Στο Περμ, η Κατερίνα Ευαγγελάτου και ο Θόδωρος Κουρεντζής ένωσαν τις δυνάμεις τους σε μια ιδιαιτέρως αγαπητή όπερα, Τα Παραμύθια του Όφενμπαχ, του Ε.Τ.Α. Χόφμαν. Η πρεμιέρες έγιναν χθες και προχθές το βράδι με μεγάλη επιτυχία. Μιλήσαμε με την Ελληνίδα σκηνοθέτη για να μας περιγράψει την καλλιτεχνική αυτή περιπέτεια.
Υπάρχει μια συναισθηματική εμπλοκή και μάλιστα για να πραγματοποιηθεί μια παράσταση όπερας, είδος με το οποίο καταπιάνομαι πρώτη φορά. Η υποδοχή του κοινού αλλά και η αντίδρασή του την ώρα της παράστασης μου δίνει μεγάλο θάρρος και χαρά.
Ένας εύθυμος και αντισυμβατικός της μουσικής
Στον Όφενμπαχ ποτέ δεν άρεσε να γράφει όπερες. Εύθυμος και προβοκατόρικος χαρακτήρας προτιμούσε να γράφει οπερέτες στις οποίες σατίριζε την συμβατικότητα και τη μεγαλοπρέπεια των ηρώων της όπερας.
Λίγο πριν τα 60 και ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του αποφάσισε να συνθέσει τη μόλις δεύτερη όπερα της καριέρας του.
Η όπερά του δεν ήθελα να μοιάζει με τις άλλες και επέλεξε να μελοποιήσει έναν παραμυθά των αρχών του 19ου αιώνα που διακρινόταν και αυτός για την αντισυμβατικότητά του. Τον Ερνστ Χόφμαν. Ο Ζιλ Μπαρμπιέ έγραψε το λιμπρέτο αλλά η όπερα ανέβηκε μετά το θάνατο του Όφενμπαχ. Εν τέλει η όπερα έκανε πρεμιέρα στο παρισινό θέατρο Opéra-Comique στις 10 Φεβρουαρίου του 1881.
Τα Παραμύθια του Χόφμαν έχουν την ιδιαιτερότητα ότι αφηγούνται τρεις φαινομενικά διαφορετικές ιστορίες (τέσσερις με πρόλογο-επίλογο), με μοναδικό συνδετικό κρίκο την παρουσία σε όλες του Ποιητή και της Μούσας/Φίλου. Σε κάθε ιστορία όμως επαναλαμβάνονται τρεις «στερεοτυπικοί» ρόλοι, έστω και με διαφορετικά επιμέρους χαρακτηριστικά: ένας υπηρέτης, μια γυναίκα - αντικείμενο του πόθου και ένας άλλος άνδρας - πνεύμα του κακού.
Πρόκειται για μία από τις κορυφαίες δημιουργίες στον τομέα της όπερας και συνδυάζει έκρηξη πρώιμου ρομαντισμού με μια ατμόσφαιρα ερωτισμού και μαγείας από τον κόσμο του Φανταστικού που περικλείουν οι ιστορίες του Ε.Τ.Α Χόφμαν.
Τι λένε αυτά τα παραμύθια;
Στο έργο πρωταγωνιστούν ο Χόφμαν είναι ένας ποιητής που συχνάζει στην ταβέρνα "Μαρτίνος Λούθηρος",Είναι ερωτευμένος με την τοπική πριμαντόνα Στέλλα, όμως τον διεκδικεί και η Μούσα που θέλει να τον κάνει να απαρνηθεί τα ανθρώπινα πάθη και να αφοσιωθεί στην τέχνη.
Η όπερα ξεκινά με τη Μούσα να παίρνει τη μορφή του Νικλάους, του καλύτερου φίλου του ποιητή. Παράλληλα ένας υπηρέτης της Στέλλας, ο Αντρέ, ψάχνει το Χόφμαν κομίζοντας ένα σημείωμα της κυρίας του και ένα κλειδί: η Στέλλα επιτέλους τον προσκαλεί στο καμαρίνι της μετά την αποψινή παράσταση. Ο Λίντορφ, ένας γέρος δημοτικός σύμβουλος που είναι επίσης ερωτευμένος με τη Στέλλα, το υποψιάζεται και εξαγοράζει τον Ανδρέ για να δώσει σε αυτόν το σημείωμα.
Στην πρώτη περιπέτεια, ο Χόφμαν ερωτεύεται μία μηχανική κούκλα σε ανθρώπινο μέγεθος, την Ολυμπία, η οποία έμοιαζε με ζωντανή. Την κούκλα αυτή είχε φτιάξει ο εκκεντρικός εφευρέτης Σπαλαντσάνι με τη βοήθεια του μάγου Κοπέλιους.
Η δεύτερη περιπέτεια του Χόφμαν ξετυλίγεται στη μαγική Βενετία. Ο Νικλάους, ο πιστός φίλος του Χόφμαν, τραγουδάει με την ωραία Τζουλιέτα στο παλάτι της, πάνω από το μεγάλο κανάλι. Ο Χόφμαν, που είναι μαζί τους, ερωτεύεται την Τζουλιέτα και ο Νικλάους τον συμβουλεύει να έχει το νου του γιατί η Τζουλιέτα είναι επικίνδυνη. Αυτή βρίσκεται υπό τον έλεγχο του σατανικού μάγου Νταπερτούτο, ο οποίος την χρησιμοποιεί για να μετατρέπει σε υποχείρια τους επίδοξους εραστές της.
Η τρίτη περιπέτεια εξελίσσεται στο Μόναχο. Η καλλίφωνη και χαριτωμένη Αντωνία είναι κόρη μουσικών. Ο Χόφμαν την αγαπά και την παρακινεί να ασχοληθεί με το τραγούδι καθώς η Αντωνία έχει κληρονομήσει τη θαυμάσια φωνή της μητέρας της και το ταλέντο της. Απ' την άλλη μεριά, ο πατέρας της κοπέλας, Ρατ Κρέσπελ, προσπαθεί να την κρατήσει μακριά απ' την επιρροή του ποιητή επειδή μόνο αυτός γνωρίζει ένα φοβερό μυστικό: η Αντωνία πάσχει από μία ασθένεια που επιδεινώνεται με το τραγούδι.
Πίσω στην ταβέρνα της Νυρεμβέργης, ο Χόφμαν έχει τελειώσει την αφήγηση και εξηγεί πως οι έρωτές του (Ολυμπία, Τζουλιέτα, Αντωνία) ήταν οι τρεις πλευρές της ίδιας πριμαντόνας (Στέλλα), αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα τη νιότη, την κοκεταρία και την καλλιφωνία.
Το Περμ και οι Έλληνες
Το Περμ είναι πόλη και διοικητικό κέντρο της Περιφέρειας Περμ Κράι της Ρωσίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κάμα, στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας κοντά στα Ουράλια Όρη. Σήμερα ο καιρός είναι κάπως καλός. Έχει μόνο μείον 16 βαθμούς.
Ο Θόδωρος Κουρεντζής είναι καλλιτεχνικός διευθυντής της Όπερας της Περμ από το 2011. Επί της διεύθυνσής του η Όπερα αυτή έχει καταστεί ανερχόμενο μουσικό κέντρο της Ευρώπης, παρουσιάζοντας σπουδαίες συναυλίες και παραγωγές με ονόματα διεθνούς ακτινοβολίας όπως ο Romeo Castellucci, ο Peter Sellars κ.ά, ενώ το 2012 με την ορχήστρα του εξασφάλισε αποκλειστικό συμβόλαιο με τη Sony Music για να ηχογραφήσει τις τρεις όπερες των Μότσαρτ/ Ντα Πόντε και ήδη το πρώτο cd με τους «Γάμους του Φίγκαρο» έχει προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση διεθνώς αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές.
Συνεργάζεται με την Κατερίνα Ευαγγελάτου, την οποία προσκάλεσε να σκηνοθετήσει την όπερα του Όφενμπαχ. Ο καρπός της πρώτης καλλιτεχνικής συνεργασίας τους έκανε πρεμιέρα προχθές στην Κρατική Όπερα της Περμ, με τον κόσμο να χειροκροτεί όρθιος επί 15 λεπτά.
Η συζήτηση με την Κατερίνα Ευαγγελάτου
Έχω μεγάλη συναισθηματική ένταση, μας είπε σήμερα το πρωί από το Περμ, γιατί μόλις βλέπω και εγώ ένα κόπο και μια εργασία πολλών μηνών να ολοκληρώνεται.
Υπάρχει μια συναισθηματική εμπλοκή και μάλιστα για να πραγματοποιηθεί μια παράσταση όπερας, είδος με το οποίο καταπιάνομαι πρώτη φορά. Η υποδοχή του κοινού αλλά και η αντίδρασή του την ώρα της παράστασης μου δίνει μεγάλο θάρρος και χαρά.
Ο κόσμος εδώ ήταν εξαιρετικά διαθέσιμος πράγμα πολύ σοβαρό για την όπερα. Είναι ένα είδος με άλλους κανόνες, είναι ένα τεστ αντοχής, οργάνωσης και συνεννοήσης και για τους προσκεκλημένους καλλιτέχνες και για το μόνιμο προσωπικό της όπερας. Και μέσα σε αυτό τον μεγάλο συντονισμό, πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να ασχοληθείς και με την σκηνοθετική λεπτομέρεια, την ατμόσφαιρα, το ύφος και την υποκριτική.
Προσέγγισα το έργο σκηνοθετικά, με πρόλογο και επίλογο στο σήμερα, ενώ τα υπόλοιπα τρια μέρη του έργου ταξιδεύουν όχι μόνο στις περιοχές αλλά και στην ατμόσφαιρα του κ΄σομου. Έτσι το πρώτο μέρος είναι σαν φάρσα, έχει τρέλλα και στοιχεία της δεκαετίας του 60, το δεύτερο μοιάζει με ψυχολογικό θρίλερ, με θέατρο δωματίου και το τρίτο προσεγγίζει την σκοτεινή ατμόσφαιρα του άλλου κόσμου, τους μύθους του κάτω κόσμου... Ήταν ένα στοίχημα αισθητικής και προσέγγισης και δουλειάς που παλέψαμε πολύ με όλους τους συνεργάτες μου.
Δουλέψαμε πολύ στενά με την χορογράφο Πατρίσια Απέργη, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Τέλλο και την σκηνογράφο και ενδυματολόγο Galya Solodovnikova.
σχόλια