Από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του Space Is Only Noise το 2011 (όταν ήταν μόλις 19 χρονών) ο Nicolas Jaar είναι τόσο παραγωγικός που σου δημιουργείται η εντύπωση ότι στα πέντε αυτά χρόνια που μεσολάβησαν έχει βγάλει ένα σωρό δίσκους. Κι όμως, το Sirens που κυκλοφόρησε προχθές είναι μόλις το δεύτερο άλμπουμ του. Βέβαια, αυτή η εντύπωση δεν είναι αδικαιολόγητη, αφού έφτιαξε ένα σωρό DJ mixes για ραδιόφωνα και μουσεία, συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Dave Harrington στο ντουέτο των Darkside, έγραψε από την αρχή το σάουντρακ για την αβάν-γκαρντ ταινία του 1969, The Colour of Pomegranates –φανερώνοντας μια απόμακρη, πειραματική πλευρά του-, το σάουντρακ για το Dheepan (της ταινίας που κέρδισε τον χρυσό φοίνικα στις Κάννες πέρσι), κυκλοφόρησε μια σειρά από 7 χορευτικά κομμάτια σε τρία EP με τίτλο Nymphs. Το νέο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε την Παρασκευή στην δικιά του εταιρία Other People εκτός από την καλύτερη δουλειά του μέχρι τώρα είναι και η πιο προσωπική, ένας δίσκος που αποκαλύπτει έναν καλλιεργημένο 26χρονο δημιουργό στην πιο δημιουργική του στιγμή και έναν από τους πιο σημαντικούς ηλεκτρονικούς μουσικούς της εποχής μας.
Μέσα από τα 40 περίπου λεπτά που διαρκεί ο δίσκος αποκαλύπτεται ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που μεγαλουργεί.
Ο Nicolas Jaar ζει στο Μπρούκλιν και είναι γιος του Alfredo Jaar, του Παλαιστινιο-Χιλιανού πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη με την έντονη δράση (είναι αυτός που έγραψε στην ‘περιβόητη’ φωτεινή ταμπέλα στην Times Square τη φράση "This is not America" – η οποία το φετινό καλοκαίρι στόλισε το Piccadilly Circus του Λονδίνου) και της Γαλλο-Χιλιανής Evelyne Meynard. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, αλλά όταν ήταν τριών ετών οι γονείς του χώρισαν και για έξι χρόνια πήγε να ζήσει με τη μητέρα του στη Χιλή. Αυτά τα χρόνια που τον σημάδεψαν συναισθηματικά επηρέασαν και τη μουσική του και στο Sirens αποκαλύπτει με ειλικρινή και συγκινητικό τρόπο προσωπικές στιγμές -χρησιμοποιώντας ακόμα και οικογενειακά ντοκουμέντα (όπως αποσπάσματα από το βίντεο που του τράβηξε ο πατέρας του λίγο πριν η οικογένεια χωρίσει). Η οικογένεια ενώθηκε πάλι μετά από χρόνια όταν η μητέρα του τον πήρε και ξαναγύρισαν στη Νέα Υόρκη.
«Μου αρέσει που τον θεωρούν έναν προσωπικό δίσκο» λέει στο Rolling Stone. «Κατέληξε να γίνει πολύ προσωπικός, αλλά δεν ξεκίνησα με την πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν ήθελα να μιλήσω για τον εαυτό μου όταν άρχισα να τον φτιάχνω. Συνήθως ξεκινάω από κάτι προσωπικό και, όσο δουλεύω τα κομμάτια, αφαιρώ τα προσωπικά στοιχεία. Στο Sirens προσπάθησα να είμαι πιο απόμακρος αλλά κατέληξα να πάω σε βάθος και να μιλήσω για πράγματα που είναι ριζωμένα μέσα μου περισσότερο από ό, τι το έκανα ποτέ στο παρελθόν. Όταν ξεκίνησα να φτιάχνω τα κομμάτια που έγιναν τα τρία EP Nymphs σχεδίαζα να είναι η συνέχεια του Space Is Only Noise, αλλά κάτι τους έλειπε. Και το Pomegranates ήταν πολύ πειραματικό, χωρίς φωνητικά, κάτι του έλειπε ξανά» εξηγεί. «Υπάρχει μια πειραματική πλευρά σε ό,τι κάνω και υπάρχουν και τα κομμάτια για κλαμπ. Είναι cool σαν δυο πλευρές ενός νομίσματος, αλλά μου έλειπε το πραγματικό νόμισμα που θα είχε αυτά τα δυο πράγματα στις δυο αντίθετες πλευρές. Το Sirens το βλέπω σαν ένα δίσκο με υλικό από τον κόσμο γύρω μου, το πλαίσιο στο οποίο ζούμε και εμένα, έναν Χιλιανό-Αμερικάνο-Γάλλο-Παλαιστίνιο, στο κοινωνικό πλαίσιο όσων συμβαίνουν αυτή τη στιγμή».
Ο δίσκος αρχίζει με σιωπή 20 δευτερολέπτων και μετά ακούγεται ο ήχος μιας σημαίας που κυματίζει στον άνεμο. «Θα μπορούσε να είναι και μια βάρκα που πλησιάζει κάπου» λέει ο Nicolas «ή σειρήνες, τα μυθολογικά πλάσματα που σαγηνεύουν τους ναυτικούς και κάνουν τα πλοία να ναυαγήσουν -ή σειρήνες περιπολικών. Ο ήχος του γυαλιού που σπάει στην αρχή θα μπορούσε να είναι ένας καθρέφτης ή ένα το τζάμι από ένα παράθυρο. Ήθελα να κοιτάξω έξω εξαιτίας αυτού που αισθανόμουν όσο ζούσα εδώ, στις ΗΠΑ».
Το Killing Time είναι ένα πολιτικό κομμάτι. Οι στίχοι λένε «Νομίζω ότι ξεμείναμε από χρόνο, είπε ο αστυνομικός στον Αχμέντ, που ήταν σχεδόν 15 και με χειροπέδες. Έχτιζε την δικιά του αίσθηση του χρόνου. Έχτιζε απλά χρόνο». Πάνω σε μια θλιμμένη μελωδία ambient ρυθμών και μεταλλικού πιάνου συνθέτει 11 υπέροχα λεπτά σαρκασμού, κάνοντας ένα ειρωνικό κοινωνικό σχόλιο: «Η Άντζελα λέει να ανοίξουν οι πόρτες επειδή το χρήμα χρειάζεται την εργατική τάξη του. Περιμένουμε απλά να πεθάνουν οι ηλικιωμένοι…».
Στο Governor ο ρυθμός γίνεται πιο έντονος, σε ένα post-punk κομμάτι με σαξόφωνο και παραμορφωμένα ντραμς που συνοδεύουν την πεντακάθαρη φωνή του «ναι, όλοι τσουλάμε, οι μητέρες έχουν βουλιάξει, κι όλο το αίμα είναι κρυμμένο στo πορτ-μπαγκάζ του Κυβερνήτη». Το Leaves είναι ένα λεπτεπίλεπτο ambient κομμάτι με σαμπλαρισμένους διαλόγους στα ισπανικά, -είναι ο ίδιος και ο πατέρας του σε μια σκηνή από ένα παλιό οικογενειακό βίντεο, λίγο πριν χωρίσουν οι γονείς τους και φύγει από την Αμερική.
«Όταν δούλευα το δίσκο οι γονείς μου μετακόμιζαν από το διαμέρισμα που μεγάλωσα. Εκεί χώρισαν οι γονείς μου, και μετά από έξι χρόνια με τη μάνα μου στη Χιλή, ξαναγύρισα στη Νέα Υόρκη, στην Οδό Λαφαγιέτ στο Μανχάταν» λέει. «Ήταν ένα από τα λοφτ του Σόχο από την δεκαετία του ’80. Η μητέρα μου καθάριζε μια ντουλάπα και βρήκα τα οικογενειακά βίντεο. Ήταν αρκετά σκληρό για μένα επειδή ήταν τραβηγμένα δύο εβδομάδες πριν οι γονείς μου χωρίσουν και πριν χάσω τον πατέρα μου για έξι χρόνια. Για μένα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή, και έτσι ο δίσκος έγινε πολύ προσωπικός επειδή αντιλήφθηκα ότι όλα αυτά έπαιζαν ρόλο: ρωτούσαν ποιος είμαι εδώ και ποιος είμαι εκεί;. Ο λόγος που έβαλα το απόσπασμα στο δίσκο είναι αυτό που λέει ο πατέρας μου: ‘Πήγαινε στον τοίχο, πήγαινε στον τοίχο’. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Trump, ‘ο τοίχος, ο τοίχος’. Χόρευα το ‘Guateque Campesino’ του Guillermo Portabales (του Κουβανού τραγουδιστή). Μεγάλωσα ακούγοντας τέτοια κομμάτια. Φυσικά, ο πατέρας μου το αντιμετώπιζε σαν καλλιτεχνικό πρότζεκτ, σαν κάτι πολύ σοβαρό, παρόλο που δεν είναι –είναι ένα οικογενειακό βίντεο.
Άρχισα να φτιάχνω μουσική επειδή δεν χρειαζόμουν μια συγκεκριμένη ιδέα για να δουλέψω. Έκανα κάποιες συζητήσεις με τον μπαμπά μου όταν ήμουν μικρός και μου έλεγε: "Οι βλακείες σου, κανείς δεν τις καταλαβαίνει αν δεν διαβάσει κάτι για αυτές, κι αυτό δεν είναι cool". Ήμουν 13 χρονών. Υποσυνείδητα σκεφτόμουν ότι όλοι καταλαβαίνουν τη μουσική, έτσι θα φτιάξω μουσική για αυτό το λόγο. Τα έργα του; Κανείς δεν τα καταλαβαίνει. Αλλά δεν είναι αλήθεια αυτό. Ήταν κάτι στο οποίο επαναστατούσα και τώρα βρίσκομαι πάλι στην αρχή. Δεν ήθελα να φτιάξω κάτι που μπορούσε να παιχτεί το λόμπι ενός ξενοδοχείου».
Το No είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι που έχει γράψει ποτέ. Ένα raggaeton που τραγουδάει στα Ισπανικά με εναλλαγές από τρυφερές και δυνατές στιγμές, πάνω σε cumbia ρυθμό όπου θυμάται τις Χιλιανές ρίζες του. Στο Three Sides of Nazareth επιστρέφει στο ectro-punk, σε ένα επικό κομμάτι που θυμίζει τους Suicide και το άλμπουμ κλείνει με μια doo-wop ηλεκτρονική μπαλάντα.
Μέσα από τα 40 περίπου λεπτά που διαρκεί ο δίσκος αποκαλύπτεται ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που μεγαλουργεί. Μπορεί να μην είναι η χορευτική πλευρά του που θα περίμεναν πολλοί, ούτε η συνέχεια του Space Is Only Noise. Είναι όμως ένα εξαιρετικό προσωπικό άλμπουμ που θα αγαπηθεί πολύ από όσους τον παρακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια. Και πάλι θα είναι σε ψηλές θέσεις σε αρκετές λίστες στο τέλος της χρονιάς.
Στο εξώφυλλο είναι ένα έργο του πατέρα του.
σχόλια