Κυκλοφορεί με μαύρα μποτάκια, στενά μαύρα παντελόνια και δερμάτινα μπουφάν. Λατρεύει τα t-shirts, φοράει σκουλαρίκια και περίεργα δακτυλίδια, η φράντζα συνήθως πάει στα πλάι, το κούρεμα ενίοτε γίνεται εξτρίμ.
Είναι πολύ ψηλός, έχει μακριά μαλλιά, χέρια σαν φτερούγες με τα οποία άλλοτε χαϊδεύει την παρτιτούρα κι άλλοτε τα χτυπά δυνατά για να απελευθερώσει όση ενέργεια κρύβει μέσα του.
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής έχει attitude χολιγουντιανού ηθοποιού και θαυμαστές που τον αντιμετωπίζουν σαν ροκ σταρ. Η γοητεία που ασκεί στο κοινό είναι μαγική, η υπακοή που απαιτεί από τους μουσικούς συχνά αφόρητη, τα κατορθώματά του παροιμιώδη: πολλά βραβεία, αμέτρητη δόξα, ιστορίες για μυθιστορηματικούς έρωτες και φυσικά γερές δόσεις διθυράμβων και αμφισβήτησης.
Είναι άραγε ο πρώτος ή ο τελευταίος με κατακτήσεις που δεν χωράνε σε κανονικές ζωές; Ασφαλώς όχι. Η κλασική μουσική είναι γεμάτη παραδείγματα θαυματουργών νέων.
Αυτό που κάνει μοναδικό τον Κουρεντζή είναι ο ιδιοσυγκρασιακός τρόπος που σκηνοθετεί τον εαυτό του και διαχειρίζεται τη δημόσια εικόνα του, η μαεστρία με την οποία έβαλε φωτιά στα στερεότυπα της κλασικής μουσικής.
Με λυπεί ο τρόπος που αντιμετωπίζεται εδώ ο πολιτισμός. Φοβάμαι πως σε 20 χρόνια δεν θα θυμάται κανείς τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Ο κόσμος σχηματίζει αντιστάσεις στην τέχνη.
Αντισυμβατικός, αγοραφοβικός, εκρηκτική προσωπικότητα, τρομερά ονειροπόλος, ακραία εκφραστικός στο πόντιουμ, ο Έλληνας μαέστρος είναι μια απίθανη προσωπικότητα.
Έχει vintage αύρα, ακούει βινύλια, παθιάζεται με την ποίηση και το σινεμά (συχνά λέει πως η σκηνοθεσία, ίσως και το ποδόσφαιρο, είναι τα κρυφά του απωθημένα), χορεύει το Too drunk to fuck των Dead Kennedys, σημειώνει παντού στίχους, παραμένει βαθιά θρήσκος και Ολυμπιακός, δίνει προκλητικές συνεντεύξεις και παρότι το πρόγραμμα κι οι επερχόμενες συνεργασίες του προκαλούν ίλιγγο, επιστρέφει με κάθε ευκαιρία στη γειτονιά του στον Βύρωνα.
Στο σπίτι θέλει να βλέπει ζεστά χρώματα, αγαπά τις αντίκες και οποιοδήποτε αντικείμενο κρύβει ιστορίες και παρελθόν, ξεχνιέται στα παζάρια, δεν οδηγεί, λατρεύει την Ίο και τη θέα της Ακρόπολης, διοργανώνει πάρτι και παιχνίδια μεταμφιέσεων.
Να, όπως συνέβη πριν από κάνα μήνα, που έκλεισε ένα σπίτι στην Πλάκα και κάλεσε την παρέα του να μασκαρευτεί και να πάει με όρεξη για παιχνίδι και ποιήματα.
Ο 47χρονος μαέστρος θέλει να ντύνει κάθε ώρα και δραστηριότητα της ζωής του με αυτόν τον ιδιότυπο μυστικισμό στον οποίο ζει. Οι φίλοι του λένε πως «ο Θοδωρής, σαν κλασικός ήρωας παραμυθιού, φτιάχνει τον κόσμο μέσα στον οποίο θέλει να ζήσει και παίρνει μαζί του και όλους εμάς που έχει αποφασίσει ότι θα αγαπά σφόδρα».
Η παρέα του, κάποιοι από την γειτονιά του Βύρωνα, άλλοι από τα φοιτητικά χρόνια, είναι ίδια (με ελάχιστες προσθήκες) εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους κάνει διακοπές τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και τους οποίους φιλοξενεί τα Χριστούγεννα στο Περμ, αυτοί στους οποίους τηλεφωνά με το που κατεβαίνει από το πόντιουμ, αυτοί που βλέπουν τον αριθμό του να αναβοσβήνει στο κινητό τις πιο απίθανες ώρες, απλώς για να τους εξομολογηθεί ένα όνειρο, εκείνοι που αναζητά πρώτους για να μοιραστεί την εσωτερική αναστάτωση που του προκάλεσε ένα ποίημα που διάβασε ή έγραψε.
Του αρέσει να «περιπλανιέται» σε Ιστορίες του Βυζαντίου, να μελετά Πλάτωνα, να διηγείται τη σχεδόν μυστικιστική Μεγάλη Παρασκευή που πέρασε κάποτε στο Άγιο Όρος (μέρος που επισκέπτεται συχνά).
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής διευθύνει χωρίς μπαγκέτα, μιλάει αρκετές γλώσσες (οι Ρώσοι πάντως καμιά φορά ακόμα γελούν με την προφορά του), θεωρεί ότι οι σπουδαιότεροι αιώνες για τη μουσική ήταν ο 17ος και ο 18ος.
«Το πιο εκπληκτικό φαινόμενο στη ζωή είναι το φως. Μας δίνει ανάσα, ζωή και έρωτα. Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε σε κάποιον που δεν έχει δει ποτέ τον ήλιο τι είναι φως; Εγώ θα του έπαιζα Ραμό...», έχει πει, βάζοντας και τον Γάλλο συνθέτη στη λίστα με τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, πλάι στον Μαγιακόφκσι, τον Ζορζ Μπατάιγ, τον Μποντλέρ, τον Πολ Βαλερί, τον Ταρκόφσκι, τον Στραβίνσκι, τον Μαλαρμέ.
Του αρέσει επίσης ο τρόπος που παντρεύονται οι κοινωνικές ανησυχίες με το ρεύμα του ρομαντισμού τον 19ο αιώνα και παλαιότερα παραδεχόταν πως αντιπαθούσε τον Ροσίνι. Ιεροσυλία; Όχι δα! Έχει κάνει και μεγαλύτερες.
Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για το αγόρι που κάποτε αγνόησε μια γενναιόδωρη υποτροφία στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης για να εγκατασταθεί στην Αγία Πετρούπολη.
Εκεί, σπούδασε στο διάσημο Κρατικό Ωδείο της πόλης, πλάι σε μια σχεδόν μυθική μορφή των σοβιετικού πόντιουμ, τον Ίλια Μούσιν, ο οποίος πολύ γρήγορα παραδέχτηκε: «Είχα πολύ ταλαντούχους μαθητές σαν τον Βαλέρι Γκέρκγιεβ, τον Γιούρι Τερμικανόβ και μια μόνο διάνοια: τον Θεόδωρο Κουρεντζή».
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής γεννήθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 1972. Η μητέρα του, η υπέροχη κυρία Καίτη (ο μπαμπάς του δεν ζει πια) ήταν μουσικός με δικό της ωδείο στην περιοχή κι εκείνη που τον ώθησε από μικρή ηλικία στα μαθήματα πιάνου.
Στα επτά του υπέκυψε στο βιολί, ενώ, στα δώδεκα φοίτησε στο Ελληνικό Ωδείο, στο Τμήμα Θεωρητικής Μουσικής και στο Τμήμα Εγχόρδων.
Με τη σύνθεση ασχολήθηκε για πρώτη φορά το 1987 υπό τη καθοδήγηση του καθηγητή Γιώργου Χατζηνίκου, τον οποίο διαρκώς επικαλείται ως βασική νεανική επιρροή.
Κανείς προφανώς δεν φανταζόταν τότε πως αυτός ο πιτσιρικάς που ενηλικιώθηκε στις αλάνες του Βύρωνα θα ήταν σήμερα μουσικός με φήμη που έχει φτάσει στα πέρατα του κόσμου.
Γιατί πώς αλλιώς να περιγράψεις πού ακριβώς βρίσκεται το απόκοσμο Περμ; Σχεδόν 1.400 χιλιόμετρα μακριά από τη ρωσική πρωτεύουσα, στους πρόποδες της οροσειράς των Ουραλίων, ο Έλληνας μαέστρος βρήκε το τέλειο σκηνικό για το αφήγημά του.
Εκεί έστησε το μουσικό του βασίλειο, ένα ιδιότυπο καλλιτεχνικό κοινόβιο, ξαναδίνοντας ζωή σε μια πόλη της Σιβηριάς με σημαντικό καλλιτεχνικό παρελθόν.
Έφτιαξε μια αξιοζήλευτα καλή ορχήστρα αποτελούμενη από άριστα εκπαιδευμένους μουσικούς που εντόπισε ταξιδεύοντας σε δεκάδες ωδεία σε όλη τη Ρωσία κι οι οποίοι τον ακολουθούν με ζήλο, προσήλωση και αυτοθυσία.
Το σπίτι του στο Περμ, μισή τουλάχιστον ώρα μακριά από το θέατρο, βρίσκεται στην καρδιά ενός απίθανου, σχεδόν φοβιστικού δάσους, πάνω σε μια λίμνη, με ελάχιστα γειτονικά σπίτια τριγύρω και παρέα τα λευκά σκυλιά του και τη λατρεία που του δείχνουν οι Ρώσοι, οι οποίοι μετατρέπουν σε λαϊκό προσκύνημα κάθε του συναυλία.
Είναι ο ηγέτης αυτής της ανοικτής, πειραματικής καλλιτεχνικής εστίας που από τη μια δοκιμάζει τις πρωτοποριακές τους αντοχές κι από την άλλη ηχογραφεί έργα (όπως Τσαϊκόφσκι, Στραβίνσκι) που έχουν σημαδέψει τη ρωσική ψυχή και πλέον χαϊδεύουν το φθαρμένο ρωσικό μεγαλείο.
Η ταύτισή του με την Ρωσία ήρθε πολύ νωρίς. Το 2003 ο Κουρεντζής εντάχθηκε στην Εθνική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ρωσίας και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε επικεφαλής διευθυντής ορχήστρας στην Όπερα και το Μπαλέτο της πόλης Νοβοσιμπίρσκ (2004-2010).
Στο μεταξύ, το ίδιο διάστημα, ίδρυσε την ορχήστρα και χορωδία ΜusicAeterna, ενώ, το 2011 ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου του Περμ και ξεκίνησε μια αδιανόητη κούρσα μεγάλων κατακτήσεων κι ακόμα μεγαλύτερων διακρίσεων.
Teodor Currentzis records Don Giovanni
Ανάμεσά τους η έξοχη και βραβευμένη ηχογράφηση στον Ντον Τζοβάνι (BBC Music Magazine Awards 2017), η Τραβιάτα με τον Μπομπ Γουίλσον, οι τολμηρές παραγωγές του Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ (είναι και σε αυτό καλλιτεχνικός διευθυντής), οι 7 «Χρυσές Μάσκες» που έχει σαρώσει (το σημαντικότερο θεατρικό βραβείο της Ρωσίας), τα αμέτρητα μετάλλια και παράσημα, οι ψίθυροι που τον ήθελαν να αναλαμβάνει τον θρόνο της Φιλαρμονικής του Βερολίνου (το 2015 οι ειδικοί έπαιρναν όρκο πως το όνομά του ήταν μεταξύ των διαδόχων του σερ Σάιμον Ρατλ), η συμμετοχή του στο κινηματογραφικό πείραμα DAU του Ρώσου σκηνοθέτη Ίλια Κρζανόφσκι (για τις ανάγκες του οποίου πέρασε μήνες κλεισμένος σε μια προσομοίωση στρατοπέδου συγκέντρωσης του Στάλιν), η συνεργασία με τον Θόδωρο Τερζόπουλο, η υποψηφιότητα για βραβείο Emmy (μαζί με τον αδερφό του Βαγγελίνο Κουρεντζή, λόγω της συμμετοχής του στην Τελετή Έναρξης των Ευρωπαϊκών Αγώνων που ετοίμασε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν), οι θρίαμβοι στο Ζάλτσμπουργκ, η πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ BBC Proms του Λονδίνου, όπου παραμιλούσαν με τον Μπετόβεν του, η Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας (ανέλαβε μόλις τα ηνία της), η νέα του μεγάλη πρόκληση που δεν είναι άλλη από την πρώτη ηχογράφηση έργου του Μάλερ (και μάλιστα της καθηλωτικής Έκτης Συμφωνίας), η διαπίστωση του γερμανικού περιοδικού «Σπίγκελ» (με αφορμή τον παλαιότερο δίσκο του «Tchaikovsky violin concerto - Stravinsky "Les Noces"»): «Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για τον Μότσαρτ ή τον Στραβίνσκι: δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας ο Θοδωρής Κουρεντζής».
Δεν υπάρχει άραγε μία ρωγμή σε όλη αυτή την μυθιστορηματική καριέρα του Θόδωρου Κουρεντζή; Ασφαλώς. Και μάλλον είναι παραπάνω από μία.
«Είμαι καταθλιπτικός. Έχω κάνει ορισμένα ωραία πράγματα αλλά με τη ζωή μου ικανοποιημένος δεν είμαι. Βρίσκομαι σε σύγχυση...» έλεγε ήδη από το 2007 σε συνέντευξή του στον Γιώργο Σαρηγιάννη στα ΝΕΑ, παραδεχόμενος αυτήν τη λεπτή γραμμή στην οποία ισορροπούν συνήθως οι διάνοιες.
Αντικείμενο έντονης διαμάχης έχει επίσης υπάρξει η αγάπη του να σπάει τις παραδοσιακές γραμμές. Αιχμάλωτος της βιρτουοζιτέ του, επενδύει στις εντυπώσεις κι επιχειρεί μουσικές ακρότητες (συχνά, για παράδειγμα, πιέζει τις ταχύτητες της ορχήστρας) που γοητεύουν το ανεκπαίδευτο κοινό αλλά κάνουν τους ειδήμονες να ανατριχιάζουν.
Η ανασφάλειά του να διευθύνει μουσικούς που δεν τους έχει εκπαιδεύσει εκείνος είναι μια συχνή κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον του. Οι κριτικοί επιμένουν ότι δεν «πατά» το ίδιο γερά μακριά από την αγκαλιά της ορχήστρας του MusicAeterna (εξού και δεν ανεβαίνει συχνά στο πόντιουμ άλλων ορχηστρών).
Το περιβάλλον του από την άλλη επιμένει πως ο «Θόδωρος δεν είναι ένας μαέστρος που του αρέσει μόνο να διδάσκει ερμηνευτικούς τρόπους. Θέλει να μυεί τους μουσικούς της ορχήστρας στον δικό του παθιασμένο έρωτα για τη μουσική, μακριά από ακαδημαϊσμούς και την άψυχη τελειομανία».
Ίσως πάλι να του αρκεί η λατρεία με την οποία τον αντιμετωπίζουν στη Ρωσία. Οι συναυλίες του είναι sold out μήνες πριν, ενώ, σε αυτούς που έχουν υποκλιθεί στο καμαρίνι του, λέγεται πως συμπεριλαμβάνεται και η Ιρινα Σοστακόβιτς, χήρα του συνθέτη που τον συνεχάρη μετά από παράσταση της «Λαίδης Μακμπέθ του Μτσενσκ».
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, επίσης, είναι δηλωμένος θαυμαστής του. Κι εδώ μάλλον βρήκαμε μια ακόμα ρωγμή και μια σημαντική πηγή αμφισβήτησής του: ο εναγκαλισμός με το ρωσικό καθεστώς και η άρνησή του να ασκήσει κριτική στα κρούσματα λογοκρισίας είναι ξεκάθαρα.
«Το ελεύθερο σας πνεύμα δεν στριμώχνεται στη Ρωσία του Πούτιν;», τον είχα κάποτε ρωτήσει. «Στον τομέα του πολιτισμού, σας διαβεβαιώ πως παίρνω επιχορήγηση για πολύ ριζοσπαστικά θεάματα, που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Ωστόσο, φοβάμαι πως με την προπαγάνδα που κάνει η Δύση εναντίον της Ρωσίας ενδεχομένως αρχίσω να δέχομαι πιέσεις. Δεν είναι η Ρωσία μια χώρα όπου σκοτώνουν τους ομοφυλόφιλους στον δρόμο, παρόλο που όντως η σχετική νομοθεσία είναι ανόητη».
Στην Αθήνα πάντως με το που πατά το πόδι του, δημοσιογράφοι, συνάδελφοί του καλλιτέχνες και φίλοι της κλασικής τριγυρίζουν σαν τις μέλισσες γύρω του.
Δεν υπάρχει κανείς που να μη θέλει να τρυπώσει λίγο στις πρόβες του, να πάρει μυρωδιά από τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει και στήνει τα όργανα, να ζυγίσει αν είναι περισσότερο ιδιόρρυθμος ή σχολαστικός, ξωτικό ή πρίγκιπας.
Πάνε πέντε περίπου χρόνια από εκείνο το πρωινό που παρακολούθησα πρόβα του στο Μέγαρο Μουσικής για το σπαρακτικό αριστούργημα του γερμανικού ρομαντισμού, το «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Φραντς Σούμπερτ.
Τον πέτυχα τη στιγμή που ζητούσε ξανά και ξανά από τους τεχνικούς του Μεγάρου να πηγαίνουν μπρος πίσω τους υπότιτλους του έργου γιατί πριν από τις νότες ήθελε να διαβάσουν οι μουσικοί τα λόγια μέχρι να νιώσουν τον παλμό της παρτιτούρας και να κατανοήσουν απολύτως το συναίσθημα του συνθέτη.
«Δεν είναι εύκολο να το ζητήσεις αυτό από μια μεγάλη ορχήστρα με δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη. Οι άνθρωποι όταν μπαίνουν στη μάζα θεωρούν απαγορευμένες τις ευαισθησίες. Οι καλλιτέχνες, όμως, οφείλουν να είναι ευάλωτοι στο συναίσθημα. Γι' αυτό συνεργάζομαι μαζί τους. Καταλαβαίνω πως το ανθρώπινο βίωμά τους το κάνουν μουσική», μου είχε πει μετά, κάνοντας διάλειμμα για ένα τσιγάρο.
Teodor Currentzis records Mozart's Le nozze di Figaro, Così fan tutte & Don Giovanni
Σήμερα δεν καπνίζει πια (ένα ακόμα στοίχημα κερδισμένο) και μάλλον κάπως αλλιώς θα διαχειριστεί το άγχος του για την αυριανή αθηναϊκή συναυλία.
Μπορεί να αρνείται πεισματικά να αναλάβει μια ελληνική ορχήστρα ή οργανισμό (για πόσες θέσεις πια τον έχουμε ακούσει ως υποψήφιο;) διότι δεν αντέχει την έλλειψη διαπαιδαγώγησης και πειθαρχίας, ωστόσο, όπως λένε οι πιο στενοί του άνθρωποι, τίποτα δεν τον αγχώνει περισσότερο από την επιστροφή στο ελληνικό κοινό.
Ο ίδιος το θέτει διαφορετικά: «Οι Έλληνες που ζούμε στο εξωτερικό έχουμε μια ιδεατή ελληνικότητα. Μου λείπει πολύ η Ελλάδα, παρόλο που καταλαβαίνω πως η πραγματικότητα δεν είναι ιδεατή.
»Ωστόσο, τη διαφορά πάντα κάνει ο τρόπος που βλέπουμε την πραγματικότητα και ο τρόπος που εκμεταλλευόμαστε όσα μας επιφυλάσσει η ζωή. Αυτό έκανα κι εγώ στη Ρωσία: την ελληνική μου επανάσταση σε ένα μέρος που είδα ότι μπορούσα.
»Το MusicAeterna είναι ένα σύνολο ελληνικής σκέψης, που ενδεχομένως στην Ελλάδα δεν θα αναπτυσσόταν ποτέ, καθώς κανείς δεν γίνεται προφήτης στον τόπο του. Με λυπεί ο τρόπος που αντιμετωπίζεται εδώ ο πολιτισμός. Φοβάμαι πως σε 20 χρόνια δεν θα θυμάται κανείς τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Ο κόσμος σχηματίζει αντιστάσεις στην τέχνη».
Όχι πάντα... Σε εκείνον ελάχιστοι αντιστέκονται. Κακά τα ψέματα, το ελληνικό κοινό του έχει απολύτως παραδοθεί και αύριο σε ένα ασφυκτικά γεμάτο Μέγαρο του ετοιμάζει μια ακόμα θριαμβευτική υποδοχή.
Μην ξεχνάμε πως αυτό το εκρηκτικό πλάσμα έχει φτιάξει το μουσικό του σύμπαν σε μια πόλη που ως το 1957 ήταν γνωστή με το όνομα Μολότοφ (προς τιμή του Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, Σοβιετικού πολιτικού και διπλωμάτη που συνδέθηκε με την σχετική βόμβα).
Άραγε όταν έχεις βάλει φωτιά στην καρδιά της Σιβηρίας, μπορεί να σε σταματήσει κάτι;
σχόλια