ΑΥΤΟ ΤΟ ΡΗΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ που Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) που έχει τραγουδήσει ο Γιώργος Ζαμπέτας από το 1971 φαίνεται πως θα ακουστεί αρκετές φορές από δω και πέρα. Όχι για τον Θανάση, που κάποιοι υποστηρίζουν ότι ήταν ένας φανατικός θαυμαστής του Ζαμπέτα που τον επισκεπτόταν σχεδόν κάθε βράδυ στο μαγαζί, ούτε για τον «Θανάση», που κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τον ναργιλέ με «βοτανολογικές» ουσίες στην αργκό του μάγκα.
Η απορία της (αγίας) νοσταλγίας θα αφορά τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που αποχαιρέτησε γνωστούς, φίλους και λοιπούς κοινωνικούς συνδαιτυμόνες κλείνοντας τα μεγάλα φώτα της σκηνής και ανάβοντας τα μικρά φώτα της κονσόλας για την παραγωγή τραγουδιών. «Το επόμενο διάστημα θα συναντιόμαστε δισκογραφικά – τουλάχιστον», είπε μεταξύ άλλων στο λιτό αποχαιρετιστήριο υστερόγραφό του.
Έστω και μια δεκαετία πριν να γυρίσει κανείς τον χρόνο πίσω, μπορεί να θυμηθεί ότι μια δεύτερη συναυλία που είχε ανακοινώσει στο Θέατρο Βράχων με το ζόρι είχε μαζέψει 2.000 άτομα. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια η δημοφιλία του εκτοξεύτηκε, γεμίζοντας πέρυσι ένα γήπεδο με 25 χιλιάδες θεατές στην Αθήνα και φτάνοντας φέτος να κάνει 15 sold out συναυλίες μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη λίγο αφού άνοιξε η προπώληση.
Ο συναυλιακός αποχαιρετισμός –για όσο κρατήσει– του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι δύσκολος όχι γιατί θα σκουριάσουν στα αυτιά μας τα τραγούδια του χωρίς τη ζωντανή εικόνα του, αλλά γιατί θα λείψει η παρουσία του. Έχουμε μπερδευτεί πολύ στη μετα-αναλογική εποχή, αλλά άλλο εικόνα, άλλο παρουσία.
Δεν απογειώθηκε γιατί ακολούθησε επιτυχημένες συμβουλές προώθησης (sic), ούτε γιατί τον στήριξαν τα ραδιόφωνα (πιο sic), ούτε γιατί κάνει καθημερινά stories στο Instagram και διαφημιστικά βίντεο στο TikTok ως καλλιτεχνικός άρπαγας της προσοχής μας (εντελώς sic).
Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που εδώ και πολλά χρόνια δεν έχει εμφανιστεί σε νυχτερινά κέντρα παντός είδους, απέχοντας από τη «μαγαζίλα» και τους όρους της. Κι αν αυτό ακούγεται απλό, σκεφτείτε ποιοι και πόσοι άλλοι το έχουν καταφέρει συνειδητά στο καλλιτεχνικό τους ζενίθ και όχι αναγκαστικά επειδή «έσπασε» ο κόσμος και δεν γεμίζουν πια το μαγαζί… Ελάχιστοι τα τελευταία 60 χρόνια, από όλους τους αισθητικούς χώρους.
Θα μπορούσε κανείς να κάνει ατελείωτα σχήματα λόγου με τους στίχους των τραγουδιών του. Στίχους που εκκινούν από τον λόγο μεγάλων ποιητών αλλά και τη λαϊκή μας παράδοση. Να κάνει μουσικολογικές, κοινωνιολογικές, δημοσιογραφικές, σοσιαλμιντιακές αναλύσεις για το φαινόμενο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Πολλά από αυτά έχουν ήδη γίνει, αλλά και πάλι ο δημιουργός θα είναι πάντα ένα βήμα πέρα από αυτό. Όχι ως κάτι απλησίαστο, άπιαστο και μακρινό, αλλά ως αδιάσπαστο νουκλεόνιο του ατομικού του πυρήνα.
Στην περίπτωσή μας δεν θα λείψει απλώς ένας ακόμη τραγουδοποιός που, εντάξει, τα έλεγε ωραία. Θα λείψει ένα στήριγμα που κρατούσε εσωτερικές δομές πέρα από εκείνες που υποστυλώνει το τραγούδι.
Διαχρονικά, τα γήπεδα τα γεμίζουν οι καλλιτέχνες που όχι μόνο αρέσουν στον κόσμο ή τους συμπαθεί, αλλά εκείνοι με τους οποίους το κοινό ταυτίζεται και στο τέλος τους αγαπάει. Και αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους, που ξεπερνούν τη σφαίρα του έργου καθαυτού. Η γενικότερη στάση απέναντι στα πράγματα, οι δεκάδες συναυλίες αλληλεγγύης και υποστήριξης, οι πολιτικές τοποθετήσεις, οι δημόσια εκφρασμένες θέσεις σε σχέση με γεγονότα που απασχολούν την κοινή γνώμη, ο σεβασμός στην απεύθυνση, η αίσθηση συμπόρευσης, η επιλογή συνεργατών και συνοδοιπόρων και πολλά άλλα δημιούργησαν με τα χρόνια ένα κλίμα συμπαράστασης σε ένα κοινό που αναζητά κάτι διαφορετικό από την κυρίαρχη μαζική κουλτούρα.
Ένα κλίμα εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης και στοργής. Έτσι συγκροτήθηκε ένα κοινό που ταυτίζεται με το αποτέλεσμα της εγωιστικής –όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος– διαδικασίας της δημιουργίας.
Ο συναυλιακός αποχαιρετισμός –για όσο κρατήσει– του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι δύσκολος όχι γιατί θα σκουριάσουν στα αυτιά μας τα τραγούδια του χωρίς τη ζωντανή εικόνα του, αλλά γιατί θα λείψει η παρουσία του. Έχουμε μπερδευτεί πολύ στη μετα-αναλογική εποχή, αλλά άλλο εικόνα, άλλο παρουσία.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ένα καλλιτεχνικό σύμβολο για την κοινωνία του σήμερα, παρότι είναι κόντρα σε αυτό που εκείνος ζητάει από τον κόσμο που τον ακούει, τον στηρίζει και τον ακολουθεί. Είναι και κόντρα στον τίτλο που έδωσε στο πολύ σύντομο αποχαιρετιστήριό του στην τελευταία του αθηναϊκή συναυλία στο Θέατρο Βράχων, που έγινε viral σε λίγες ώρες: «Κρατήστε τα τραγούδια κι εμένα ξεχάστε με!», είπε.
Δεν έχω και την καλύτερη μνήμη, αλλά δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε έναν καλλιτέχνη του νεοελληνικού τραγουδιού να ζητάει κάτι τέτοιο από το κοινό του και αυτή η ταπεινότητα –επειδή εκλείπει– είναι που δίνει στην αποχώρηση ακόμα εντονότερα τα στοιχεία της έλλειψης. Του κενού.
Η ευγένεια του Θανάση και η αφοπλιστικά πηγαία αντιβερμπαλιστική του στάση είναι το ήλιον στο αερόστατο της τέχνης του.
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - San Michele
Πέρα από τον νέο δίσκο που έχει ήδη ανακοινώσει από πέρυσι, με τραγούδια σε στίχους του που είχε δώσει στον Μάνο Λοΐζο, φήμες λένε ότι κατέχει πλέον το υλικό του, που επί χρόνια διαχειριζόταν η πάλαι ποτέ σπουδαία δισκογραφική εταιρεία Lyra, και θα το επανεκδώσει με τον δικό του τρόπο και τον πλήρη έλεγχο.
Και αν είστε από εκείνους που δεν πρόλαβαν κάποιο εισιτήριο από τα τριήμερα sold out, θα κάνετε λίγη υπομονή καθώς –όπως λέει το ρεπορτάζ– (που λένε και οι δημοσιογράφοι) θα δώσει δύο μεγάλες συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις αρχές Οκτωβρίου για την ενίσχυση του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Τεμπών 2023, όπου καταλαβαίνετε τι έχει να γίνει…
Από εκεί και ύστερα, θα περιμένουμε να ακούσουμε ξανά να ανοίγει τις συναυλίες του με το «San Michele», τραγουδώντας «Δεν με αναγνωρίζετε, γιατί έλειπα καιρό…»