Η λυγερόκορμη γυναίκα που φτάνει στο ραντεβού μας έχει κάνει τα μάτια των γύρω μας να στραφούν επάνω της. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν αγαπά καθόλου αυτού του είδους τη δημοσιότητα, είναι ένας άνθρωπος διακριτικός, αθόρυβος, μια ώριμη γυναίκα που μοιάζει με κορίτσι, με τις μικρές ρυτίδες να θυμίζουν τον χρόνο, που της έχει φερθεί με μεγάλη ευγένεια.
Έχει πάντα ένα συνεσταλμένο χαμόγελο και αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο θα συμβεί η μεταμόρφωσή της σε μια γυναίκα ογδόντα και πλέον ετών, παίζοντας την Κυβέλη, τη θρυλική πρωταγωνίστρια του θεάτρου, και αναβιώνοντας την ερωτική ιστορία της με τον ιδρυτή μιας μεγάλης πολιτικής δυναστείας, τον Γεώργιο Παπανδρέου, στη σειρά «Φλόγα και Άνεμος». Ξέρω ότι δεν της αρέσει να δίνει συνεντεύξεις, παρότι είναι εξαιρετική συνομιλήτρια, αλλά δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω.
— Γιατί δεν αγαπάς τις συνεντεύξεις;
Πολλοί ηθοποιοί δεν τις αγαπούν, όχι μόνο Έλληνες. Προτιμώ να ερμηνεύω έναν ρόλο και, αν θες, να μιλώ για τον εαυτό μου μέσα από τα κείμενα. Δεν έχει να κάνει με το πώς με αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Έχει να κάνει με εμένα, με το γεγονός, με την κατάσταση. Αν πρόκειται για τηλεοπτική συνέντευξη, δεν μου αρέσει το μέσο, η κάμερα συνήθως.
Οι άνθρωποι, η αθωότητα, ο ρομαντισμός, ο ιδεαλισμός: προσπαθώ αυτές τις ποιότητες να συνεχίζω να τις διατηρώ και όσο κι αν βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, θα επιλέξω να πάω με νέους ανθρώπους που πιστεύω ‒ έχω εμμονή με αυτό, δεν θέλω να υπάρχω μόνο σε μεγάλες σκηνές.
— Όμως η τηλεόραση είναι ένα μέσο με το οποίο έχεις μακρά σχέση από τη δεκαετία του ’90, που έχει πάει καλά, είχες μεγάλες επιτυχίες.
Όλοι μας θέλουμε, νομίζω, να αναβαθμιστεί η τηλεόραση, και εγώ, κι αυτό το προσπαθώ κάνοντας προσεκτικές επιλογές – είναι κάτι που τηρώ ακόμα. Η επιτυχία που είχε το «Αγάπη Παράνομη» σημαίνει ότι υπάρχει εκεί έξω μια μερίδα κοινού που διψάει να δει καλή τηλεόραση ‒ ας είναι μικρό το ποσοστό, αυτό συμβαίνει πάντα και παντού. Υπάρχει το κοινό που θα βγει να δει μια καλή ταινία, μια παράσταση, θέλει να δει κάτι που να το αφορά, καλές ερμηνείες, να αναβαθμίσει την αισθητική του, να προχωρήσει σε ένα άλλο επίπεδο και να σκεφτεί.
— Έχεις να κάνεις θέατρο από την αρχή της πανδημίας. Η τελευταία σου παράσταση ήταν οι «Τρεις αδερφές». Το επιθύμησες;
Θα επιστρέψω τέλη Μαΐου, θα παίξω σε μια σειρά δέκα παραστάσεων που θα γίνουν στην Ελευσίνα σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Πρόκειται για μια παράσταση-περφόρμανς, της οποίας το κείμενο είναι σαν σενάριο. Ο τίτλος της είναι Don’t look back και αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης.
— Έφυγες από την Αθήνα στην πανδημία, ήσουν κοντά στη φύση.
Να ξεκινήσω με τα «καλά». Είμαι παιδί της φύσης και η επιστροφή σε αυτή μου είχε λείψει. Υπήρχε ηρεμία και ομορφιά κι αυτό με βοήθησε να επαναπροσδιορίσω λίγο τα πράγματα και τις ανάγκες μου, να δω το σπίτι μου, τον άνθρωπό μου. Από την άλλη, με επηρέασε βαθιά ο θάνατος, οι απώλειες, ο φόβος, η συνειδητοποίηση ότι είμαστε μηδαμινοί. Υπήρχε η ανησυχία για τις επιπτώσεις, βλέπεις τον αντίκτυπο στον ψυχισμό των ανθρώπων μέσα από τις γυναικοκτονίες, τη βία, τη μισαλλοδοξία. Αυτό δεν έχει τελειώσει, ούτε και η αβεβαιότητα, ωστόσο η τροχοπέδη του εγκλεισμού μού έδωσε, σε προσωπικό επίπεδο, την ευκαιρία να επιστρέψω στο κέντρο μου, να δω τον εαυτό μου και να αναλογιστώ τι γίνεται, σε ποιο σημείο βρίσκομαι και τι είναι σημαντικό για μένα.
— Άλλαξε κάτι ριζικά στη ζωή σου σήμερα;
Εκείνο που δεν θέλω πια να κάνω είναι να τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ, από την πρόβα στην παράσταση. Μου έχει τύχει να κάνω και τρία πράγματα μαζί στο θέατρο ‒ έτσι τα έφερνε η ζωή, δεν το επιζητούσα.
— Η κούρσα του βιοπορισμού;
Φυσικά. Εμείς, οι παλιότερες γενιές, γνωρίζαμε ότι είχαμε μία σεζόν, από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, και για το καλοκαίρι μπορεί να είχες κάτι, μπορεί και όχι. Όσο για την επιβίωση, και τότε ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα.
— Επειδή μιλάμε μόνο για το πόσο δύσκολο είναι να επιβιώνεις σήμερα στο θέατρο.
Και τότε ήταν πολύ δύσκολα, ο καθένας τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε. Είτε έκανες σειρά στην τηλεόραση, αν ήσουν τυχερός και σου έκαναν μια καλή πρόταση, είτε έκανες άλλες επιλογές. Εγώ, ας πούμε, έκανα ραδιόφωνο στην ΕΡΤ με τον Ματθαίο Μουντέ. Περνάγαμε καλά μέσα σε αυτό, δεν νιώθαμε ότι ξεπουλιόμασταν. Από κει και πέρα, τα πράγματα ήταν απλά. Η μητέρα του εκάστοτε συντρόφου μου, που με είχε σαν παιδί της, έστελνε τα τάπερ. Όταν είσαι νέος, δεν έχεις μεγάλες ανάγκες τελικά, σου αρκεί η χάρη της νιότης.
— Εσύ αντιμετώπισες δυσκολίες;
Φυσικά. Όταν αρρώστησαν οι γονείς μου ή όταν έπεσα στην παγίδα να πάρω ένα στεγαστικό δάνειο που με ταλαιπωρεί ακόμα, γιατί μας βρήκε η κρίση. Αν δεν κάνεις συμβιβασμούς γερούς και προσπαθείς να κάνεις τέχνη και να βιοπορίζεσαι από αυτό, θα τα βρεις πολύ σκούρα. Το θέμα είναι τι επιλογές κάνεις και με ποιον τρόπο ζεις. Σε πολλά θέατρα ήταν απαγορευτικό να κάνεις τηλεόραση. Εγώ πρόσεχα τις επιλογές μου, αλλά υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μεγαλύτερες υποχρεώσεις από εμένα, είχαν οικογένεια και παιδιά. Καθένας βρίσκει τον δρόμο του ακροβατώντας.
— Ή διδάσκοντας σε σχολές. Γιατί δεν διδάσκεις;
Ίσως έχω πολύ ψηλά την ιδιότητα αυτή, γιατί ήμουν μαθήτρια της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Ήταν εξαιρετική, ήταν το πρότυπό μου που δεν μπορούσα να το αγγίξω με τίποτα. Έλεγα: «Αν είναι κάτι που δεν μπορώ να κάνω καλά, ας μη το κάνω καθόλου». Σκέψου ότι η Μάγια, όταν ήμουν στη σχολή του ΚΘΒΕ, μας μιλούσε για την υποκριτική με όρους σημειολογίας, για Ρολάν Μπαρτ, ανήκουστα πράγματα. Κατά πάσα πιθανότητα, εκτός από εμάς, που τη ζήσαμε, μόνο ένα μέρος του χώρου έχει πάρει χαμπάρι της αξία της. Κρεμόμασταν από τα χείλη της στα σεμινάριά της. Δεν ήταν μόνο το πώς θα σε σκηνοθετούσε αλλά και ο κόσμος μέσα στον οποίο σε έβαζαν οι χιλιάδες αναφορές της στην τέχνη.
— Εσύ, τελειώνοντας τη δραματική του Κρατικού, δεν πήγες στο ΚΘΒΕ ως αριστούχος. Πώς πήρες την απόφαση;
Τότε ήταν διευθυντής της Δραματικής του ΚΘΒΕ ο Τάσος Παπανδρέου. Όταν αποφοιτήσαμε μας μάζεψε και ιδρύσαμε την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης. Έτσι αρνήθηκα την ένταξή μου στο ΚΘΒΕ ως αριστούχου και πιθανώς μια καριέρα που θα ξεκινούσε αμέσως. Είχε το ΚΘΒΕ πρωταγωνίστριες νέες, τη Φιλαρέτη Κομνηνού, την Αννέζα Παπαδοπούλου, που έπαιξε τη συγκλονιστικότερη Πόλι που έχεις δει ποτέ σου στην Όπερα της Πεντάρας. Όλα αυτά που λέγαμε περί Μπρεχτ, αποστασιοποίησης και άλλων θεωριών τα είδαμε να συμβαίνουν μέσα από την ερμηνεία της Αννέζας. Ήταν μια περίοδος πολύ δημιουργική, που το ΚΘΒΕ αγκάλιαζε το νέο αίμα.
— Γιατί διάλεξες, λοιπόν, την Πειραματική;
Γιατί ήθελα το αβανγκάρντ. Το υποσχόταν η ονομασία της ομάδας, που ήθελε την επανάσταση, νέες φόρμες και προτάσεις κι εγώ ήμουνα στα είκοσι ένα μου ένας θηλυκός Τρέπλιεφ.
— Και στην Αθήνα όταν ήρθες πήγες στον Μιχαηλίδη, δεν πήγες στο Εθνικό.
Με κάλεσε στην Αθήνα η Μάγια, όταν έκαναν με τον Αρζόγλου το Αεικίνητο. Εκεί γνώρισα τον Μηνά Χατζησσάβα, με τον οποίο είχαμε σχέση ζωής, τον Σεβαστίκογλου, συναρπαστικές προσωπικότητες. Και γνώρισα και τον Γιώργο Μιχαηλίδη, άλλη μια τύχη και σχέση ζωής, το 1984, όταν ναυάγησε το Αεικίνητο και ο Μιχαηλίδης έφτιαξε στου Γκύζη το Ανοιχτό Θέατρο. Έκανα οντισιόν και κολλήσαμε αμέσως, βρήκα σε αυτόν τον δάσκαλό μου, τον μέντορά μου, τον πνευματικό μου πατέρα.
— Και εκείνος βρήκε μια ιδανική πρωταγωνίστρια.
Πήρα ήθος, με αυτό μας γαλουχούσε, με αυτή την τρομερή προσήλωση στο θέατρο. Όλα ήταν για την τέχνη, εκεί ήταν όλη του η ζωή, εκεί έπεφταν όλα του τα χρήματα, εκεί έφτιαχνε αυτά τα απίστευτα σκηνικά με βροχές, τουρμπίνες αέρα, μηχανικά συστήματα με τα οποία πέταγες ψηλά ‒ κι όλα αυτά σε ένα υπόγειο που ήταν σινεμά β’ προβολής. Τα κοστούμια μας ήταν από βελούδο και μετάξι και ας μην είχαμε δραχμή ‒ τα πρώτα χρόνια παίρναμε ποσοστά από τις πενιχρές εισπράξεις. Εκεί ήταν η ζωή μας, το σπίτι μας, ήμασταν νέοι και είχαμε μεράκι και αγάπη, ήταν μια οικογενειακή κατάσταση, σαν γιορτή των αισθήσεων. Ζούσαμε εκεί για να δούμε να γεννιέται το θαύμα, η μαγεία, η ομορφιά, η ποίηση.
— Το ξαναβρήκες αυτό όταν έφυγες από το Ανοιχτό Θέατρο;
Δεν ήταν το ίδιο πράγμα. Μπήκα σε μια πιο επαγγελματική σχέση με το θέατρο και είχα την τύχη να γνωρίσω σπουδαίους σκηνοθέτες. Απλώς, το πέρασμα από το Ανοιχτό συνέπεσε και με τη νεαρή ηλικία, όταν είναι συγκλονιστικό να πιστεύεις σε κάτι. Είμαι πολύ τυχερή γιατί νιώθω μεγάλη νοσταλγία γι’ αυτή την εποχή όχι για τις παραστάσεις και για το αισθητικό περιβάλλον, αλλά για τη μαθητεία στην τέχνη.
— Άλλαξαν πολύ οι άνθρωποι στο θέατρο;
Φάγαμε πολλά στραπάτσα, παίχτηκε και το ψωμί μας ακόμα, και σαν να μην έφτανε όλο αυτό ήρθε και η κρίση, μετά η πανδημία και τώρα δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Δεν αλλάξαμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλη η δεκαετία του ’90 ήταν σημαντική, προοδευτική, το απόκεντρο έγινε επίκεντρο, έγιναν ζυμώσεις. Το θέατρο οφείλουμε να το βλέπουμε και μέσα στις ανάγκες των εποχών. Σήμερα, για παράδειγμα, οι ηθοποιοί είναι πιο καταρτισμένοι, τα θέατρα που ήταν «στιγματισμένα» ως εμπορικά μπορούν να έχουν όποια παράσταση επιλέγουν.
— Τι σου λείπει από το παλιό και τι σου αρέσει στο καινούργιο;
Οι άνθρωποι, η αθωότητα, ο ρομαντισμός, ο ιδεαλισμός: προσπαθώ αυτές τις ποιότητες να συνεχίζω να τις διατηρώ και όσο κι αν βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, θα επιλέξω να πάω με νέους ανθρώπους που πιστεύω ‒ έχω εμμονή με αυτό, δεν θέλω να υπάρχω μόνο σε μεγάλες σκηνές. Μου αρέσει που η νέα γενιά ξαναδιαβάζει τα κείμενα. Και είναι μια ωραία πρόκληση να ξαναπαίζω έργα που έχω κάνει και πριν από τριάντα χρόνια, αντλώντας από το παρελθόν, τη σχέση μου με το έργο, το βίωμα, τη συγκίνηση και την εμπειρία κάθε συνθήκης.
— Ας πάμε στην Κυβέλη που υποδύεσαι στο «Φλόγα και Άνεμος» στην ΕΡΤ. Πόσο δύσκολο είναι να υποδύεσαι ένα υπαρκτό πρόσωπο;
Όταν υποδύεσαι υπαρκτά πρόσωπα, γίνεται μια συζήτηση κατά πόσο μοιάζεις με αυτά. Ένας ηθοποιός δεν είναι μίμος ενός προσώπου. Θα ήταν αστείο να μιλάω όπως η Κυβέλη, θα ήμουν μια καρικατούρα. Εμείς δίνουμε την εσωτερική αλήθεια των χαρακτήρων, την αύρα, και αφηγούμαστε την ιστορία τους. Για μένα έχει σημασία το πώς υπερασπίζεσαι αυτόν τον χαρακτήρα και δίνεις χώρο βαθιά μέσα σου ώστε να δείξεις τις σκέψεις και το βάθος του συναισθήματος, τα λάθη και τα τρωτά του. Και να δώσεις το ηλικιακό εύρος ενός χαρακτήρα από τα τριάντα δύο μέχρι τα ογδόντα.
— Τι σε εντυπωσιάζει σε αυτόν τον χαρακτήρα;
Μιλάμε για μια γυναίκα χειραφετημένη σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας γενικά ήταν τρισχειρότερη σε σχέση με σήμερα, η οποία είχε την τόλμη να υπερασπιστεί με τόσο σθένος την προσωπική της επιθυμία να ζήσει τη ζωή της όπως εκείνη ήθελε, τον συγκλονιστικό έρωτά της, με τον Τύπο της εποχής να την περιλούζει, κάτι που δεν την άγγιζε γιατί είχε τεράστια δύναμη και επίδραση στο κοινό, το οποίο τη λάτρευε. Στην ουσία δεν την άγγιζε τίποτα. Αυτή η γυναίκα, λοιπόν, εξαιτίας αυτού του μεγάλου έρωτα αποσύρθηκε από το θέατρο. Έμεινε πίσω, για την πολιτική του καριέρα και, φυσικά, για το παιδί της.
— Εσύ θα το έκανες αυτό;
Όχι. Αν ένας άνθρωπος μου ζητούσε να παρατήσω την τέχνη μου, δεν θα με αγαπούσε. Οι γυναίκες σε όλους τους τομείς δίνουν πολύ δυναμικά τον αγώνα τους. Οι δρόμοι είναι σπαρμένοι με σεξισμό, η αντιμετώπισή μας δεν είναι ισότιμη, ούτε και οι αμοιβές μας. Ετοιμάζομαι να παίξω σε μια ταινία, τη Φόνισσα, όπου θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε, με αφορμή το αριστούργημα του Παπαδιαμάντη, τα εγκλήματα κατά του φύλου μας. Είναι ανάγκη πια να μιλάμε για ισοτιμία, που είναι ουσιαστική και απαραίτητη, όπως και για την ανάγκη της αποδοχής της διαφορετικότητας. Για μένα η κριτική, το κουτσομπολιό σχετικά με το αν είσαι γκέι, το πώς ντύνεσαι και πόσα κιλά ζυγίζεις είναι passé. Η παλιά κοινωνία πεθαίνει.
Η πανδημία έφερε στην επιφάνεια το χειρότερο πρόσωπο της πατριαρχίας, το διαπιστώνουμε με κάθε γυναικοκτονία, κι αυτό είναι ίσως ένα στάδιο, εύχομαι σύντομο, πριν από το καινούργιο που είναι προ των πυλών. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, η νέα γενιά είναι αποφασισμένη, δεν ανέχεται τέτοιου είδους φαινόμενα κι αυτό με κάνει να αισιοδοξώ.
Η σειρά «Φλόγα και Άνεμος» προβάλλεται κάθε Σάββατο στις 22:00 από την ΕΡΤ1.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.