Καινούργιοι...
1.
David Corley – Available Light
Εντυπωσιακό ντεμπούτο ενός τραγουδοποιού από το Λαφαγιέτ της Ιντιάνα, με φωνή που φέρνει στον νου τον Dark Mark Lanegan, τον θείο Tom Waits και τον Lou Reed στις πιο σκοτεινές στιγμές του. Ο Corley λέει ότι έγραψε κάποια κομμάτια του άλμπουμ, ακούγοντας εμμονικά τους δίσκους του Reed, και ειδικότερα το «Magic and Loss». Το πιο παράδοξο είναι ότι ο Corley έπρεπε να φτάσει στα 53 για να βγάλει δίσκο, αλλά ίσως στη μακρά αναμονή να οφείλεται η συμπυκνωμένη εσωστρέφεια των στίχων, η αίσθηση μιας κατασταλαγμένης ζωής που τους διατρέχει. Αντίθετα από πολλούς μουσικούς που φαντασιώνονται βόλτες στην άγρια πλευρά της ζωής, ο εν λόγω κύριος την έχει ζήσει αυτή την εμπειρία: νταλικέρης και μπάρμαν, οικοδόμος και αναχωρητής στα βουνά της Τζόρτζιας, έχει βιώσει μυστικιστικά οράματα κι επέζησε από σοβαρό έμφραγμα. Η μουσική του ενσωματώνει τα καλύτερα στοιχεία από πολλά είδη: τη roots americana, την outlaw country, τα παλιομοδίτικα λευκά μπλουζ, το κιθαριστικό ρoκ του Alvin Lee (με τον οποίο μοιάζει και εμφανισιακά). Αρχικά, η τραχιά, σπασμένη φωνή του έρχεται σε αντίθεση με το λυρισμό των στίχων, μέχρι που συνειδητοποιείς ότι αυτός είναι ο ιδανικός συνδυασμός: το «End of my run» είναι από τις εξομολογήσεις που ακούει κανείς από έναν άγνωστο, αργά το βράδυ, και βουρκώνει. Το «Easy Mistake» είναι μια αναδρομή σε φιλίες, λάθη και απώλειες. O Corley λέει επίσης: «Υπάρχουν δύο κανόνες στο γράψιμο ενός τραγουδιού. Πρώτον, να έχεις κάτι να πεις. Και δεύτερον, καλά θα κάνεις να έχεις κάτι να πεις». Ο ίδιος έχει πολλά να πει.
2.
LoneLady – Hinterland
Πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις από τη μουσική παράδοση του τόπου σου; Και πιο συγκεκριμένα, από το βαρύ μουσικό φορτίο μιας πόλης όπως το Μάντσεστερ; Η Julie Ann Campbell, η οποία βρίσκεται πίσω από το όνομα LoneLady, προσπαθεί εν μέρει να ανασυστήσει την παράδοση αυτή, χωρίς να την «ξεπατικώσει». Αναζητάει την πιο post/art-punk διάσταση της μουσικής των '80s, στην οποία εισάγει το επιπλέον στοιχείο των σκληρών funk beats, για τους οποίους η έμπνευση αντλήθηκε από τη συνεργασία της με τον Jah Wobble. Οι σκληρές μπασογραμμές παραπέμπουν στους Joy Division (αλλά και τις Slits), τα φωνητικά της άλλοτε στην PJ Harvey κι άλλοτε στην Kate Bush, αλλά πίσω από το ρυθμικό μέρος βρίσκεται κρυμμένος ο Πρίγκιπας από τη Μινεάπολη, ο Nile Rodgers, και οι Funkadelic. Ο συνδυασμός του τσέλου με τα συνθεσάιζερ δείχνουν ένα καλλιτεχνικό όραμα που ξεφεύγει από την απλή αναπαραγωγή συνταγών που σκοπεύουν στην εύκολη λύση της «αναβίωσης». Η Julie Ann Campbell είναι πειραματική, χωρίς να γίνεται πληκτική, είναι χορευτική, χωρίς να καταντάει φτηνή, τα post-industrial μουσικά τοπία της αντικατοπτρίζουν την κοινωνική πραγματικότητα της βορειοδυτικής Αγγλίας. Το «Hinterland» είναι το δεύτερο άλμπουμ της και για μια γνωριμία με τον ιδιοφυή ήχο της θα σύστηνα το πειραματικό «Flee!» και το εναρκτήριο, χορευτικό «Into the Cave».
3.
Death and Vanilla – To Where the Wild Things Are
Σκοτεινό και γλυκόπικρο όνομα για ένα ντουέτο από το Μάλμε, τους Marleen Nilsson και Anders Hansson, που γράφουν σκοτεινή/γλυκόπικρη μουσική. Αν πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε έναν όρο για τη μουσική των Death and Vanilla, θα την χαρακτηρίζαμε μπαρόκ ψυχεδέλεια, αλλά η δική μου συμβουλή είναι να βουλιάξουμε απλώς στα ηχοτοπία τους που ανακαλούν κινηματογραφικά score επιστημονικής φαντασίας, το krautrock, τη γαλλική πoπ των '60s και την πιο αφαιρετική ψυχεδέλεια. Από την πρώτη ακρόαση γίνεται φανερό ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους βρίσκεται η κινηματογραφική μουσική και, απ' ό,τι διαβάζουμε, πρόσφατα έγραψαν ένα νέο, αυτοσχεδιαστικό «score» για το Βαμπίρ (1932), μια εξαιρετικά περίεργη και εξεζητημένη αισθητικά ταινία του συμπατριώτη τους Καρλ Ντράγιερ. Χρησιμοποιώντας παλιομοδίτικα μουσικά όργανα όπως το moog και το mellotron, βιμπράφωνο αλλά και σύγχρονα συνθεσάιζερ, δημιουργούν πλούσιες και πυκνές μελωδίες, τις οποίες διανθίζουν τα ψιθυριστά φωνητικά της Marleen (κάποιες στιγμές, είναι σαν να ακούς τους Mazzy Star, στο «Follow the Light» για παράδειγμα). Ο όρος «ονειρικό μουσικό τοπίο» δίνει το ακριβές καλλιτεχνικό τους στίγμα και νονός τους θα μπορούσε να είναι ο Angelo Badalamenti. Το πρώτο σινγκλ του δίσκου είναι το «California Owls», εξίσου συναρπαστικό είναι το «Optic Nerve», ενώ το δυσοίωνο «Moogskogen» προκαλεί ρίγη ανησυχίας με την υπνωτιστική ηχητική υφή του.
... και Παλιοί
1.
Calexico – Edge of the Sun
Πώς θα μπορούσαν να συνεχίσουν μετά το «Algiers» του 2013 – έναν δίσκο που αποτέλεσε μια άνω τελεία στη σταδιοδρομία των Calexico; Πιθανή απάντηση: συγκεντρώνοντας μια dream team μουσικών με σκοπό μια μικρή αναδρομή σε ήχους και ενορχηστρωτικές λύσεις μιας εικοσαετίας. Οι Burns & Covertino είναι δικοί μας άνθρωποι, ξέρουμε απέξω όλα τα άλμπουμ τους, αλλά λέω να μην πέσω στην παγίδα να αναφέρω τι μου φέρνει στον νου το κάθε καινούργιο τραγούδι. Θα σταθώ στους συνεργάτες: ο Sam Beam (αλλιώς γνωστός ως Iron & Wine) δεν αποτελεί έκπληξη, αφού έχει δουλέψει και παλιότερα μαζί τους, ούτε η Neko Case, η οποία τον τελευταίο καιρό κινείται στην Τούσον της Αριζόνα. Και η Amparo Sanchez είχε συμμετάσχει στο «Carried to Dust» – αλλά στο «Roll Tango» οι Έλληνες Takim και τα φωνητικά του Eric Burdon μας αφήνουν άναυδους (αν και το συγκεκριμένο κομμάτι, μαζί με άλλα πέντε, περιλαμβάνονται μόνο στην deluxe έκδοση). Να μην ξεχάσω το υπέροχο βαλσάκι («Woodshed Waltz») που κοσμεί το άλμπουμ, όπως απαιτεί η παράδοση της δομής των δίσκων τους. Μεγάλο μέρος του «Edge of the Sun» γράφτηκε στη διάρκεια ενός ταξιδιού που έκαναν οι Calexico στο Μέξικο Σίτι, κάτι που εξηγεί την παρουσία πολλών αμιγώς latin/mariachi κομματιών («Cumbia de Donde», «Rosco Y Pancetta», «Esperanza»).
2.
Mark Knopfler – Tracker
Σε όσους διατείνονται ότι η ιστορία των Dire Straits ήταν money for nothing, ο Mark Knopfler απαντάει με τα προσωπικά του άλμπουμ, αποφεύγοντας συνειδητά τον επικό ήχο της παλιάς του μπάντας. Ο Σκωτσέζος κιθαρίστας (από τη Γλασκώβη) έχει χωνέψει δημιουργικά τα ηχοχρώματα της κέλτικης μουσικής παράδοσης, παρότι ο ίδιος αναφέρει ως πρώτη μουσική που τον μάγεψε τα πιανιστικά boogie-woogie. Ανάμεσα σ' αυτά τα δύο είδη κινείται κυρίως το «Tracker», με μερικές παρεκκλίσεις στα μπλουζ, την country – κι ένα βαλσάκι. Κι ενώ δεν έχει τη φωνή του Van the Man, ο Knopfler ερμηνεύει τρυφερά τις παλιομοδίτικες μελωδίες του, με στοχαστική ηρεμία. Ακούγοντας το όγδοο σόλο άλμπουμ του, νιώθεις σαν να μπαίνεις σε μια επαρχιακή βρετανική παμπ, στη σκηνή της οποίας ένας κιθαρίστας που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα παίζει για το κέφι του και για το κέφι των θαμώνων. Έχοντας αφήσει οριστικά τις αρένες πίσω του, ο Knopfler γράφει αφηγηματικά τραγούδια, τα οποία αναδεικνύει με την οικεία κιθαριστική μαεστρία που σε ξεγελάει: μοιάζει τόσο απλή και καθαρή, κι όμως κουβαλάει πάνω της την παράδοση των bluesmen και των Σκωτσέζων τροβαδούρων. Το «Broken Bones» σπάει κόκαλα, γραμμένο στο ύφος του J.J. Cale και της laid back ατμόσφαιρας. Η νοσταλγία που διατρέχει το δίσκο δεν λειτουργεί εις βάρος του, ακριβώς λόγω της low profile προσωπικότητας του Knopfler – κι όλα αυτά τα γράφει κάποια που δεν υπήρξε ποτέ φαν των Dire Straits.
David Corley – Available Light
Release 2014
LoneLady – Hinterland
Release 2015
Death and Vanilla – To Where the Wild Things Are
To be released
Calexico – Edge of the Sun
Release 2015
Mark Knopfler – Tracker
Release 2015
σχόλια