Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Υπάρχω», που έχει να κάνει με τη ζωή και την τέχνη του Στέλιου Καζαντζίδη, είναι σίγουρο πως θα επαναφέρει στην επικαιρότητα και τα τραγούδια από το ιστορικό LP «Υπάρχω», που κυκλοφόρησε από τη Minos προς το τέλος του 1975 – σαράντα εννιά χρόνια πριν.
Η εποχή είχε κάποιες ιδιαιτερότητες – υπό την έννοια πως το λαϊκό τραγούδι, που υπηρετούσε ο Στέλιος, μέσα από τις σποραδικές δισκογραφικές εμφανίσεις του (καθώς είναι γνωστό πως είχε σταματήσει να τραγουδά ζωντανά, στα κέντρα, από το 1966) ήταν κάπως... εκτός εποχής. Και γιατί ένα μέρος των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως στις πόλεις, υιοθετούσε πλέον μικροαστικές συμπεριφορές, και γιατί το ελαφρολαϊκό του Βοσκόπουλου εξακολουθούσε να τραβάει τα πλήθη, και γιατί ο Στράτος είχε θέματα με το νόμο, και γιατί το νέο λαϊκό, που έλεγε ο Μητροπάνος και η Ρίτα Σακελλαρίου ας πούμε, ήταν «σκληρό» και αρχέτυπο, περισσότερο κατάλληλο για τα μαγαζιά των εθνικών οδών, και γιατί καλλιτέχνες σαν τον Πάνο Γαβαλά ή την Πόλυ Πάνου βολόδερναν, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Φυσικά, υπήρχε και το πολιτικό με το αντάρτικο τραγούδι που κυριαρχούσαν, στις προτιμήσεις μεγάλων τμημάτων του κόσμου, εκεί στο ξεκίνημα της μεταπολίτευσης, δημιουργώντας κι άλλα αναχώματα. Οπότε ο Στέλιος είχε να παλέψει με όλα αυτά.
Βασικά ο Στέλιος –και λόγω χαρακτήρα δηλαδή–, έλεγε πάντα το ίδιο τραγούδι. Δεν ενδιαφερόταν να αλλάξει τα μοτίβα του, την αισθητική του, τον τρόπο που προσέγγιζε κοινωνικά το λαϊκό. Μπορεί όλα γύρω του να άλλαζαν, αλλά αυτός εξακολουθούσε να πιστεύει τα ίδια πράγματα για τον λαό – ιδίως για εκείνον της επαρχίας, που πάντα τον ξεχώριζε και πάντα τον θεωρούσε πιο κοντά στα δικά του ιδανικά, τα διαμορφωμένα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, επί Κατοχής, Εμφυλίου και μετεμφυλιακής περιόδου.
Ο μύθος λέει πως όταν προβλήθηκε η εκπομπή, έξω, στους δρόμους, δεν κυκλοφορούσε κουνούπι... Ταξί δεν εύρισκες ούτε με σφαίρες, ενώ και όσοι δούλευαν νύχτα είχαν κανονίσει από μέρες, ώστε να έχουν ρεπό εκείνη την Πέμπτη. Η χώρα, για σαράντα λεπτά, μπορεί να ήταν αφύλαχτη, μπορεί να είχε παραλύσει, αλλά ελάχιστες φορές στο μέλλον θα ήταν, ξανά, τόσο ασφαλής και συνάμα τόσο εκστασιασμένη.
Ο Στέλιος είχε σκληρές απόψεις, που δεν τις άλλαζε. Επί χούντας σχεδόν όλος ο κόσμος (του έντεχνου, του ποπ-ροκ, του λαϊκού) έβγαινε στην τηλεόραση για να διαφημίσει τα τραγούδια του. Ο Στέλιος ήταν ο μοναδικός, αυτού του διαμετρήματος καλλιτέχνης, που ενώ τον καλούσαν, από δω κι από κει, δεν πήγε ποτέ να εμφανισθεί. Τον κυνηγούσε εν τω μεταξύ και το κράτος, και αυτός αμυνόταν με τον τρόπο του. Δεν ήθελε να έχει παρτίδες. Ας πούμε η εφορία τον είχε βάλει στο μάτι. Όπως είχε πει και ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του, τον Μάιο του ’74 (επί δικτατορίας ακόμη) στον «Ταχυδρόμο»:
«Έφαγα μια σφυριά απ’ αυτές που γονατίζουν τον άνθρωπο και τον στέλνουν στον τάφο. Πλήρωσα διαδοχικά στην Εφορία 6.800.000 δρχ. σε δόσεις (σ.σ. τεράστιο ποσό για την εποχή), που η μικρότερη ήταν 40.000 και η μεγαλύτερη 710.000. Δεν θέλησαν να παραδεχθούν για μένα την έκπτωση του 50%, που γίνεται στους καλλιτέχνες, με τη δικαιολογία ότι δεν τραγουδούσα πια και δεν είχα έξοδα παραστάσεως.(...) Το πλήρωσα το ποσό και με πρόστιμα κιόλας».
Ο Στέλιος έβγαζε πολύ καλά λεφτά από τους δίσκους. Το λιγότερο κανα εκατομμύριο το χρόνο, εκείνη την εποχή – λίγο πριν από το «Υπάρχω». Έτσι, όταν θα τον ρωτούσαν, αν τα λεφτά αυτά ήταν πολλά και αν πίστευε στις κοινωνικές ανισότητες θα απαντούσε πως... «οι κοινωνικές ανισότητες υπάρχουν και θα υπάρχουν όσο υπάρχει ο πλανήτης» και ότι «αν μοιράσω αυτά που έχω θα προστεθεί ένας ακόμη φτωχός στους χιλιάδες φτωχούς, που δεν θα λιγοστέψουν».
Το πρόβλημα της φτώχιας δεν θα το έλυνε ο ίδιος. Ήξερε τι έλεγε, θέλω να πω, ήταν τρομερά συνειδητοποιημένος και βάδιζε στο δικό του δρόμο, δίχως να λοξοδρομεί. Μπορεί να ήταν αγύριστο κεφάλι, ok. Μπορεί να επέδειξε αφέλεια σε ορισμένες περιπτώσεις, ok. Μπορεί να έκανε κακό στον εαυτό του, κι αυτό ok. Αλλά θα γλίτωνε, εξαιτίας αυτής ακριβώς της συμπεριφοράς του, και από πολλές κακοτοπιές. Δεν γίνεται να τα έχεις όλα δικά σου. Και το τι θα χάσεις, τελικά, το επιλέγεις μόνος σου. Σίγουρα, πάντως, ο Στέλιος δεν έχασε στον τρόπο που τον έβλεπε ο κόσμος, που ήταν το σημαντικότερο για ’κείνον. Εκείνο που θα έχτιζε το μύθο του, θέλω να πω – μαζί, βεβαίως, με τη φωνή του.
Ήδη από το μέσο του ’74 ο Στέλιος σχεδίαζε ένα μεγάλο δίσκο με δώδεκα νέα λαϊκά τραγούδια, που να ήταν όπως εκείνος τα ήθελε. Που να τα κατανοούσε σε κάθε διάστασή τους. Ο Χρήστος Νικολόπουλος ήταν κοντά του, όπως και ο Πυθαγόρας, και κάπως έτσι θα κυκλοφορούσαν στο δεύτερο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς τα 45άρια «Μετάνοιωσες / Μια γυναίκα έφυγε» και «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά / Λυπούμαι που σε χάνω» (αμφότερα στη Minos), που θα αποτελούσαν τον προπομπό του «Υπάρχω» (οι πρώτες πλευρές θα ακούγονταν και στο LP).
Πάμε λοιπόν στο δίσκο, που κυκλοφορεί όπως είπαμε προς το τέλος του ’75 και ας δούμε ένα-ένα τα τραγούδια που περιέχει...
Όψις 1η
1.
«Υπάρχω»
Το «Υπάρχω» είναι το τραγούδι που ανοίγει το άλμπουμ και το οποίο ξεκινά με κάποια λόγια του Στέλιου, ενώ πίσω ακούγεται ένα ταξίμι στο μπουζούκι. Τα λόγια είναι τα εξής:
«Φίλοι μου, ο δίσκος που ακούτε αυτή τη στιγμή έχει τίτλο “Υπάρχω” και γράφτηκε με τη συνεργασία του Πυθαγόρα και του Χρήστου του Νικολόπουλου. Ο τίτλος είναι συμβολικός και αφορά εσάς και εμένα. Υπάρχω, σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος, απ’ τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί και άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω, εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω, εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα παύσω κάποτε να υπάρχω. Σας ευχαριστώ».
Ο Στέλιος είχε κάποια χρόνια να νοιώσει ξανά έτοιμος –ότι μπορούσε να προσφέρει και πάλι κάτι συνολικό στο λαϊκό τραγούδι– κι αυτό θέλησε να το εκφράσει, κατ’ αρχάς, με λόγια. Γι’ αυτό αποφασίζει να απευθυνθεί σε κάθε ακροατή του δίσκου ξεχωριστά, σε κάθε μικρή ή μεγαλύτερη παρέα, που θα ρίξει το άλμπουμ στο πικάπ, καταθέτοντας με απλές κουβέντες κάποιες βασικές και διαχρονικές σκέψεις του, για τον ίδιο και τη σχέση του με τον κόσμο. Το κάνει – με τον τρόπο που εκείνος ήξερε καλύτερα.
Ακολουθεί το τραγούδι. Ο Νικολόπουλος το έχει χαρακτηρίσει slow rock αυτό το κομμάτι – κάτι που θα φαινόταν αργότερα, όταν θα το περιποιόταν ο Πουλικάκος π.χ. Οι στίχοι του Πυθαγόρα είναι ιδιόμορφοι. Δεν έχουν σχέση με τα «υπάρχω» του Στέλιου στον πρόλογο. Είναι πολύ συγκεκριμένοι κι έχουν να κάνουν με μια έκφραση του αντρικού υπερεγώ (είναι η βασική υπόθεση που μπορείς να κάνεις, αφού τα λόγια είναι γραμμένα από άντρα και ερμηνεύονται από άντρα).
Υπάρχει ο άντρας που πληγώνεται λοιπόν, μετά από μια σχέση ερωτική με άσχημη κατάληξη, και αυτό επιχειρείται να γίνει σαφές με τον πιο απόλυτο τρόπο. Το τραγούδι είναι υπαρξιακό φυσικά, αλλά μ’ έναν τρόπο αλλόκοτο. Η ζωή του άντρα αποκτά νόημα μόνο αν, μέσω της παρουσίας του, μπορεί να σκλαβώνει τη ζωή της γυναίκας στο διηνεκές. Είναι πεπεισμένος πως η αξία και η προσωπικότητά του είναι αναπαλλοτρίωτες, αδυνατώντας να αποδεχθεί πως ο έρωτας δεν είναι ένα σύμφυρμα από νίκες κι από ήττες.
Ο Στέλιος, βεβαίως, είναι απολύτως φυσικός και ανεπανάληπτα πειστικός, όταν τραγουδά το «Υπάρχω», που μοιάζει να ανταποκρίνεται πλήρως στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του. Η δική μου γνώμη είναι πως ο Πυθαγόρας έκανε επί της ουσίας ένα κατά παραγγελία τραγούδι, έχοντας στο νου του τη σχέση του Στέλιου με την Μαρινέλλα. Εκείνη την εποχή ο Στέλιος δεν είχε ξεπεράσει ακόμη τον χωρισμό του με την μεγάλη τραγουδίστρια, παρότι είχαν μεσολαβήσει 8-9 χρόνια από το διαζύγιό τους –και υπήρχαν λόγοι γι’ αυτό–, κάτι που, σε κάθε περίπτωση, φαίνεται από συνεντεύξεις της εποχής.
Πάντως το τραγούδι δεν το άκουγες, τότε, έχοντας όλα αυτά κατά νου. Ήταν τόσο επιβλητική, τόσο ισοπεδωτική η ερμηνεία του Στέλιου, θέλω να πω, ώστε δεν σου άφηνε κανένα περιθώριο να σκεφθείς. Τον άκουγες αποσβολωμένος.
Στέλιος Καζαντζίδης - Υπάρχω
2.
Κάτω απ’ το πουκάμισό μου
Ένα έξοχο μπαγιόν του Νικολόπουλου, σε στίχους πάντα του Πυθαγόρα, είναι στη θέση 2. Το «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου» σαν τραγούδι είναι τρομερά ευφρόσυνο, παρότι τα λόγια του δεν είναι ανάλογα. Εδώ ο στιχουργός βάζει τον άντρα σε θέση απολογούμενου, εκλιπαρώντας τη γυναίκα να τον συγχωρέσει, για τις απιστίες του – να δείξει καλοσύνη (η γυναίκα). Της λέει ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξαναδώσει «παράνομα» φιλιά, και για ν’ αποδείξει ότι δεν ψεύδεται, ότι δεν υποκρίνεται, θέλει να υπογράψει όσα λέει με... αίμα απ’ την καρδιά του. Φοβερές καταστάσεις! Τα ακούμε και τα τραγουδάμε όλα αυτά, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι περνάνε από το μυαλό μας όλες οι λέξεις που λέει ο Στέλιος, ζυγισμένες στο βάρος που έχουν. Στη δεύτερη φωνή, στο ρεφρέν, είναι ο Γιώργος Νταλάρας.
Κάτω απο το πουκαμισό μου
3.
Ποια είσαι εσύ
Είναι το πρώτο τραγούδι σε δεύτερη εκτέλεση που υπάρχει στο δίσκο, αφού το ζεϊμπέκικο «Ποια είσαι συ», το είχε πει πρώτος, το 1972, ο Μπάμπης Τσετίνης σ’ ένα 45άρι της Minos. Εδώ έχουμε μια άλλη εκδοχή του ερωτικού πόνου. Είναι η γυναίκα, τώρα, εκείνη που παρακαλάει, για να την συγχωρέσει ο άντρας, ο οποίος, όμως, δείχνει ανένδοτος, αφού... «κάρβουνα σβησμένα / είναι τα περασμένα».
4.
Κράτα καρδιά
Ένα έξοχο τραγούδι με κοινωνικές αναφορές, σε ρυθμό 5/8, επηρεασμένο από τη δημοτική παράδοση, το «Κράτα καρδιά» είναι κομμένο και ραμμένο πάνω στο σκαρί του Στέλιου. Όχι μόνο το φωνητικό, αλλά και το ψυχολογικό. «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν εχάρηκα / και που δε γέλασα σ’ αυτή τη πλάση / όλοι με βλέπουνε για το συμφέρον τους / κι έφτασα να παρακαλώ το τέλος μου να φτάσει».
5.
Μετάνοιωσες
Το «Μετάνιωσες» (στον τίτλο χρησιμοποιώ τη γραφή που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του δίσκου) είναι μια λαϊκή μπαλάντα του Νικολόπουλου, που ερμηνεύει εντελώς πειστικά ο Στέλιος. Και αυτό το τραγούδι ανήκει στο κεφάλαιο «ερωτικές σχέσεις», με τη γυναίκα να υπόκειται σε σκληρή κριτική, εξαιτίας της συμπεριφοράς της. Πάνω στο μοτίβο «τα λάθη εδώ πληρώνονται» ο Πυθαγόρας ανακατεύει για μιαν ακόμη φορά την τράπουλα δίνοντας ένα τραγούδι, που δεν το θυμάμαι να ακούγεται τόσο πολύ στην εποχή του, παρότι είχε κυκλοφορήσει και σε 45άρι το 1974 (δηλαδή πριν από το LP). Ίσως γιατί είχε πέσει πάνω στο «Μίσος» του Άκη Πάνου.
6.
Κάψτε κάψτε την καρδιά μου
Ένα καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο, που θα ’βγαινε και σε 45άρι το 1976, με πίσω πλευρά το «Πέντε πάνω πέντε κάτω», το «Κάψτε κάψτε την καρδιά μου» είναι οπωσδήποτε ένα από τα τραγούδια του «Υπάρχω», που ακούστηκαν αρκετά σε δεύτερη φάση. Μετά, εννοώ, από τις τρεις-τέσσερις, πολύ μεγάλες επιτυχίες, που θα έβγαζε ο δίσκος. Εδώ πρωταγωνιστούν οι φίλοι του άντρα, που καλούνται, από τον ερωτικώς πάσχοντα, να αναλάβουν δράση και να τον λυτρώσουν, καίγοντας ό,τι έχει και δεν έχει. Αναμνήσεις, κάμαρες, καρδιές... τα πάντα.
Πάμε, όμως, και στη δεύτερη πλευρά...
Όψις 2α
1.
Οι αισθηματίες
Αθάνατο ζεϊμπέκικο, ένα από τα διαχρονικά, ένα από τα all time classics του Στέλιου, που εδώ έχει ξανά, στη δεύτερη φωνή, τον Νταλάρα. Και ο Νικολόπουλος φυσικά, αλλά και ο Πυθαγόρας θα βρίσκονταν σε μεγάλα κέφια, υπογράφοντας ένα τραγούδι που επενδύει, θεματολογικά, στην αντρική φιλία. Δύο... αισθηματίες άντρες (με αγνά αισθήματα προφανώς) δεν θα τύχαιναν και της καλύτερης μεταχείρισης από τα ταίρια τους. Παρά ταύτα, επειδή αγαπούν άδολα, καθώς είναι το μόνο που ξέρουν να κάνουν στη ζωή, είναι και πάλι έτοιμοι για να ξαναδοκιμάσουν – αν και την... κατάληξη την ξέρουν. Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης θα έκανε ολόκληρη ταινία, το 2014, πάνω στους «αισθηματίες».
Οι Αισθηματίες
2.
Πέντε πάνω πέντε κάτω
Να κι ένα ολοστρόγγυλο χασάπικο, που ακούστηκε πολύ στον καιρό του (βγήκε και σε δισκάκι το ’76, ως πίσω πλευρά στο «Κάψτε κάψτε την καρδιά μου»), το «Πέντε πάνω πέντε κάτω» είναι ένα ακόμη ερωτικού περιεχομένου άσμα, που κινείται σε πιο ήπιες διαδρομές, αφού το ζευγάρι, εδώ, καλείται να βρει σημεία επαφής, ώστε να μη διαλυθεί η σχέση του. Ο ευφυής Πυθαγόρας εκμεταλλεύεται μάλιστα ένα από τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, στις 14 Αυγούστου 1974, από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, λόγω των γεγονότων στην Κύπρο, βάζοντας τον Στέλιο να τραγουδά πως... «πέντε πάνω, πέντε κάτω / στο φινάλε θα τη βρούμε / η καρδιά δεν είναι ΝΑΤΟ / έτσι να αποχωρούμε»! Ρασουλικός στίχος, από τον μέγιστο Πυθαγόρα, πριν από τον Ρασούλη.
Πέντε πάνω πέντε κάτω
3.
Τι θέλεις από μένανε
Με διαφορά η κορυφαία ερμηνεία του δίσκου από την τεράστια φωνή του Στέλιου, που «μασάει», για πλάκα, χαμηλές, μεσαίες και πιο υψηλές περιοχές. Φωνή απίστευτα γεμάτη, δυνατή, καθαρή, ευλύγιστη, εκφραστική... τα πάντα. Φοβερό και το τραγούδι των Νικολόπουλου-Πυθαγόρα, με μελωδία επηρεασμένη από τον... ποταμό “Resala men taht el maa” (σύνθεση: Mohamed El-Mougi), που είχε ερμηνεύσει ο Αιγύπτιος Abdel Halim Hafez, κάποια χρόνια νωρίτερα. Έξοχη η ενορχήστρωση, με τα βιολιά σε πρώτο πλάνο (ο Νάκης Πετρίδης πρέπει να είχε βάλει, για τα καλά, εδώ το χέρι του) και μια ερμηνεία από άλλο πλανήτη.
4.
Έφυγες μ’ έναν άλλονε
Πρόκειται για το μοναδικό τραγούδι του δίσκου «Υπάρχω», που δεν υπογράφεται από το δίδυμο Νικολόπουλου-Πυθαγόρα. Λέμε για το ζεϊμπέκικο των Γιάννη Τατασόπουλου-Νίκου Ρούτσου, που είχαν πει, σε πρώτη εκτέλεση, ο Τατασόπουλος με την Καίτη Ραζή στα σεγόντα, το 1954. Το τραγούδι αυτό πρέπει να ήταν προσωπική επιλογή του Στέλιου, να το γούσταρε πολύ δηλαδή, να ταίριαζε με τις απόψεις του, θέλοντας έτσι να το αποτυπώσει με τη φωνή του στο «Υπάρχω». Εντάξει. Το ξεσκίζει το κομμάτι. Το λέει φοβερά εννοώ. Κοινωνικό τραγούδι κατά βάση, το «Έφυγες μ’ έναν άλλονε» θίγει το θέμα της εγκατάλειψης της συζυγικής στέγης. Εκείνη την εποχή, στο μέσο του ’50, επικρατούσε η άποψη πως η γυναίκα δεν έπρεπε να εγκαταλείπει τον άντρα της, για κάποιον άλλο, όταν υπήρχαν, ανάμεσα, μικρά παιδιά. Στο τραγούδι ο άντρας παρακαλάει τη γυναίκα του, που προφανώς είναι χειραφετημένη, να γυρίσει πίσω, όχι για τον ίδιο αλλά για τα παιδιά τους.
5.
Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά
Άλλο ένα τραγούδι που βγήκε πρώτα σε 45άρι το 1974 – πριν από το LP «Υπάρχω». Κι αυτό με το όχι καθημερινό μέτρο 5/8 είναι ένα τραγούδι αρκετά ιδιαίτερο και σίγουρα «Καλδαρα-ικής» επιρροής, το οποίο ο Στέλιος υποστηρίζει άψογα. Ο Πυθαγόρας πιάνει μία ακόμη περίπτωση ερωτικής αποτυχίας – όταν και τα δύο μέλη του ζευγαριού είναι συνυπεύθυνα για την κακή τροπή του έρωτά τους. «Βάλαμε και οι δυο / μεταξύ μας τον εγωισμό / είπα εγώ είπες συ / το κακό δυστυχώς δεν αργεί / Ούτε η μοίρα μας τα φταίει / ούτε ο κόσμος μας μισεί / φταίμε μόνο τελικά εγώ κι εσύ».
6.
Άργησα να σε γνωρίσω
Ένα τραγούδι για το κλείσιμο του «Υπάρχω», που ταιριάζει με το προηγούμενο, και που θα συνιστούσε ιδανική «αλλαγή» σ’ ένα λαϊκό πάρτυ. Μπορεί να μην είναι πολυακουσμένο, αλλά είναι πολύ καλό. Εν ολίγοις ο Νικολόπουλος θα έκανε και πάλι το θαύμα του. Ο Πυθαγόρας, εδώ, ασχολείται με μία ακόμη περίπτωση του μεγάλου songbook του έρωτα. Κάποιος αγαπά μια παντρεμένη, γνωρίζοντας πως δεν μπορεί πλέον να τη διεκδικήσει, δεχόμενος μοιρολατρικά σχεδόν τη νέα παγιωμένη κατάσταση.
Οι ενορχηστρώσεις, τα παρατράγουδα στο εξώφυλλο κ.λπ.
Το «Υπάρχω» σαν LP οφείλει πολλά στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών του. Σίγουρα ο Νικολόπουλος είχε αποφασιστικό ρόλο εδώ, αλλά και οι παρεμβάσεις του εξίσου σημαντικού Νάκη Πετρίδη δεν πρέπει να ήταν λίγες. Ιδίως στα... αραβουργήματα των βιολιών. Και φυσικά μια πλειάδα πρώτης τάξεως οργανοπαικτών θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στην ολοκλήρωση του ήχου. Να κάποια από τα ονόματα: Χρήστος Νικολόπουλος, Μάκης Μαυρόπουλος μπουζούκια, Πάνος Ιατρού μπαγλαμάς, Τάκης Σούκας σαντούρι, Γιώργος Κόρος, Κώστας Καβάκος, Δημήτρης Βράσκος, Σπύρος Στεργίου βιολιά, Μάνθος Χαλκιάς κλαρίνο, Μάριος Κώστογλου, Μπάμπης Μαλλίδης κιθάρες, Χάρης Καλέας πιάνο, Διονύσης Πανταζής μπάσο, Μέμος Κυριαζής ντραμς.
Στον δίσκο κυριαρχεί η φωτογραφία του Στέλιου μπροστά, τραβηγμένη από τον Αλέξη Σοφιανόπουλο, ενώ στο άνοιγμα του gatefold cover εμφανίζεται μια άλλη τεράστια φωτογραφία του Στέλιου, ο οποίος στέκεται μπροστά από το τζάκι του, που δεν την θεωρώ και πολύ επιτυχημένη (θυμίζει θαλπωρή της «παλιάς Αθήνας»). Στο κάτω μέρος τής φωτογραφίας υπάρχει κι ένα κείμενο του Πυθαγόρα για τον Στέλιο, που είναι «μια χαρά», αλλά έχει διάφορα λάθη. Που σημαίνει ότι αντιγράφτηκε λάθος και πως δεν υπήρξε κάποιος που να το δει και να τα διορθώσει. Παραβλέπω το «Χατζηδάκι» (το «ήτα» εννοώ), επειδή αυτό το κάνουν λάθος και σήμερα πολλοί και πολλές, και μένω στο «Καταντζίδης» (απαράδεκτο), στο «πολύ φτώχεια» (αντί για «πολλή») κ.λπ. Το κείμενο αυτό του Πυθαγόρα το αντιγράφω, τώρα, διορθωμένο και με τη σημερινή ορθογραφία:
«Ένα σούρουπο του 1966 –αν θυμάμαι καλά– συνάντησα στην οδό Πειραιώς τον ακριβό άνθρωπο και διάσημο συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Με αφορμή μια προσωπική ιστορία του Καζαντζίδη, ο Μάνος μου είπε με τη γνωστή ηρεμία και σιγουριά που χαρακτηρίζουν το λόγο του: “... Για να γεννηθεί ένας καινούριος Καζαντζίδης θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες...”. Τυχερή λοιπόν η γενιά μας, που έζησε στην εποχή του μεγάλου του λαϊκού τραγουδιού, που χάρηκε το φαινόμενο Στέλιος Καζαντζίδης!! Ο Καζαντζίδης γεννήθηκε σε μια γειτονιά της Αθήνας με λίγο ήλιο και πολλά βάσανα, με πολλή φτώχια και μεγάλα προβλήματα, με παράγκες και σκληρό αγώνα για το ψωμί. Μια γειτονιά που έσερνε πίσω της το παράπονο και την καταδίκη του ξεριζωμού. Οι γονείς του –πρόσφυγες κι αυτοί– απ’ τον μαρτυρικό Πόντο, νανούρισαν τον Στέλιο με το εφιαλτικό παραμύθι της Καταστροφής. Αυτές είναι οι καταβολές του Στέλιου Καζαντζίδη κι αργότερα –μικρό παιδί– ο αγώνας τού ορφανού για επιβίωση. Ο Καζαντζίδης όμως είχε τη σφραγίδα του Θεού: μια φωνή έντονη, σαν το δράμα του λαού που τον γέννησε, σταθερή σαν την απόφαση των ξεριζωμένων για ζωή, πολυκύμαντη σαν την ιστορία της φυλής μας και τραγική σαν τη μοίρα της φτωχολογιάς, που τον υιοθέτησε για να την εκφράσει. Και ο λαϊκός αυτός βάρδος στάθηκε άξιος. Δεν ξέχασε την καταγωγή του, ούτε πρόδωσε την αποστολή του. Με τα βιώματα της Νέας Ιωνίας και τις εμπειρίες του συγκλόνισε την εποχή μας, έγινε σχολή. Κατάσταση και καμάρι αυτού του λαού, που τον αποκαλεί με περηφάνια ο Στέλιος μας, ο Στελάρας, ο φίλος, ο καρντάσης, ο δικός μας. Και είναι δικός μας, γιατί τραγουδάει τα βάσανά μας, την απογοήτευση, την αδικία, την ελπίδα, την προσδοκία. Κι ο δίσκος αυτός δεν είναι παρά ένας δίσκος αλήθειας και ειλικρίνειας, μέσα στη σύγχυση και τα περίεργα ρεύματα του καιρού μας. Ένας δίσκος που ξεκινάει απ’ την καρδιά του Στέλιου και βρίσκει την καρδιά σας που τον αγάπησε...».
Στο back cover του δίσκου επίσης έχουμε θέματα, που με οδηγούν να πω πως όλα έγιναν βιαστικά και κάπως σαν... αγγαρεία. Γιατί άραγε; Για να προλάβει ο δίσκος την καταναλωτική περίοδο των Χριστουγέννων του ’75 (σε Ελλάδα, Δυτική Γερμανία, Βέλγιο, Αμερική, Αυστραλία κ.ά.); Πιθανώς να ήταν αυτό. Τέλος πάντων δεν δικαιολογείται στο εξώφυλλο του δίσκου να μην υπάρχουν κάπου, όχι τα ονόματα των μουσικών, γιατί αυτά δεν υπάρχουν σε καμία βινυλιακή έκδοση (κακώς φυσικά), αλλά ούτε των συνθετών-στιχουργών!
Κι έτσι, στην πρώτη έκδοση, βλέπεις το τραγικό να υπάρχουν credits (και σωστά) κάτω από το «Έφυγες μ’ έναν άλλονε» (Ιωάν. Τατασόπουλος-Ν. Ρούτσος) και να μην υπάρχουν πουθενά τα ονόματα των Χρήστου Νικολόπουλου και Πυθαγόρα! Σε μια δεύτερη έκδοση τα ονόματα θα έμπαιναν, τυπωμένα σ’ ένα κολλημένο χαρτάκι, που, όταν η κόλλα ξεραινόταν, ξεκολλούσε και χανόταν (το χαρτάκι), έπειτα, σε μια τρίτη έκδοση, τα ονόματα θα τυπώνονταν, στη θέση που ήταν το κολλημένο χαρτί, σε μια σειρά με γράμματα μικρού μεγέθους, ενώ σε μία τέταρτη έκδοση τα ονόματα θα έμπαιναν με πιο μεγάλα γράμματα, τυπωμένα κανονικά, και σε δύο σειρές (από πάνω: Συνθέσεις: Στ. Καζαντζίδη – Χρ. Νικολόπουλου, και από κάτω: Στίχοι: Πυθαγόρα), που ήταν και η πρέπουσα τελική προσπάθεια.
Στο πρώτο back cover, πέρα από το όνομα του Νταλάρα (στις β φωνές), του φωτογράφου και μιας μικρής φωτογραφίας του Καζαντζίδη με τον Νικολόπουλο (χωρίς λεζάντα) δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Σε επόμενες εκδόσεις θα έμπαιναν και τα ονόματα του παραγωγού (Αχιλλέας Θεοφίλου), του ηχολήπτη και του βοηθού του (Τάκης Φιλιππίδης, Γιάννης Παπαϊωάννου) και της μακετίστριας (Λίκα Φλώρου).
Φυσικά, όταν έσκασε το «Υπάρχω» στα δισκάδικα έγινε χαμός. Δίσκοι 33 και 45 στροφών, απλές κασέτες, χοντροκασέτες των 8 track, μα και ταινίες για μπομπινόφωνα θα πλημμύριζαν την αγορά, ενώ φορτηγά, τραίνα, καράβια και αεροπλάνα πρέπει να κουβαλούσαν το υλικό σε κάθε χώρα του κόσμου, όπου υπήρχαν Έλληνες (αν και στην Αμερική τον δίσκο θα τον τύπωνε ο γνωστός Peters International). Από κοντά και οι κασετοπειρατές, φυσικά, που θα έκαναν επίσης «χρυσές δουλειές». Τα κρατικά μίντια έπαιζαν τον δίσκο, κατ’ αρχάς στις ραδιοφωνικές διαφημιστικές εκπομπές της Minos, αλλά εκεί όπου τον άκουγες συνεχώς ήταν στους πειρατικούς ραδιοσταθμούς, ενώ και η (κρατική) τηλεόραση δεν θα μπορούσε να αδιαφορήσει.
Η εκπομπή της ΕΡΤ, για τον Στέλιο και το «Υπάρχω»
Έτσι η ΕΡΤ, στο πλαίσιο της εκπομπής της «Λαϊκό Τραγούδι», την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 1976, λίγο πριν από τις 23:30 το βράδυ (αργά, πάντως, για τέτοιου είδους πρόγραμμα, εκείνη την εποχή), παρουσιάζει το επεισόδιο «Ο Καζαντζίδης τραγουδάει για σας... και μιλάει για τον Στέλιο...», με επιμέλεια παραγωγής από τον Γιώργο Στεργίου και τηλεοπτική διεύθυνση από τον Ηλία Μασούρα. Στην εκπομπή μιλούσε ο Στέλιος, για το σπίτι του στον Άγιο Κωνσταντίνο, για τη θάλασσα, τους ψαράδες, τη μητέρα του, τη Θεσσαλονίκη... Επίσης μιλούσε ο Νταλάρας, ενώ εμφανίζονταν και ο Πυθαγόρας με τον Νικολόπουλο. Τα τραγούδια ήταν βεβαίως επιλεγμένα μέσα από το LP «Υπάρχω» και ακούγονταν σαν-ζωντανά από την ορχήστρα (με Σούκα, Κόρο κ.ά.) και με ήχο playback. Πιο συγκεκριμένα λέμε για τα: «Υπάρχω», «Οι αισθηματίες», «Κάτω απ’ το πουκάμισό μου», «Τι θέλεις από μένανε», «Κράτα καρδιά», «Ποια είσαι εσύ» και «Πέντε πάνω πέντε κάτω» (τα βίντεο που έχω ενθέσει στο κείμενο είναι όλα από τη συγκεκριμένη εκπομπή). Το πρόγραμμα άνοιγε κι έκλεινε, όμως, μ’ ένα καινούριο για τότε τραγούδι, το «Νέα Ιωνία», το οποίο ο Στέλιος θα το ηχογραφούσε επίσημα πολλά χρόνια αργότερα, στο άλμπουμ του «Βραδιάζει...» [MBI] το 1992.
Ο μύθος λέει πως όταν προβλήθηκε η εκπομπή, έξω, στους δρόμους, δεν κυκλοφορούσε κουνούπι... Ταξί δεν εύρισκες ούτε με σφαίρες, ενώ και όσοι δούλευαν νύχτα είχαν κανονίσει από μέρες, ώστε να έχουν ρεπό εκείνη την Πέμπτη. Η χώρα, για σαράντα λεπτά, μπορεί να ήταν αφύλαχτη, μπορεί να είχε παραλύσει, αλλά ελάχιστες φορές στο μέλλον θα ήταν, ξανά, τόσο ασφαλής και συνάμα τόσο εκστασιασμένη.
Για το τέλος έχω φυλάξει τη σοκαριστική ερμηνεία του Στέλιου στο «Τι θέλεις από μένανε»...
Στέλιος Καζαντζίδης, Τι θέλεις από μένανε