Ο Στράτος Κύρης ονόμασε το νέο του προσωπικό πρότζεκτ «33 Lovers» από τα δυο πράγματα που τον τραβάνε περισσότερο, την αγάπη και τον αριθμό 33, όπως μου εκμυστηρεύεται ένα απόγευμα στην Κυψέλη. «Το 33 το έχω και τατουάζ. Από μικρός τον βλέπω παντού αυτόν τον αριθμό σε φάσεις που δεν είμαι καλά και θέλω καθοδήγηση και κάπως σαν να με καθησυχάζει».
Το πρώτο πράγμα που με ρωτάει είναι τι ζώδιο είμαι. «Είναι μια χαζή ερώτηση που έκανα από μικρός για πλάκα σε όσους γνωρίζω και κάποια στιγμή άρχισα να παρατηρώ κάποια επαναλαμβανόμενα πάτερν. Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την εποχή που έχει γεννηθεί ο καθένας». Θυμάμαι ότι έχει ένα κομμάτι στο άλμπουμ με τίτλο «Retrograde Venus» (Ανάδρομη Αφροδίτη) και γελάει. Τα 9 τραγούδια του «Ghost Flower» προέκυψαν σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής τους. Το προηγούμενο συγκρότημά του, οι Monovine, είχαν κάνει τον κύκλο τους και ο ίδιος θρηνούσε έναν αποτυχημένο έρωτα. Ο Στράτος κρύβει μια μεγάλη ευαισθησία –ίσως επειδή μεγάλωσε μόνο με γυναίκες– έτσι όπως περιγράφει διάφορα περιστατικά από τη ζωή του. Τα τραγούδια που έγραψε για τον καινούργιο του δίσκο μοιάζουν με μια μεγάλη εκ βαθέων εξομολόγηση.
Αυτήν τη φορά ήθελα όταν ηχογραφήσω τα κομμάτια να μοιάζουν όπως όταν τα έγραφα στο σπίτι και μου έρχονταν στο μυαλό. Για τον ίδιο λόγο προτίμησα να μην παίξει κανείς άλλος μουσικός, για να είναι όσο το δυνατό πιο έντονο το προσωπικό στοιχείο.
«Για μένα ήταν πολύ δύσκολο βήμα το να κυκλοφορήσω αυτό το άλμπουμ μόνος μου επειδή με τους Monovine ένιωθα μια προστασία. Οι στίχοι δεν ήταν τόσο προσωπικοί και αισθανόμουν πιο άνετα να τους τραγουδήσω. Ευτυχώς που οι φίλοι μου με μετέπεισαν. Πέρασα μια αρκετά κλειστή περίοδο στην ζωή μου αναζητώντας τον εαυτό μου, κάτι μέσα άρχιζε να αλλάζει. Άρχισα να ξαναφιλτράρω πράγματα, οπότε κάπως έτσι γεννήθηκαν οι 33 Lovers. Μεγάλωνα κιόλας, οπότε άρχισα να αναζητώ στη μουσική μου κάτι, στοιχεία που δεν είχαν τόσο ένταση και ταραχή. Κι αυτό ήταν το εντελώς αντίστροφο από τους Monovine. Έπαιξε ρόλο και η πανδημία. Κλείστηκα μέσα, κλείστηκα γενικά στον εαυτό μου. Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι η σχέση μπορεί να μην είχε ευτυχή κατάληξη, αλλά μου βγήκε δημιουργικά. Τα πάντα είναι θέμα οπτικής».
Όντως οι 33 Lovers δεν έχουν καμιά σχέση, ούτε στιχουργικά ούτε ηχητικά, με τους Monovine, με τους οποίους γνωρίζονταν από το σχολείο και έπαιζαν μαζί γύρω στα 14 χρόνια. Ο ήχος τους ήταν πιο σκληρός, με '90s κυρίως επιρροές από τη σκηνή του grunge και τους Nirvana.
«Νομίζω ότι το τέλος ήρθε φυσικά. Με τα παιδιά παίζαμε από το 2005 μαζί. Αισθανόμουν ότι θέλαμε να κάνουμε άλλα πράγματα πια. Επιπλέον, δεν μου έβγαινε πια να γράψω κάτι άγριο και δυνατό και έπιασα τον εαυτό μου να αναζητά πιο τρυφερά μονοπάτια. Πόσο ακόμα θα φώναζα; Έχω πολύ καιρό να ακούσω κάτι με distortion, με κιθάρες και ένταση. Θέλω ήρεμα πράγματα. Είναι τρελό που το λέω, αλλά με πιάνει σχεδόν πονοκέφαλος πλέον. Μου φαίνεται πολύ βίαιη και επιθετική μουσική».
To «Ghost Flower» έχει κυρίως μια lo-fi προσέγγιση και μπορεί να θυμίζει '60s ως ήχος, όμως εκείνη η περίοδος δεν είναι μόνο Beatles. Πιο πολλές αναφορές αντλεί από αμερικανικά γκρουπ όπως οι Velvet Underground και οι United States of America, ενώ οι γλυκόπικρες μελωδίες του είναι ακόμη πιο κοντά σε μια εκδοχή των '60s όπως αυτή μεταφράζεται από νεότερους μουσικούς σαν τους Clientele. Δεν γίνεται εσκεμμένα. Δεν είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του όταν έγραφε τα τραγούδια. Βέβαια τότε άκουγε παλιότερα κομμάτια που είχε ακούσει αρκετά στο παρελθόν, δεν τα είχε όμως σε πρώτο πλάνο. Συγκροτήματα όπως οι Air, Blonde Redhead και Κόρε Ύδρο και καλλιτέχνες όπως ο Elliot Smith, o Nick Drake, ο Daniel Johnston, και πολύ Χατζιδάκι.
Ο ονειρικός, νοσταλγικός ήχος του άλμπουμ ήταν κάτι που του το πρότεινε ο Βασίλης Νασσόπουλος (Whereswilder), ο παραγωγός του άλμπουμ. «Με το που βρεθήκαμε με τον Βασίλη υπήρξε αμοιβαία κατανόηση, αλλά εκεί θα πήγαινε και από μόνο του το πράγμα και λόγω της μουσικής. Έβγαινε κάτι πολύ τρυφερό, οπότε θέλαμε να το ντύσουμε ακόμη πιο πολύ με αυτό το στοιχείο για να αντικατοπτρίζει όλα όσα ένιωθα εκείνη την περίοδο.Ως είδος στο μυαλό μου το έχω ως συναισθηματική ποπ. Συνήθως γράφω μουσική που ταιριάζει στην ακουστική μου. Κάποια στιγμή συζητήσαμε μήπως πηγαίναμε να το ηχογραφήσουμε σε στούντιο, αλλά δεν ήθελα. Αυτήν τη φορά ήθελα, όταν τα ηχογραφήσω, να μοιάζουν όπως όταν τα έγραφα στο σπίτι, όπως μου έρχονταν στο μυαλό. Για τον ίδιο λόγο, πάλι, προτίμησα να μην παίξει κανείς άλλος μουσικός, για να είναι όσο το δυνατό πιο έντονο το προσωπικό στοιχείο».
Όλος σχεδόν ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο σαλόνι του Βασίλη, όπου συναντιόντουσαν για να τον δουλέψουν, με τον Βασίλη να παίζει τα περισσότερα όργανα· εκτός από από το τελευταίο κομμάτι, το «Bigger Lighter Glow», που είναι μόνο ένα take, από το play που πάτησε όταν το έγραφε στο σπίτι.
«Βγάζει αρκετό ρομαντισμό ο δίσκος», του σχολιάζω.
«Ισχύει. Μου θυμίζει κάτι που διάβασα τυχαία από τον Χρόνη Μίσσιο, του στυλ ότι σε εποχές που όλο και σκληραίνουν η αληθινή επανάσταση είναι η τρυφερότητα. Κάτι μου "χτύπησε", και είναι αλήθεια. Λείπει αυτό από τη σημερινή εποχή. Με τα σόσιαλ μίντια έχουμε αποξενωθεί και έχουμε γίνει πιο κυνικοί, και αυτό το βλέπεις και στις συναναστροφές, δηλαδή από το πώς μιλάς ή πλησιάζεις κάποιον σε ένα μπαρ σήμερα. Παρατηρώ πως όλοι λειτουργούν με το μυαλό τους κολλημένο στο τσατ και φαίνεσαι περίεργος αν μιλήσεις σε κάποιον – όχι πάντα βέβαια. Ο άλλος θα πει αμέσως: "Γνωριζόμαστε; Σε ξέρω από το Ιnsta ή το Facebook;". Μου έχει συμβεί μια περίπτωση με έναν τύπο που ακολουθούσα και μου άρεσε το προφίλ του και είχαμε μάλιστα μιλήσει με μηνύματα κάποια στιγμή στο Μessenger, χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί από κοντά. Τον είδα σε ένα μπαρ μια μέρα και σκέφτηκα να πάω να του μιλήσω και είδα μια πάρα πολύ ψυχρή αντιμετώπιση. Από την άλλη, εντάξει, ο άνθρωπος μπορεί να είχε τα δικά του εκείνη τη στιγμή και να μην είχε όρεξη, αλλά κάπως το συνέδεσα με όλα αυτά».
Ο Στράτος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά η οικογένειά του μετακόμισε στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσε. Επέστρεψε το 2007. Ασχολήθηκε με τη μουσική από πολύ μικρός. Η πρώτη του επαφή ήταν όταν ήταν 5 χρονών, μια Μεγάλη Παρασκευή, που είδε μια μπάντα η οποία έπαιζε πένθιμα και η μητέρα του παρατήρησε ότι το βλέμμα του είχε κολλήσει στο σαξόφωνο. Τον ρώτησε αν του άρεσαν αυτοί που έπαιζαν και απάντησε καταφατικά.
Την επόμενη ημέρα τον πήγε σε ένα ωδείο, αλλά του είπαν ότι το σαξόφωνο «ήταν πολύ μεγαλύτερο από μένα, οπότε ξεκίνησα από κουαρτίνο, ένα μικρό κλαρινέτο, και παράλληλα έκανα ακορντεόν, αλλά τα παράτησα όλα αυτά στην αρχή της εφηβείας επειδή αισθανόμουν μη δημιουργικό το περιβάλλον των ωδείων. Μετά από πολλά πολλά χρόνια διάβασα ένα βιβλίο για το Τρίτο Πρόγραμμα όπου μιλούσε ο Χατζιδάκις και έλεγε για τα ωδεία ότι είναι ένα γκρι περιβάλλον. Ισχύει αυτό. Σίγουρα σου προσφέρουν πράγματα και γνώσεις. Όταν μάθαινα ακορντεόν, δεν διάβαζα και δεν ήμουν καλός μαθητής, αλλά έγραφα δικά μου τραγουδάκια, τα πήγαινα στη δασκάλα και με μάλωνε. Θυμάμαι που πήγα να δώσω για το πτυχίο αρμονίας: έφτασα στην πόρτα του ωδείου και απλώς γύρισα κι έφυγα. Δεν ξαναπάτησα ποτέ.
Στην Αθήνα ήρθα επειδή τότε ξεκινούσαμε με τους Monovine και αισθανόμουν ότι στην Πάτρα ήταν πολύ μικρή η σκηνή. Θυμάμαι ότι ήρθα εδώ μόνο με τα λεφτά του εισιτηρίου και μια τσάντα για την κιθάρα μου. Με φιλοξενούσαν τότε δυο καλοί μου φίλοι στη Μαυρομιχάλη και κοιμόμουν στο πάτωμα, σε ένα μονό και τρύπιο στρώμα θαλάσσης. Κοιμόμουν σε αυτό για δυο-τρεις μήνες μέχρι να βρω δουλειά. Δούλεψα στο Cusco και κάπως έτσι ορθοπόδησα.
Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα σε live στην Αθήνα, στη Θεμιστοκλέους. Έπαιζαν οι Mary and the Boy, αργότερα έμαθα ότι αυτό ήταν το διαμέρισμα του Αλέξανδρου (σ.σ. Βούλγαρη – αναφέρεται στην πρώτη εκδοχή του ιστορικού Φεστιβάλ Πολλής Μουσικής όπου συγκροτήματα έπαιζαν συνεχόμενα για τρία εικοσιτετράωρα). Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι έκανα σωστά που επέλεξα να ασχοληθώ με τη μουσική. Ωραίες εποχές τότε. Βέβαια, δεν βιοπορίζομαι μόνο από αυτήν, έχω και πρωινή δουλειά.
Θυμάμαι το πρώτο live που είχαμε κάνει. Ήταν στα Yuria στο vinyl microstore, αν θυμάσαι. Είχαμε παίξει ακουστικά και μας είχαν ακούσει από την Inner Ear. Βασικά, θέλει υπομονή, επιμονή και να είσαι ο εαυτός σου. Εκείνη την περίοδο που σταμάτησαν οι Monovine σκεφτόμουν τι να κάνω, μήπως έπρεπε να σταματήσω για λίγο να παίζω μουσική, αλλά δεν γινόταν, πάντα μου ερχόταν η ανάγκη, όταν ήμουν στενοχωρημένος ή δεν ήμουν καλά, να παίζω μουσική. Πάντα η ψυχοθεραπεία μου ήταν η μουσική. Και χαίρομαι που και η δουλειά μου έχει να κάνει με μουσική. Πηγαίνω χαρούμενος κάθε πρωί. Είναι ένας χώρος μουσικής που μου αρέσει επειδή μου εξασφαλίζει λίγο ελεύθερο χρόνο – πάντοτε δούλευα, όπως και πολλοί άνθρωποι, σε τέτοιες δουλειές. Έχω φάει τα νιάτα μου σε μπαρ και σέρβις. Τώρα, βέβαια, είναι ένα challenge, επειδή πάντα λειτουργώ καλύτερα το βράδυ, πιο δημιουργικά. Ό,τι γράφω είναι συνήθως στις 2-3 το πρωί, όταν όλα τριγύρω είναι ήσυχα και μυσταγωγικά και τα τραγούδια σού βγαίνουν από την κούραση της ημέρας».
Το «Ghost Flower» κυκλοφορεί από την Inner Ear