Φαντάζομαι ότι όταν ο Βασίλης Ντοκάκης δίνει ραντεβού στο στούντιό του, οι οδηγίες που δίνει είναι «ελάτε στο Α’ Νεκροταφείο». Ακούγεται μακάβριο, αλλά το στούντιο είναι στο Μετς, την περιοχή όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, στα αριστερά της εισόδου του κοιμητηρίου.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι όταν φτάνεις στη μαύρη σιδερένια πόρτα του είναι πόσο μεγάλη αντίθεση κάνει η μουσική που έχει γραφτεί μέσα σε αυτό το στούντιο τα τελευταία χρόνια με την απόλυτη σιωπή που επικρατεί πίσω από το τείχος, που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του.
Εκτός από μουσικός, ο Βασίλης είναι και παραγωγός, κάνοντας κυριολεκτική μια έννοια που είναι αρκετά παρεξηγημένη στην Ελλάδα: βοηθάει τους καλλιτέχνες της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής να κάνουν τον ήχο τους διαφορετικό, πιο σύγχρονο. Ως παραγωγός έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τη Nalyssa Green, τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Kristof, τον Jack Heart, τον Leon of Athens, τον Παύλο Παυλίδη, την Tango with Lions, τον Johnny Labelle, το Παιδί Τραύμα, τη Vassilina και τη Μαρία Παπαγεωργίου.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από αυτό που κάνω είναι ότι θεραπεύομαι, για την ακρίβεια αυτοθεραπεύομαι. Χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, γιατί η ζωή τρέχει πολύ γρήγορα, έχω βρεθεί σε ένα σημείο που νομίζω ήταν το όνειρό μου.
Ο Βασίλης έχει ιστορία χρόνων στην ελληνική μουσική, από παιδάκι, ως μέλος των No Clear Mind, αργότερα στο σχήμα της Όλγας Κουκλάκη, του Theodore, αλλά μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, το «Lotus», στην Inner Ear (που είναι προσωπικό με όλες τις έννοιες, βαθιά συναισθηματικό και μελαγχολικό) και με αυτή την αφορμή συναντηθήκαμε για να σχολιάσει όσα κάνει ως μουσικός και ως παραγωγός, μια ιδιότητα που τον έχει κάνει πολύ γνωστό τα τελευταία έξι-επτά χρόνια. Από το 2013 ασχολείται αποκλειστικά με τη μουσική.
«Με τη φυσική ασχολήθηκες ποτέ;»
«Όχι, μόνο στο Λονδίνο, όταν πήγα για να γίνω καθηγητής, και ήταν μεγάλο σοκ, γιατί δίδασκα φυσική σε σχολεία, ως αναπληρωτής, αλλά στην ουσία μάς έβαζαν σε μια τάξη και απλώς φροντίζαμε να μην πάθουν τίποτα τα παιδιά, γιατί ήταν πολύ άγρια τα πράγματα. Ήταν πολύ εύκολο να βρεις τότε δουλειά ως καθηγητής, αρκούσε να έχεις ένα πτυχίο και σχέση με το αντικείμενο που ζητούσαν. Έψαχναν σαν τρελοί καθηγητές για τη μέση εκπαίδευση. Έτσι, είπαμε “φεύγουμε” ‒ είχε φύγει και ο Λευτέρης από τους No Clear Mind έναν χρόνο πριν.
Έβαζες, λοιπόν, ένα κοστούμι, πήγαινες σε ένα agency και αμέσως σου έβρισκαν δουλειά, είναι έτσι το σύστημα. Bέβαια, το agency παίρνει περισσότερα λεφτά από σένα που κάνεις τη δουλειά. Είναι παράξενη φάση τα σχολεία στην Αγγλία, δεν έχουν καμία στήριξη οι καθηγητές, ήταν πάρα πολύ ξεκάθαρο το ότι είσαι αναλώσιμος».
«Γιατί δεν έμεινες στην Αγγλία;»
«Κοίτα, είχα εγκλωβιστεί σε μια οικογενειακή δουλειά και έναν τρόπο ζωής που δεν μου έκανε. Έφτιαχνα software για πολλά χρόνια και, πηγαίνοντας στο Λονδίνο, κατάλαβα ότι μπορούσα να μην το κάνω πια αυτό. Σήμερα σχεδόν δεν τη θυμάμαι τη ζωή πριν από το Λονδίνο. Στο Λονδίνο πήγα με τον Theodore, που τότε ξεκινούσε, μπήκα στην μπάντα του και συνεργαστήκαμε για πέντε χρόνια. Εν τέλει αποφάσισε ότι ήθελε η βάση του να είναι στην Αθήνα, οπότε γύρισα κι εγώ».
«Μπήκες από πολύ νωρίς στον χώρο της μουσικής, από παιδί. Πριν από από τους No Clear Mind τι έκανες;»
«Έγραφα δίσκους που δεν τους άκουγε κανένας, ηλεκτρονικούς κυρίως. Ο Περικλής ο Πιλαβάς, που τότε είχε τη Low Impedance Recordings, τους είχε ακούσει και είχαμε φτάσει πολύ κοντά στο να κυκλοφορήσουμε κάποιους, αλλά κάτι έγινε και χώρισαν οι δρόμοι μας. Συνεργάστηκα με την Όλγα Κουκλάκη, που τότε ήταν στα high της. Έπαιζα ηλεκτρονικά στα live, αυτό ήταν το φόρτε μου τότε, τώρα τα έχω σχεδόν ξεχάσει τα ηλεκτρονικά, αλλά από δεκαοκτώ χρονών έγραφα μουσική κανονικά».
«Τι εννοείς έχεις ξεχάσει τα ηλεκτρονικά; Ο δίσκος σου είναι πολύ ηλεκτρονικός».
«Ναι, επιτέλους, θέλω να γυρίσω σε αυτό. Έγραφα ακραία ηλεκτρονικά, ήταν πολύ επηρεασμένα από Warp, Aphex Twin, Squarepusher, αυτά άκουγα όλη μέρα. Μετά ήρθε η συνάντηση με τον Λευτέρη (Βολάνη) των No Clear Mind στη σχολή, εκεί γνωριστήκαμε, και μπήκα ξανά στις κιθάρες. Γράφαμε τραγούδια. Πήρε πάρα πολλά χρόνια μέχρι να ευοδωθεί η κατάσταση, αλλά κάναμε κάποιους ωραίους δίσκους. Με τους No Clear Minds έγινε ένα μαγικό πράγμα, γιατί το δεύτερο live μας έγινε μπροστά σε 5.000 άτομα στη Νάπολη.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ωστόσο, είχα ότι δεν θα ασχοληθώ με τη μουσική, γιατί εκείνη την εποχή αντιμετώπιζα ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό με τα αυτιά μου. Κι ενώ τα πήγαινα αρκετά καλά, έγραφα μουσική για διαφημιστικά και κινηματογράφο, για ντοκιμαντέρ, μπορούσα να ζήσω από αυτό, αποφάσισα να σταματήσω γιατί φαινόταν ότι μάλλον θα έχανα την ακοή μου. Έτσι έγραφα μουσική μόνο για να νιώθω εγώ καλύτερα, σαν ψυχοθεραπεία. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν κάτι παροδικό, ένα πολύ παράξενο αυτοάνοσο που κληρονόμησα από τον πατέρα μου, το οποίο πλέον έχω θέσει υπό έλεγχο. Και ενώ είχα τρομοκρατηθεί και πέρασα ένα διάστημα που δεν έκανα πολλά πράγματα, είπα “θα κάνω αυτό που θέλω”.
Έτσι, το 2013 πήγα στο Λονδίνο για να κάνω μουσική. Ήταν αδιανόητα δύσκολα να ξεκινήσεις εκεί, είχαμε ένα στούντιο με τους Electric Litany, που ήμασταν φιλαράκια. Εκεί ολοκληρώσαμε και το “Makena” με τους No Clear Mind, αλλά ήρθα πίσω λόγω του Θοδωρή και αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό που μου αρέσει. Τότε ήρθε η συνεργασία με τη Βιολέτα (τη Nalyssa Green) και εκεί κατάλαβα ότι μπορώ να δουλέψω με άλλους μουσικούς.
Δεν το είχα ξανακάνει και δεν είναι απλό. Έπρεπε να μάθω πώς να αντιμετωπίζω τους καλλιτέχνες, τι πρέπει να πω, τι δεν πρέπει να πω, μέχρι πού να πουσάρω, γιατί το παίρνουν όλοι προσωπικά. Αν είχα μια ιδέα και δεν την αποδέχονταν, ένιωθα χάλια, αλλά τώρα πια είναι οk. Πάω μέχρι ενός σημείου, λέω “θέλεις να κάνουμε αυτό; Αν δεν θέλεις, ok”. Δεν πειράζει. Οι ιδέες μένουν, θα έρθει κάποια στιγμή που θα την κάνω κάτι αυτή την ιδέα.
Συνήθως μου προτείνουν συνεργασία. Έχω και την Inner Ear που μου στέλνει δουλειές. Όταν δουλεύω δεν είμαι φίλος του άλλου, προσπαθώ να κάνουμε τη μουσική λίγο πιο ενδιαφέρουσα, να δοκιμάσουμε πράγματα, να φύγει η πολλή εντεχνίλα, γιατί πολύς κόσμος έχει μέσα του αυτό το πράγμα. Δεν χρειάζεται να γνωρίζω τον άλλον, γιατί κατευθείαν μπαίνω στο ψητό. Επειδή είχα πάντα άπειρες ιδέες που δεν τις έχει ακούσει κανένας, έχω δίσκους και δίσκους με μουσικές, ο ρόλος του παραγωγού κάπου με απελευθέρωσε, γιατί όσα ήθελα να κάνω που δεν μπορούσα με το σχήμα No Clear Mind, κάτι ποπ, μπορούσα πλέον να τα προτείνω σε ανθρώπους που αναζητούν κάτι καινούργιο.
Είναι ωραίο που ζητάνε κάτι καινούργιο και δεν ακολουθούν την πεπατημένη. Ο ρόλος του παραγωγού είναι και αναγκαστικός, γιατί ως μουσικός δεν μπορούσα να επιβιώσω οικονομικά, είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ήθελα να είμαι πολύ κοντά στη μουσική, αλλά δεν μου αρέσει η έκθεση πάρα πολύ. Μου αρέσει να βοηθάω, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάθε μέρα live ή περιοδεία, δεν είναι το στυλ μου. Με ενδιαφέρει η δισκογραφία, να δημιουργήσεις κάτι που και 15 χρόνια μετά να λες ότι είναι οk. Είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρεις αυτό.
Αυτό που έχω μάθει μετά από τόσες συνεργασίες είναι ότι πλέον είμαι πολύ χειρότερος μουσικός απ’ ό,τι νόμιζα, επειδή έχω αρχίσει να συνεργάζομαι με ανθρώπους που δεν πίστευα ότι θα συνεργαζόμουν ποτέ και ότι θα τους έβλεπα να παίζουν μουσική και να δημιουργούν. Έχω μάθει και λίγο management, σίγουρα ότι δεν πρέπει να παίρνεις προσωπικά τα πράγματα, ότι πρέπει να αφήνεις χώρο στον άλλον, να έχει ένα είδος ενσυναίσθησης, να καταλαβαίνεις τι θα αρέσει στον άλλο και να προσπαθείς να τον ικανοποιήσεις, να μη μένεις τόσο πολύ στο τι θέλεις εσύ να κάνεις.
Γι’ αυτό έκανα τον δίσκο μου, το “Lotus”, για να δείξω κι εγώ τι κάνω, γιατί μετά τη συνεργασία με τον Φοίβο είναι λίγο ζόρι για μένα το ότι ένα συγκεκριμένο κοινό επιλέγει να έρθει σε επαφή μαζί μου και όχι το κοινό που εγώ είχα στο μυαλό μου.
Κάποια κομμάτια του άλμπουμ είναι από το 2013. Ήθελα να κάνω έναν δίσκο μόνο τραγουδοποιία, δηλαδή singer-songwriter, κιθάρα-φωνή ή πιάνο-φωνή, κάτι απλό. Ήταν και μια περίοδος που ήθελα να πάρω λίγη απόσταση από την μπάντα. Έγραψα πάρα πολλά κομμάτια, ήρθε και ο Χρήστος ο Βίγκος με τα ντραμς, με τον οποίο είχαμε γνωριστεί από τη Melentini και είναι φανταστικός παίκτης, μου τα έκανε όλα μαντάρα και όλος ο δίσκος άρχισε να γίνεται πολύ ρυθμικός, δυνατός, τεράστια ντραμς και τεράστιες παραγωγές ‒ κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει τον δρόμο μου εντελώς.
Οπότε πήρα πολλά πίσω και ξανάστησα τα κομμάτια από την αρχή, όπως ήταν το αρχικό πλάνο, για να είναι ένας προσωπικός, εντελώς χαμηλών τόνων δίσκος, με κάποιες δυνατές στιγμές. Ήθελα να δημιουργεί μια εμπειρία, γιατί μου αρέσουν τα άλμπουμ. Ο περισσότερος κόσμος δεν ακούει πλέον άλμπουμ. Με χαώνει λίγο αυτό που κάνει το Spotify, έναν αχταρμά από κομμάτια με ραδιοφωνική διάθεση».
Ο Βασίλης ήταν πάντα πολύ χαμηλών τόνων, δεν κάνει συχνά εμφανίσεις, δεν του αρέσει η δημοσιότητα. «Ζούμε και φτιάχνουμε μουσική στην Ελλάδα, όπου δεν είναι μεγάλα τα μεγέθη και αν δεν κάνεις μουσική για σένα και μόνο, τι νόημα έχει;» λέει. «Από αυτό ζω, ζω γι’ αυτό, αν δεν το είχα, δεν ξέρω τι θα έκανα, ίσως να χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Ξέρω πολλούς μουσικούς που κάνουν το ίδιο, φτιάχνουν άπειρες μουσικές που δεν κυκλοφορούν ποτέ, δεν τις ακούει κανένας. Αλλά ο δημιουργός δεν μπορεί να μην το κάνει αυτό, ακόμα και αν ακούει μόνο αυτός όσα φτιάχνει. It’s ok».
Τον ρωτάω γιατί δεν τραγουδάει στα ελληνικά, τη στιγμή που έχει βοηθήσει αρκετούς μουσικούς να κάνουν στροφή στον ελληνικό στίχο. «Έχω προσπαθήσει να τραγουδήσω ελληνικά, μάλιστα κάτι έχω ξεκινήσει να κάνω τώρα, αλλά είναι μια καινούργια διαδικασία. Μου πήρε πάρα πολλά χρόνια να μπορώ να τραγουδάω στοιχειωδώς καλά ‒ στην αρχή δεν τραγουδούσα καλά, είχα πρόβλημα. Έχω μάθει να τραγουδάω με έναν συγκεκριμένο τρόπο, μια συγκεκριμένη μάσκα, έτσι δεν το επιχειρώ διαφορετικά, κι ας θέλω να το κάνω. Θυμάμαι τη Βιολέτα να ζορίζεται πάρα πολύ να τραγουδήσει το άλμπουμ στα ελληνικά, γιατί είχε μάθε χρόνια με έναν άλλο τρόπο.
Το “Lotus” έχει πολύ προσωπικές στιγμές, κάποιες ερωτικές. Είναι πολύ ερωτικός δίσκος, ένα κομμάτι του περιέχει τέτοιου είδους εμπειρίες. Το “Ocean”, ας πούμε, είναι μια εξομολόγηση που δεν έγινε ποτέ. Σημαίνουν πολλά πράγματα για μένα αυτά τα κομμάτια. Ο τίτλος του άλμπουμ δηλώνει μια αναγέννηση, και πραγματικά το έκανα για την ψυχή μου.
Δεν νομίζω ότι θα πάει κάπου ο δίσκος, δεν είναι εμπορικός, είναι η ψυχανάλυσή μου. Στο άλμπουμ συμμετέχουν τέσσερις μουσικοί, ο Σιώτας, ο Παγίδας από τους No Clear Mind, ο Βίγκος, ο Διονύσης Στρίτης. Είναι κάτι που μαθαίνω τώρα και μου φαίνεται τέλειο, δεν εμπιστευόμουν κόσμο, αλλά πλέον βλέπω ότι το επίπεδο είναι πολύ υψηλό και μπορείς να αφεθείς και στην αισθητική του άλλου.
Γράφω πάρα πολύ εύκολα μουσική, αλλά πάρα πολύ δύσκολα στίχους. Δεν ήμουν ποτέ τραγουδοποιός, έγραφα μουσική instrumental, δεν είχα το song writing μέσα μου. Ο Φοίβος το κάνει αυτό εύκολα, μπορεί να κάνει τρία πράγματα μαζί και να γράφει κομμάτια, η Βιολέτα το ίδιο, εγώ είμαι άλλο πράγμα.
Νιώθω ότι εν τέλει η φωνή είναι το όργανο το οποίο μπορεί να μεταφέρει κάτι κι εγώ όντως θέλω να πω κάποια πράγματα, αλλά δεν μου είναι απλό το να γράφω στίχους, γι’ αυτό δεν τα έχω καταφέρει με τα ελληνικά. Με κρίνω πολύ αυστηρά, γιατί είναι η γλώσσα μας και δεν μπορείς να γράψεις βλακείες.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από αυτό που κάνω είναι ότι θεραπεύομαι, για την ακρίβεια αυτοθεραπεύομαι. Χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει, γιατί η ζωή τρέχει πολύ γρήγορα, έχω βρεθεί σε ένα σημείο που νομίζω ήταν το όνειρό μου. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου, αλλά είμαι πολύ ευγνώμων, γιατί μέσα από τη δουλειά μπορώ να εκφράζομαι. Αυτό είναι το πιο μεγάλο μου όφελος…»
Το «Lotus» κυκλοφορεί σε δίσκο βινυλίου και σε ψηφιακή μορφή από την Inner Ear.