Τη δυσάρεστη είδηση πληροφορήθηκα από τους διαχειριστές του official site της Sandy Denny: We were sad to hear that John Renbourn has died. One of folks greats (Με οδύνη πληροφορηθήκαμε το θάνατο του John Renbourn. Ένας από τους μεγάλους της folk). Ο Βρετανός John Renbourn, λοιπόν, που σε πολλούς στη χώρα μας ενδεχομένως να μη λέει τίποτα το όνομα του, σε άλλους πάλι να είναι γνωστός λόγω Pentangle και σε άλλους, πιο ''ψαγμένους'', λόγω της συνεργασίας του με τον Bert Jansch προ Pentangle, βρέθηκε νεκρός μέσα στο σπίτι του, στη Σκοτία, την περασμένη Πέμπτη 26 Μαρτίου. Το προηγούμενο βράδυ επρόκειτο να εμφανιστεί σε μουσική σκηνή της Γλασκόβης. Δεν πήγε, όμως, με αποτέλεσμα να αναζητηθεί από την αστυνομία και να βρεθεί νεκρός τελικά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ήταν 70 ετών.
Η υψηλή θέση που κατέχει στην ιστορία της βρετανικής folk σκηνής είναι πλέον αδιαπραγμάτευτη, όσο κι αν ο χαρακτηρισμός του ''folkist'' κάπου τον αδικεί: Ο Renbourne ασχολήθηκε εξίσου δημιουργικά με τη μεσαιωνική μουσική, τη jazz και τα blues.
Ο ξένος Τύπος ασχολήθηκε εκτενώς με την είδηση του θανάτου του Renbourne. Σε πολλά αφιερώματα, όπου μίλησαν φίλοι και συνεργάτες του, τον παρουσίασαν ως έναν τρομερά καλoσυνάτο τύπο, παθιασμένο μουσικό, αλλά και ως έναν καλλιτέχνη που ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τον εαυτό του. Ωστόσο, η υψηλή θέση που κατέχει στην ιστορία της βρετανικής folk σκηνής είναι πλέον αδιαπραγμάτευτη, όσο κι αν ο χαρακτηρισμός του ''folkist'' κάπου τον αδικεί: Ο Renbourne ασχολήθηκε εξίσου δημιουργικά με τη μεσαιωνική μουσική, τη jazz και τα blues.
Τρεις δίσκους του έχω όλους κι όλους από το σύνολο της πλούσιας δισκογραφίας του, έναν προσωπικό του, έναν σε συνεργασία με τον Jansch κι άλλον έναν με το συγκρότημα των Pentangle, αγορασμένοι από flea market του εξωτερικού. Και οι τρεις είναι αντιπροσωπευτικοί της τέχνης που ασκούσε από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τις αρχές του 1970. Εκεί κάπου τον ''άφησα'', νεαρό μακριμάλλη, ώσπου κι αυτός μεγάλωσε και άλλαξε όψη, όπως όλοι οι άνθρωποι. Η μόνη που δεν άλλαξε καθόλου ήταν η αγάπη του για τη μουσική και η διάθεση του να συνεργάζεται με άλλους συναδέλφους του της ίδιας γενιάς.
Το άλμπουμ ''Bert and John'' κυκλοφόρησε το 1966 και ήταν το τέταρτο στην προσωπική δισκογραφία του σημαντικότατου Bert Jansch σε συνεργασία όμως με τον Renbourn, εξ ου και ο τίτλος. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ του Renbourn επίσης με τον Jansch να συνυπογράφει ως συνθέτης δύο κομμάτια. Μεγάλη η φιλία και συνεργασία των δύο αυτών μουσικών, που είχε ξεκινήσει στα 1963, όταν ο Bert Jansch ήρθε από το Εδιμβούργο στο Λονδίνο και μαζί με τον Renbourn εισήγαγαν το κιθαριστικό baroque - folk παίξιμο, προτού φυσικά ενωθούν και μ' άλλους μουσικούς στη δημιουργία των Pentangle. Για να μη μπλέξουμε με μουσικούς όρους που καθόλου δεν το επιθυμώ, καλύτερα ακούστε ένα κομμάτι από το άλμπουμ ''Bert and John''. Λέγεται ''Along the way'' και είναι σύνθεση του John Renbourn, ενδεικτικό τόσο του παιξίματος τους, όσο και του ύφους του κοινού τους δίσκου. Ένα δίλεπτο διαμαντάκι ακουστικής folk σε blues δρόμο.
Το 1971 κυκλοφόρησε το πέμπτο προσωπικό άλμπουμ του John Renbourn με τίτλο ''Faro Annie''. Λατρεμένος δίσκος κι ίσως ένας από τους πιο γνωστούς του τραγουδοποιού, σε μία περίοδο που ακόμη υπήρχαν οι Pentangle και έπαιζε μαζί τους. Η πρωτοτυπία του ''Faro Annie'' βασιζόταν στη μεταστροφή κατά κάποιο τρόπο του Renbourn σε έναν αμιγώς folk-rock ήχο, ειδικά μετά το άλμπουμ ''The Lady and the Unicorn'' του 1970, με το οποίο είχε καταθέσει την άποψη του σε συνθέσεις κυρίως ''ανώνυμων'' δημιουργών της Αναγέννησης, όπως και του John Dowland, του Claude Gervaise κ.α.
Στο ''Faro Annie'', όπου έπαιξαν μαζί με τον Renbourn και τα άλλα δύο μέλη των Pentangle, ο μπασίστας Danny Thompson και ο ντραμίστας Terry Cox, ο δημιουργός επέλεξε να ηχογραφήσει παλιά παραδοσιακά και blues τραγούδια, καθώς και συνθέσεις των Woody Guthrie, Robert Johnson, Dock Boggs. Η χρήση μάλιστα του σιτάρ, που ο ίδιος ο Renbourn έπαιξε κατά κόρον, χάρισε στο σύνολο της δουλειάς ένα χίπικο μπαλανταδόρικο κλίμα. Αν και προτιμώ το ομότιτλο κομμάτι, πιο ρυθμικό και ελαφρώς ψυχεδελικό, εδώ παραθέτω το παραδοσιακό ''The Cuckoo'' ως ενδεικτικό του προαναφερθέντος κλίματος - τό'χε ηχογραφήσει και η Janis Joplin το 1967 ως ''Coo-Coo'' στο πρώτο άλμπουμ της με τους Big Brother and The Holding Company:
Από τη rock σκηνή των late 60s - early 70s ανέκαθεν μού άρεσαν τα συγκροτήματα με γυναίκες τραγουδίστριες: Από τη Grace Slick των Αμερικανών Jefferson Airplane μέχρι τη Sonja Kristina των Βρετανών Curved Air, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Έτσι και στους Pentangle ''έφτασα'' μέσω της αιθέριας φωνής της Jacqui McShee και του ήχου τους που θύμιζε αρκετά τους σύγχρονους τους, Fairport Convention.
Οι Pentangle σχηματίστηκαν το 1967 από τον Bert Jansch και τον John Renbourn, που ήδη είχαν στήσει κατάσταση - όπως είπαμε παραπάνω - στη folk σκηνή του Λονδίνου, συνεπικουρούμενοι από τον Danny Thompson και τον Terry Cox, δύο μουσικούς με θητεία στη blues μπάντα του Alexis Korner, και τη Jacqui McShee, τραγουδίστρια σε folk clubs της εποχής.
Το πρώτο άλμπουμ τους με τίτλο το όνομα τους κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1968 από την εκλεκτική εταιρεία Transatlantic, στην οποία είχαν βγει και οι προηγούμενες δουλειές των Bert Jansch - John Renbourn: Ένα άλμπουμ ημίωρης διάρκειας με οχτώ κομμάτια (τέσσερα παραδοσιακά διασκευασμένα, δύο που συνυπόγραφαν όλα τα μέλη του συγκροτήματος, ένα του Jansch και ένα του φωνητικού gospel σχήματος The Staple Singers). Ακούμε το κομμάτι ''Mirage'' του Bert Jansch:
Όπως διαπιστώνει κανείς, το κιθαριστικό στυλ των Jansch - Renbourn διατηρήθηκε αυτούσιο στους Pentangle κι αν σήμερα ο Renbourn μνημονεύεται ως ο κιθαρίστας του συγκεκριμένου γκρουπ, η ουσία είναι πως ''έδρασε'' περισσότερο στο πλαίσιο μιας συλλογικής δουλειάς, από το 1967 μέχρι το 1972, που κυκλοφόρησε ο έκτος και τελευταίος δίσκος με την αρχική σύσταση τους.
Έκτοτε, ο John Renbourn εξέδωσε κι άλλους προσωπικούς δίσκους, συνεργάστηκε στα τέλη του ΄70 με τον κιθαρίστα Stefan Grossman, αναπολώντας κάπου την καλλιτεχνική σχέση του με τον Bert Jansch, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 σε ώριμη ηλικία θέλησε να επεκτείνει τις σπουδές του στη σύνθεση. Συνεργάστηκε ακόμη με τον Robin Williamson των Incredible String Band και τους τραγουδοποιούς Archie Fisher - Wizz Jones, σημαντικά μέλη της βρετανικής folk οικογένειας. Το 2005 περιόδευσε για πέμπτη φορά στην Ιαπωνία μαζί με τον Αμερικανό κιθαρίστα Woody Mann και τον Ιάπωνα Tokio Ushida.
Κι εδώ ο John Renbourn σε πρόσφατη φωτογραφία λίγο πριν το τέλος, όπως δημοσιεύθηκε προ ημερών στην εφημερίδα ''The Guardian''. Υπήρξε δάσκαλος, αλλά και μαθητής ως την τελευταία στιγμή. Σύμφωνα με τον Dave Smith, μάνατζερ του από το 1990, ο Renbourn παρέδιδε workshops σε πολλές χώρες στην Ευρώπη, αναζητώντας τους νέους μουσικούς που θα μάθαιναν απ' αυτόν. Η Ουαλή τραγουδοποιός και ιδρυτικό μέλος των Catatonia, Cerys Matthews, τον αποχαιρέτισε με τα εξής λόγια: ''A loving, lovely man. RIP John, it was an honour and pleasure meeting you (Ένας αγαπημένος, αγαπητός άνθρωπος. Αναπαύσου εν ειρήνη, John, ήταν τιμή και χαρά που σε γνώρισα)''.
Ο John Renbourn άφησε πίσω του τρία παιδιά: Τον Joel και τη Jessie από τον πρώτο του γάμο το 1966 με την Judith Blanche Hills και τον Ben από τον δεύτερο γάμο του το 1976 με τη Jo Watson. Ο Jake, ο άλλος του γιος από το δεύτερο γάμο του, είχε πεθάνει το 2014.
σχόλια