ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ μεγαλύτερες μουσικές «επαναστάσεις», που ζήσαμε, όσοι θυμόμαστε καλά τα έιτις, ήταν η έκρηξη του world και του ethnic – στο δεύτερο μισό εκείνης της δεκαετίας. Η ποπ, το ροκ, η τζαζ, το blues και τα λοιπά, μπορεί να ακολουθούσαν την πορεία τους, αλλά συνάμα σαν ακροατής, ο καθένας και η καθεμία από εμάς, ένοιωθε, πως «τα πάντα» είχαν τελειώσει και πως ό,τι άκουγες, από ’κει και πέρα, ήταν απλώς αναμασήματα. Ευχάριστα και ωραία, που μπορεί να σου κρατούσαν καλή παρέα, στα κλαμπ και τα μπαρ, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αναμασήματα.
Ήταν προφανές, θέλω να πω, πως το διαφορετικό δεν θα μπορούσε να προέλθει, πλέον, από τη Δύση, και από τα γνωστά κέντρα της ποπ, και πως θα έπρεπε, αυτά ακριβώς τα κέντρα, κάποιο μέρος τους τέλος πάντων, να την ψάξει προς άλλες κατευθύνσεις, αν ήθελε η μουσική να κάνει ένα βήμα παρακάτω.
Οι πολιτικές του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν μια πολύ βασική αιτία, που έσπρωξε κάποιους ευαισθητοποιημένους και οπωσδήποτε υποψιασμένους μουσικούς της εποχής να ανοίξουν τη βεντάλια των επιρροών τους προς άλλες κατευθύνσεις.
Οι πολιτικές του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ήταν μια πολύ βασική αιτία, που έσπρωξε κάποιους ευαισθητοποιημένους και οπωσδήποτε υποψιασμένους μουσικούς της εποχής να ανοίξουν τη βεντάλια των επιρροών τους προς άλλες κατευθύνσεις. Ο πρώτος εξ αυτών (τουλάχιστον από τα μεγάλα ονόματα) ήταν ο Peter Gabriel, ο οποίος το 1980 τραγουδά το “Biko” (κομμάτι επηρεασμένο από τον θάνατο του νοτιοαφρικανού ακτιβιστή των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων Steve Biko το 1977), κάνοντας ποπ με afro στοιχεία, συνιδρύοντας το 1982 το φεστιβάλ WOMAD, πριν έλθει η ώρα να βάλει στα σκαριά και την Real World Records το 1989.
Ο δεύτερος ήταν ο Paul Simon, ο οποίος το 1986 κυκλοφορεί το πολύ επιτυχημένο LP “Graceland”, συνεργαζόμενος και με νοτιοαφρικανούς μουσικούς, δείχνοντας πως ο δρόμος δεν είναι άλλος από αυτόν του ανακατέματος δυτικών και αφρικανικών (εν προκειμένω) επιρροών, έτσι ώστε να μπουν οι βάσεις για ένα νέο είδος μουσικής, που δεν θα άφηνε ανεπηρέαστη και την ποπ. Να μην ξεχνάμε πως το 1988 ο Eddy Grant θα έσπαγε τα κοντέρ με το “Gimme hope Jo'anna”, δηλαδή μ’ ένα ακόμη τραγούδι κατά του απαρτχάιντ, κάτι που θα έκανε (από την μεριά του afro) και ο Mory Kanté από την Γουινέα με το “Yé ké yé ké” του την προηγούμενη χρονιά (1987).
Το 1986 δημιουργείται στο Λονδίνο η World Circuit Records, η οποία μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα τυπώσει απίστευτους δίσκους των Kanté Manfila, Ali Farka Toure, Jali Musa Jawara, Abdel Gadir Salim, Orchestra Baobab κ.ά., πριν ο Nick Gold, μαζί με τον Ry Cooder, προκαλέσουν σεισμό, λίγο μετά το μέσο των 90s, με τους περίφημους Buena Vista Social Club (1997).
Ένας άλλος πολύ σημαντικός παραγωγός της εποχής –λέμε πάντα για την δεκαετία του ’80– ήταν ο Αμερικανός Joe Boyd, τον οποίο ο κόσμος θα τον ήξερε ως «Βρετανό», αφού από τα σίξτις ήδη ήταν εγκατεστημένος στο Λονδίνο, δουλεύοντας στην πορεία με τους Pink Floyd, τους Fairport Convention, τους Incredible String Band, τον Nick Drake, την Vashti Bunyan, τις καναδές αδελφές McGarrigle κ.ά. Το 1980 ο Boyd θα ιδρύσει την περιώνυμη Hannibal Records αρχίζοντας, σταδιακά, να ηχογραφεί και καλλιτέχνες από την ανατολική Ευρώπη, τον «τρίτο κόσμο» και από αλλού, ή τέλος πάντων να κυκλοφορεί δίσκους τους, επιχειρώντας και αυτός τη δική του μεγάλη παρέμβαση.
Έτσι, το 1986, ο Boyd θα βγάλει άλμπουμ του Αιθίοπα Mahmoud Ahmed, έτη φωτός μπροστά από τις συλλογές “Éthiopiques”, που θα ξεκινούσαν το 1998, θα ηχογραφήσει τους Ούγγρους Muzsikás και την Márta Sebestyén, θα κυκλοφορήσει LP του Κουβανού Silvio Rodriguez, των Trio Bulgarka, των Ισπανών Ketama και Pata Negra και ήταν τότε, εκείνη την εποχή, όταν θα τύπωνε και το περίφημο LP “Kaira” (1988) το πρώτο αυστηρά προσωπικό άλμπουμ του Μαλινέζου Toumani Diabaté στη Δύση (και όπου αλλού) σε παραγωγή της Lucy Durán. Γι’ αυτό τον μεγάλο μουσικό, που θα έφευγε από τη ζωή στις 19 Ιουλίου, στα 59 χρόνια του, θα πούμε πολλά στη συνέχεια.
Θυμάμαι τον αείμνηστο φίλο Γιάννη Αδαλόπουλο συνεργάτη και στο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» να μου λέει από εκείνη ήδη την εποχή, στο τέλος των έιτις, πως... το ροκ έχει πλέον τελειώσει και πως η νέα μουσική ήταν αυτή της Hannibal του Joe Boyd και όλων των άλλων παραγωγών, με ήχους από τους ξεχασμένους κόσμους. Το έβλεπα, το άκουγα, αλλά... Πάντα πίστευα στην απελευθερωτική δύναμη του ροκ, και τότε και σήμερα ακόμη (κάτι που είναι πλέον ψευδαίσθηση), αλλά εκείνα τα χρόνια μού φαινόταν κάπως βαρύ να το αποδεχθώ. Ο Γιάννης όμως επέμενε – και κάτω από το δικό του μουσικό ψηστήρι, να το πω έτσι, θα αγόραζα τελικά, τότε, το άλμπουμ “Songhai” [Hannibal, 1988] με τους Ketama, τον Toumani Diabaté και τον άσσο μπασίστα Danny Thompson (από Pentagle κ.λπ.), το οποίο έχω ακόμη στη δισκοθήκη μου, και εξακολουθώ να το απολαμβάνω, όπως και την πρώτη φορά.
Ο Γιάννης, που πίστεψε από νωρίς στους ήχους από τα πέρατα του κόσμου, όπως και στα αναρίθμητα crossovers που θα ακολουθούσαν, θα συναντούσε τον Toumani Diabaté σ’ ένα από τα ταξίδια του στο Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού, σε κάποιο φεστιβάλ world music, θα συζητούσε μαζί του, και τον Ιούλιο του 2000 εκείνη τη συζήτηση θα την μετέφερε και στο «Jazz & Τζαζ» (τεύχος #88). Είναι ό,τι ακολουθεί (με τα λόγια του Diabaté):
«Προέρχομαι από οικογένεια παραδοσιακών griots μουσικών. Οι griots ήταν μια κάστα μουσικών, που είχαν σημαντικό κοινωνικό ρόλο. Υμνούσαν τους βασιλείς, λειτουργούσαν σαν αγγελιοφόροι, χρωμάτιζαν με το τραγούδι και το παίξιμό τους τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα και διέδιδαν την προφορική παράδοση και την ιστορία, μέσω των στίχων των τραγουδιών τους. Είμαι φορέας αυτής της παράδοσης, αλλά παρόλο που παίζω κομμάτια που έπαιζε και ο πατέρας μου Sidiki Diabaté, δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν παραδοσιακό τοπικό μουσικό. Θέλω πρώτα-πρώτα να δείξω, να κάνω γνωστή αυτή την παράδοση, που έχει τις ρίζες της στον 13ο αιώνα και την αυτοκρατορία των Mandinka, στον υπόλοιπο κόσμο.
Εκείνο επίσης που προσπαθώ είναι να βάζω καινούριες ιδέες στα παραδοσιακά τραγούδια. Είναι σημαντικό να έχεις επαφή με τις ρίζες, όταν παίζεις ένα παραδοσιακό όργανο, αλλά για μένα είναι σημαντικό να αναπτύξεις την παράδοση. Έχω συνεργαστεί με μουσικούς από την Ισπανία, την Ινδία, την Αμερική, την Αγγλία, την Ιαπωνία, από ένα σωρό διαφορετικές χώρες και κουλτούρες. Στην αρχή η οικογένειά μου ήταν επιφυλακτική. Πώς θα παίξεις kora με τον Taj Mahal ή τους Ketama; “Ο Τουμανί τρελάθηκε” έλεγαν. Μετά, όμως, αγάπησαν το αποτέλεσμα και τώρα είναι περήφανοι, που μεταφέρω το μήνυμα. Το δικό μου στυλ είναι διαφορετικό από το δικό τους, αλλά σέβονται την ιδέα να παίξω το ρόλο του griot σ’ έναν μοντέρνο κόσμο.
Η kora είναι ένα όργανο με υπέροχο ήχο και μεγάλες δυνατότητες. Μπορείς να παίζεις τη μελωδία και ταυτόχρονα να κρατάς τη γραμμή του μπάσου και τον ρυθμό. Μοιάζει με μικρή ορχήστρα. Θα ήθελα να την δω ευρύτερα διαδεδομένη και με σημαντικότερο ρόλο στην παγκόσμια μουσική. Πιστεύω στη συνάντηση των πολιτισμών και τη μείξη των μουσικών στυλ. Η μουσική είναι η μόνη κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Όταν ηχογραφούσα με τους Ισπανούς Ketama δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μέσω ενός κοινού γλωσσικού ιδιώματος. Μιλήσαμε, όμως, μέσω της μουσικής και φτιάξαμε το “Songhai”.
Ήμουν σ’ ένα πάρτυ στο Λονδίνο, τότε, και έπαιζα την kora μου. Έτυχε να είναι εκεί και το ισπανικό γκρουπ. Έρχονται και μου λένε πως αυτά που παίζω μοιάζουν με φλαμένκο, για να τους πω πως... “όχι, δεν είχα ποτέ καμία επαφή με την ισπανική μουσική στο Μαλί και δεν την ξέρω καθόλου”. Ήρθαν σπίτι μου, φάγαμε κι ένα βράδυ πήγα στο κλαμπ, στο Λονδίνο, που έδιναν συναυλία. Μου λένε... “φέρε την kora σου να παίξεις κάτι”. Έπαιξα το “Jarabi”. Ο κόσμος ζήταγε κι άλλο. Κι έτσι παίξαμε μαζί, επί τόπου, χωρίς πρόβα και ήταν πολύ καλά. Κι έτσι συνδεθήκαμε. Δυο-τρεις μήνες αργότερα έλαβα το εισιτήριό μου για Μαδρίτη. Εκεί ηχογραφήσαμε το “Songhai”».
Ketama, Toumani Diabate, Danny Thompson - Jarabi
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, και βασικά λέμε για την δεκαετία του ’90 πια, ο Toumani Diabaté με την γλυκόλαλη kora του (που τελείως χοντρικά περιγράφεται και ως δυτικοαφρικανική άρπα) θα βρεθεί στο κέντρο αυτής της world / ethnic έκρηξης, δίνοντας αμέτρητες συναυλίες και κυκλοφορώντας εντυπωσιακούς δίσκους. Ανάμεσά τους το “Songhai 2” [Hannibal, 1994], ξανά με τους Ketama, τον Danny Thompson, τον Ισπανό κιθαρίστα José Soto, τους Keletigui Diabaté, Basekou Kouyate κ.ά., το θαυμάσιο “Djelika” (1993/1995) επίσης με τον Keletigui Diabaté στο balafon (δυτικοαφρικανικό ξυλόφωνο), τον Basekou Kouyate στο ngoni (δυτικοαφρικανικό έγχορδο) και τους Danny Thompson & Javier Colina στο κοντραμπάσο, ενώ φοβερή ήταν και η επικοινωνία του με τον Ballake Sissoko, επίσης σε kora, στο “New Ancient Strings” [Hannibal / Rykodisc, 1999]. Και ήταν τότε, όταν θα προέκυπτε η ιστορική συνεργασία Toumani Diabaté και Taj Mahal, που θα χαρακτήριζε, μουσικά, το τέλος του (περασμένου) αιώνα.
Όταν αναφερόμαστε στον Taj Mahal λέμε για έναν πολύ σημαντικό αμερικανό τραγουδοποιό, που επιχείρησε ήδη από τα late sixties να ανανεώσει το blues, κάνοντας στην πορεία πολλά και καλά άλμπουμ, ανακατεύοντας rock, soul, funk, latin, jazz, country, folk κ.λπ., χωρίς ποτέ να χάσει το μέτρο και χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την πρώτη-πρώτη μουσική αγάπη του. Με βάση το blues, εξάλλου, θα εξελισσόταν ένας από τους πιο συναρπαστικούς δίσκους της εποχής, το περίφημο “Kulanjan” [Hannibal, 1999], η συνεργασία δηλαδή Taj Mahal και Toumani Diabaté. Όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Taj Mahal στο αμερικάνικο περιοδικό “Blues Revue” [Issue No.56, April 2000]:
«Τα μικρόφωνα θα λυγούσαν, καθώς θα άκουγαν αυτή τη μουσική συζήτηση ανάμεσα σ’ έναν ορφανό 350 ετών, δηλαδή εμένα, και τους για χρόνια χαμένους γονείς του. Έχω τόση μουσική μπροστά μου να παίξω και παρ’ όλα αυτά σκέφτομαι, μετά από αυτή την ηχογράφηση, πως αν δεν πιάσω ξανά κιθάρα στα χέρια μου, στο υπόλοιπο της ζωής μου, δεν θα χάσω και τίποτα. Μιλώντας γενικά για τους Αφρικανούς θα πρέπει να πω πως, στο παρελθόν, είχαν πολύ ανθηρές κοινωνίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τα γνωρίζουν αυτά. Δεν έχουν ιδέα, για παράδειγμα, για τις μεγάλες αυτοκρατορίες του Μαλί, εκεί απ’ όπου βγήκε όλη σχεδόν η μουσική.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν λόγιοι, μορφωμένοι, πριν τους καταστρέψουν τα πάντα. Όμως πριν από την καταστροφή είχαν την πρόνοια να ορίσουν τα σόγια εκείνα, στα οποία θα εμπιστεύονταν όλη την προηγούμενη γνώση, μέσα από μια προφορική διαδικασία, καταγράφοντας κάθε τι στις μνήμες τους, σαν αόρατες βιβλιοθήκες. Αυτοί ακριβώς ήταν οι griots. Ο Toumani Diabaté είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Είναι ένας griot 71ης γενιάς! Οι πρόγονοί του ήταν ανάμεσα στις οικογένειες, που τους είχε εκχωρηθεί αυτό ακριβώς το καθήκον. Πολλοί Αφροαμερικανοί, είναι αλήθεια, ακούγοντας τη λέξη blues, οδηγούνται πίσω στο γεμάτο πόνο παρελθόν της σκλαβιάς. Αυτό είναι ένα πρόβλημα και εντοπίζεται στο ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν επιχειρήσει να προσπεράσουν αυτό το πονεμένο παρελθόν, κοιτάζοντας ακόμη πιο πίσω, το πώς ηχούσε η μουσική στην άλλη πλευρά του ωκεανού εκείνα τα παλιά χρόνια. Με το “Kulanjan” έχουν την ευκαιρία να κάνουν αυτή την υπέρβαση, αρκεί να δώσουν λίγη περισσότερο προσοχή, απ’ όσο πριν».
Taj Mahal - Catfish Blues
Η δεκαετία του 2000 ήταν επίσης πολύ σημαντική, για την πορεία στα μουσικά πράγματα, του Toumani Diabaté – καθώς σημαδεύτηκε από φοβερούς δίσκους και απροσδόκητες συνεργασίες. Το 2002 κυκλοφορεί το άλμπουμ του “Roswell Rudd's MALIcool” [Sunnyside], που σηματοδοτούσε την επικοινωνία του με τον μεγάλο τρομπονίστα της τζαζ Roswell Rudd (1935-2017). O Rudd ανήκε στη free γενιά του ’60 και οι συνεργασίες του στα στούντιο με Albert Ayler, Don Cherry, John Tchicai, Cecil Taylor, Steve Lacy, Carla Bley, Archie Shepp και δεκάδες άλλους αποτελούν μνημεία της ηχογραφημένης τζαζ. Πάντα ανοιχτός σε νέες ιδέες και νέες προκλήσεις ο Rudd θα συνεργαζόταν και με τον Diabaté (παρουσία και άλλων μουσικών), σ’ αυτό το CD, που θεωρήθηκε τότε κάτι σαν «δίσκος της χρονιάς» (γι’ αυτές τις «διαφορετικές» μουσικές), διασκευάζοντας οι δυο τους έως και την «Ωδή της χαράς» του Μπετόβεν!
Malijam · Roswell Rudd's feat. Toumani Diabete
Στα 2000s θα ηχογραφούσε και σόλο ο Toumani Diabaté, το αριστουργηματικό άλμπουμ του “The Mandé Variations” [World Circuit, 2008], όμως η δεκαετία εκείνη θα χαρακτηριζόταν, πρωτίστως, από τις συνεργασίες του με τον σπουδαίο Ali Farka Touré (1938-2006), τον μαλινέζο κιθαρίστα και τραγουδιστή, που ασκήθηκε παθιασμένα με το δυτικοαφριακανικό blues, αφήνοντας τεράστια παρακαταθήκη. Τα κοινά άλμπουμ τους “In the Heart of the Moon” [World Circuit, 2005] και “Ali and Toumani” [World Circuit, 2010] αποτελούν μνημεία της σύγχρονης μουσικής του Μαλί και όλου του ξεχασμένου κόσμου. Ο ήχος, χοντρικά, θυμίζει country music και είναι σαν ν’ ακούς, «σαν» λέω, να μάχονται δύο banjoists ή ένας κιθαρίστας κι ένας banjoist.
Πάντα στην δεκαετία του 2000 ο Diabaté θα δώσει ακόμη μεγαλύτερη διέξοδο και σ’ ένα ευρύτερο σχήμα, μέσα από το οποίο θα παρουσίαζε τις πιο compact απόψεις του για την μαλινέζικη μουσική. Ο λόγος για την Symmetric Orchestra, μια μπάντα που την αποτελούσαν μουσικοί και τραγουδιστές που έπαιζαν παραδοσιακά μαλινέζικα, μα και δυτικά όργανα (πλήκτρα, ηλεκτρικές κιθάρες κ.λπ.), συνδυάζοντας τοπικά, afro, τζαζ, λάτιν και άλλα διάφορα στοιχεία, δημιουργώντας ένα μοναδικό ηχητικό μωσαϊκό. Ήταν η εποχή της εμφάνισης του Diabaté στα μεγάλα φεστιβάλ (WOMAD, Glastonbury κ.λπ.), όταν θα ανακαλυπτόταν και από την ποπ. Και ήταν τότε όταν θα συνεργαζόταν και με την Björk στο “Volta” (2007), παίζοντας kora στο “Hope”.
Toumani Diabaté's Symmetric Orchestra - Ya Fama
Στην δεκαετία του 2010 ο Toumani Diabaté θα παρουσιάσει στον κόσμο τον γιο του Sidiki Diabaté, επίσης χειριστή της kora. Οι δυο τους θα ηχογραφήσουν διάφορα άλμπουμ, όπως το “Toumani & Sidiki” [World Circuit, 2014], με τη νεότερη (72η) griot γενιά να παίρνει πλέον τη σκυτάλη. Φυσικά, ο Toumani δεν θα σταματήσει τις crossover συνεργασίες του, συμπράττοντας αυτή τη φορά με τον σπουδαίο Béla Fleck, τον αμερικανό βιρτουόζο του μπάντζου. Το κοινό άλμπουμ τους “The Ripple Effect” [Craft Recordings, 2020] υπήρξε ακόμη μια εντυπωσιακή ντούο καταγραφή, που τόσο ταιριάζουν στην kora (τα ντουέτα). Όμως ο Diabaté δεν θα σταματήσει να πειραματίζεται ηχογραφώντας ακόμη και με την London Symphony Orchestra αυτή τη φορά (άκου το άλμπουμ “Kôrôlén” στην World Circuit από το 2021), κλείνοντας μ’ ένα ακόμη ξεχωριστό ντούο, όταν θα βρεθεί να συμπλέει με τον ιρανό άσσο του kamancheh (τοξωτό έγχορδο) Kayhan Kalhor. Το άλμπουμ τους “The Sky Is The Same Colour Everywhere” [Real World, 2023] είναι ανατριχιαστικό!
Ο Toumani Diabaté είχε επισκεφθεί την Ελλάδα σίγουρα δύο φορές. Την πρώτη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 9 Ιουλίου 2009, όταν είχε παίξει και σόλο kora και με μικρό σχήμα, και την δεύτερη στις 2 Δεκεμβρίου 2012 στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (όπως λεγόταν τότε η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση). Κι εκεί είχε εμφανισθεί με μικρό σχήμα (με τους Fanta Mady Kouyaté κιθάρα, Mohamed Koita μπάσο και Fode Kouyaté ντραμς). Όποιοι τον είχαν δει θα μιλάνε, πάντα, για (μουσικές) εμπειρίες ζωής.
The Sky Is the Same Colour Everywhere · Kayhan Kalhor · Toumani Diabate