Μεγαλωμένη στη Φλόριντα, με πατέρα Ιταλo-πορτορικανό και μητέρα γεννημένη στην Λισαβόνα, ανακάλυψε την όπερα μόλις στα 6 της, κάτι που η οικογένειά της έλαβε σοβαρά υπόψη. Έτσι, ξεκίνησε μαθήματα φωνητικής, και υπήρξε η νεότερη που κέρδισε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό του Ιδρύματος Μέριλιν Χορν, αποσπώντας και την εύνοια της Αμερικανίδας τραγουδίστριας, που ήταν η πρώτη που την καθοδήγησε. Στα 16 της κάνει το ντεμπούτο της στην Palm Beach Opera με την όπερα Χάνσελ και Γκρέτελ του Ένγκελμπερτ Χούμπερντινκ και σήμερα είναι από τις διασημότερες και πολυβραβευμένες Αμερικανίδες σοπράνο· πλέον αναλαμβάνει συνεχώς ρόλους σε σημαντικές όπερες διεθνώς. Έχει ερμηνεύσει τη Βιολέτα στην Τραβιάτα του Βέρντι στη Met, ρόλο που επαναλαμβάνει αυτό το διάστημα στο Παρίσι, και θα μας παρουσιάσει στο Ηρώδειο το καλοκαίρι με την Εθνική Λυρική Σκηνή.
— Έπαιξαν ρόλο οι ευρωπαϊκές ρίζες της οικογένειάς στο ότι έκανες καριέρα στην όπερα;
Χάρη στη μητέρα μου άκουσα πρώτη φορά όπερα. Η δική της μητέρα, η γιαγιά μου, είχε πολύ ωραία φωνή και ήθελε να ασχοληθεί με την όπερα, αλλά της το απαγόρευσε ο πατέρας της. Αυτό θυμόταν η μητέρα μου και βλέποντας την έφεσή μου στην κλασική μουσική και το τραγούδι, σκέφτηκε ότι ίσως είχα κληρονομήσει το ταλέντο της. Αποφάσισε να με ενθαρρύνει ώστε να μην επαναληφθεί η ιστορία της μητέρας της. Ξεκίνησα στα 6 με ένα πειθαρχημένο καθημερινό πρόγραμμα – εκείνη παρακολουθούσε την εξέλιξή μου. Πίστευε ότι αν ήταν το πάθος μου, έπρεπε να δουλέψω σκληρά γι’ αυτό. Είχε απόλυτο δίκιο και σε αυτό συμφώνησε και ο πατέρας μου, καθώς έβλεπαν και οι δυο ότι είχα οπερατική φωνή. Έπρεπε να κάνουν αρκετές θυσίες για να πληρώνουν τα μαθήματά μου. Τελικά, η όπερα έγινε τα πάντα για εμένα.
Νομίζω ότι βρισκόμαστε στη διαδικασία αναζωογόνησης της όπερας. Δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις τη νέα γενιά. Έχουμε υιοθετήσει και αυτή την εσφαλμένη άποψη ότι αν δεν κάνουμε τις παραστάσεις πιο μοντέρνες το νεανικό κοινό δεν θα καταλάβει, δεν θα τις εκτιμήσει.
— Διάβασα ότι η πρώτη όπερα που είδες στην τηλεόραση ήταν η «Μποέμ» με την Τερέζα Στράτας. Κι εκείνη ξεκίνησε από μια οικογένεια Ελλήνων μεταναστών του Τορόντο.
Είδα μια μαγνητοσκοπημένη παράσταση από τη Met κι αυτό με καθόρισε. Η Στράτας έπαιζε τη Μιμή και παρόλο που είχε δίπλα της τον Καρέρας και τη Σκότο, η δική της ερμηνεία ήταν που με συγκλόνισε. Αργότερα, στα 19 μου, τη συνάντησα και μου συνέβη κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί: την κοίταξα κατευθείαν στα μάτια και καθώς της συστηνόμουν, άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ήμουν συγκινημένη που την είχα μπροστά μου. Προσπαθούσα να της εξηγήσω πόσο πολλά μου είχε προσφέρει και ευτυχώς αποδείχτηκε γενναιόδωρη και γλυκιά. Δεν ήταν μόνο μια υπέροχη ερμηνεύτρια αλλά και ένας υπέροχος άνθρωπος.
— Γνωρίζεις ότι έπαθε νευρικό κλονισμό στα γυρίσματα της «Τραβιάτα» του Τζεφιρέλι γιατί ένιωθε ότι περίμενε από εκείνη την ερμηνεία της Κάλλας;
Κι εγώ ένιωθα από πολύ νωρίς την κληρονομιά της Κάλλας να βαραίνει επάνω μου. Άκουγα Κάλλας, εμπνεόμουν από αυτήν, αλλά έχω την τάση να ερευνώ τα πράγματα εις βάθος. Φυσικά και αναγνωρίζω τη μεγάλη της συνεισφορά και σημασία, αλλά με στοιχειώνουν κάπως η προσωπική της ζωή και όλα όσα έζησε. Όποτε παρακολουθώ ντοκιμαντέρ ή ταινίες για εκείνη με σοκάρει το ότι μια γυναίκα με τέτοιο ξεχωριστό ταλέντο γνώρισε από νωρίς δυσκολίες στη ζωή της. Με στενοχωρεί το ότι ενώ είχε τόσα να προσφέρει στον κόσμο και στην τέχνη της, αντιμετώπισε τόσο πόνο, καταλήγοντας μόνη στο Παρίσι. Από τη μια πλευρά αποτελεί παράδειγμα ενός ανθρώπου που με ενέπνευσε με τη φωνή και την ικανότητά του να μεταγγίζει στη μουσική τις προσωπικές του εμπειρίες –κι αυτό είναι τρομερά εντυπωσιακό στον τρόπο που παίζει και ερμηνεύει–, από την άλλη δεν μπόρεσε να κάνει μια υγιή σχέση ή παιδιά, η τεράστια διασημότητα την είχε απομονώσει. Δεν θα ήθελα η προσωπική μου ζωή να πάρει τέτοια τροπή.
— Ανήκει σε μια άλλη εποχή, που το κοινό μυθοποιούσε τους μεγάλους καλλιτέχνες.
Ο κόσμος έχει αλλάξει κατά πολύ, οπωσδήποτε είμαστε περισσότερο διατεθειμένοι να δείξουμε κατανόηση και συμπάθεια στους ανθρώπους γενικά, ιδιαίτερα στους διάσημους καλλιτέχνες. Δεν τους προσεγγίζουμε πια ως απρόσιτα είδωλα, τους νοιαζόμαστε κατά μία έννοια. Συμπερασματικά, την Κάλλας την έχω στο μυαλό μου και για τα θετικά και για τα αρνητικά της χαρακτηριστικά. Ωστόσο, όσο περισσότερο την ακούω τόσο καλύτερα την καταλαβαίνω, καταλαβαίνω όλο τον πόνο και τη θλίψη και την τυραννία που βάζει στο τραγούδι της. Νομίζω ότι χρησιμοποίησε τη μουσική ως θεραπεία, κάτι που έχω κάνει κι εγώ.
— Πήρες μαθήματα από τη δική της «Τραβιάτα»;
Βεβαίως! Αλλά και από της Ρενάτα Σκότο, που κι εκείνη έμαθε από την Κάλλας. Αυτές οι δυο έβαλαν στην Τραβιάτα όλο τον προσωπικό τους πόνο. Οπότε δεν ακούμε μόνο ωραίες φωνές αλλά και πειστικές. Ακόμα κι αν κάποιοι ήχοι βγαίνουν λίγο άσχημοι, είναι σαν να το χρειαζόμαστε, σαν να είναι αναγκαία αυτού του είδους της τρωτότητα στη φωνή. Αυτές οι δύο γυναίκες είχαν τη δυνατότητα να τι κάνουν κάτι τέτοιο. Ειλικρινά, πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος να το πετύχεις είναι να ανακαλέσεις συναισθήματα από το παρελθόν σου. Είχα κι εγώ κακές σχέσεις και ερωτικές απογοητεύσεις. Ανακαλώ κάποιες τέτοιες μνήμες και τις εντάσσω στο τραγούδι μου ώστε να συνδέομαι με τον χαρακτήρα και την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Εκτός από τη Βιολέτα της Τραβιάτα, το ίδιο συμβαίνει και με την Τόσκα. Πιστεύεις κάθε λέξη της, όπως και το κλάμα της. Αυτό θεωρώ ότι είναι ο στόχος της όπερας, να κάνει το κοινό που παρακολουθεί να νιώσει το δράμα.
Nadine Sierra, La Traviata: “Addio, del passato”, Metropolitan Opera
— Υπάρχει νέα γενιά θεατών της όπερας στην Αμερική;
Νομίζω ότι βρισκόμαστε στη διαδικασία αναζωογόνησης της όπερας. Δεν είναι εύκολο να προσεγγίσεις τη νέα γενιά. Έχουμε υιοθετήσει και αυτή την εσφαλμένη άποψη ότι αν δεν κάνουμε τις παραστάσεις πιο μοντέρνες το νεανικό κοινό δεν θα καταλάβει, δεν θα τις εκτιμήσει. Η αλήθεια είναι ότι αρκετές από τις μοντέρνες παραστάσεις λειτουργούν, πολλές όμως όχι. Καθώς έχω συμμετάσχει σε πολλές όπερες προσαρμοσμένες στο σήμερα, νομίζω ότι ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν έχει σημασία αν είσαι μεγάλος ή νεότερος, όλοι μας έχουμε κάτι κοινό, κι αυτό είναι η ψυχή. Και όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι, ευτυχώς, διαθέτουμε συμπόνια. Όταν η ιστορία είναι ειλικρινής, τα συναισθήματα των χαρακτήρων, όσα βιώνουν, σου εγγυώμαι ότι κάθε θεατής, ασχέτως ηλικίας, θα νιώσει την ουσία των γεγονότων. Ήμουν μόλις 10 όταν είδα την Μποέμ και έπαθα εμμονή, γιατί άγγιξε κάτι βαθύτερο μέσα μου. Την όπερα δεν την κάνουν ούτε τα σκηνικά ούτε τα κοστούμια αλλά η μουσική, ο τρόπος που την κάνεις δική σου, δίνοντάς της ταυτόχρονα δικά σου κομμάτια, και ο τρόπος που την προσφέρεις στο κοινό, ως μια κοινή εμπειρία, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν νιώσει αγάπη, απόρριψη, θυμό ή ζήλια, έχουν βιώσει τον θάνατο αγαπημένων προσώπων.
— Συμμετέχεις στο πρόγραμμα της Art Smart. Μίλησέ μου γι’ αυτό.
Ναι, και είμαι ενθουσιασμένη! Πρόκειται για ένα ίδρυμα, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση. Σκοπό της είναι να βοηθήσει νέα παιδιά που οι οικογένειές τους δεν έχουν τη δυνατότητα να τους προσφέρουν μαθήματα πιάνου, χορού και τραγουδιού. Η Art Smart τους δίνει την ευκαιρία να ασχοληθούν με το πάθος τους και να εξελιχθούν. Υπάρχουν δάσκαλοι που είναι έτοιμοι να βοηθήσουν. Κι εγώ ξέρω τι σημαίνει αυτό, οι γονείς μου αγωνίστηκαν να με μορφώσουν. Χαίρομαι που βοηθάω τον φίλο μου Μάικλ Φαμπιάνο που έστησε την Art Smart, η οποία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα δημιουργική, σημαντική για την κοινωνία και τα για παιδιά. Αλλάζει τη ζωή τους.
— Πώς εξελίσσονται πράγματα στην Ευρώπης και στις ΗΠΑ;
Η ζωή στις ΗΠΑ σήμερα είναι εξαντλητική. Οι Πολιτείες αγγίζουν τα άκρα, όλα είναι είτε μαύρο - άσπρο ή τίποτα. Στην Ευρώπη υπάρχουν γκρίζες περιοχές, αλλά ο κόσμος βρίσκεται κάπου στη μέση, δεν βλέπω τις ακρότητες της Αμερικής εδώ. Κι αυτό το διαπιστώνω και στην όπερα. Το κοινό στην Αμερική είναι κυρίως μεγάλης ηλικίας, ενώ οι νέοι τρέχουν στις δημοφιλείς συναυλίες. Στην Ευρώπη βλέπεις να πηγαίνουν στην όπερα από πολύ μεγάλους μέχρι πάρα πολύ νέο κόσμο. Νομίζω ότι η Ευρώπη αυτήν τη στιγμή είναι πιο διαλλακτική σε όλα τα θέματα, είτε πολιτικά είτε καλλιτεχνικά, δίνει χώρο σε κάθε ιδέα. Με προβληματίζει η τάση των νέων προς την κουλτούρα της ακύρωσης, που έχει έρθει από την Αμερική. Δεν ξέρω πού θα μας οδηγήσει. Ένα έχω να πω ως Αμερικανίδα όμως, η ζωή εκεί έχει καταντήσει πολύ κουραστική.
— Θεωρείς ότι ο 21ος αιώνας ανήκει στις γυναίκες;
Δεν είμαι φεμινίστρια και πιστεύω στις ίσες ευκαιρίες στα φύλα. Αλλά πρέπει να πω ότι το κίνημα του #metoo βελτίωσε πολύ τα πράγματα στον επαγγελματικό χώρο. Το λέω γιατί υπήρξα και η ίδια μάρτυρας δύσκολος καταστάσεων. Οπότε, ναι, μπήκαν τα γυναικεία θέματα στη συζήτηση και αποκαταστάθηκαν πολλά πράγματα. Δεν μπορώ παρά να είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Έπρεπε να γίνουν αλλαγές. Θεωρώ ότι σήμερα δίνονται ολοένα περισσότερες ευκαιρίες ισότιμα σε όλους. Όμως δεν θεωρώ ότι η ζωή ανήκει σε έναν τύπο ανθρώπου, ότι οι άντρες πρέπει να εξαιρεθούν εντελώς. Έτσι χάνεται η ισορροπία. Ή ότι μια φυλή έχει δικαιώματα και μια άλλη όχι. Δεν είμαι των άκρων.
— Η γιαγιά σου πρόλαβε να σε δει να τραγουδάς;
Με είδε όταν ήμουν 19, λίγο μετά πέθανε. Ήταν πολύ περήφανη και ήξερε ότι η καριέρα μου στην όπερα είχε προοπτικές. Πρόλαβε να δει τη ζωή των γυναικών να αλλάζει, να μπορούν να κάνουν αυτό που αγαπούν.
Τραβιάτα, Τζουζέππε Βέρντι
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
27-28, 30-31 Ιουλίου 2024
Ώρα έναρξης: 21:00
Μουσική διεύθυνση: Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι
Σκηνοθεσία – χορογραφία - σκηνικά: Κωνσταντίνος Ρήγος
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας
Συνεργάτιδα αρχιτέκτονας: Μαίρη Τσαγκάρη
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Στους βασικούς ρόλους οι Ναντίν Σιέρρα, Φρέντι Ντε Τομμάζο, Δημήτρης Πλατανιάς, Βασιλική Καραγιάννη κ.ά.
Με μονωδούς, την ορχήστρα, τη χορωδία και το μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.