγι μου, στο πετσί μου, στο κορμί μου. Διαφορετικά, δεν θα είμαι για να τραγουδήσω, θα κάνω κάτι άλλο, εξίσου δημιουργικό.
— Σαν τι;
Να πίνω καφέ και να κουβεντιάζω με φοιτητές κινηματογράφου. (γελάμε κι οι δύο)
— Τι να πω τώρα; Τιμή μας.
Και να θυμάστε: ό,τι πιστεύετε στα 20 σας, προσπαθήστε να το πιστεύετε και στα 40 και στα 60 σας.
— Εγώ θα θυμάμαι, πιστεύω, πώς πρέπει να είναι ένας κομμουνιστής καλλιτέχνης: προσηνής και εύχαρις, σαν κι εσάς.
(Χαμογελάει, υψώνει την κούπα με τον καφέ και λέει δυνατά: «Mikis Theodorakis»)
σχόλια