ΤΥΠΩΝΟΝΤΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ ελληνικοί δίσκοι (εννοούμε σε φυσικές μορφές) κι αυτό είναι θετικό. Πολύ θετικό. Έχει κατακτηθεί ένα επίπεδο στην εγχώρια δισκογραφία, με αποτέλεσμα οι «δυνατές» κυκλοφορίες να είναι περισσότερες από κάθε άλλη εποχή τού χθες – αναλογικά φυσικά. Αυτό θα είναι πάντα το πρέπον, γιατί το βινύλιο είναι πλέον ακριβό, με όλα τα ενδιάμεσα κόστη να έχουν εκτοξευθεί κι έτσι, όταν βγαίνουν ενδιαφέροντα άλμπουμ το σίγουρο είναι πως το υλικό... δεν πάει χαμένο. Ούτε τα χρήματα των fans εννοείται.
Οι περισσότεροι από τους πιο κάτω δίσκους, που ξεχωρίζουν για τις μουσικές και τα τραγούδια που καταγράφονται σ’ αυτούς, είναι τυπωμένοι και σε βινύλιο, είναι πρόσφατοι βεβαίως, με τη σειρά παρουσίασής τους να είναι τυχαία...
DIESEL CINDY: Spill the Dirt
[Sound Effect Records, 2023]
Καινούρια αθηναϊκή μπάντα, που αποτελείται πάντως από παλαιούς μουσικούς, αν κρίνουμε από τις φάτσες που βλέπουμε στο οπισθόφυλλο (παλιούς εννοούμε από 90s-00s, όχι παλαιότερους), οι Diesel Cindy κάνουν τώρα την παρθενική δισκογραφική εμφάνισή τους, με το “Spill the Dirt” – παρουσιάζοντας ένα σπινταρισμένο garage-punk, που θα μπορούσε να ακούγεται και σαν τη συνέχεια τού ήχου των Villa 21, του 1987-88, μετά την πρώτη νταρκ-γουεϊβάδικη φάση τους και λίγο πριν ξανασκοτεινιάσουν.
Μέσα λοιπόν απ’ αυτό το αδυσώπητο ροκ σκηνικό ξεπροβάλλει μια το ίδιο ακατέργαστη φωνή, που τραγουδάει επίσης ξερά τα λόγια, τα οποία συνήθως έχουν ενδιαφέρουσες κοινωνικές αφετηρίες
Μέλη των Diesel Cindy, τώρα, είναι κάποιοι που ακούν στα ονόματα Lee (φωνή, κιθάρες), Red (κιθάρες), Gabriel R (μπάσο) και Fivos Flat (ντραμς, κρουστά) και οι οποίοι είναι αυτοί που είναι, δίχως έξτρα βοήθειες και ιδιαίτερα στουντιακά κόλπα, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο την αρκετά καλή και δυναμική παραγωγή τού “Spill the Dirt” – που προτείνει έναν λαμπερό, σκληρό, noisy και ανεβασμένο ήχο, κινούμενο στα όρια του «κόκκινου» και λίγο πριν αρχίσει να «ξύνει».
Πάει αυτός ο ήχος στους Diesel Cindy. Τους δίνει ωραία σκληρά vibes, καθώς οι κιθάρες, πάντα σε πρώτο πλάνο, στριγκλίζουν συνεχώς και με το ρυθμικό τμήμα να ακούγεται εντελώς ξερό, απότομο και τσεκουράτο, χωρίς ίχνος καλλιέπειας.
Μέσα λοιπόν απ’ αυτό το αδυσώπητο ροκ σκηνικό ξεπροβάλλει μια το ίδιο ακατέργαστη φωνή, που τραγουδάει επίσης ξερά τα λόγια, τα οποία συνήθως έχουν ενδιαφέρουσες κοινωνικές αφετηρίες – να, όπως στην περίπτωση του “Seeds”, εκεί όπου οι Diesel Cindy τραγουδούν «η νέα παγκόσμια τάξη / ήταν πάντα η αιτία / αγώνας για γνώση, πλούτο, δύναμη / αλλά όχι και για αγάπη».
Η πρώτη πλευρά του δίσκου είναι αρκετά καλή, με τα κομμάτια “Sons of nothing”, “Angels”, “Seeds” και “Bazooka witch” να ακούγονται με αμέριστο ενδιαφέρον, αλλά τα τρία πρώτα tracks από την Side B (“No truth no end”, “Chieftains”, “Spill the dirt”) είναι ακόμη καλύτερα, με το έσχατο “The walk” να κινείται σε άλλο τέμπο (αργό), με τις κιθάρες όμως πάντα να στριγκλίζουν και με τους στίχους να μετατοπίζουν τα ενδιαφέροντα του γκρουπ σε πιο σκοτεινές ή και μεταφυσικές καταστάσεις.
Προσωπικώς θα ήθελα έναν ακόμη «δυναμίτη» για το τέλος, όμως έστω κι έτσι το “Spill the Dirt” παραμένει ένας πολύ καλός ροκ δίσκος, συμπαγής και ακατέργαστος και που, οπωσδήποτε, ξεχωρίζει, μέσα στο «σώμα» της πρόσφατης σχετικής παραγωγής.
No Truth No End
Επαφή: https://www.soundeffect-records.gr/
THE BASEMENTS: Sounds of Yesterday
[Lost in Tyme Records, 2023]
Οι Basements υπάρχουν σαν μπάντα περί την 15ετία, προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη, και παίζουν garage punk. Έχουν ιστορία πίσω τους φυσικά, με live και ηχογραφήσεις, όπως έχουν παρόν και θα έχουν και μέλλον. Παρόν έχουν, γιατί προσφάτως κυκλοφόρησε ένα LP τους, από την γνωστή για την πίστη της στον garage ήχο, εταιρεία Lost in Tyme Records, που εδρεύει στην Ναύπακτο – άλμπουμ το οποίον αποκαλείται “Sounds of Yesterday” (2023) και που καταγράφει δεκατέσσερα tracks (επτά ανά πλευρά του βινυλίου), δώδεκα πρωτότυπα και δύο διασκευές. Τι διασκευάζουν οι Basements;
Το πρώτο κομμάτι, που βρίσκεται στην θέση Α5, είναι το “I cried once” των Αμερικανών, από το Hampton της Virginia, Wild Cherries. Το τραγούδι αυτό είχε κυκλοφορήσει το 1966 (κατά το discogs) σε 45άρι, για να μπει, μετά το 2000 μάλλον, σε κάποιες συλλογές (για να το μάθει, τελικά, ο κόσμος). Το τραγούδι, που διαρκεί λίγο πάνω από ενάμισι λεπτό, είναι moody, δεν είναι... αγριωπό δηλαδή και «φολκ-ροκίζει», τοποθετημένο πάνω σε μια βάση, που ανακαλεί Byrds, Lovin’ Spoonful και άλλα διάφορα αμερικάνικα συγκροτήματα των mid-sixties.
Το δεύτερο κομμάτι που διασκευάζουν οι Basements (βρίσκεται στην θέση B3) και είναι το “I get so disgusted” των Mystic (από το 1965 κατά το discogs), γκρουπ που προερχόταν από την Boise του Idaho. Και αυτό το κομμάτι θα γινόταν γνωστό τα πιο πρόσφατα χρόνια, καθώς θα συμπεριλαμβανόταν σε κάποιες από τις αμέτρητες garage-συλλογές. Τούτο θα λέγαμε πως τοποθετείται... κάπου ανάμεσα στο moody και στο wild περιβάλλον, διαρκώντας κοντά στα δυόμισι λεπτά. Και εδώ ο ήχος των Byrds κυριαρχεί ακόμη περισσότερο.
Αυτά τα δύο αμερικάνικα κομμάτια δεν είναι τυχαίως επιλεγμένα και διασκευασμένα από τους Basements – καθώς καθρεφτίζουν τον ήχο του “Sounds of Yesterday”.
Έχουμε, με άλλα λόγια, εδώ, ένα υλικό που οπωσδήποτε είναι garage, αλλά ταυτοχρόνως φολκ-ροκίζει κιόλας. Αυτό το αντιλαμβάνεσαι αμέσως από το lead track του άλμπουμ, το “Everything is wrong”, με το «αίσθημα» αυτό να επεκτείνεται από λίγο έως πολύ και στα υπόλοιπα κομμάτια, από το A2 “Morning” (που πάντως διαθέτει κραυγή... screaming… όπως και φυσαρμόνικα), μέχρι το πιο psych Α7 “She was mine”, με τις όποιες ενδιάμεσες μικρές ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις (το πιο γρήγορο “Dreams”, με τα ωραία γεμίσματα της farfisa ή το περισσότερο «γκαραζοψυχεδελικό» “Mary Ann”).
Ποιοι είναι, όμως, οι Basements; Ο Giannis Megas είναι σε τραγούδι (με τη φωνή να ακούγεται «περασμένη» μέσα από εφφέ), φυσαρμόνικα, κρουστά, ο Nikos Maloutas είναι σε κιθάρες, φωνητικά, κρουστά, ο Jan Junker σε farfisa (σε εννέα κομμάτια), ο Alexandros Megas επίσης σε farfisa (στα υπόλοιπα πέντε tracks), ο Dimitris Economou παίζει ντραμς, με τον Aris Ramejkis (από Alien Mustangs) να συμπληρώνει στο μπάσο.
Η Side B θα ξεκινήσει με το φερώνυμο “Sounds of yesterday”, που κινείται σε πιο κλασικούς garage punk δρόμους – ένα από τα λίγα, μάλλον, τέτοια κομμάτια που υπάρχουν στο LP. Γρήγορο τραγούδι, χορευτικότατο, με διαρκές fuzz πίσω, αλλά και με ωραίο ρυθμικό παίξιμο στην κιθάρα (που κρατάει, δυνατά, όλο το κομμάτι). Σίγουρα ένα από τα highlights του δίσκου.
Πολύ καλό και σχεδόν το ίδιο ξεσηκωτικό είναι και το “Rainy days”, που και αυτό «ψυχεδελίζει» (με κάτι από Electric Prunes στο βάθος). Τα επόμενα κομμάτια, το “I’m for my own” και ιδίως το “Children of tomorrow” είναι από τα ωραιότερα του LP. Λέμε για ένα γρήγορο, καταπληκτικό τραγούδι, που σε συνεπαίρνει με την ορμή του, εφάμιλλο με τον αφρό του αμερικάνικου garage-punk. Απ’ αυτό και μόνο το κομμάτι όλο το πολύ καλό, ούτως ή άλλως, long-play των Basements, ανεβαίνει ένα ακόμη επίπεδο. Πόσο μάλλον όταν ακολουθεί ο δυναμίτης “Way back”, ένα σκληροτράχηλο garage-punk, με groovy φυσαρμόνικα, ουρλιαχτά και μανιασμένη, γενικώς, ερμηνεία.
Το κλείσιμο με τo “Show me the way” θα επαναφέρει τον ήχο των Basements σε πιο folky βάσεις, δημιουργώντας μας την πεποίθηση πως το συγκρότημα από την Θεσσαλονίκη έχει ψάξει το θέμα του εις βάθος, έχοντας διερευνήσει όλες τις ηχητικές παραμέτρους του garage punk, κορφολογώντας για το “Sounds of Yesterday” ό,τι πιο καλό και πιο ταγμένο από την πρόσφατη παραγωγή του.
The Basements - I'm For My Own
Επαφή: https://thebasementsthess.bandcamp.com/album/sounds-of-yesterday-2
VENUS VOLCANISM: Tissue
[Submersion Records, 2023]
Venus Volcanism είναι μια τραγουδίστρια και μουσικός από την Κρήτη, η οποία, όπως διαβάζουμε στο bandcamp της, τον τελευταίο καιρό ζει στη βορειότερη πόλη τής Ισλανδίας, την Siglufjörður. Η Venus Volcanism έχει κάνει κι άλλες δισκογραφικές δουλειές, αλλά αυτή φαίνεται πως είναι καταφανώς επηρεασμένη από την νέα «πατρίδα» της, δίχως πάντως να απεμπολείται και το κρητικό αίσθημα.
Όσον αφορά στο πρώτο αρκεί να σας πούμε πως το νέο άλμπουμ της, που έχει τίτλο “Tissue”, ξεκινά με το “Ó mín flaskan fríða”, το οποίο είναι ένα παραδοσιακό ισλανδικό τραγούδι, ενώ όλο το LP χαρακτηρίζεται από τις διάσπαρτες field recordings, που έχει καταγράψει η ίδια η Venus Volcanism στην βορειο-ευρωπαϊκή χώρα, την τελευταία διετία.
Το άκουσμα είναι μαγικό οπωσδήποτε, και κομμάτια σαν το “Onbreakingice” ή το “Resuscitation’s ostinato” έχουν την δύναμη να σε παρασύρουν και να σε ταξιδέψουν – μ’ αυτόν τον περίτεχνο συνδυασμό φωνών και περιβαλλοντικής electronica που προσφέρουν, και που πόρρω απέχει από το ανέμπνευστο (όταν είναι τέτοιο) new-age.
Φυσικά, η επαναληπτικότητα είναι ένα από τα γνωρίσματα τής μουσικής τής Venus Volcanism, και βεβαίως τα σύνθια παίζουν ρόλο στιβαρό στη διαμόρφωση των μοτίβων της, αν και χωρίς τη φωνή της (δηλαδή τα φωνητικά της) το όλον πράγμα, σίγουρα θα «έχανε».
Εντάξει, δεν είναι όλα τα κομμάτια εντυπωσιακά, μ’ έναν εξωτερικό τρόπο (δεν το λέμε ως μείον αυτό), καθώς άλλα είναι πιο χαμηλότονα και υποβλητικά (σαν το “Hrossagaukur suite”), αλλά όλα είναι περίτεχνα και φτιαγμένα μ’ έναν τρόπο, που φανερώνει και ταλέντο και γνώση.
Κάτι που σε κάθε περίπτωση αποκαλύπτεται στο “Katara’s lament” –και είναι αυτό το δεύτερο, το κρητικό αίσθημα εννοούμε–, ένα κομμάτι που μας μεταφέρει στην ορεινή Κρήτη, και βεβαίως στο παραδοσιακό τραγούδι της μεγαλονήσου, που εδώ αντιμετωπίζεται, από ηχητικής πλευράς, μέσω ενός βαθιού κοντίνουο, κάπως σαν βόμβος (σαν ίσο), σε συνδυασμό με ήχους από τη φύση και με τη φωνή, πάντα, σε βασικό ρόλο.
Το “Tissue” τής Venus Volcanism θα ολοκληρωθεί με το “Volcanic eruption”, ένα ακόμη εντυπωσιακό track, με επιτόπιες εγγραφές, προφανώς από κάποιο ισλανδικό εν ενεργεία ηφαίστειο, αιθέριες φωνές και γεμίσματα από σύνθια. Εντυπωσιακό!
Geothermal Aria
Επαφή: https://submersionrecords.bandcamp.com/album/tissue
HARPER TRIO: Passing By
[Little Yellow Man Records, 2023]
Πριν από λίγο καιρό έφθασε στα χέρια μας ένα παράξενο (και) ελληνικό άλμπουμ, που αποκαλείται “Passing By”. Το άλμπουμ αυτό ανήκει στο Harper Trio και είναι τυπωμένο σε μια ωραία έκδοση βινυλίου, περιέχουσα και innersleeve (με αναγραμμένα τα βασικά στοιχεία και τις πληροφορίες).
Μέλη του Harper Trio είναι η Maria-Christina Harper ηλεκτρική / ακουστική άρπα, εφφέ, συνθέσεις, η Josephine Davies σοπράνο, τενόρο σαξόφωνα και ο Evan Jenkins ντραμς. Όπως διαβάζουμε η Maria-Christina Harper είναι γεννημένη στην Ελλάδα, έχοντας αιγυπτιακές ρίζες, ενώ οι άλλοι δύο μουσικοί είναι Βρετανοί (με τη δική τους ιστορία), με το LP να ηχογραφείται στην αγγλική πόλη Hastings, που είναι στο νότο της χώρας, στη Θάλασσα της Μάγχης.
Τι ακριβώς μουσική μάς παρουσιάζουν οι Harper Trio είναι περίπου προφανές, όταν στο setting περιλαμβάνονται άρπα, σαξόφωνα και ντραμς.
Η μουσική λοιπόν είναι spiritual jazz, με άκρες φυσικά στα late sixties-early seventies και με τέτοιο τρόπο παρουσιασμένη, ώστε κάπου να σε κάνει να απορείς κιόλας – με την καλή έννοια προφανώς.
Απορείς, εν πάση περιπτώσει, με την άνεση και την ευφράδεια που εμφανίζουν οι συνθέσεις τής Maria-Christina Harper, οι οποίες ανασταίνουν με απολύτως δημιουργικό τρόπο ήχους του χθες, δίχως να εκβιάζουν καταστάσεις – απλά, φυσικά και αποτελεσματικά. Άρα εδώ υπάρχει γνώση και μελέτη μιας μουσικής πραγματικότητας, που, στην ακμή της, προσέφερε αριστουργήματα της τζαζ, τα οποία 50 και 55 χρόνια αργότερα, δεν έχουν χάσει ίχνος από τη δύναμή τους.
Βεβαίως, η spiritual jazz επανήλθε μέσα στις δεκαετίες, σαν ένα genre με μεγάλη πλέον δημοφιλία σε κύκλους, με νέους μουσικούς να ασχολούνται με το θέμα, επεκτείνοντας τα διδάγματα του παρελθόντος και προσφέροντας συναρπαστικούς δίσκους.
Στην Βρετανία, μάλιστα, η spiritual jazz θα άγγιζε ξανά το υψηλό με τα άλμπουμ του αγαπητού και στη χώρα μας Nat Birchall, του Matthew Halsall και ορισμένων ακόμη. Φυσικά και έλληνες μουσικοί θα διάβαιναν spiritual jazz μονοπάτια (ας θυμηθούμε Το Πράγμα από το 2020), οπότε, γενικώς, είμαστε μέσα στο κλίμα κι εμείς σαν χώρα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Το “Passing By” του Harper Trio, τώρα, είναι ένα άλμπουμ απολύτως δημιουργικό. Η μουσική που περιέχει διαθέτει, οπωσδήποτε, στοιχεία αυτοσχεδιασμού, με συνθέσεις ελαφρώς απλωμένες στο χρόνο, αργές γενικώς, αλλά με υπόγεια ένταση, που είναι την ίδια ώρα τελετουργικές, διαλογιστικές και με λίγες «αλλαγές», αλλά με συνεχή breaks απ’ όλα τα όργανα – τα οποία δεν είναι τρία φυσικά, όσα οι μουσικοί, μα περισσότερα.
Υπάρχει πλουραλισμός, με άλλα λόγια, στον ήχο, που οφείλεται και στα κρουστά του Evan Jenkins (που τον ξέρουμε από το Neil Cowley Trio και από άλλα παλαιότερα σχήματα) και στις εναλλαγές των σαξοφώνων της Josephine Davies και βεβαίως στα εφφέ και τους ήχους της άρπας της Maria-Christina Harper, που δημιουργεί μοναδικά περιβάλλοντα – απολύτως υποβλητικά έως και συναρπαστικά.
Ένα τέτοιο κομμάτι είναι, για παράδειγμα, το “In Cairo / Grandma’s coat”, στη θέση Α2 ή και το “A greek in Spain”, στη θέση Β2 (που συνδυάζει ελληνικά και ισπανικά φολκλορικά στοιχεία), η ακροαματική εμπειρία των οποίων είναι καθηλωτική.
Ένα πολύ δυνατό άλμπουμ, λοιπόν, με μια ηχητική εικόνα που ξεπερνά, ας το πούμε έτσι, κάποια κλασικά μοτίβα της spiritual jazz και που δημιουργεί, την ίδιαν ώρα, ένα νέο πλαίσιο συνύπαρξης διαφορετικών παραδόσεων, με έμφαση στην ευρύτερη γειτονιά μας. Μαγικό άκουσμα!
Safe Place (feat. Maria-Christina Harper, Josephine Davies & Evan Jenkins)
Επαφή: https://www.facebook.com/HarperTrio.official?locale=el_GR
LIP FORENSICS: Apophenia
[Veego Records, 2023]
Οι Lip Forensics υπάρχουν εδώ και κάποια χρόνια, τουλάχιστον από το 2017 και το “Apophenia” είναι η πιο πρόσφατη δουλειά τους. Ελληνικό είναι βεβαίως το σχήμα, για ντούο πρόκειται, αποτελούμενο από δύο γνωστά ονόματα της electro σκηνής και της σχετικής παραγωγής, τους Ekelon και Zade. (Είναι πάμπολλες οι παρουσίες αυτών των μουσικών σε ποικίλα projects και είναι μάταιο, εδώ, να τα αναφέρουμε όλα – υπάρχουν πολλά καταγραμμένα στο discogs).
Χοντρικά να πούμε πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολύ καλό LP, electro βεβαίως, λελογισμένα κλαμπίστικο, οπωσδήποτε ψαγμένα ποπ και σίγουρα απολαυστικό στο μεγαλύτερο μέρος του – καθώς μπορείς να το ακούσεις οπουδήποτε και να σε «πιάσει» για τα καλά. Να σε ταρακουνήσει.
Φαίνεται, με άλλα λόγια, η εμπειρία των συγκεκριμένων μουσικών, οι οποίοι δεν είναι μόνοι τους εδώ, δεχόμενοι βοήθειες από πολλούς και διαφόρους. Έτσι, σε φωνές και σε lyrics ή και σε συνθέσεις ακόμη, συναντάμε τους Δημήτρη Μπινιάρη, Sugahspank!, Ηλία Σμήλιο, Ειρήνη Σκυλακάκη και Cayetano (όλους με συμμετοχές σε διάφορα σχήματα, άλμπουμ ή και με προσωπική δισκογραφία).
Υπάρχει λοιπόν μια συμβολή από διάφορες πλευρές στο “Apophenia”, κάτι που αποβαίνει, φυσικά, στα συν του δίσκου, ο οποίος δεν χάνει ποτέ τον προσανατολισμό και την αξία του – είτε κινείται αυτός σε πιο εξωστρεφή περιβάλλοντα είτε σε πιο downtempo.
Έτσι, καθίσταται δύσκολο να επιλέξεις «τα καλύτερα» tracks, από ένα LP που κυλάει με αδιαμφισβήτητη ενότητα και που σε καλεί (και σε προκαλεί), σε κάθε λεπτό του, να μην εγκαταλείψεις την ακρόαση, ακούγοντάς το ξανά και ξανά, από την αρχή μέχρι το τέλος του.
Παρά ταύτα εμείς θα πούμε πως τα περισσότερα… ζυγά tracks, το “Cynical”, το “No symmetry” και το “Different” βασικά, είναι πάρα πολύ καλά, χωρίς να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα (μονά ή ζυγά).
Μόνο καλά λόγια λοιπόν για το “Apophenia” των Lip Forensics.
Cynical
Επαφή: www.veegorecords.com
JON VOYAGER: Monsters
[One Little Victory Records, 2023]
Τον Jon Voyager πιθανώς κάποιοι να τον γνωρίζουν, ως Jon V, από την παρουσία του στους Need – ένα από τα πολύ καλά, ελληνικά, progressive metal συγκροτήματα, που θα ξεκινούσαν την πορεία τους πίσω στα 00s.
Τώρα, o Jon Voyager, που εν τω μεταξύ έχει πολυποίκιλες δραστηριότητες στον χώρο (στο site του διαβάζουμε πως είναι... γνωστός για τα residencies σε μουσικά κλαμπ, τις παρουσίες του σε μπάντες που παίζουν διασκευές, τις μπάντες που παίζουν σε γάμους και τις σόλο ακουστικές συναυλίες του, με ρεπερτόριο κομμάτια του κλασικού ροκ, της ποπ, του χιπ-χοπ κ.λπ.), έχει έτοιμο το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, που αποκαλείται “Monsters” και που κυκλοφορεί, σ’ ένα πολύ περιποιημένο εικαστικώς digipak, από την One Little Victory Records.
Το λέμε «περιποιημένο», επειδή το πακέτο προσφέρει κι ένα χρήσιμο multi-folded ένθετο, με φωτογραφίες, στίχους, credits και μαζί με μικρές ιστορίες, για κάθε ένα από τα οκτώ τραγούδια του δίσκου – που είναι τι (τα τραγούδια); Γενικώς... rock. Καλοβαλμένο, καλοτοποθετημένο και καλοπαιγμένο.
Τις μουσικές επιρροές του ο Jon Voyager τις αναφέρει από μόνος του, στο site του, και δεν υπάρχει κανένας λόγος εμείς να επιχειρήσουμε να τις μαντέψουμε. Ισχύουν αυτά που γράφει εννοούμε – καθώς οι επιρροές από Neil Young, Elton John, Simon & Garfunkel και David Bowie είναι άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο εμφανείς. Προσωπικώς θα έβαζα τον Bowie... πρώτον στις αναφορές τού Jon Voyager, αλλά αυτό δεν έχει και τόσο σημασία. Σημασία έχει αν το υλικό τού “Monsters” έχει πράγματα να πει, και αν σου δίνει την αίσθηση ή την βεβαιότητα πως εδώ κάτι άξιο λόγου συμβαίνει.
Λοιπόν, ο Jon Voyager, έτσι όπως εμφανίζεται στο “Monsters”, είναι ένας πέρα για πέρα σοβαρός τραγουδοποιός. Την ξέρει την τέχνη τού να φτιάχνει τραγούδια, που να έχουν νόημα και που να μπορεί στ’ αλήθεια να τραγουδηθούν από πολλούς και κυρίως (έτσι νομίζω) να δημιουργούν πολύ ευχάριστα συναισθήματα στα live.
Είναι για live το υλικό του Jon Voyager, εννοώ, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως και ο δίσκος δεν δείχνει το τραγουδοποιητικό ποιόν αυτού του ανθρώπου. Εδώ, εξάλλου, υπάρχουν κομματάρες σαν το “Call me when you’re drunk” και σαν το “Minor Tom” (Minor και όχι Major...), ενώ κομμάτι σαν το “Streets of Athens” το λες και πρότυπο σύγχρονου αστικού κοινωνικού τραγουδιού, με έντονο εντός του το προσωπικό στοιχείο.
Στα περισσότερα τραγούδια η μουσική και τα λόγια είναι του Jon Voyager (σ’ ένα έχει γράψει μουσική ο George Tzavaras και σ’ ένα άλλο στίχους ο Adam Georgiou), με τον ίδιο να τραγουδά φυσικά και να παίζει ακουστικές, ηλεκτρικές κιθάρες, πιάνο και κρουστά, και με τις ενοργανώσεις, που είναι οι «σωστές», να είναι ομαδικές.
Πάρα πολύ καλό ροκ... ροκ-ροκ... άλμπουμ, από έναν τραγουδοποιό, που αξίζει να μείνει και να βαθύνει σ’ αυτό το συγκεκριμένο στυλ τού “Monsters”.
Jon Voyager - Call me when you're drunk (Official Video)
Επαφή: https://jonvoyager.bandcamp.com/album/monsters
ARMAGOS: The Collection
[Private Pressing, 2023]
Ο συνθέτης και πιανίστας Αποστόλης Αρμάγος ή απλώς Armagos είναι παλαιός γνώριμος – βασικά από τα άλμπουμ του “Promises” (2021), “The Lonely Piano” (2020) και «Στην Άλλη Όχθη» (2017) (με Τάκη Μιχόπουλο-Άννα Λινάρδου).
Στο πιο νέο CD του, που αποκαλείται “The Collection” και είναι ανεξάρτητης παραγωγής, καταγράφονται δεκατρείς συνθέσεις του Armagos, για τις οποίες δεν γνωρίζω αν πρόκειται για καινούριες και ανέκδοτες (συνθέσεις) ή για παλαιότερες (επιλεγμένες από προηγούμενες δουλειές του).
Όπως κι αν έχει όμως το υλικό που τοποθετείται εδώ, σ’ αυτό το απλό digipak, είναι πολύ καλό, δείχνοντας και αυτό πως ο Armagos δεν είναι τυχαίος συνθέτης, πως έχει ψάξει πολύ καλά τις αναφορές του και πως το ταλέντο του (στο συνθετικό, ερμηνευτικό και ενορχηστρωτικό τομέα) είναι τέτοιο και τόσο, ώστε να μην επιτρέπονται μισόλογα. Το άλμπουμ, εννοούμε, είναι έξοχο, με τα κομμάτια του να είναι το ένα ωραιότερο του άλλου.
Στην αρχή το “The Collection” σου δίνει την εντύπωση ενός πιανιστικού νεορομαντικού CD, αλλά καθώς κυλάει, προϊόντος του χρόνου όπως λέμε, μπαίνουν και άλλα θέματα στην πορεία, που εκδηλώνονται και μέσω των επιπρόσθετων οργάνων ή και ηχητικών πηγών (πνευστά, έγχορδα, σύνθια, φωνές, field recordings), μα και των μουσικών αναφορών (σε παραδοσιακά θέματα ή ακόμη και σε rock, electro-rock κ.λπ.).
Ένα κατά βάση ορχηστρικό άλμπουμ είναι το “The Collection” του Armagos, που αντέχει σε όλες τις επιμέρους «μετρήσεις» και που περνάει, ξεκάθαρα, πολύ πάνω από τον πήχη.
Armagos - The weavers
Επαφή: www.armagosmusic.com
SUGAHSPANK! & THE SWING SHOES: When the Angels Come Around
[urban sounds, 2023]
Οι Αθηναίοι Swing Shoes, μαζί με την τραγουδίστρια Sugahspank!, αποτελούν ένα μάλλον παράξενο ή έστω ιδιαίτερο σχήμα, για την ελληνική μουσική πραγματικότητα. Η ιδιαιτερότητά τους έγκειται στο γεγονός πως είναι προσανατολισμένοι προς τις ρίζες της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής, τις οποίες (ρίζες), αφού έχουν μελετήσει, επιχειρούν να τις εμφανίσουν μέσα από σύγχρονα ηλεκτρικά τραγούδια, που χοντρικώς θα τα αποκαλούσαμε “rock”.
Στην πράξη, όμως, το rock των Sugahspank! & The Swing Shoes έχει μέσα πολύ gospel και πολύ blues, και ακόμη soul (παρότι από την εγγραφή απουσιάζουν γενικώς τα πνευστά, καθώς ακούγονται μόνο σ’ ένα κομμάτι), και ακόμη country-rock, «rock του βάλτου» (σε στυλ Tony Joe White ας πούμε), σουινγκάροντας βεβαίως ανά διαστήματα και βγάζοντας, σαν γκρουπ, άλλοτε ευφρόσυνα αισθήματα και άλλοτε κάπως περισσότερο moody.
Εν τω μεταξύ εκείνο που κάνει επίσης εντύπωση είναι πως, σαν σχήμα, οι Swing Shoes είναι μια κάπως χαλαρή ομάδα, με μουσικούς να μπαίνουν και να βγαίνουν.
Έτσι, στην ηχογράφηση του πιο νέου CD τους, που αποκαλείται “When the Angels Come Around”, ακούγονται οι: Άδωνις Γουλιέλμος κιθάρες, Γιώργος Κούτρας κιθάρες, lap steel, Πάνος Τομαράς μπάσο, Γιώργος Κατσάνος ντραμς, κρουστά, όργανο, τρομπέτα, τρομπόνι, άλτο σαξόφωνο, Sugahspank! φωνή, moog, Θάνος Αμοργινός, ακουστικές, κιθάρες, πλήκτρα, κρουστά, Σωτήρης Παπαϊωάννου κιθάρες, Phil Diamond φωνή και Γιάννης Δημητριάδης wurlitzer, όργανο.
Υπάρχει βεβαίως ένας σταθερός πυρήνας σε όλα τα κομμάτια, αλλά υπάρχουν και οι φίλοι guests και βεβαίως τα ανάλογα όργανα, που προσθέτουν όλες τις επιμέρους ποιότητες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Swing Shoes και του “When the Angels Come Around” είναι πως όλα τα τραγούδια είναι πρωτότυπα, συνθέσεις των μελών του συγκροτήματος, με τους στίχους να τους γράφουν η Sugahspank! (στα περισσότερα tracks) και ο Πάνος Τομαράς, και με τις ενοργανώσεις να τις επιμελούνται οι Sugahspank! & The Swing Shoes, μαζί με τον Θάνο Αμοργινό. Επίσης να πούμε πως από τα δέκα κομμάτια του CD τα εννέα είναι τραγούδια, ενώ το ένα είναι ορχηστρικό (το εισαγωγικό “Algorithm blues”).
Ξεκινώντας από την τραγουδίστρια οφείλουμε να σημειώσουμε πως η Sugahspank! βρίσκεται στο στοιχείο της, αποδίδοντας τούτα τα «αμερικάνικα» κομμάτια με απόλυτη πειστικότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, επειδή τα συγκεκριμένα τραγούδια, με τις βαθιές ρίζες στις συγκεκριμένες παραδόσεις, δεν επιδέχονται μεσοβέζικες προσεγγίσεις.
Όμως και σε σχέση με τον στίχο η Sugahspank! τα καταφέρνει «μια χαρά», γράφοντας άλλοτε για πιο κοινωνικά θέματα (“Blood in the city”) και άλλοτε για πιο προσωπικά (“Count my blessings”), επιτυγχάνοντας, σε κάθε περίπτωση, να δώσει εκείνο ακριβώς που απαιτούν οι συνθέσεις (ιδίως στα tracks με τις gospel αναφορές, που είναι και τα πιο δύσκολα ερμηνευτικώς, τα καταφέρνει τέλεια).
Περαιτέρω και σε σχέση με τα παιξίματα... οι μουσικοί που ακούγονται στο “When the Angels Come Around” δεν είναι τυχαίοι, έχοντας δεκαετίες θητείας (οι περισσότεροι) σ’ αυτού του τύπου τα γκρουπ (και πέραν των Swing Shoes). Οπότε δεν γεννάται καν ζήτημα γνώσης και επάρκειας, σε σχέση πάντα με τα συγκεκριμένα ηχοχρώματα.
Τέλος, στο θέμα των τραγουδιών επίσης δεν έχουμε κάτι να παρατηρήσουμε, υπό την έννοια πως το “When the Angels Come Around” είναι έτσι φτιαγμένο, ώστε να ακούγεται από την αρχή έως το τέλος του με το ίδιο ενδιαφέρον και με την ίδια ένταση (από τη μεριά του ακροατή).
Ένα πολύ καλό άλμπουμ λοιπόν, που θα είναι κρίμα να μην ακουστεί ευρύτερα (και μέσα στη χώρα, μα και έξω απ’ αυτήν).
Blood in the City (feat. Phil Diamond)
Επαφή: https://theswingshoes.bandcamp.com/album/when-the-angels-come-around