ΤΥΠΩΜΕΝΑ ΣΕ ΒΙΝΥΛΙΟ ή CD και πάντα διαθέσιμα στις ψηφιακές πλατφόρμες, στο bandcamp κ.λπ., τα παρακάτω άλμπουμ αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα των ήχων, που απασχολούν, σήμερα, έλληνες καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Πρόκειται για πολύ καλές δουλειές, που προέρχονται από νεότερα και παλαιότερα ονόματα, και οι οποίες φιλοδοξούν να περιγράψουν τις περισσότερες από τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής μας, δίχως να φλερτάρουν, αναγκαστικά, με την ποπ.
KOLIDA BABO
Spirits of Mauronoros
[Veego Records, 2024]
Kolida Babo είναι βασικά δύο οργανοπαίκτες, ο HarrisP σύνθια, ντουντούκ, ηλεκτρονικά, farfisa και ο Sokratis Votskos μπάσο & σοπράνο κλαρίνα, ντουντούκ, σοπράνο & βαρύτονο σαξόφωνα, σύνθια, καβάλ, κανόνας. Στο πρόσφατο άλμπουμ τους, που αποκαλείται “Spirits of Mauronoros”, είναι τα δύο βασικά πρόσωπα, που κάνουν σχεδόν τα πάντα – με τους Γιώργο Κλουντζό-Χρυσίδη ντραμς, κρουστά και Θανάση Καφετζή γκάιντα να βοηθούν σε κάποια tracks.
Για τον Βότσκο είχα γράψει τον προηγούμενο Οκτώβριο, εδώ στο LiFO.gr, όταν αναφέρθηκα στο LP “Pajko, fire in the forest on the mountain” [Fair Weather Friends Records, 2024] του Sokratis Votskos Quartet. Το λέω, επειδή κι εκεί η παράδοση, δηλαδή οι παραδόσεις είχαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στα καθέκαστα. Έτσι κι εδώ οι ήχοι του κόσμου, θα έλεγα οι ήχοι των ορεινών όγκων των ευρύτερων βορείων και ανατολικών περιοχών, που είτε μας ανήκουν είτε μας περιβάλλουν, αποτελούν το βασικό μενού των συνθέσεων των Kolida Babo, οι οποίες είναι ηχογραφημένες στο διάστημα 2019-2021. (Κόλιντα μπάμπω, που είναι σλάβικη φράση, είναι ένα μακεδονίτικο έθιμο της περιόδου των γιορτών των Χριστουγέννων, ας το πούμε και παγανιστικό, με φωτιές κ.λπ. και βεβαίως βάβω ή μπάμπω είναι η γιαγιά, η γριά. Υπάρχει κι ένα φοβερό ουγγρικό συγκρότημα του ethnic-prog-folk, με την ονομασία Kolinda, από τη δεκαετία του ’70).
Τα κομμάτια των Kolida Babo στηρίζονται, το επαναλαμβάνω, σε παραδοσιακές φόρμες και ηχούν έντονα. Θέλω να πω πως το θέμα της spiritual jazz, που αναφέρεται γενικώς, είναι προς συζήτηση, υπό την έννοια πως το κλίμα στο “Spirits of Mauronoros” είναι κατά το μάλλον ή ήττον εξωστρεφές.
Όπως ήδη αντιλαμβάνεστε, από τη line-up του σχήματος, εδώ πρωταγωνιστούν τα πνευστά. Είναι αυτά που καθορίζουν τις μελωδικές γραμμές, τα σόλι και τις συνομιλίες, με τα πλήκτρα και τα ηλεκτρονικά να έχουν υποβοηθητικό ρόλο, δημιουργώντας ατμόσφαιρες, κρατώντας ίσο κτλ., ενώ τα κρουστά και η γκάιντα, όπου εμφανίζονται, έχουν ρόλο μπροστινό στα ηχητικά δρώμενα.
Τα κομμάτια των Kolida Babo στηρίζονται, το επαναλαμβάνω, σε παραδοσιακές φόρμες και ηχούν έντονα. Θέλω να πω πως το θέμα της spiritual jazz, που αναφέρεται γενικώς, είναι προς συζήτηση, υπό την έννοια πως το κλίμα στο “Spirits of Mauronoros” είναι κατά το μάλλον ή ήττον εξωστρεφές. Δεν προσφέρεται δηλαδή για meditation και περίσκεψη. Έτσι, εγώ θα πρότεινα έναν πιο «πεζό» χαρακτηρισμό για τις μουσικές του ντουέτου, εκείνον της ethnic-jazz, με αναφορές ηπειρώτικες, βαλκανικές βεβαίως, που μπορεί να φθάνουν, προς τα ανατολικά, έως και στην Αρμενία. Σίγουρα οι συνθέσεις είναι εύπλαστες, υπό την έννοια πως ένα κάποιο αυτοσχεδιαστικό στοιχείο είναι εμφανές – παρότι οι μελωδίες, κάθε φορά, είναι σαφείς και συγκεκριμένες.
Δύσκολα θα εντοπίσεις κομμάτι, που να ξεχωρίζει εδώ, που να ηχεί πιο εντυπωσιακά από το διπλανό του θέλω να πω (αν και η δεύτερη πλευρά αυξάνει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον), κάτι που δείχνει πως οι Kolida Babo έφτιαξαν έναν δίσκο, που να μπορεί να ακούγεται σερί, δίχως εύκολα highlights. Έτσι, χωρίς να επιδιώκουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του ακροατή με κάτι εντυπωσιακό, οι HarrisP και Sokratis Votskos κινούνται πάντα προσανατολισμένοι προς τον τελικό στόχο τους – που είναι ποιος; Η δημιουργία μιας συνολικής καταγραφής, που να φέρνει την παράδοση σε επικοινωνία τόσο με τη σημερινή ανάγκη για δυναμική έκφραση, όσο και με την τεχνολογία.
Το αποτέλεσμα, το ξαναλέω, στην δεύτερη ιδίως πλευρά, είναι πολύ υψηλού επιπέδου.
Pangea's Journey
Επαφή: https://veegorecords.com/product/kolida-babo-spirits-of-mauronoros/
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΑΝΤΕΣ
Οι Παιδικές Συνήθειες του Πατέρα μου
[Με / τέσσερα, B-otherSide Records, 2024]
Ο Σταύρος Τσαντές είναι ένας νέος τραγουδοποιός, που εμφανίζεται τώρα μ’ έναν μεγάλο δίσκο, που αποκαλείται «Οι Παιδικές Συνήθειες του Πατέρα μου». Το πρώτο κομμάτι, που έχει τίτλο «Οι παιδικές συνήθειες του πατέρα μου 1971» είναι το πιο παράξενο απ’ όλα. Από ερασιτεχνική ηχογράφηση ακούμε τον Δήμο Τσαντέ (πατέρας, προφανώς, του Σταύρου Τσαντέ), ως πιτσιρίκο, το 1971, να λέει ένα τραγούδι α καπέλα. Το τραγούδι έχει ύφος ελαφρολαϊκό και μοιάζει σαν εκείνα που έλεγε ο Τόλης Βοσκόπουλος την ίδια εποχή. Εγώ θα πω... μακάρι να έγραφε τέτοια τραγούδια σήμερα και ο γιος Τσαντές, αν και αυτά που καταγράφονται και ακούμε σε όλο τον υπόλοιπο δίσκο δεν στερούνται ενδιαφέροντος.
Τα τραγούδια του Σ. Τσαντέ φέρνουν στη μνήμη τον ιδιόμορφο κανταδόρο ρεμπέτη Γιώργο Κατσαρό, μα και διαφόρους άλλους, από λίγο έως περισσότερο, επιγόνους του, σαν τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τις Μικρές Περιπλανήσεις κ.λπ. Υπάρχει λοιπόν το κανταδόρικο στοιχείο σχεδόν σε κάθε σύνθεση του Τσαντέ (αν και οι επιρροές μπορεί να είναι ευρύτερες, φθάνοντας έως και το δημοτικό τραγούδι, το κλασικό λαϊκό κ.λπ.). Το όλον αμπαλάζ (συνθέσεις, στίχοι, ενορχηστρώσεις, ερμηνείες) είναι, οπωσδήποτε, ηθελημένα παλιομοδίτικο, αλλά αυτό δεν γίνεται άτεχνα και με το ζόρι. Κάτι που διαφαίνεται, πέρα από τις μελωδίες του Τσαντέ, και στα λόγια των τραγουδιών, που είναι απλά, περιποιημένα και ταυτοχρόνως εύστροφα, χωρίς να είναι δήθεν ή εξυπνακίστικα.
Ένα τέτοιο ωραίο τραγούδι, από την πρώτη πλευρά του δίσκου, είναι η «Θάλασσα», εκεί όπου ακούγονται οι Στέφανος Μουρούτσος κιθάρα, Διονύσης Μακρής κοντραμπάσο, Εύρος Βοσκαρίδης βιολί, Γιάννης Κονταράτος βιολί, Τάσος Μισυρλής τσέλο, Κατερίνα Τζιβίλογλου φωνητικά και Σταύρος Τσαντές μπουζούκι, φωνή. Να και λίγοι στίχοι: «Θάλασσα δε μ’ αγαπάς / τίποτα δε μου ζητάς / δεν έχεις χρώμα / ήσουνα και θα ’σαι κει / σα μια χαίνουσα πληγή / στης γης το σώμα(...) Όσοι γλάροι πάνω σου πετούν / βουτάνε ψάρια για να βρουν / ή τάχα ελπίζουνε να πνίξουν κάποιο πόνο; / Άραγε τα ψάρια κολυμπούν / κάτι βαθύτερο να βρουν / ή μόνο υδρογόνο δύο κι οξυγόνο;».
Όμως ενδιαφέρον σαν κομμάτια, συνολικώς, έχουν και τα «Νοικοκυρές», «Μαθήματα δεοντολογίας σε γιατρούς, μουσικούς και καψερούς» και «Σβήστε με απ’ το facebook», τα οποία φανερώνουν, και με το παραπάνω, αυτή τη λαϊκή παιγνιώδη και θυμόσοφη διάθεση, που διακατέχει τον Τσαντέ σαν τραγουδοποιό απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ αυτόν τον ευχάριστο, οπωσδήποτε, δίσκο.
Επαφή: https://stavrostsantes.bandcamp.com/album/-
BIPOLIA
There, I Said It
[Veego Records, 2024]
Η Bipolia είναι μια νέα ελληνίδα τραγουδοποιός, που τώρα εμφανίζεται στην επίσημη δισκογραφία – με το ντεμπούτο άλμπουμ της να αποκαλείται “There, I Said It”. Το άλμπουμ περιέχει εννέα tracks, με πέντε και τέσσερα ανά πλευρά, γραμμένα όλα από την ίδια. Και εννοώ μ’ αυτό πως η Bipolia συνθέτει, γράφει στίχους, τραγουδά και παίζει όλα τα όργανα μόνη της (μόνο σ’ ένα κομμάτι υπάρχει μια guest ντράμερ), προσαρμοσμένα σ’ ένα εμφανώς lo-fi και «σπιτικό» σκηνικό.
Τα τραγούδια της Bipolia, που θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις γενικά rock, ή indie, ή pop-rock, με πιο εμφανείς επιρροές στα συγκροτήματα των 00s (δίχως να απουσιάζουν οι 80s ή και οι 60s ακόμη αναφορές), είναι αρκετά καλά. Θέλω να πω πως η Bipolia δεν είναι τυχαία, και το γεγονός πως ασχολείται μόνη της με όλο το «πακέτο» τής δίνει κι άλλα credits.
Το βασικό προσόν της τραγουδοποιίας της είναι πως τα κομμάτια της δεν μοιάζουν το ένα με το άλλο, και πως κάθε ένα εξ αυτών έχει κάτι που το ξεχωρίζει από το προηγούμενο και το επόμενό του. Θέλεις οι σεμνές μελωδίες της, που κυλάνε πίσω, θέλεις το παίξιμό της στην κιθάρα, θέλεις τα γεμίσματα από τα πλήκτρα, θέλεις οι ερμηνείες της, που πιάνουν μια γκάμα από κανονικό τραγούδι έως ελαφρύ ραπάρισμα / spoken word, τέλος πάντων κάθε φορά είναι κάτι, που κάνει το εκάστοτε τραγούδι της ξεχωριστό.
Αυτή η ποικιλία στα μουσικά χαρακτηριστικά φαίνεται πως δεν πηγαίνει παράλληλα με τη στιχουργική της, που είναι κάπως... εξοντωτική και αυτοαναφορική. Σίγουρα στο κέντρο αυτής της στιχουργικής βρίσκεται ο εαυτός της, και μάλιστα μ’ έναν τρόπο ερμητικό, αλλά αυτό δεν είναι σώνει και καλά ενοχλητικό. Το λέω γιατί το σύνολο είναι εκείνο που μετράει, κάθε φορά, κάνοντας τραγούδια σαν το “The floor”, το “Elvis” (που έχει μια αύρα country-rock γύρω του) ή το “Destroy my life” (όλα στην πρώτη πλευρά) να τ’ ακούς και να τα ξανακούς.
Όμως και στην Side B υπάρχουν κομμάτια που ξεχωρίζουν, έχοντας πάντα αρχή, μέση και τέλος και μια προσωπική ιστορία να διηγηθούν, όπως είναι το “Phantasmal union” ή το έσχατο “The man that lives inside me” – tracks, που δείχνουν την προσωπικότητα της Bipolia.
Ένα αρκετά υποσχόμενο ντεμπούτο λοιπόν, από μια τραγουδοποιό που ξέρει να ροκάρει, και που αξίζει να συνεχίσει να το κάνει.
BIPOLIA - The Floor (Official Video Clip)
Επαφή: https://veegorecords.com/product/bipolia-there-i-said-it/
SKRAUT
Unearthed
[Underflow Record Store & Art Gallery, 2024]
Ένα ελληνικό label, που, τα τελευταία έξι χρόνια, έχει συνδεθεί με τον πειραματισμό και το avant πνεύμα είναι οπωσδήποτε και το Underflow (Record Store & Art Gallery), με το πιο νέο πόνημά του να αφορά το LP των Skraut, που έχει τίτλο “Unearthed”.
Οι Skraut είναι μία καινούρια ομάδα, που αποτελείται από γνωστούς μουσικούς, δηλαδή τους Χάρη Λαμπράκη (Harris Lambrakis) νέι, Γιώργο Βαρουτά (Giorgos Varoutas) live sound processing και Σίμο Ρηνιώτη (Simos Riniotis) ντραμς, αντικείμενα, οι οποίοι συνεργάζονται σε πραγματικό χρόνο, προκειμένου να ετοιμάσουν το υλικό του “Unearthed”. Πού αποτελείται από τι; Από επτά tracks (τρία και τέσσερα ανά βινυλιακή πλευρά), ηχογραφημένα στο Tadoma Studio, με μείξη από τον Alex Bolpasis και με mastering από τον Taylor Deupree.
Να μην πούμε τι σημαίνει για την παραδοσιακότητα, αλλά και για τις πιο προχωρημένες φόρμες το όνομα του Χάρη Λαμπράκη (προσωπική δισκογραφία, συνεργασίες με Μιχάλη Σιγανίδη, Σαβίνα Γιαννάτου, Ross Daly, Ψαραντώνη και δεκάδες άλλους), όταν τον Γιώργο Βαρουτά τον ξέρουμε από τους Vault of Blossomed Ropes ή από διάφορα projects της Underflow και τον Σίμο Ρηνιώτη από τους Coal κ.λπ. Λέμε για τρεις μουσικούς, λοιπόν, που παίζουν σε ποικίλα ταμπλώ, έτοιμοι κάθε φορά να προσφέρουν το διαφορετικό ή το κάτι παραπάνω.
Έτσι συμβαίνει και με το “Unearthed”, ένα ακόμη «δύσκολο» άλμπουμ για νέι, ηλεκτρονικά και κρουστά (χονδρικώς), που εξελίσσεται στο δικό του χώρο και χρόνο, επενδύοντας σ’ αυτό τον απαιτητικό συνδυασμό παράδοσης και πρωτοπορίας. Παρά ταύτα μουσικοί με τις πορείες του Λαμπράκη και του Βαρουτά (και του νεότερου Ρηνιώτη) έχουν τον τρόπο να εντοπίζουν τις τομές, τις κοινές διαδρομές και πάνω εκεί να ανοίγουν τα νέα μονοπάτια.
Αυτό που κάνει εντύπωση εδώ είναι, βεβαίως, η επικοινωνία του νέι, με τα ηλεκτρονικά και τα κρουστά. Ένας ήχος, που έχει εντός του αυτό το μοναδικό ηχόχρωμα του αέρα που «σφυρίζει» και ο οποίος απλώνεται πάνω από ένα ηπίως θορυβώδες κοντίνουο που υφαίνουν τα ηλεκτρονικά και που χαράζουν, εγκάρσια, τα γεμίσματα από τα ντραμς (άκου ας πούμε το συναρπαστικό “Aegri somnia”, που κλείνει την Side A, όπως και το “Febris exoticus”, δεύτερο από την δεύτερη πλευρά).
Υπάρχουν, βεβαίως, και tracks, εδώ, που είναι άλλης λογικής, πιο αργά και λιγότερο καταιγιστικά, τα οποία άλλοτε δημιουργούν μια σειρά από αρχέγονες-βουκολικές «εικόνες», όπως συμβαίνει με τα υποβλητικά Β4-Β5 “Return” και “Home”, ενώ άλλοτε ανακαλούν κάτι από τις λογικές του «τετάρτου κόσμου» (με περισσότερη ηλεκτρονική διαχείριση), όπως συμβαίνει με το Α2 “Dendera light”. Φυσικά, μέσα σ’ αυτή την... βραδύτητα ξεχωριστή θέση κατέχει το περισσότερο τελετουργικό “Martyschka”, που ανοίγει την δεύτερη πλευρά.
Γενικώς, θα έγραφα για ένα περιπετειώδες άλμπουμ, με έντονο αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, που κερδίζει πολύ από την βινυλιακή κοπή και την συνακόλουθη εγγραφή και παραγωγή του.
Επαφή: https://underflowrecords.bandcamp.com/album/unearthed
LES SKARTOI ROCKSTEADY ORCHESTRA
One Drop of Ska
[Salt City Ska Records, 2024]
Πρόκειται για το τρίτο άλμπουμ των Les Skartoi (μετά από εκείνα του 2009 και του 2019), που αποκαλείται “One Drop of Ska” και που ολοκληρώνει μια πρώτη τριάδα κυκλοφοριών για την reggae μπάντα από το Αίγιο(;).
Κατ’ αρχάς να πω ποιοι αποτελούν σήμερα την Skartoi Rocksteady Orchestra, γιατί μέσα στα χρόνια έχουν συμβεί διάφορες αλλαγές στη σύνθεση του σχήματος. Στο τραγούδι λοιπόν είναι η Αναστασία Βελισσαρίου, με τους Ιάσονα Βακρινό τρομπέτα, Έκτωρ Μερκούρη τρομπόνι, Σπύρο Ιατρόπουλο σαξόφωνα, Στέλιο Γαβριηλίδη ντραμς, Νίκο Χριστοδουλόπουλο κιθάρες, φωνή, Αλέξη Μαχαίρα μπάσο, φωνή και Γιάννη Τζόβολο πλήκτρα να συμπληρώνουν τη line-up. Με άλλα λόγια λέμε για μια οκτάδα, συν τρεις ακόμη guests, σε κρουστά, φυσαρμόνικα και τενόρο σαξόφωνο, που δημιουργούν αυτόν τον ωραίο και πάνω απ’ όλα «γεμάτο» ήχο των Σκάρτων.
Γιατί από ’κει θα πρέπει να ξεκινήσουμε, από τον ήχο, και άρα από την ηχογράφηση και την παραγωγή του Σάκη Μπάστα, που συνέβη στο Noise Box Studio της Πάτρας – και το λέω τούτο, επειδή το reggae feeling είναι ακέραιο εδώ, έτσι όπως το απολαμβάνεις και στις πιο σύγχρονες, αλλά old school, reggae εγγραφές.
Εντάξει... και το υλικό των Σκάρτων είναι «μια χαρά», παρότι αυτό περιδιαβαίνει πολλά και ποικίλα είδη, όχι μόνον εντός του «σώματος» της reggae, αλλά και γύρω απ’ αυτήν – όπως είναι μια ευρύτερη μαύρη μουσική, που μπορεί να ξεκινά από το afro-latin και τη soul και να φθάνει μέχρι το r&b και το jazz groovy organ feeling. Όλα αυτά ωραία ενσωματωμένα και ανακατωμένα στη διαδρομή, ώστε να μεταφέρεται με ρέγουλο και «σωστά» όλη αυτή η πολυσημία του γκρουπ.
Ακόμη και οι εξωμουσικές αναφορές (ο Bela Lugosi π.χ.) είναι γόνιμα ενσωματωμένες στο “One Drop of Ska”, δίνοντάς του κι άλλα credits. Πολύ καλή και η φωνή της Βελισσαρίου, συμβάλλει και αυτή στη γενικότερη απόλαυση – με κομμάτια σαν τα “Round”, “Stand your ground” και “In the city”, να παίζουν στο repeat, δίχως να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα.
Επαφή: https://www.facebook.com/lesskartoi/?locale=el_GR
DALOT
A sequence of new tones
[USA. n5MD, 2024]
Πρόκειται για το δεύτερο άλμπουμ της Dalot (Μαρία Παπαδομανωλάκη), που κυκλοφόρησε μέσα στο 2024 (το προηγούμενο ήταν το “Aquarium”). Εδώ, η Dalot δημιουργεί μουσικές με παιδικές αναφορές, αν κρίνω από το εξώφυλλο του CD της ή και από τους τίτλους ορισμένων κομματιών – παρότι το “A sequence of new tones” δεν είναι ένα τυπικό παιδικό άλμπουμ.
Κατ’ αρχάς το νέο άλμπουμ είναι ένα ορχηστρικό, electronic έργο, αποτελούμενο από έξι tracks, το οποίο εμφανίζει ακόμη και progressive rock επιρροές (όπως ακούμε ήδη από το πρώτο κομμάτι, το 8λεπτο “A warm embrace”). Σταδιακά, όμως, ξεδιπλώνονται και άλλα χαρακτηριστικά, γνώριμα, εν πολλοίς, σε όσους παρακολουθούν τη δισκογραφία της συνθέτριας, που έχουν να κάνουν με πιο αφηρημένες καταστάσεις, εκμεταλλευόμενες και field recordings, και δημιουργώντας ένα περισσότερο υπαινικτικό, spacey περιβάλλον, με στοιχεία techno ενίοτε και άλλα διάφορα (άκου φερ’ ειπείν, το “Taking a life for a walk”).
Βασικά οι επιτόπιες ηχογραφήσεις λειτουργούν άλλοτε σαν εισαγωγές, ενώ κάποιες άλλες φορές λειτουργούν σαν τον έναυσμα και το υπόστρωμα, μέσα από το οποίο ξεπηδούν και πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι πιο μελωδικές ροές (που επιβάλλονται μέσα από ακανόνιστους συνδυασμούς πλήκτρων και κιθαρών ή ήχους κιθαρών). Τούτο οδηγεί σε αληθινά συναρπαστικά tracks, σαν το “Bonding over tinglings”, για παράδειγμα.
Πάνω-κάτω αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν και τα επόμενα τρία κομμάτια του CD (δηλαδή τα “A name, a phoenix”, “The end of time as we know it” και “A pain worthwhile”), που κινούνται άλλοτε προς πιο αναμενόμενες και άλλοτε προς πιο πειραματικές κατευθύνσεις.
Επαφή: https://dalot.bandcamp.com/album/a-sequence-of-new-tones
BUZZ’ AYAZ
Buzz’ Ayaz
[GER. Glitterbeat Records, 2024]
Οι Buzz’ Ayaz (Μπάζει Αγιάζι) είναι ένα νέο συγκρότημα από την Λευκωσία, με το πρόσφατο παρθενικό άλμπουμ του να έχει ως τίτλο το όνομά του. Το σχήμα οδηγεί ο Αντώνης Αντωνίου –γνωστός μας από τους Monsieur Doumani και Trio Tekke, όπως και από τις πιο προσωπικές δουλειές του–, ενώ άλλα μέλη των Buzz’ Ayaz είναι οι Μάνος Στρατής όργανο, synth bass, φωνητικά, Will Scott μπάσο κλαρίνο, φωνητικά και Ulaş Öğüç ντραμς, κρουστά, φωνητικά, με τον Αντωνίου να χειρίζεται ηλεκτρικό τζουρά, ηλεκτρονικά και να τραγουδά.
Βασικά το γκρουπ, και μέσω της line-up του, δείχνει πως ηχητικώς εκφράζει όλο το νησί, και τις δύο κοινότητές του (την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή), δείχνοντας, για άλλη μια φορά, πως η Τέχνη, και δη η μουσική, μπορεί να προσπερνά όλα τα εμπόδια (υπαρκτά ή ανύπαρκτα), ενώνοντας τους ανθρώπους. Τώρα, το ότι ο Will Scott μπορεί να είναι Βρετανός ίσως να είναι τυχαίο, αλλά ακόμη και αυτό δεν μπορεί παρά να έχει τον συμβολισμό του.
Ό,τι ακούμε εδώ, από τους Buzz’ Ayaz, είναι ένα ιδιαίτερο ηλεκτρικό / ηλεκτρονικό χαρμάνι– απ’ αυτά, που, εν πολλοίς, μας έχει συνηθίσει ο Αντωνίου σε όλες τις έως σήμερα δουλειές του (είτε προσωπικές είναι αυτές, είτε... συγκροτηματικές). Φυσικά, οι επιρροές από την ελληνική πλευρά της μεγαλονήσου εκφράζονται κατ’ αρχάς από την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Αντωνίου (όταν γράφει τους στίχους του), που είναι η κυπριακή διάλεκτος. Από ’κει και πέρα σίγουρα υπάρχουν και ηχητικές / μουσικές επιρροές από ποικίλα ελληνικά / ελληνοκυπριακά ακούσματα, όμως το βασικό που ακούμε εδώ είναι μια εξελιγμένη μορφή του anadolu rock. Του rock του Barış Manço, των Moğollar και των Üç Hürel, έτσι όπως θα μετασχηματιζόταν αυτό τα πιο πρόσφατα χρόνια από τους Baba Zula ας πούμε ή ακόμη και από την Gaye Su Akyol.
Το βασικό σε όλες αυτές τις απόπειρες θα είναι πάντα το ανακάτεμα των τοπικών μελωδιών με το rock, μέσα από την χρήση δυτικών και μη οργάνων, προσαρμοσμένων επί το ηλεκτρικότερον. Αυτό εκφράζει ο ηλεκτρικός τζουράς του Αντωνίου (που επέχει ρόλο ηλεκτρικής κιθάρας, κατ’ αναλογίαν με το ηλεκτρικό σάζι στο anadolu rock), με τα υπόλοιπα όργανα (το ηλεκτρικό όργανο, το μπάσο κλαρίνο και τα ντραμς) να υπηρετούν, εννοείται, το ίδιο «σχέδιο».
Στην περίπτωση των Buzz’ Ayaz θα έλεγα, περαιτέρω, πως τη διαφορά την κάνουν, πέρα από τον πειραγμένο τζουρά, το ηλεκτρικό όργανο ιδίως, με τα συνεχή γεμίσματά του, μα και το μπάσο κλαρίνο, που καταφέρνουν να εισχωρήσουν σ’ αυτό το πλαίσιο, προσθέτοντας νέες διαστάσεις.
Υπάρχουν τραγούδια και στις δύο πλευρές του “Buzz’ Ayaz”, που σε συνεπαίρνουν με το πρώτο άκουσμα, όπως είναι το φερώνυμο κομμάτι (A1) και το «Άρκος» (Β2), ενώ πολύ δυνατά είναι και τα ορχηστρικά ή περίπου ορχηστρικά «Φύσα» (Α3), «Άτε πάλε» (Β2) και “Alu” (Β4).
Γενικώς, πρόκειται για έναν άνετο, ευχάριστο και «γεμάτο» δίσκο, που αποπνέει τη χαρά της συνεύρεσης, της συμμετοχής και γιατί όχι του γλεντιού, καθώς η διάθεση είναι παντού και πάντα εξωστρεφής, ανεξαρτήτως του λόγου και πέρα από τους όποιους πειραματισμούς στο ηχητικό επίπεδο.
Buzz' Ayaz - Buzzi Ayazi (official visualiser) | Glitterbeat Records
Επαφή: https://buzzayaz.bandcamp.com/album/buzz-ayaz
PANAGIOTIS DARAS
3
[Private Pressing, 2024]
Ο κιθαρίστας του blues, του rock και του λαϊκού Παναγιώτης Δάρας, από το Μαρτίνο της Φθιώτιδας, είναι γνωστός από την παρουσία του στους Small Blues Trap, μα και από τις προσωπικές δουλειές του. Μία τέτοια είναι το πρόσφατο “3”, που συνοψίζει, θα έλεγα, πολλές από τις μουσικές αγάπες του (κοντολογίς αυτές που προαναφέρθηκαν).
Το άλμπουμ του Δάρα περιστρέφεται γύρω από τον αριθμό 3. Οι συνθέσεις του στηρίζονται βασικά σε τρία ακόρντα, ενώ, και σε σχέση με την διάρκειά τους είναι όλες τρίλεπτες (άλλες λίγο πιο πάνω από τα τρία λεπτά και άλλες λίγο πιο κάτω). Αν το ψάξεις μπορεί να βρεις και άλλες σχέσεις του 3 εδώ – ας πούμε όλα τα κομμάτια του CD είναι εννέα, που είναι πολλαπλάσιο του τρία, ενώ και οι σημαντικότερες επιρροές του Δάρα (blues, rock, λαϊκό) είναι και αυτές τρεις.
Κλεισμένο, λοιπόν, σ’ ένα απλό, αλλά ωραία σχεδιασμένο digipak, το CD του Δάρα χαρακτηρίζεται από αυτά ακριβώς – την συνθετική απλότητα, και βεβαίως από το δυνατό αίσθημα που αφήνει η ακρόασή του.
Ηχογραφημένο, όσο πιο απλά γίνεται, και βεβαίως σπιτικά, το “3”, στηρίζεται πρωτίστως σε μια ιαπωνική Fender Stratocaster, μερικά πεντάλια, έναν ενισχυτή, μικρόφωνο κι ένα Tascam multitrack recorder. Μέσα απ’ αυτά ο Δάρας επιτυγχάνει να βγάλει τον εαυτό του. Δηλαδή όλα εκείνα που του αρέσει να παίζει, μ’ έναν τρόπο φυσικό, δίχως να θέλει να αποδείξει τίποτα. Ούτε στον ίδιο φυσικά, ούτε σε κανέναν άλλον.
Περαιτέρω ο Δάρας τιμά εδώ όχι μόνο στυλ, μα και κιθαρίστες, που τον έχουν επηρεάσει ή και τραγουδοποιούς ακόμη. Μπορεί να μην αναφέρει ονόματα στις liner notes του δίσκου του, αλλά εγώ θα έγραφα για Eric Clapton και Stevie Ray Vaughan, ενώ ακόμη και Tony Joe White ή και Mark Knopfler ακούω στο “3”, για να μην μιλήσω και για τους Gibson-άδες βασιλείς του blues (B.B., Albert και Freddy King), τον Peter Green κ.ά. Συνθέσεις απλές στη σύλληψη και στην υλοποίησή τους, περιέχει το “3”, που έχουν όμως το χάρισμα, έτσι όπως τις ακούς, τη μία μετά την άλλη, να φτιάχνουν ένα πλήρες κι ευχάριστο σύνολο.
Κι αν με ρωτάτε, που είναι σε όλα αυτά το λαϊκό, εγώ το ακούω στο “Wild turkey” (που φέρνει στη μνήμη μου ένα παλιό τραγούδι του Χρήστου Νικολόπουλου, «Το πιο παράξενο τραγούδι», σε στίχους Μανώλη Ρασούλη, που είχε πει ο Πασχάλης Τερζής το 1982).