Υπάρχει ερωτική ιστορία πιο συναρπαστική από εκείνη που περιγράφει τον έρωτα μιας εταίρας με έναν γόνο καλής οικογένειας; Υπάρχει πιο καταδικασμένο ζευγάρι από εκείνο που καλείται να συντρίψει κοινωνικά στεγανά; Υπάρχει πιο μυθιστορηματικός έρωτας από εκείνον που επιβιώνει κάθε ανθρώπινης προσπάθειας να τον διαφθείρει;
Υπάρχει άραγε πιο συγκλονιστική ιστορία στην όπερα από εκείνη της Τραβιάτας;
Ηδονές που καταπνίγουν τους πρωταγωνιστές, σπαρακτικές λεπτομέρειες που ακουμπούν πάνω σε αληθινές ζωές, μελωδίες μοναδικής δύναμης, ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια και στιγματισμός. Η Τραβιάτα, το λατρεμένο μελόδραμα του Βέρντι, έχει για φόντο το λαμπερό και παρακμιακό Παρίσι (όπως περιγράφεται από τον Αλέξανδρο Δουμά, υιό) και στο επίκεντρο τη Βιολέτα, μια «εταίρα» της παριζιάνικης κοινωνίας, κοινωνικά στιγματισμένη από την ασθένεια της εποχής, τη φυματίωση.
Ο,τι μπορεί να συμβεί από την αυγή του έρωτα έως το σκοτάδι του θανάτου ο Βέρντι το περιγράφει σε αυτό το έργο κεντώντας το ψυχογράφημά της Βιολέτας, λέξη- λέξη πάνω στην φωνητική γραφή.
Στην όπερα αυτή, δεν υπάρχουν μονομαχίες και δόλος. Η υπόθεση είναι απλή, χαμηλόφωνη. Όλα στροβιλίζονται γλυκά γύρω από τα βαθιά συναισθήματα και το «ασήκωτο» για την κοινωνία της εποχής προκλητικό θέμα. Όλα τα στερεότυπα καταρρέουν μπροστά στον ανιδιοτελή έρωτα. Ο,τι μπορεί να συμβεί από την αυγή του έρωτα έως το σκοτάδι του θανάτου ο Βέρντι το περιγράφει σε αυτό το έργο κεντώντας το ψυχογράφημά της Βιολέτας, λέξη-λέξη πάνω στη φωνητική γραφή.
Σε όλο αυτό το ήδη ηλεκτρισμένο πλαίσιο ήρθε από τη δεκαετία του '50 και η Μαρία Κάλλας να δώσει εκρηκτικές διαστάσεις στον ρόλο της Βιολέτας, να χαρίσει στο κοινό μερικά ακόμα δείγματα υψηλής τέχνης και να κληροδοτήσει τις διαδόχους της με έναν ακόμα ανυπέρβλητο οπερατικό μύθο.
1.
Από τα μέσα του 1847 μέχρι τις αρχές του 1852 ο Βέρντι πηγαινοερχόταν συχνά στο Παρίσι. Ήταν μια περίοδος που το ενδιαφέρον των καλλιτεχνικών κύκλων μονοπωλούσε το μυθιστόρημα του Aλέξανδρου Δουμά, υιού «Η Κυρία με τις καμέλιες». Είχε κυκλοφορήσει το 1848 κι η επιτυχία του ήταν τόσο σαρωτική που ο ίδιος ο συγγραφέας το μετέτρεψε και σε θεατρικό. Τυπικό αστικό δράμα, το έργο είναι εμπνευσμένο από τη ζωή της Ροζ Aλφονσίν Πλεσί, η οποία έφτασε στο Παρίσι στα 14 της και μέσα σε δύο χρόνια κατέκτησε τα ανδρικά πλήθη. Ήταν ψηλή, πολύ αδύνατη, με μαύρα μαλλιά και πελώρια μάτια. Μιας σπάνιας ομορφιάς κοπέλα που σπατάλησε την ζωή της κάνοντας σχέσεις με ισχυρούς πολιτικούς και ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων. Ανάμεσά τους ο Αλφρέντ ντε Μισέ, ο Φραντς Λιστ αλλά και ο ίδιος ο Δουμάς υιός, που τη συνάντησε σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές της εναρκτήριας σκηνής στην Τραβιάτα (κατά τη διάρκεια δεξίωσης). Η Πλεσί πέθανε από φυματίωση μόλις στα 23 της χρόνια. Είναι πιθανόν ο Βέρντι να είδε τη θεατρική μεταφορά του έργου στην πρώτη του παρουσίαση (Φεβρουάριος 1852) κι έσπευσε να αγοράσει ένα αντίτυπο του βιβλίου για να το μετατρέψει σε όπερα.
2.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά, η όπερα όχι μόνο ήταν έτοιμη αλλά έκανε και πρεμιέρα (6 Μαρτίου 1853) στο Μεγάλο Θέατρο «Ο Φοίνικας της Βενετίας» αλλά ακόμα και σήμερα αναφέρεται ως μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην ιστορία του λυρικού θεάτρου. Η αποτίμηση αυτή βασίζεται πρωτίστως σε επιστολές του Βέρντι, οι οποίες όμως γράφτηκαν προτού δημοσιευτούν οι κριτικές. ≪Δυστυχώς, θα πρέπει να σου αναγγείλω κακά νέα, αλλά δεν μπορώ να σου κρύψω την αλήθεια. Η Τραβιάτα ήταν ένα φιάσκο. Μην ψάχνεις να βρεις δικαιολογία, απλώς έτσι είναι≫, έγραφε την επομένη της πρεμιέρας στον εκδότη του Τίτο Ρικόρντι. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν πρέπει να ήταν όσο σκοτεινή φάνταζε στα μάτια του συνθέτη. Αυτό, που εκείνος εισέπραξε ως «φιάσκο» (ενδεχομένως και γιατί είχε τρομερά υψηλές προσδοκίες) ήταν απλώς μία χλιαρή υποδοχή. Οι κριτικές στον Τύπο της εποχής ήταν τουλάχιστον συμπαθητικές. Στην Gazzetta di Venezia ο Τομάζο Λοκατέλι ανέφερε: «Η Α' Πράξη καταχειροκροτήθηκε και ο συνθέτης κλήθηκε αρκετές φορές στη σκηνή. Στη Β' η τύχη, δυστυχώς, αντιστράφηκε». Περισσότερο ενθουσιώδης, η Gazzetta musicale di Milano σχεδόν επέκρινε το κοινό της πρεμιέρας για την αδιαφορία του απέναντι στα «πολλά, θαυμάσια μέρη στην παρτιτούρα». Η όπερα δόθηκε συνολικά εννέα φορές και απέφερε στο θέατρο 1.450 λίρες ανά βραδιά, σχεδόν τα διπλά από τις παραγωγές που είχαν προηγηθεί.
3.
Η όπερα αφορούσε καταστάσεις κι ανησυχίες σύγχρονες του Βέρντι εξού και ο ίδιος είχε απαιτήσει παραστάσεις με σύγχρονα ρούχα, ώστε το κοινό να αντικρίσει στη σκηνή ένα πρόβλημα της εποχής. Για παράδειγμα σε κανένα σημείο δεν επιχειρεί να κρύψει τα κλινικά συμπτώματα της φυματίωσης που έχει η πρωταγωνίστρια. Πρόθεσή του ήταν η κοινωνική καταγγελία, επιλογή που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας νέας εποχής ουμανισμού, με την αυξανόμενη συμπάθεια προς το άτομο και τη διαφορετικότητά του.
4.
Δεν ήταν, όμως, μόνο το κοινό της Ιταλίας που διχάστηκε απέναντι στην Τραβιάτα. Η δυσπιστία και η αμφισβήτηση απέναντι στο έργο ήταν μάλλον «οικουμενική». Για παράδειγμα το 1856, στη Βικτωριανή Αγγλία, οι Times υποδέχτηκαν την όπερα με ένα καταγγελτικό πρωτοσέλιδο άρθρο, ενώ, στην κριτική του, ο μουσικοκριτικός Τζέιμς Ντέιβισον μιλούσε για «σάπια και χυδαία αίσχη». Μάλιστα, κατά τα πρώτα χρόνια, οι υπεύθυνοι της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, στο Κόβεντ Γκάρντεν, δεν παρείχαν μεταφράσεις του κειμένου από σεβασμό –όπως υπαινίσσονταν– προς την ηθική υγεία του φιλόμουσου κοινού. Κατάλοιπο της σεμνότυφης αυτής νοοτροπίας είναι πιθανώς το γεγονός ότι έως σήμερα στις περισσότερες γλώσσες ο τίτλος του έργου παραμένει αμετάφραστος. Ποιος αναφέρεται σε αυτήν ως «Η παραστρατημένη»;
5.
Στη σύγχρονη εποχή η Τραβιάτα συγκίνησε, ενέπνευσε, αγαπήθηκε και χειροκροτήθηκε όσο κανένα άλλο έργο παγκοσμίως. Κι η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτήν την θριαμβευτική της πορεία. Μάλιστα τις πρώτες αναφορές για παραστάσεις της όπερας στην Ελλάδα, συναντάμε στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία από την παγκόσμια πρώτη στη Βενετία, το έργο παρουσιάστηκε σε όλα τα δραστήρια ελληνικά μουσικά κέντρα της εποχής: Κέρκυρα (1855), Ζάκυνθο (1857), Κεφαλονιά (1858), Αθήνα (1857), Σύρο (1858), Πάτρα (1860).
6.
Το πρώτο ανέβασμα της Τραβιάτας από την Εθνική Λυρική Σκηνή δόθηκε στο θερινό θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος το καλοκαίρι του 1942 (30 Ιουλίου) και η Κωνσταντινουπολίτισσα Μιρέιγ Φλερύ υπήρξε η πρώτη που ερμήνευσε τον ρόλο. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Δημήτρης Ματσούκης και τη μουσική διεύθυνση ο Λεωνίδας Ζώρας. Η διανομή ήταν αποκλειστικά ελληνική και την αποτελούσαν μελοδραματικοί καλλιτέχνες της εποχής όπως οι Νίκος Γλυνός (Αλφρέντο), Χριστόφορος Αθηναίος (Ζερμόν) και Λουκία Χέβα (Φλώρα). Από το 1942 μέχρι σήμερα το κοινό της Λυρικής έχει παρακολουθήσει πέντε παραγωγές της Τραβιάτας, σε συνολικά 40 καλλιτεχνικές περιόδους και εκατοντάδες παραστάσεις: των Κωνσταντίνου Πέρση (1948), Φρίξου Θεολογίδη (1958 με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη), Σέργιου Βαφειάδη (1966), Μιχάλη Κακογιάννη (1982), Νίκου Πετρόπουλου (2001). Από το 1942 έως και το 1979 οι παραστάσεις δίνονταν στα ελληνικά, ενώ μέχρι και τη δεκαετία του 1980 παιζόταν συστηματικά, σχεδόν σε κάθε καλλιτεχνική περίοδο.
7.
Προφανώς μια ιστορία με τη διαχρονικότητα αυτής της υπόθεσης έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον εκατοντάδων σύγχρονων καλλιτεχνών μέχρι και στον χώρο της μόδας. Από την Prada και τους Viktor & Rolf ως τον Valentino (επιμελήθηκε τα κοστούμια της Τραβιάτας που σκηνοθέτησε η Σοφία Κόπολα το 2016 για το Teatro dell' Opera της Ρώμης) ποιος δεν θέλει να σχεδιάσει μια σκηνή όπερας, απολαμβάνοντας το δράμα, την αίγλη, την ιστορία και την υπερβολή του είδους; Επίσης, μην παραβλέπουμε αποχρώσεις της ιστορίας στο Pretty Woman αλλά και στο Moulin Rouge!, παρόλο που ο Μπαζ Λούρμαν επιμένει πως ένα άλλο μυθικό ζευγάρι (Ορφέας και Ευρυδίκη) υπήρξαν βασική του έμπνευση.
8.
Η σχέση της Μαρίας Κάλλας με την Τραβιάτα χρειάζεται πολλά κεφάλαια για να εξαντληθεί. Αρκεί κανείς να συνειδητοποιήσει πως μεταξύ 1951 και 1958 η Κάλλας ερμήνευσε τον ρόλο της Βιολέτας 63 φορές (τελευταία φορά ήταν στο Ντάλας με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι). Το βάπτισμα του πυρός πήρε τον Ιανουάριο του 1951 ερμηνεύοντας για πρώτη φορά τον ρόλο της Βιολέτας Βαλερί στο Δημοτικό Θέατρο της Φλωρεντίας, υπό τη διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν.
Maria Callas - La Traviata
9.
Δύο χρόνια μετά (Σεπτέμβριος του 1953) έρχεται η πρώτη και μοναδική φορά που η Κάλλας ηχογραφεί σε στούντιο, αυτό της Ιταλικής Ραδιοφωνίας στο Τορίνο, την «Τραβιάτα» χωρίς όμως να πρόκειται για την πιο σπουδαία της ηχογράφηση.
Το κοινό, λοιπόν, έπρεπε να περιμένει ως το 1955 για να νιώσει τι σημαίνει ανυπέρβλητη ερμηνεία και απόλυτη οπερατική εμπειρία. Αδυνατισμένη (έπειτα από επίμονη προσπάθεια), λαμπερή, με τη φωνή της σε συγκλονιστική φόρμα, η Κάλλας ανεβαίνει στη σκηνή της Σκάλας του Μιλάνου που η Λίλα ντε Νόμπιλι είχε μεταμορφώσει σε μπελ επόκ σκηνικό, φορώντας μνημειώδη κοστούμια που αναδεικνύουν την αδυνατισμένη σιλουέτα της, έχοντας δεχτεί τη σκηνοθετική καθοδήγηση του μέντορά της, Λουκίνο Βισκόντι, και προκαλεί στο κοινό παραλήρημα με την ερμηνεία της (τη μουσική διεύθυνση είχε ο Κάρλο Μαρία Τζουλίνι). Ξεκάθαρα πρόκειται για μια από τις κορυφαίες ηχογραφήσεις στην οπερατική ιστορία.
* Ευχαριστούμε τον Νίκο Α. Δοντά, Διδάκτορα Μουσικολογίας και υπεύθυνο του Τομέα Δραματολογίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τις πληροφορίες.