Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ είναι γεμάτη από μικρές και μεγαλύτερες συνεργασίες, ανάμεσα σε συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές, που καθόρισαν εν πολλοίς και τη μορφή του, μα και τη διάχυσή του στα ακροατήρια. Οι χαρακτηρισμοί «μικρές» και «μεγαλύτερες» συνεργασίες, δεν έχουν να κάνουν αναγκαστικά με την ποιότητα των τραγουδιών, αλλά με αυτό που λέμε «επιτυχία». Πολλά σπουδαία λαϊκά έγιναν επιτυχίες και τραγουδήθηκαν (και τραγουδιούνται ακόμη) από τους πάντες, ενώ υπάρχουν επίσης πολλά που παρέμειναν άγνωστα στο ευρύ κοινό, παρότι δεν υπολείπονταν σε αξία (αν τα συγκρίνεις με τα επιτυχημένα).
Στην επιτυχία των τραγουδιών δεν συνέβαλε μόνο η ποιότητά τους, αλλά και οι δυνατότητες διακίνησής τους. Χοντρικά, οι μεγάλες εταιρείες είχαν τεράστια δυνατότητα διαφήμισης και διακίνησης, εν σχέσει με τις μικρότερες, που προσπαθούσαν να παρέμβουν, διαρρηγνύοντας το... κατεστημένο. Κάποιες φορές, λίγες σχετικά, θα το κατάφερναν.
Η συνεργασία, με την οποία θα ασχοληθούμε εδώ, ανάμεσα στον περίφημο λαϊκό συνθέτη Αντώνη Ρεπάνη (1933-2019) και τον μεγάλο τραγουδιστή Στράτο Διονυσίου (1935-1990) είναι από τη φύση της ιδιαίτερη. Κατ’ αρχάς, γιατί τοποθετείται έξω από τη «χρυσή εποχή» του λαϊκού τραγουδιού, που είναι χοντρικά η δεκαετία 1955-1965.
Σ’ αυτό το νέου τύπου λαϊκό τραγούδι το δίδυμο Αντώνης Ρεπάνης-Στράτος Διονυσίου, στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και στην αρχή του ’70, κάνει ένα από τα πιο μεγάλα «μπαμ», υπογράφοντας σπουδαία τραγούδια και κάνοντας τεράστιες επιτυχίες. Οκτώ απ’ αυτές, οι πιο μεγάλες, θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια...
Το λαϊκό στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, για πολλούς και διαφόρους λόγους, βρίσκεται σε μια κάποια κρίση. Η Columbia (Αφοί Λαμπρόπουλοι), η εταιρεία που το στήριξε στη «χρυσή εποχή» έχει ρίξει το ενδιαφέρον της στο αναδυόμενο «έντεχνο», ενώ και η κοινωνική σύνθεση των ακροατηρίων αλλάζει. Η εσωτερική μετανάστευση, η καλυτέρευση της ζωής στις πόλεις, η άνοδος της ξενόφερτης ποπ, η παρουσία του νεανικού κοινού ως ξεχωριστής καταναλωτικής ομάδας (νεαροί που ακούν ποπ, αλλά και φοιτητές κ.ά. που ακούν Νέο Κύμα), τα νέα μικροαστικά στρώματα που αναδύονται, οι πολιτικές αλλαγές (Ένωσις Κέντρου, αποστασία, δικτατορία, μεταπολίτευση) και άλλα διάφορα διαμορφώνουν νέα δεδομένα, που έχουν να κάνουν και με την αισθητική του κόσμου και με τις νέες ανάγκες για διασκέδαση.
Το λαϊκό τραγούδι, θέλω να πω, σταδιακά ξεφεύγει από την ταβέρνα, το οινομαγειρείο ή και το λαϊκό κέντρο με τη στενά οριοθετημένη πίστα, το πάλκο με τις καρέκλες στη σειρά, τα σπασίματα των πιάτων κ.λπ., που έφευγαν κι έρχονταν σαν εθιμοτυπία, για να μετατραπεί συν τω χρόνω σε κάτι πιο μεγαλοπρεπές, πιο ευρωπαϊκό, με τους νέους χώρους να θυμίζουν τις σάλες των μιούζικ χολ. Δηλαδή μεγάλης χωρητικότητας κέντρα, πολυτελή στη διακόσμησή τους, με μεγάλες ορχήστρες, χορευτικά προγράμματα, μπαλέτα, με τους τραγουδιστές μπροστά να κυριαρχούν πάνω στην πίστα, και με τους συνθέτες να είναι συνήθως εξαφανισμένοι από το πάλκο, δίχως να έχουν πια την αίγλη του παρελθόντος.
Σ’ αυτό το νέου τύπου λαϊκό τραγούδι το δίδυμο Αντώνης Ρεπάνης-Στράτος Διονυσίου, στο τέλος της δεκαετίας του ’60 και στην αρχή του ’70, κάνει ένα από τα πιο μεγάλα «μπαμ», υπογράφοντας σπουδαία τραγούδια και κάνοντας τεράστιες επιτυχίες. Οκτώ απ’ αυτές, οι πιο μεγάλες, θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια...
Κατ’ αρχάς να πούμε πως η δισκογραφική συνεργασία ανάμεσα στους Ρεπάνη-Διονυσίου είναι πολύ παλιά, αφού χάνεται κάπου στην αρχή του ’60. Στο ξεκίνημα αυτής της φάσης οι δυο τους βρίσκονται μαζί, σαν τραγουδιστές, να λένε συνθέσεις, σε πρώτες ή δεύτερες εκτελέσεις, του Απόστολου Καλδάρα. Για παράδειγμα τα ωραία ζεϊμπέκικα «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο» [His Master’s Voice, 1961], που το αποδίδουν οι Στράτος Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ, Αντώνης Ρεπάνης και Απόστολος Καλδάρας και «Εγώ γράμματα δεν ξέρω» [Columbia, 1961], ερμηνευμένο από τους Στράτο-Ρεπάνη.
Εν τω μεταξύ ο Διονυσίου βρίσκεται, ουσιαστικά, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μέχρι να τον παραλάβουν ο Αντώνης Ρεπάνης, ο Άκης Πάνου και ο Μίμης Πλέσσας (με το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», το 1970), καθιερώνοντάς τον ως ένα μεγάλο, πλέον, σύγχρονο λαϊκό τραγουδιστή. Το λέμε αυτό και υπό την έννοια πως μέχρι και το 1967 ο Στράτος δεν είχε βρει ακόμη τα ερμηνευτικά πατήματά του. Η φωνή του παρότι ήταν πολύ καλή και «σωστή» δεν ήταν αυτή, μέσω της οποίας θα τον γνώριζε ο κόσμος τα μεταγενέστερα χρόνια.
Το ίδιο είχε συμβεί και με τον Καζαντζίδη, στην αρχή του ’50, που τραγουδούσε σαν τον Τσαουσάκη. Και ο Στράτος στα χρόνια του ’60, μέχρι να αποκτήσει τα δικά του πατήματα, κινιόταν ερμηνευτικά στη «σχολή Στέλιου». Το να τοποθετήσουν οι συνθέτες τη φωνή σου κάπου αλλού, ώστε να μη θυμίζεις τον έναν ή τον άλλον, είναι μεγάλη υπόθεση – και αυτό κατάφεραν, για τον Στράτο, ο Ρεπάνης με τον Άκη Πάνου. Σ’ αυτούς τους δύο «πιστώνουμε» τον Διονυσίου, που μάθαμε αργότερα, στα σέβεντις και τα έιτις.
Φυσικά, για να διακριθείς δεν είναι απαραίτητα μόνο τα τεχνικά ζητήματα, που πρέπει να διευθετηθούν και να μπούνε σε μια τάξη, είναι και η ποιότητα του υλικού, που θα κληθείς να ερμηνεύσεις. Ο Ρεπάνης, μέγας κανταδόρος, σπουδαίος κιθαρίστας και αξιολογότατος συνθέτης, ο καλύτερος «μαθητής» του Βασίλη Τσιτσάνη, είναι έτοιμος να γράψει ιστορία, έχοντας για όχημα τη φωνή του Διονυσίου – και αυτό συμβαίνει σχεδόν από την αρχή της συνεργασίας τους, ως δίδυμο συνθέτη-τραγουδιστή, με το «Χθες το βράδυ στην ταβέρνα». Απ’ αυτό θα ξεκινήσουμε...
«Χθες το βράδυ στην ταβέρνα»
[Columbia, 1968;]
Χασάπικο, σε στίχους Παναγιώτη Καμηλιέρη, το «Χθες το βράδυ στην ταβέρνα», είναι ένα από τα πιο παλιά και πιο αγαπημένα τραγούδια του Αντώνη Ρεπάνη, που θα έλεγε ο Στράτος Διονυσίου. Βρισκόταν στην πίσω πλευρά ενός μικρού δίσκου, που θα κυκλοφορούσε μάλλον το 1968, με την μπροστινή να την καταλαμβάνει ένα άλλο τραγούδι του Ρεπάνη, που είχε τίτλο «Τους πόνους μας ενώσαμε». Παρότι επρόκειτο για ένα ωραίο ζεϊμπέκικο, και παρότι βρισκόταν στην κύρια μεριά του δίσκου, θα υποσκελιζόταν από το χασάπικο. Αυτό δείχνει πως πολλές φορές η «επιτυχία» δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Ούτε από αυτούς που γράφουν και λένε τα τραγούδια, ούτε από τους παραγωγούς και τους εμπόρους που τα πλασάρουν.
Χθες το βράδυ στην ταβέρνα
«Στης αγάπης μας το στέκι»
[His Master’s Voice, 1969;]
Ξανά σε στίχους του Παναγιώτη Καμηλιέρη ένα καταπληκτικό καμηλιέρικο, αυτή τη φορά, σε μουσική Αντώνη Ρεπάνη, που πρέπει να κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε μικρό δίσκο το 1969. Οπωσδήποτε τα λόγια είναι σπουδαία, με τον στιχουργό να χρησιμοποιεί υποκοριστικά και ήπιες φράσεις, με μια γλυκύτητα, για την απόδοση του ερωτικού πόνου. Ο Στράτος ερμηνεύει, μοναδικά, ένα σπαρακτικό κατά βάση τραγούδι μ’ έναν φαινομενικά αγέρωχο τρόπο, με υπόγεια ένταση όμως – και αυτή η αντίθεση συμβολίζει, κατά μίαν έννοια, το ποιόν του λαϊκού ανθρώπου, που δεν έχει μάθει να το βάζει κάτω, παρά τις όποιες αντιξοότητες. Το τραγούδι μπήκε και στο LP «Μαζί με τον Στράτο» [EMI / Columbia, 1970], μ’ εκείνο το καταπληκτικό εξώφυλλο, που δείχνει τον Διονυσίου, ωραία σπορ ντυμένο, στις κερκίδες ενός μισοάδειου γηπέδου ποδοσφαίρου (στην Τούμπα;), με τον κόσμο όρθιο (άρα λέμε για το τέλος του αγώνα) να κοιτάει άλλος εδώ κι άλλος εκεί, κάτω από τον μπλε ουρανό... με τα λίγα συννεφάκια...
Στης αγάπης μας το στέκι
«Τ’ αγκάθια της καρδιάς σου»
[Columbia, 1971]
Αν και το τραγούδι πέρασε από τη λογοκρισία (εννοώ ότι πήρε άδεια έκδοσης) το 1970, φαίνεται να κυκλοφορεί σε 45άρι την επόμενη χρονιά. Η μουσική είναι του Αντώνη Ρεπάνη φυσικά, οι στίχοι ανήκουν στον Μιχάλη Τουτουντζή, με τον Στράτο να αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ιδανικός ερμηνευτής των ζεϊμπέκικων, δίνοντάς τους... υπερβατικές διαστάσεις. Παλικαρίσια τραγούδια, όχι απ’ αυτά που λέμε ότι δεν ξαναγράφονται, αλλά απ’ αυτά που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγραφτούν. Το τραγούδι ακούγεται και στο τρίτο προσωπικό LP του Διονυσίου, που είχε ως τίτλο το όνομά του, και που θα κυκλοφορούσε προς το τέλος του 1971.
Τ’ αγκάθια της καρδιάς σου
«Αγάπη μου επικίνδυνη»
[Columbia, 1971]
Συγκλονιστικό μπολέρο του Αντώνη Ρεπάνη, με φοβερούς στίχους του Δημήτρη Γκούτη, που ερμηνεύεται υπερβατικά από τον Στράτο Διονυσίου. Τι να πεις γι’ αυτό το τραγούδι, που κυκλοφορεί προς το τέλος του 1971 και που 53 χρόνια αργότερα εξακολουθεί να συνταράζει; Η ανυπέρβλητη αξία του φαίνεται φυσικά και από το γεγονός των πάμπολλων επανεκτελέσεων μέσα στις δεκαετίες (Πόλυ Πάνου, Μελίνα Κανά, Γλυκερία, Γιάννης Κότσιρας, Ζαφείρης Μελάς, Πίτσα Παπαδοπούλου, Πέγκυ Ζήνα, Θέμης Αδαμαντίδης, Γιώργος Μαργαρίτης, Νότης Σφακιανάκης, Βασίλης Καρράς, Πέννυ Μπαλτατζή, Νεφέλη Φασούλη και δεκάδες άλλοι), όμως σαν τον Στράτο... κανένας και καμία. Το τραγούδι προέρχεται από το 1971 και όχι από το 1969, όπως δείχνει το βίντεο...
Αγάπη μου επικίνδυνη
«Ο παλιατζής»
[Columbia, 1971]
Μπορεί να είχε ήδη κυκλοφορήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», όπως και άλλες επιτυχίες του Στράτου, εκεί στο ξεκίνημα των σέβεντις, κανένα, όμως, από εκείνα τα τραγούδια δεν θα είχε την επιτυχία του «Παλιατζή» (μουσική Αντώνης Ρεπάνης, στίχοι, ξανά, Δημήτρης Γκούτης). Λέμε για ένα θρυλικό τραγούδι της εποχής, ένα πούρο ζεϊμπέκικο, που το άκουγες παντού. Στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις ψησταριές, στα ποδοσφαιράκια και στα μπιλιαρδάδικα, στα διαλείμματα των σινεμάδων και φυσικά στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ο «Παλιατζής» (που ήταν δεύτερη πλευρά στο «Αγάπη μου επικίνδυνη»! – ένα 45άρι ατόφιο χρυσάφι!) είναι σημαδεμένο τραγούδι. Όταν το ακούς είναι σαν να μπαίνεις στη μηχανή του χρόνου και να προσγειώνεσαι κατ’ ευθείαν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70, κι επειδή έχει ένα τέτοιο θέμα, κάπως... μπασκλάς να το πούμε, δεν το προτιμάνε σήμερα οι νεότεροι. Θέλω να πω ότι δεν έχει ούτε το 1/10 των εκτελέσεων του «Αγάπη μου επικίνδυνη». Παρ’ όλα αυτά το είπε πρόπερσι πειστικά ο Διαμαντής Διονυσίου. Φοβερό το κλιπ –ένα από τα λίγα που διασώζονται, από την ασπρόμαυρη τηλεόραση της εποχής– με τον Στράτο να βιώνει το τραγούδι στην πράξη, καθώς γυρνάει πλάτη στο φακό(!), όταν απευθύνεται στον παλιατζή, ενώ εκείνος γεμίζει το τρίκυκλο με στρώματα, κρεβάτια και καρέκλες...
Ο παλιατζής
«Ένας αητός γκρεμίσθηκε»
[His Master’s Voice, 1971]
Μεγάλο φιλοσοφικό τραγούδι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, σε μουσική Αντώνη Ρεπάνη, και με ερμηνεία ανατριχιαστική από τον Στράτο, το «Ένας αητός γκρεμίσθηκε» είναι, και αυτό, ένα από τα high-lights της συνεργασίας των δύο. Είναι η εποχή όπου ο Στράτος αρχίζει να γίνεται είδωλο, καθώς τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς (1971) εμφανίζεται στο Can-Can (στην Πέτρου Ράλλη και Κηφισού) μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο (ως τα δύο «πρώτα» ονόματα του προγράμματος), συν τους επιτυχημένους εκείνης της περιόδου Δώρο Γεωργιάδη και Χαρούλα Λαμπράκη, τους Charms, που θα άνοιγαν το πρόγραμμα, μα και με καμπόσους ακόμη νεότερους και νεότερες, όπως τις αδελφές Γαλάνη (Ιωάννα και Τούλα), την Πίτσα Παπαδοπούλου, την Χάρι Αλεξίου κ.ά. Ο Στράτος στηρίζει την παρουσία του στο Can-Can σε όλα αυτά τα τραγούδια του Ρεπάνη, βγαίνει τελευταίος στην πίστα, ή εν πάση περιπτώσει μετά τον Τόλη, και γενικώς ηγείται της «βαριάς» λαϊκής ώρας. Ο «Αητός» είναι ένα ζεϊμπέκικο, που δεν μπορείς να το δεχθείς, εύκολα, από άλλη φωνή...
Ένας αητός γκρεμίσθηκε
«Καρδιά μου αλήτισσα»
[Columbia, 1972]
Αν και το «Καρδιά μου αλήτισσα» (στίχοι Μ. Γαβριηλίδη) δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε 45άρι, καθώς, σε πρώτο χρόνο, υπάρχει μόνο στο άλμπουμ «Στράτος Διονυσίου 4» [EMI / Columbia, 1972], εντούτοις είναι ένα από τα τραγούδια του διδύμου Στράτος-Ρεπάνης, που αγαπήθηκαν πολύ μέσα στα χρόνια. Οι πάμπολλες δεύτερες εκτελέσεις (Δήμητρα Γαλάνη, Γιώργος Γερολυμάτος, Κατερίνα Κούκα, Λιζέτα Καλημέρη, Μπάμπης Τσέρτος, Νότης Σφακιανάκης, Γιώργος Μαζωνάκης κ.ά.) το αποδεικνύουν.
Καρδιά Μου Αλήτισσα - Στράτος Διονυσίου
«Άστε με απόψε μοναχό»
[Columbia, 1977]
Η τελευταία πολύ μεγάλη στιγμή της συνεργασίας του Στράτου Διονυσίου με τον Αντώνη Ρεπάνη συνέβη το 1977. Ο Στράτος μετά την περιπέτεια της φυλάκισής του, για την οποία έχουμε γράψει ειδικό άρθρο εδώ στο LiFO.gr, ψάχνεται, όχι μόνο στα κέντρα, μα και στη δισκογραφία. Θέλει να πατήσει, ξανά, γερά στα πόδια του, και άρα επιζητά μια υψηλή θέση στη νύχτα, και βεβαίως πολύ καλά τραγούδια για τους δίσκους του. Στα κέντρα τον στηρίζει ο παλιός φίλος του Τόλης Βοσκόπουλος, ο οποίος τον παίρνει δίπλα του στα Δειλινά, τη σεζόν 1976-77, ενώ και στη δισκογραφία, με το LP «Αν Ξαναζούσα» [EMI / Columbia] θα βρεθεί μέσα στα πράγματα, αφού με τρία-τέσσερα τραγούδια θα έκανε και πάλι τη διαφορά. Η πρώτη μεγάλη στιγμή ήταν το «Αποκοιμήθηκα» των Τόλη Βοσκόπουλου-Μίμη Θειόπουλου, ενώ δίπλα στεκόταν και το «Άστε με απόψε μοναχό» των Αντώνη Ρεπάνη-Μιχάλη Τουτουντζή, με την πλουμιστή ενορχήστρωση του Νίκου Ιγνατιάδη να προσφέρει νέες συγκινήσεις. Στράτος και Ρεπάνης για ακόμη μία φορά, μ’ ένα τραγούδι για την κορυφή...
Άστε με απόψε μοναχό - Στράτος Διονυσίου