Το 2022 του Θεόδωρου Τερζόπουλου ήταν κουραστικό και συνταρακτικό μαζί, ήταν μια χρονιά που δημιουργικά έκανε ένα σωρό πράγματα, όπως πάντα. Masterclasses, παραστάσεις, εκδόσεις βιβλίων, ταξίδια. Πήρε και πέντε σημαντικά διεθνή βραβεία, για τα οποία δεν του αρέσει να μιλάει.
«Η καλύτερη στιγμή μου ήταν όταν τον Ιούλιο πήρα την απόφαση να πάω στη Σιβηρία», λέει. «Παρ’ όλες τις ταξιδιωτικές δυσκολίες που συνάντησα βέβαια, γιατί δεν ήταν εύκολο να ταξιδέψω από την Κωνσταντινούπολη στην Αγία Πετρούπολη και μετά στη Σιβηρία. Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή μου, το ταξίδι στη Γιακουτία, στη Σιβηρία, πολύ κοντά στον Βερίγγειο Πορθμό, όπου με κάλεσε ο υπουργός Πολιτισμού της Γιακουτίας, μιας ημιαυτόνομης δημοκρατίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο οποίος είναι σαμάνος. Με περίμεναν τριάντα πέντε σαμάνοι. Μου παρουσίασαν ένα δρώμενο και είχαν και κάποια αντικείμενα τα οποία μου τα έδωσαν ως δώρα. Η συνάντηση μαζί τους ήταν για μένα μια συνταρακτική εμπειρία. Κατά κάποιον τρόπο βαφτίστηκα κι εγώ σαμάνος μέσα από μια τελετή που έγινε ειδικά για να με υποδεχτούν. Είναι στα όρια του κωμικού όλο αυτό, αλλά είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σκέφτομαι τις έβδομες Βάκχες να τις κάνω στη Σιβηρία με αυτούς τους τριάντα πέντε σαμάνους στη δική τους γλώσσα, στη γλώσσα της Γιακουτίας. Δεν είναι ρωσική γλώσσα, είναι νομίζω μογγολικής προέλευσης. Έχει πολύ ενδιαφέρον η παράδοσή τους. Είχα ασχοληθεί κάπως με τον σαμανισμό παλιότερα, όταν είχα πάει στον Αμαζόνιο και στην Αυστραλία. Κι αυτό, τώρα, μπορώ να πω ότι δεν ήταν απλώς το ταξίδι της χρονιάς αλλά ίσως το ταξίδι της ζωής μου.
Το 2022 ήταν μια πολύ κουραστική χρονιά, γιατί είχαν συσσωρευτεί κάποιες παραστάσεις, σκηνοθεσίες και περιοδείες από τις προηγούμενες χρονιές, που ακυρώθηκαν λόγω της πανδημίας. Οπότε προσπάθησα να πραγματοποιηθούν τουλάχιστον ορισμένες από αυτές ‒ τελικά ένα μεγάλο μέρος έγινε. Από τις τέσσερις σκηνοθεσίες που έπρεπε να κάνω έγινα οι δύο: μία στο Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης και μία στην Μπολόνια, στη Μοντένα και σε άλλες ιταλικές πόλεις. Επίσης, έγιναν κάποιες περιοδείες, υπήρξαν και κάποιες βραβεύσεις και αρκετές εκδόσεις βιβλίων.
Η μέθοδός μου αυτήν τη στιγμή κάνει θραύση σε όλον τον κόσμο. Είναι ένα περισσότερο πρακτικό παρά θεωρητικό κομμάτι της δουλειάς μου το οποίο βοηθάει πάρα πολύ την απελευθέρωση της ενέργειας των ηθοποιών, αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων. Αυτό ίσως να μείνει, γι’ αυτό δίνω μεγάλη βάση.
Πάντα είχα την ανάγκη να ταξιδεύω σε πολύ άγνωστους και επικίνδυνους τόπους, μια ανάγκη δική μου, φυγής ίσως από αυτό που λέγεται “πολιτισμός”, πολλές φορές με δυσκολίες. Όταν πήγα στον Αμαζόνιο, στα χωριά Καουκασέρβα, είχε εμφύλιο πόλεμο και έπρεπε να περνάω από επικίνδυνες ζώνες με τους δυο ανθρωπολόγους φίλους μου που έπαιξαν και στην παράσταση που οργάνωσα εκεί, τον Jurupari ‒ αυτός είναι ο Διόνυσος των Ινδιάνων, θεό της βλάστησης. Φέτος, στη Γιακουτία, για οκτώ μέρες είχα την αίσθηση ότι είμαι στο κέντρο του κόσμου και ότι η Ευρώπη ήταν τόσο μακρινή και τόσο επαρχιακή. Ένιωθα πως ήμουν στον πυρήνα της γης, του κόσμου: το κλίμα, οι λευκές νύχτες, η ατμόσφαιρα, ο πολιτισμός, οι άνθρωποι. Ήταν σαν να ήμουν στη Νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία, συνταρακτική.
Μάλιστα μου έδωσαν και κάποια στοιχεία για ξεμάτιασμα! (γελάει) Δηλαδή μπήκα και σε μια τέτοια διαδικασία χωρίς να τα πιστεύω όλα αυτά. Βέβαια, όσο περνούν τα χρόνια, τα πιστεύω ή, μάλλον, τα ακολουθώ.
Δεν νομίζω ότι υπήρξε κάποια πολύ κακή στιγμή γιατί ήμουν διαρκώς σε δράση. Ίσως η χειρότερη όταν έπαθα μια φοβία, θα έλεγα, θανάτου. Ήταν μια μανία, ένα σοκ, εξαιτίας του οποίου δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το έπαθα μετά από μια εγχείρηση καταρράκτη που έκανα. Έβλεπα διαφορετικά με το αριστερό μάτι και διαφορετικά με το δεξί, κι αυτό μου δημιούργησε σύγχυση, ανασφάλεια και τρόμο. Ήταν ίσως η χειρότερη στιγμή μου, αλλά ξεπεράστηκε σε πέντε μέρες. Είχα χάσει την αίσθηση της ισορροπίας, τρέκλιζα και δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, το περπάτημα, τον λόγο, τη σκέψη μου. Βέβαια, φοβίες αποκτάμε και λόγω ηλικίας. Έχει αλλάξει πάρα πολύ ο τρόπος που μετράω τον χρόνο μεγαλώνοντας. Όποια προσπάθεια και να κάνω για να γυρίσω στα προηγούμενα, σε μιαν άλλη πραγματικότητα ή μια κανονικότητα, δεν πιστεύω ότι μπορεί να ευοδωθεί. Πρέπει να είμαι στο παρόν και να μετράω τα πράγματα στην καθημερινότητα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, σαν να πρόκειται για μια καινούργια ζωή. Και να βρίσκω πάντα καινούργιες ιδέες και καινούργιους τρόπους συμπεριφοράς.
Κάνω περιπάτους, για παράδειγμα, που δεν έκανα παλιά. Και προσαρμόζω στις ανάγκες της υγείας και της ηλικίας μου όλη μου την καθημερινότητά μου. Δεν έπαιρνα χάπια και τώρα παίρνω, ας πούμε. Καθημερινά παίρνω χάπια, πρωί - μεσημέρι - βράδυ. Είναι μοιραίο να συμβούν όλα αυτά, τα παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου και επηρεάζουν σαφώς και τις επιλογές μου. Αν παλιότερα ήμουν αυστηρός σε κάποιες επαγγελματικές επιλογές, τώρα είμαι αυστηρότερος. Αλλά μέσα σε όλες αυτές τις αλλαγές, που μεταβάλλουν διαρκώς και τη ζωή μου, υπάρχει μια εξίσου διαρκής αγωνία σε σχέση με την τέχνη μου.
Επειδή αναθεωρώ πάντα αυτό που κάνω, στέκομαι κριτικά απέναντί του. Τώρα περνάω μια κρίση επειδή καταλαβαίνω ότι τα πάντα έχουν αλλάξει. Τα πάντα έχουν αλλάξει μετά την πανδημία, την παγκόσμια κρίση, τους πολέμους, όλα αυτά που βιώνουμε. Φαίνεται ότι χρειάζεται ένας επαναπροσδιορισμός, ακόμα και του ίδιου μας του εαυτού. Σαν να θέλω να βρω ή να ακολουθήσω μια νέα αλφαβήτα στη δουλειά και στη ζωή μου. Και αυτό, από τη μια πλευρά, μου δίνει αισιοδοξία, ότι δεν εγκαταλείπω τα πράγματα, ακόμα παλεύω. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και μια δυσκολία στην προσαρμογή, γιατί βλέπω ότι υπάρχει μια τάση επιστροφής σε αυτό που αφήσαμε πίσω. Κι εγώ δεν πιστεύω ότι μπορούμε να επιστρέψουμε, γιατί ό,τι αφήσαμε έχει εξανεμιστεί πλέον και δεν ξέρω αν έχει τη δυναμική να επανέλθει.
Ανακαλύπτω κάτι που ελαφρώς με τρομάζει: ότι δεν υπήρξε, και δεν υπάρχει, δυναμική στα πράγματα που να είναι τόσο ισχυρή ώστε να μπορέσει να έχει μεγάλη διάρκεια και να γεννάει πράγματα. Δηλαδή φαίνεται ότι όλο αυτό που κάνουμε είναι μια σειρά από συμπτώσεις, σχέσεις και τυχαία πράγματα. Εξάλλου, δεν υπάρχει ένας ισχυρός άξονας εργασίας και δημιουργίας, με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης κυρίως, σύμπνοια των καλλιτεχνών, μια δυναμική που να δημιουργεί με σκοπό να αρθρώσει μια γλώσσα μνήμης. Γιατί ο πιο ισχυρός άξονας είναι ο άξονας της μνήμης. Είναι λες και ό,τι γίνεται, γίνεται για να ξεχαστεί. Αυτό βέβαια είναι ένα ωραίο κόλπο του συστήματος. Όσο περισσότερο ξεχνάς, τόσο πιο εύκολα χειραγωγείσαι. Όλα τίθενται στην υπηρεσία του εφήμερου. Κι αυτό με τρομάζει πραγματικά.
Έχουν μπερδευτεί τόσο πολύ το θέατρο και η ζωή, που έχουν δημιουργήσει έναν λαβύρινθο από τον οποίο δεν μπορώ να βγω. Θέλω πάντα να διαχωρίζω τη ζωή από το θέατρο, αλλά αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Φαίνεται ότι το θέατρο έχει μεγαλύτερη δύναμη, εφόσον επιβάλλει τελικά τις δικές του αρχές στη ζωή. Έχω ένα πρόγραμμα καθημερινό που περιλαμβάνει πρόβες, ταξίδια, παραστάσεις και διδασκαλίες. Στην κυριολεξία είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι, πολλές φορές έρχομαι το πρωί από κάπου και φεύγω το απόγευμα για μια άλλη χώρα. Αυτό κάποτε συνέβαινε πολύ τακτικά, τώρα έχει μειωθεί ευτυχώς λιγάκι, γιατί είναι εξοντωτικό. Σκέψου ότι πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια είχα πάει από την Αθήνα στη Φρανκφούρτη, από τη Φρανκφούρτη στο Τόκιο και από το Τόκιο στην Τόγκα, όπου είναι ο Tadashi Suzuki. Είχα παράσταση εκεί και αφού έμεινα δυο μέρες στην Τόγκα, στο χωριό του Suzuki, έφυγα για το Τόκιο και από κει πήγα στη Φρανκφούρτη για να επιστρέψω στην Αθήνα το βράδυ μιας μέρας του Αυγούστου. Πολύ νωρίς τα ξημερώματα πήρα το αεροπλάνο και βρέθηκα στη Νέα Υόρκη και μετά στη Φιλαδέλφεια. Όλο αυτό έγινε σε τέσσερις μέρες. Ε, μετά ένιωθα εξοντωμένος.
Δεν πιστεύω στο κράτος. Πάντα είχα αυτή την άποψη, τώρα ίσως ακόμα περισσότερο. Παλιότερα ήταν κρυφό το παρακράτος. Τώρα πια το παρακράτος κυβερνάει φανερά, διδάσκει, δημιουργεί όλα αυτά που δημιουργεί με έναν ανοιχτό τρόπο. Όλα είναι απροκάλυπτα πια, και μάλιστα νομιμοποιημένα ως θεσμοί. Γι’ αυτό και δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους διάφορους θεσμούς, ούτε και τους θεσμούς της τέχνης.
Υπάρχουν εμπειρίες ισχυρές που έχω ζήσει, αλλά αυτές γεννήθηκαν μέσα από το ίδιο το θέατρο και τα ταξίδια. Το θέμα δεν είναι ότι γνωρίζω απλώς ανθρώπους πολύ σημαντικούς, όπως ο Ερνέστο Σάμπατο, που παρακολούθησε τη δουλειά μου, ο Σεργκέι Παρατζάνοφ, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι και άλλοι πολλοί και διάφοροι, αλλά είναι ότι γνωριμίες γίνονται σε τόπους εξωτικούς, μακρινούς, όπως είναι ο Αμαζόνιος, η Σιβηρία, η κεντρική Αυστραλία και η Ινδία. Αυτά τα ταξίδια προέκυψαν από το θέατρο, αλλά μετατράπηκαν σε συνταρακτικές εμπειρίες ζωής.
Θα έλεγα ότι οι εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας ήταν τραυματικές, επειδή προέρχομαι από μια οικογένεια που υπέφερε από τον Εμφύλιο. Πάντα ζούσα με τον φόβο του αστυνόμου έξω απ’ την πόρτα, του χωροφύλακα. Αυτές οι εμπειρίες απωθήθηκαν πολύ νωρίς επειδή άρχισα να ταξιδεύω στον κόσμο από τα δεκαπέντε μου. Τώρα, όμως, επανέρχονται πολλές φορές στα όνειρά μου ως εφιάλτες.
Δεν πιστεύω στο κράτος. Πάντα είχα αυτή την άποψη, τώρα ίσως ακόμα περισσότερο. Παλιότερα ήταν κρυφό το παρακράτος. Τώρα πια το παρακράτος κυβερνάει φανερά, διδάσκει, δημιουργεί όλα αυτά που δημιουργεί με έναν ανοιχτό τρόπο. Όλα είναι απροκάλυπτα πια, και μάλιστα νομιμοποιημένα ως θεσμοί. Γι’ αυτό και δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους διάφορους θεσμούς, ούτε και τους θεσμούς της τέχνης. Γι’ αυτό ποτέ δεν ήθελα να αναλάβω κανέναν θεσμικό ρόλο, ενώ μου πρότειναν σχεδόν όλες τις θέσεις, και στο Φεστιβάλ Αθηνών αρκετές φορές, και στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ. Θα μπορούσα να εμπλακώ, χάνοντας πολλά από την προσωπική μου δημιουργία και τον προσωπικό μου δρόμο, συνεισφέροντας όμως στη γενικότερη κατάσταση. Πάντα, όμως, επικρατούσε η άρνηση, που είναι έως και παθολογική.
Είμαι ανικανοποίητος, δηλαδή κάνω μια παράσταση και χαίρομαι κάποιες στιγμές που πιστεύω ότι έχει ένα ενδιαφέρον. Μετά από δυο μέρες, όμως, δεν θα θέλω να την ξαναδώ. Δεν βλέπω πάνω από δύο ή τρεις φορές μια παράστασή μου, δεν έχω τις αντοχές. Για μένα, κάτι τελειώνει την ώρα που γίνεται. Κι αυτή είναι η μεγάλη μου αγωνία και ίσως το μεγάλο κουσούρι μου: κάτι δημιουργείται, εξαφανίζεται, μετά γεννιέται κάτι άλλο κι εγώ είμαι πίσω και περιμένω να γίνει ορατό για να το αντιληφθώ, ενώ αυτό έχει φύγει.
Δεν μπορώ να αντιληφθώ τα πράγματα που τρέχουν με τη δική τους ταχύτητα ή με κάποια καθυστέρηση έστω – κι αυτό είναι μια εμμονή δική μου. Τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς. Τα πάντα ρει, που λέει και ο Ηράκλειτος, με μια ταχύτητα απίστευτη, πολλές φορές ιλιγγιώδη. Κι εμείς ξύνουμε τα νύχια μας, χωρίς να ξυνόμαστε, χωρίς να έχουμε αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι αλλού κι εμείς είμαστε πίσω. Δηλαδή η ζωή τρέχει και η τέχνη ακολουθεί ασθμαίνοντας.
Υπάρχουν πράγματα που δεν θα ήθελα να κάνω. Δεν θα ήθελα να με έχει απορροφήσει τόσο πολύ το θέατρο, αλλά δυστυχώς αυτό συμβαίνει. Έγινε τρόπος ζωής. Θα ήθελα να κάνω κι άλλα πράγματα, ας πούμε διακοπές. Ωστόσο, βάζω ένα πρόγραμμα, λέω «θα πάω δέκα ή είκοσι μέρες διακοπές». Την τρίτη μέρα πλήττω. Θέλω να επιστρέψω στη δουλειά, η οποία είναι και συνήθεια. Όπως λέει και ο Σαίξπηρ: «Η συνήθεια και της φύσης το καλούπι μπορεί να αλλάξει».
Όσο κι αν θέλουμε να πούμε ότι ψάχνουμε την αλήθεια, τελικά τίποτα δεν ψάχνουμε. Επαναλαμβάνουμε τα πράγματα ή τα κοπιάρουμε, λέμε ψέματα και προσπαθούμε να υποστηρίξουμε το ψέμα και να φτιάξουμε το ψέμα αλήθεια, με μια διαδικασία η οποία είναι κατά τη γνώμη μου ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ζωής, της τέχνης και της μεταξύ τους σχέσης. Πού είναι η αλήθεια και πού το ψέμα; Έχουν μετακινηθεί τόσο πολύ τα πράγματα, έχουν γίνει τόσο ρευστά ανάμεσα στον δημιουργό, το έργο του και τη ζωή του που ώρες-ώρες γίνεται μια κόλαση.
Η τέχνη συνολικά μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα σε έναν κόσμο που είναι έτοιμος να τα δεχθεί. Αλλά θα έλεγα ότι η παιδεία είναι αυτή που μπορεί να προσφέρει τα περισσότερα πράγματα. Η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Η τέχνη γίνεται από μειοψηφίες και αφορά μειοψηφίες.
Ωστόσο αυτή η μειοψηφία συγκρατεί κάτι. Δημιουργεί έναν σύνδεσμο ανάμεσα στα πράγματα, τις εποχές, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Δημιουργεί και έναν άξονα μνήμης, θα έλεγα. Αλλά κι αυτός ο άξονας μνήμης πολλές φορές είναι ανεμικός, ανίσχυρος. Γι’ αυτό βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Προσπαθούμε. Προσπαθούμε μπεκετικά. Κι αν αποτύχουμε, προσπαθούμε, ξαναπροσπαθούμε. Αυτή η προσπάθεια έχει ίσως μεγαλύτερη αξία από ένα αποτέλεσμα που γίνεται αρχή, νόμος και concept. Η διαρκής προσπάθεια μετράει.
Παρακολουθώ αρκετά ελληνικό θέατρο, όσο έχω χρόνο και διάθεση. Και έχω παρατηρήσει ότι υπάρχουν κάποια ωραία πράγματα. Υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες και μια απόσταση ανάμεσα στις γενιές, απ’ ό,τι βλέπω, αλλά αυτό ίσως να μην είναι κακό. Παρακολουθώ και βλέπω ότι κάποιοι άνθρωποι εξελίσσονται, κρατώντας, βέβαια, και κάποιες αρχές. Στην Ελλάδα είχαμε και έχουμε ακόμα κάποιες πηγές, κάποιες παραδόσεις, π.χ. την παράδοση «Κουν», η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται σε μια ακαδημία που δεν ιδρύσαμε ποτέ, την παράδοση της Παξινού, της Λαμπέτη. Είχαμε μεγάλους δασκάλους, που σημαίνει μεγάλες διδασκαλίες, οι οποίες δεν έχουν καταγραφεί. Όμως έσβησαν και μιμούμαστε πολλές φορές ξένες παραδόσεις ή ξένες μόδες, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική γλώσσα. Όσο κι αν λέμε ότι διεθνοποιείται το θέατρο, ότι διεθνοποιείται η τέχνη, πιστεύω πάρα πολύ στην τοπική, στην εθνική παράδοση, η οποία καθορίζεται απ’ τη γλώσσα.
Απ’ ό,τι βλέπω, δεν υπάρχει μια σαφής, καθαρή, προσωπική γλώσσα. Υπάρχουν επιρροές από άλλες γλώσσες, είτε παλαιότερων εποχών είτε νεότερων. Συνήθως, όμως, είναι επηρεασμένες από τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αλλά κι εκεί υπάρχει θέμα, αδιέξοδο μεγάλο, γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε πια για τη γλώσσα του Γκροτόφσκι, τη γλώσσα του Στρέλερ, του Σουζούκι ή του Βασίλιεφ. Υπάρχουν επιρροές και υβρίδια, κι αυτό δεν είναι κακό, γιατί μπορεί κάποια στιγμή να γεννήσουν με τη σειρά τους κάτι εξαιρετικό. Αλλά καθαρές γλώσσες δεν έχω δει, μόνο επιρροές. Βλέπω πολλές παραστάσεις σε όλον τον κόσμο, έχω φίλους πολύ καλούς που έχουν τη δική τους γλώσσα. Το μόνο που βλέπω όμως είναι επιρροές.
Είμαι ένα μεγάλο διάστημα στην Ελλάδα. Τα παλιότερα χρόνια έμενα οκτώ με δέκα μήνες. Τώρα τον μισό χρόνο είμαι έξω, αλλά δεν αντέχω πια. Έχω συνηθίσει να ταξιδεύω, να αλλάζω τόπους και έχω και πολλούς συνεργάτες σε διάφορα σημεία του κόσμου. Δηλαδή, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε υπάρχουν παραστάσεις μου που παίζονται σε διάφορα ρεπερτόρια πολλών θεάτρων, και εθνικών μάλιστα, σε κάποια σημεία του κόσμου και πρέπει να τις παρακολουθώ. Οπότε χρειάζεται να ταξιδεύω. Το Άττις είναι το ορμητήριο και η βάση μου, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλά παρακλάδια, σημεία στον κόσμο όπου έχω φτιάξει ομάδες, με τις οποίες συνεργάζομαι.
Όπως εδώ, τώρα, στην Μπολόνια, που συνεργάζομαι με μια ομάδα Ιταλών ηθοποιών, με τους οποίους είχα ξανασυνεργαστεί πριν από πολλά χρόνια. Επέλεξα αυτούς για να κάνω το Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ, και έχω να πω ότι είναι εξαιρετική εμπειρία το να αντλείς ικανοποίηση βλέποντας τον τρόπο δουλειάς σου σε άλλη γλώσσα, σε άλλη παράδοση. Ακόμα και σήμερα επικρατεί η παράδοση της commedia dell’arte και είναι ωραίο το πάντρεμα αυτής της συγκεκριμένης άποψης με άλλες γλώσσες και άλλες παραδόσεις.
Συμφιλιώθηκα αρκετές φορές ή κατά μεγάλα διαστήματα με τον εαυτό μου. Αλλά κάποια στιγμή αντιμετώπισα τον εαυτό μου εχθρικά. Ή με αντιμετώπισε αυτός εχθρικά! Δηλαδή ήμουν για κάποιες περιόδους συγκρουσιακός. Δεν είναι κακό αυτό, γιατί όταν περνάει κανείς μια κρίση, μπαίνει σε μια μεγάλη σύγκρουση, την οποία πρέπει με κάποιον τρόπο να την κατευνάσει. Εγώ αφέθηκα, κι έτσι εγκατέλειψα δυο-τρεις φορές και το θέατρο. Ταξίδευα συνεχώς για να διασώσω κάτι από τον εαυτό μου. Όλα αυτά τα ανθρώπινα στοιχεία δεν τα έπνιξα, ή τα θεατροποίησα ή τα άφησα να βγουν, να εξωτερικευτούν.
Έγινα πολύ αυστηρός μ’ εμένα και με τον κόσμο, αυστηρότερος απ’ ό,τι ήμουν. Δεν δέχομαι πια την υποκρισία, αν είναι να πω τη γνώμη μου θα την πω. Δεν δέχομαι το κρυφό παιχνίδι. Δεν δέχομαι να κρύβω τις ατέλειές μου. Και δεν αποκλείω τίποτα, ούτε το κακό που πρόκειται να ’ρθει, αν είναι να ’ρθει, ούτε και τον ίδιο τον θάνατο. Χωρίς να έχω συμφιλιωθεί απόλυτα με τον εαυτό μου, προσπαθώ μα συμφιλιωθώ με τον θάνατο, κι αυτή η προσπάθεια αποδίδει πραγματικά, με ηρεμεί.
Η αλήθεια είναι ότι δεν συμφιλιωνόμαστε ποτέ με τον θάνατο, αλλά υπάρχει ένας τρόπος ζωής που, μέσα από διαρκείς αφαιρέσεις, καταλήγει κανείς εκεί. Έχω κάνει απίστευτες αφαιρέσεις στη ζωή μου, και ανθρώπων και αντικειμένων και πραγμάτων. Απαλλάσσομαι συνέχεια από τα πολλά. Γι’ αυτό και με κάποιον τρόπο θα κάνω και το «Άττις», το οποίο είναι θέατρο, ίδρυμα, το οποίο το αφήνω στους μαθητές μου. Αυτό με ησυχάζει.
Σήμερα, που έχω ελεύθερο χρόνο, θα κοιμηθώ! Μου λείπει ύπνος, επειδή οι πρόβες εδώ δεν είναι πεντάωρες, όπως στην Ελλάδα, αλλά οκτάωρες. Μετά θα κάνω μια βόλτα με κάνα-δυο ηθοποιούς μου και θα επιστρέψω να ετοιμαστώ για την αυριανή πρόβα. Και βλέπω και θέατρο, αν έχω την ευκαιρία. Προχτές είδα τον Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ στο θέατρο Storchi στη Μόντενα, μια ενδιαφέρουσα παράσταση. Συναντώ φίλους που έχω εδώ από πολύ παλιά και ταξιδεύω σε πόλεις όπου δεν έχω πάει, όπως το Ουρμπίνο, η Πίζα, πόλεις κοντινές, αναγεννησιακές.
Δεν πιστεύω στην ελπίδα, πιστεύω στη δουλειά! Απ’ τη δουλειά γεννιέται κάπου ίσως μια αισιόδοξη στιγμή, ένα άνοιγμα προς το μέλλον, προς κάπου. Ίσως και μια ελπίδα, αλλά δεν είμαι από του ανθρώπους που ελπίζουν σε κάτι που θα ’ρθει και θα τους αλλάξει τη ζωή. Είμαι αυτό που είμαι, ζω όπως ζω. Το έχω αποδεχτεί και δεν ελπίζω τίποτα, απλώς εργάζομαι. Είμαι εργασιομανής. Δουλεύω, και ό,τι γεννιέται από αυτήν τη δουλειά, είτε ψήγματα ελπίδας, είτε ψήγματα χαράς, είτε οτιδήποτε, με ξαλαφρώνει κι έτσι κοιμάμαι ήσυχα, χωρίς να παίρνω Ζάναξ.
Τώρα ετοιμάζω το Τέλος του παιχνιδιού, μια συμπαραγωγή των κρατικών θεάτρων της Μόντενα, της Μπολόνια, της Νάπολης και της Ρώμης. Θα κάνει μια περιοδεία τριών μηνών στην Ιταλία φέτος και τριών μηνών του χρόνου και θα καταλήξει για είκοσι παραστάσεις, την επόμενη χρονιά, στο Piccolo Teatro. Εδώ οι παραστάσεις είναι πάντα συμπαραγωγές μεγάλων θεάτρων κι έτσι μειώνονται τα έξοδα της παράστασης και μπορούν να γίνουν δεκαπέντε ή είκοσι παραστάσεις μέσα στη σεζόν σε διάφορες πόλεις. Και πάνε στο εξωτερικό μετά.
Για το ’23 πρέπει να κάνω τη Μάνα Κουράγιο στο Εθνικό Θέατρο της Βουδαπέστης. Πρέπει επίσης να πάω στη Νέα Υόρκη, όπου έχω αρχίσει μια συνεργασία με τον ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος δουλεύει ένα πρότζεκτ πάνω στους Άταφους Νεκρούς, που είχα ξεκινήσει πριν από χρόνια. Αυτό θα γίνει τον Μάρτιο. Είναι ένα κείμενο που δεν θα έχει θεατρική δομή αλλά θα το θεατρικοποιήσω εγώ. Πρόκειται για μια ιστορία συνταρακτική, μια σύγχρονη τραγωδία που αφορά πολύ την αμερικανική ιστορία. Υπάρχουν δυο-τρία θέατρα με τα οποία συζητάμε για το ’24, αλλά η προετοιμασία θα γίνει το ’23. Αυτήν τη στιγμή ετοιμάζω, και έχει ολοκληρωθεί, μια νέα παράσταση με τίτλο Intermezzo πάνω στο θέμα της γυναικοκτονίας, με τη Σοφία Χιλλ και την Αγλαΐα Παππά ‒ οι ηθοποιοί μου δουλεύουν μόνοι τους. Είναι ένα κείμενο που το διαμορφώσαμε μαζί με τις δυο ηθοποιούς ‒ θα ξεκινήσει αρχές Φλεβάρη. Μετά θα πρέπει να πάω στη Γερμανία, στη Στουτγκάρδη, όπου έχω επίσης μια σκηνοθεσία. Ε, και συνεχίζεται έτσι αυτό το πρόγραμμα, για μια τριετία περίπου.
Η υστεροφημία μου δεν με ενδιαφέρει, ωστόσο, όπως διαμορφώθηκε η κατάσταση, υπάρχουν κάποια πράγματα που θα μείνουν. Η μέθοδός μου αυτήν τη στιγμή κάνει θραύση σε όλον τον κόσμο. Είναι ένα περισσότερο πρακτικό παρά θεωρητικό κομμάτι της δουλειάς μου το οποίο βοηθάει πάρα πολύ την απελευθέρωση της ενέργειας των ηθοποιών, αλλά και πολλών άλλων πραγμάτων. Αυτό ίσως να μείνει, γι’ αυτό δίνω μεγάλη βάση.
Τώρα, με τους ηθοποιούς μου, πριν από την πρόβα, κάνουμε μία ώρα training. Το κάνει o ηθοποιός Giulio Germano Cervi, ο οποίος είναι ο δάσκαλος της μεθόδου στην Ιταλία, ο υπεύθυνος. Σε κάθε χώρα υπάρχει ένας υπεύθυνος της μεθόδου, αυτού του τρόπου εργασίας, κι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Δηλαδή να βλέπω ηθοποιούς, που μπορεί να είναι και από διαφορετικές σχολές, σιγά-σιγά να δημιουργούν μια ομάδα και να προκύπτει ένα ομοιογενές σύνολο. Με αυτή την έννοια ίσως υπάρξει κάτι στο μέλλον, ίσως και τίποτα.
Έχω πάντα την ανάγκη να ψάχνω αυτό που δεν πραγματοποιείται, το ανοίκειο, αυτό που δεν μπορώ να κάνω και δεν θα μπορέσω ποτέ. Αλλά δεν εγκαταλείπω τις προσπάθειες. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι, αλλά το ψάχνω. Το άγνωστο, την terra incognita, την άγνωστη γαία. Κι αυτό ίσως είναι που με κρατάει ακόμα να παλεύω, να ψάχνω, να είμαι περίεργος.
Όπως είπε ο Μπρεχτ, «ο παγωμένος αέρας θα τα σαρώσει όλα, διασχίζοντας τις πόλεις του μέλλοντος». Θα τα εξαφανίσει όλα. Γιατί αυτή είναι η τύχη, φαίνεται, του θεάτρου, που είναι εφήμερο, της τέχνης ευρύτερα αλλά και του ανθρώπου του ίδιου.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος φωτογραφήθηκε στις πρόβες της παράστασης «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Teatro Storchi στη Μοντένα.
attistheatre.com
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.