O Tsaki είναι μία από τις θρυλικές μορφές της χιπ-χοπ σκηνής της Θεσσαλονίκης. Με μια καριέρα που ξεκινάει από το 2003 με τους Πρόταγμα, όταν ήταν 15 χρονών, με τους οποίους κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του το 2004, και θητεία σε ένα από τα ιστορικά σούπερ γκρουπ του ελληνικού ραπ, τους Bong Da City, o Tsaki είναι από τους ράπερ των ’00s που σημάδεψαν το είδος με ένα στυλ που είναι μοναδικό και δύσκολο να αντιγραφεί. Ο τρόπος που ραπάρει, πατώντας σε υπερβολικά γρήγορα τέκνο beat με ταχύτητα ριπής, έγινε ξεκάθαρος με τους Joker/Two-Face που έφτιαξε με τον Styl Mo, ένα από τα μέλη των Bong Da City, που από το 2012 έκαναν δημοφιλή τον ηλεκτρονικό ήχο –και τον ήχο των ηλεκτρονικών– σε ένα κοινό που oλοένα γιγαντώνεται. Οι συναυλίες τους είναι εκρηκτικές και όλες οι εμφανίσεις τους στην Ελλάδα και την Κύπρο sold-out, δημιουργώντας ένα φανατικό κοινό που παρακολουθεί κάθε τους κίνηση και κάνει τα κομμάτια τους hit. Το περσινό άλμπουμ «Cash Out» που έβγαλε σε συνεργασία με άλλο ένα θρυλικό όνομα της Θεσσαλονίκης, τον Μικρό Κλέφτη, ήταν ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς. Αυτή είναι από τις ελάχιστες φορές που έχει μιλήσει για το ελληνικό ραπ.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν δίνω συνεντεύξεις, και όταν δίνω, στο YouTube ας πούμε, δεν μιλάω για ραπ, θέλω να είναι για gaming, για άλλα πράγματα», λέει. «Οι ερωτήσεις που μου ζητάνε να συστηθώ μού προκαλούν αμηχανία, είμαι ο Δημήτρης Τσακιρίδης, εξού και το Tsaki. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και δεν έχω μείνει πουθενά αλλού, εκτός από την περίοδο των σπουδών μου, τα τέσσερα χρόνια που ήμουν στο Ρέθυμνο.
Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και τα δικά του conflicts μέσα σε αυτό, αλλά φαντάζομαι ότι είναι στο τέλος το «εγώ» που τα δυσκολεύει τα πράγματα, θέλεις να γίνουν your way.
Στο Ρέθυμνο σπούδασα Μουσική Τεχνολογία σε μια σχολή που δεν την τελείωσε κανένα από τα πενήντα άτομα που είχαμε περάσει. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη και σπούδασα κομμωτική, γυναικείο κούρεμα –έχω πάρει πιστοποίηση– και μέχρι να τελειώσω τη σχολή άρχισε να μη μου αρέσει ο χώρος της κομμωτικής. Και επειδή ήθελα να αποφύγω και τον στρατό, ξαναπήγα σε ένα ΙΕΚ, πάλι για ηχοληψία, έτσι τέλειωσα ηχοληψία. Ο πατέρας μου είχε τότε ένα εργοστάσιο με έπιπλα και δούλεψα κάποια χρόνια κι εκεί, έφτιαχνα έπιπλα. Ανήκω στην ομάδα του Color Skates, ενός από τα πιο γνωστά skate shops στην Ευρώπη. Μεγάλωσα σε ένα καλό περιβάλλον, με τη γιαγιά μου και τον παππού μου πιο πολύ, καθώς η μάνα μου έπρεπε να δουλεύει ασταμάτητα.
Ξεκίνησα να ραπάρω επειδή είχα το ψώνιο να γίνω ράπερ, μου άρεσε η κουλτούρα του χιπ-χοπ και αυτό που μου ταίριαζε ήταν το MCing. Είχα ψώνιο να γίνω ποδοσφαιριστής ή τραγουδιστής, αλλά δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα βιοποριζόμουν από αυτό. Η απήχηση έφερε και τον βιοπορισμό. Ήμουν πολύ μικρός όταν ξεκίνησα να κάνω ραπ και δεν περνούσε από το μυαλό μου καν ότι θα πληρωνόμουν.
Η αλήθεια είναι ότι στο μέρος όπου μεγάλωσα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, δεν είχα τόσο conflict με τη metal και τη ροκ, δεν μου αρέσει και η κιθάρα ως ήχος, οπότε δεν μου αρκούσε. Σίγουρα ήταν μια πόλη όπου υπήρχε πολύ ροκ, απλώς εγώ ήμουν πολύ focus σε αυτό που μου άρεσε, δεν με ενδιέφερε τι μουσική άκουγε ο άλλος. Καθόμασταν όλοι μαζί και ο καθένας έφερνε τη μουσική του, και δεν ένιωθα ότι με επηρέαζε τίποτα. Ήταν όλοι κάπως περιθωριακοί στη Ναυαρίνου όπου αράζαμε. Επίσης, ήταν και η μετάβαση, το nu metal, που ήταν metal με ραπ, και όλα αυτά μαζί τα χώνεψε το μυαλό μου.
TSAKI - Crimes
Αυτό που θυμάμαι πάντα να παίζει στο σπίτι μας ήταν το “Φάντασμα της Όπερας”. Έπαιζε πάντα όπερα στο σπίτι και μιούζικαλ, αυτά άρεσαν στη μάνα μου, οπότε έπαιζε Παβαρότι και ονόματα που δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι άκουγα, αλλά δεν με ενοχλούσαν, μου φαινόντουσαν ενδιαφέροντα. Μεγάλωσα ακούγοντας ραπ, και τίποτα δεν με έκανε να παρεκκλίνω από αυτά που μου άρεσαν. Δεν βρήκα κάτι άλλο να με γεμίζει. Το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν Prodigy, και τρελάθηκα, μου άρεσε αυτό το τέμπο. Μετά ήρθαν Hμισκούμπρια, οι TXC και αυτό ήταν.
Τους Πρόταγμα τους φτιάξαμε όταν ήμουν 15, και στα 16 βγήκε ο πρώτος μας δίσκος. Τη μουσική την έβρισκα από τα sites, από το hiphop.gr που τότε κάλυπτε και τα ξένα και τα ελληνικά ονόματα της σκηνής, έτσι μάθαινα ό,τι νέο κυκλοφορούσε. Τότε δεν είχαμε την πρόσβαση που έχει ένας 15χρονος σήμερα στην τεχνολογία. Ξεκίνησα με το Hip-Hop ejay που σε κάποια φάση το είχαν βάλει και σε κάποια δημητριακά, αλλά θυμάμαι ότι το είχα βρει νωρίτερα σε ένα torrent. Εκεί μπορούσες να περάσεις το μικρόφωνο, να ηχογραφήσεις δηλαδή, οπότε προσπαθούσαμε να ηχογραφήσουμε με αυτό το πρόγραμμα, δεν ξέραμε να κάνουμε export, οπότε ήταν όλα πειραματικά. Δεν με ένοιαζε, όμως, με ενδιέφερε μόνο να ακούσω τη φωνή μου, όχι να την ξανακούσω, το έκανα για εκείνη τη στιγμή.
Δεν είχαμε τα tutorials του Ίντερνετ όπου μπορούσες να δεις πώς γίνεται, να μάθεις πώς να χειρίζεσαι αυτά τα μηχανήματα. Από τη μια είναι πολύ καλύτερα σήμερα, δηλαδή το ότι μπορεί κάποιος άνθρωπος, όσων χρονών και να είναι, να πει αυτά που τον εκφράζουν εκείνη τη στιγμή στη ζωή του, ακόμα και αν κάποιοι γελάνε ή αν κάνει λάθος που τα ανεβάζει σε έναν χώρο που μπορεί να το μετανιώσει αργότερα. Από την άλλη, χαίρομαι που δεν είχα αυτή την πρόσβαση, γιατί προφανώς θα ανέβαζα τη μουσική μου και θα είχαν πάρει όλα μια άλλη τροπή – δεν το θεωρώ και πολύ καλό το ότι μπορείς πλέον να ανεβάσεις εύκολα τα πάντα.
Υπήρχε ένα στούντιο στη Θεσσαλονίκη, το στούντιο Grab του Lord, ένα home studio στην Τούμπα, στο οποίο ηχογραφούσαμε. Πήγαιναν πολλά άτομα από Θεσσαλονίκη. Είπαμε «θα πάμε σε ένα στούντιο να ηχογραφήσουμε» και το έκανα, δεν είχε τι και πώς. Δεν ήξερα τι ερωτήσεις να κάνω, τα είπα στο μικρόφωνο όπως τα είπα, δεν υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο στόρι από πίσω.
Όταν ξεκίναγα προφανώς είχα ακούσει ΖΝ, ΑΓ, TXC. Τα ακούσματά μου στην ουσία ήταν Active Member, γενικά όλο το low bap, ZN, FFC, Ημισκούμπρια, Razastarr, αυτά που έπαιζαν τότε – πληροφοριακά το Πρόταγμα ήταν low bap συγκρότημα, δεν ήταν ραπ, οπότε κρατούσαμε μια λωρίδα προς το low bap. Βέβαια, εγώ ήμουν ο ράπερ, ο πιο funky τύπος της υπόθεσης, που έχωνε λίγο πιο γρήγορα, είχε άλλες ιδέες, άλλες απόψεις».
— Πες μου για τους Bong Da City. Ήταν ένα πραγματικά σούπερ γκρουπ για την εποχή. Γιατί δεν υπάρχει καν λήμμα στο Wikipedia;
Φαντάζομαι, ό,τι ανεβαίνει στο Wiki, πρέπει να έχει και μια πηγή. Είχαμε δώσει και δυο συνεντεύξεις βέβαια, αλλά έχουν κλείσει τα sites αυτά και δεν μπορείς να τις βρεις πλέον. Είχαμε δώσει και μια ιστορική συνέντευξη on camera για το “Four Elements”, που ήμασταν όλοι οι Bong Da City εκτός του Mastigo, αλλά δεν μας άρεσε και αποφασίσαμε ότι δεν θα βγει. Ο καθένας ήθελε να αλλάξει κάποια πράγματα, οπότε καταλήξαμε ότι θα ήταν καλύτερα να μην τη βγάλουν. Δέκα άτομα να θέλει το καθένα να κοπεί και από κάτι ήταν πολύ δύσκολο.
— Πώς γινόταν να λειτουργήσει ένα συγκρότημα που είχε μέλη και από Αθήνα και από Θεσσαλονίκη;
Όλα ξεκινάνε στο τέλος του 2006 ή αρχές του 2007, όταν πηγαίνω στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, να σπουδάσω Μουσική Τεχνολογία. Ένα εξάμηνο μετά έρχεται και ο Μανιακός και κολλάμε κατευθείαν γιατί ήταν ένα παιδί που άκουγε ραπ, στην ηλικία μου, και κάναμε πολλή παρέα. Ανταλλάσσαμε τις απόψεις μας πάνω στο ραπ, ο ένας σεβόταν τις μουσικές του άλλου, ήταν το ψώνιο μας αυτό. Ο Mani τότε τα είχε με τη Μαρία, την Inka. Εγώ την ήξερα από τη Θεσσαλονίκη, γιατί είναι Θεσσαλονικιά. Σε κάποια φάση ήρθε κι εκείνη στο Ρέθυμνο, έμειναν μαζί και δημιουργήθηκε ένας πυρήνας. Επίσης, ο Κακοήθης, που ήξερε τον Mani, ήταν στα Χανιά –σπούδαζε τότε–, οπότε τα Σαββατοκύριακα, που ερχόταν κι αυτός στο Ρέθυμνο, κάναμε παρέα όλοι μαζί.
Ήξερα και τους Παράνοια απ’ το Ρέθυμνο, είχαμε ξεκινήσει να κάνουμε συνεργασίες ο ένας με τον άλλο, κι αφού είχαμε τόσα κομμάτια, είπαμε «ας κάνουμε ένα mixtape». Ψάχνοντας ένα βράδυ όνομα γι’ αυτό, ήρθε από τον Mani. Είπε «Bomb the City», εγώ άκουσα «Bong Da City», λέω «πω πω, ωραίο το Bong Da City». Άκουσα λάθος, αλλά ήταν πιο ωραίο και το κρατήσαμε. O Mani είχε και το συγκρότημα, και το έχει ακόμα, τους Φι Βήτα Σίγμα. Από κει γνώρισα τον Rio και τον Styl Mo, εγώ έφερα στην παρέα και τον Άδοξο, ήρθε και ο Jessy Blue πιο μετά. Πήγα στην Αθήνα και τους γνώρισα όλους και σχηματίστηκε το συγκρότημα.
Ηχογραφούσαμε στο σπίτι του Mani στο Ρέθυμνο, εκεί ήταν η βάση. Αργότερα, που φύγαμε από το Ρέθυμνο, γύρισε ο καθένας σπίτι του και οι Αθηναίοι γράφανε στον Mani κι εγώ ηχογραφούσα στη Θεσσαλονίκη, στον Άδοξο, ή, όταν κατέβαινα στην Αθήνα για live, ηχογραφούσα τα κουπλέ μου στο σπίτι του Mani.
Μείναμε μαζί μέχρι το σόλο του Mani, κάπου εκεί το διαλύσαμε, το 2011. Ο πρώτος δίσκος ήταν το 2007 και ο τελευταίος το 2011, ήμασταν μαζί τέσσερα χρόνια. Έναν χρόνο αργότερα, το 2012, βγήκε το πρώτο άλμπουμ «Joker/Two-Face».
JOKER/TWO-FACE - Σπασ’το
— Γιατί διαλύθηκαν οι Bong Da City;
Η σύντομη απάντηση είναι ότι διαλυθήκαμε για τα λεφτά. Είδαμε τι λεφτά φέρνει το Bong Da City και διαλυθήκαμε, αλλά υπήρχαν πιο σοβαρά θέματα, όπως ότι ήμασταν δέκα άτομα. Ήταν φυσικό να υπάρχουν διαφωνίες, ήταν δύσκολο να συνεννοηθούμε, ειδικά εφόσον ήμασταν 20 χρονών και κάνεις και ναρκωτικά. Είχαμε συντονιστή που ήταν ο Mani, ο αρχηγός του group, γιατί στην ουσία κάποιος έπρεπε να τα βάλει στη σειρά τα πράγματα, κάποιος έπρεπε να στήσει.
— Ήταν το τέλος των συγκροτημάτων εκείνη η εποχή, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μου είπες ότι υπήρχε κάποιος αρχηγός, σήμερα δεν μπορεί να συμβεί αυτό, είναι όλοι αρχηγοί, δεν κάνει κάνεις υποχωρήσεις. Είναι τέτοιο το είδος της μουσικής που έχει πολύ ισχυρά εγώ.
Σωστό. Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και τα δικά του conflicts μέσα σε αυτό, αλλά φαντάζομαι ότι είναι στο τέλος το «εγώ» που τα δυσκολεύει τα πράγματα, θέλεις να γίνουν your way. Επίσης, όσο μεγαλώνεις διαμορφώνεις άλλο χαρακτήρα και θες να κάνεις κι άλλα πράγματα, γι’ αυτό θα σου κάνω ένα jump στο μέλλον, μετά τους Bong da City, γιατί οι Joker/Two-Face έφεραν έναν άλλο ήχο, αυτόν που ήθελα να κάνω ακριβώς. Αν δεις τώρα τις μουσικές μας πορείες, όχι πόσο πέτυχαμε, θα δεις ότι ο καθένας κάνει άλλο παρακλάδι του ραπ.
Υπήρχε πολύς ανταγωνισμός μέσα στους Bong Da City, όλοι θέλαμε να πούμε το καλύτερο κουπλέ, και μέσα από τον ανταγωνισμό έβγαιναν και πιο ωραία τραγούδια. Όταν γράψαμε το «Purple ‘n’ Blue» είπαμε ότι «τώρα θα βγάλουμε σόλο όλοι, θα δουλέψουμε σόλο σαν τους Wu Tan Clan». Όταν όμως άκουσα ότι ο Mani θα βγάλει σόλο άρχισα γενικά να ξενερώνω, δεν ήμουν των σόλο ποτέ, δεν μου άρεσε αυτό το πράγμα, δεν το ήθελα – δεν έδειχνα τη διαφωνία μου, αλλά ήθελα «Bong Da City 3» που δεν βγήκε ποτέ. Τέλος πάντων, βγάζει το σόλο του ο Mani και από κει και πέρα διαλυθήκαμε, γράφει ο καθένας τα δικά του.
Ο Jessy Blue μου είχε δώσει τότε ένα instrumental κομμάτι που ήταν το «Osa o Bono», το οποίο είχε πάρει και ο Mo, και ενώ καθόμουν στο σαλόνι κάποια στιγμή και σκεφτόμουν ότι ήθελα να βγάλω ένα CD σε συνεργασία με τον Mo χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν αυτός! Μου λέει «ρε φίλε, έχω να σου πω κάτι» και του λέω «έχω κι εγώ να σου πω κάτι». Είναι κινηματογραφικό, αλλά όντως αυτή είναι η αλήθεια, και μου έλεγε «πες εσύ», «όχι, πες εσύ» του έλεγα, οπότε μου λέει «να, το σκέφτηκα και λέω να κάνουμε colab». Ενώσαμε τα κουπλέ μας, βγήκε το «Osa o Bono» και κάπως έτσι προέκυψαν οι Joker/Two-Face.
Ο ήχος, οι επιρροές μας στους Bong da City ήταν όλο Arkham, το «Batman Universe», που θεωρώ ότι κολλάει πάρα πολύ στην Αθήνα και στη διαφθορά της Ελλάδας, γιατί συνδυάζαμε όλο αυτό το part. Eγώ, ως gamer, ήθελα να βάλω αυτόν τον 8bit ήχο και είχα δώσει σαφείς οδηγίες στον Jessy για τα samples και για τα πάντα. Του είπα «θέλω να είναι πιο ηλεκτρικός ο ήχος», κάτι που δεν είχε ακουστεί στην ελληνική σκηνή, έτσι πήρε μια πιο ηλεκτρονική μορφή το πράγμα με δύο έννοιες, του ήχου και του video game. Δεν λέω ότι είμαι ο προπάτορας, αλλά οι οδηγίες που είχα δώσει ήταν ότι θέλω να λέμε έτσι πράγματα γιατί δεν είμαστε ο Tsaki και ο Mo, αλλά ο Joker και ο Two Face, οι κακοί της πόλης, οι villains.
— Άλλαξε και ο τρόπος που ράπαρες μετά. Έτσι είναι διαφορετικός ο Tsaki του 2012 με τον Tsaki του Gia Panta;
Η αλήθεια είναι πως η μετάβαση έγινε σταδιακά. Δεν είναι ότι άλλαξα το στυλ μου, απλώς ένα ηλεκτρονικό instrumental, πιο γρήγορο, θέλει και πιο γρήγορο ραπ. Επίσης, είχα βρει μια χημεία στο «Joker/Two-Face»: εγώ ήμουν η λεπτή φωνή, η γρήγορη, και ο Mo, ως Two Face, ήταν πιο laid back, πιο βαριά φωνή. Ήμασταν ο γρήγορος και ο αργός, έτσι ο ένας ήταν στην τσίτα και ο άλλος πιο χαλαρός.
— Ο τρόπος που ραπάρεις είναι κάτι που δεν κοπιάρεται. Πώς προέκυψε αυτό το γρήγορο ραπ; Γιατί βλέπεις ότι στο σημερινό ραπ όσο πάει πέφτει ο ρυθμός.
Είναι αλήθεια αυτό, ο ρυθμός πέφτει κι αυτό είναι αντιστρόφως ανάλογο, όσο πέφτουν τα bpm πρέπει να έχεις και πιο δυνατό στίχο, όσο πιο γρήγορος είναι ο ρυθμός τόσο πιο πολλά πράγματα μπορείς να πεις και να περάσουν αέρας. Μεγαλώνοντας, αυτό που στίκαρε στο μυαλό μου ήταν το flow, ήθελα την ένταση. Επίσης, μεγάλωσα χωρίς να χάνω ραπ live στη Θεσσαλονίκη και καταλάβαινα ότι ένα vibe έρχεται από το πόση ενέργεια έχεις να δώσεις. Αυτό το πράγμα ήταν που μου άρεσε, οπότε ήθελα flows, ήθελα να έχει αδρεναλίνη. Κάθε ράπερ έχει και μια τεχνική, δηλαδή κάποιος είναι πιο γρήγορος, κάποιος είναι πιο αργός, τα ραπς είναι όπως βαράει ένας kung fu μάστερ, όποτε, αν θες να μάθεις να έχεις μια τεχνική, αυτή την τεχνική πρέπει εξασκηθείς να την έχεις και πάνω στη σκηνή. Όταν βγαίναμε στα πρώτα live μας δεν ήμουν τεχνικός MC, έχανα την ανάσα μου, τώρα ξέρω πού να πάρω ανάσα. Ξέρω πού πρέπει να αφήσω κενά, γι’ αυτό αλλάζουν και τα flows, και το καταλαβαίνω και όταν το κάνουν άλλοι MC.
Πάντα στο live γινόταν χαμός και αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Κατάλαβα ότι, πρώτον, πηγαίνοντας σε ένα live όπου ζεις μια εμπειρία θέλεις να ξαναπάς, γιατί θέλεις να την ξαναζήσεις, και, δεύτερον, ένας άνθρωπος που έρχεται στη συναυλία, το κάνει δίνοντας από το υστέρημά του. Ως παιδί μάζευα λεφτά για να πάω σε συναυλίες, οπότε πρέπει να εκτιμάς το ότι καθένας έρχεται και δίνει τα ευρώ του. Δεν είμαι λατέρνα, δεν κάνω τον Καραγκιόζη, αλλά θέλω να του δώσω full experience γιατί μου έχει εμπιστευτεί τα λεφτά του. Πάντα λέγαμε «πάμε να δώσουμε το καλύτερο live μας», που να έχει παλμό, να κυλάει ωραία, ένα live που κάποιος να θέλει να ξανάρθει. Ο σκοπός μας πάντα ήταν και είναι να θέλει ο ακροατής να ξανάρθει. Κάναμε live Σεπτέμβριο, Χριστούγεννα και καλοκαίρι. Ή Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, κι ας είναι δύσκολο να είσαι πάντα γεμάτος. Και πάντα το σκεπτικό μας είναι ότι είτε έχουμε κοινό 10 άτομα –γιατί προφανώς κάναμε live με 10 άτομα– είτε έχουμε 5.000 άτομα, κυριολεκτικά το performance μας είναι το ίδιο, και μη σου πω ότι, επειδή πεισμώνουμε, με τα 10 άτομα είναι καλύτερο.
Ο Μικρός Κλέφτης είναι ένας από τους αγαπημένους μου ράπερ γιατί ήταν και αυτός με πολλά flows και skills. Τον θαύμαζα πάρα πολύ, αλλά δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω. Τον έβλεπα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και δεν τολμούσα να πάω να του μιλήσω. Μας έφερε η μοίρα να βρεθούμε σε ένα live μαζί. Έπαιζε αυτός πριν από μένα και στην ανταλλαγή των μικροφώνων –κατέβαινε αυτός, ανεβαίναμε εμείς– δώσαμε τα χέρια. Εκεί γνώρισα τον Μικρό Κλέφτη και τον Hatemost. Με εξέπληξε γιατί μου είπε ότι ήξερε τα κομμάτια μας, και κάπου το ’17-’18 αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, κολλήσαμε, και μετά ήρθε η καραντίνα και γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Γίναμε πρώτα φίλοι και μετά ζήτησε τη γνώμη μου για κάποια κομμάτια. Κι ενώ λέγαμε για πλάκα μέσα στην καραντίνα ότι θα βγάλουμε μαζί ένα CD, μια μέρα αρχίσαμε να τρέχουμε αυτό το πρότζεκτ, το «Cash Out». Θέλω πολύ να κάνουμε κι άλλο άλμπουμ μαζί, αλλά αυτήν τη στιγμή αυτό που χρειαζόμαστε και οι δύο είναι να βγάλουμε από ένα σόλο άλμπουμ.
Τώρα γράφω τον σόλο δίσκο μου, ο οποίος δεν ξέρω πώς θα λέγεται, μάλλον «Year Two» ή «Year Final», που είναι από το «Batman». Έχω σκοπό να κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο, από τη νέα σεζόν. Με βοηθούν όσο μπορούν και ο Grizzle και ο Μικρός Κλέφτης και όλοι γύρω μου, ο Mpelafon, και τους ευχαριστώ πάρα πολύ. Θα φανεί στο χειροκρότημα, δεν μπορώ να σου πω αν ο δίσκος μου είναι καλός ή κάτι. Ξέρω όμως τι θέλω να κάνω αυτήν τη φορά, πώς να το κατευθύνω, έχω μια συγκροτημένη σκέψη και νιώθω ότι αν καταφέρει να με ενθουσιάσει αυτός ο δίσκος, θα ενθουσιάσει και τους υπόλοιπους. Γιατί είμαι πολύ αυστηρός με τον εαυτό μου, γενικά κριντζάρω, αλλά αυτά που έχω γράψει τώρα δεν με κάνουν να κριντζάρω. Μου αρέσουν και θέλω να τα πω σε live.
Προφανώς γράφω πιο δύσκολα πια, γιατί έχω συνείδηση του τι γράφω. Κάποια πράγματα που έλεγα παλιά δεν τα λέω πια, γιατί έχω καταλάβει ότι όσα λες επηρεάζουν κόσμο. Παλιότερα δεν πίστευα ότι κάποιος με παίρνει σοβαρά. Πλέον, κάποια κομμάτια που τα ζητάνε από κάτω να τα πω, αρνούμαι, δεν με εκφράζουν και δεν νιώθω ωραία με αυτό. Όλοι έχουμε πει μαλακίες.
Θεωρώ ότι επειδή η Θεσσαλονίκη είναι μια πιο χαλαρή πόλη σε σχέση με την Αθήνα, αν ασχολείσαι με το ραπ, αργά ή γρήγορα θα πέσεις σε άλλον ράπερ. Και είμαστε πιο ανταγωνιστικοί. Επίσης, ενθαρρύνουμε τον άλλο, του λέμε «αφού το θέλεις, πες το» – συνήθως αυτά που κάποιος δεν ντράπηκε να πει πετυχαίνουν, γίνονται επιτυχία. Επίσης, έχω παρατηρήσει ότι το αθηναϊκό ραπ είναι λίγο πιο σκληρό και το θεσσαλονικιώτικο πιο χαλαρό και πιο χαρούμενο, είναι σαν West Coast και East Coast και διανύουμε την εποχή που κερδίζει το πιο χαλαρό ραπ. Ίσως φταίει αυτό, αλλιώς φταίει το νερό της Θεσσαλονίκης, ο Θερμαϊκός. Είμαστε και όλοι φίλοι, εξάλλου, και κάποιος που μπορεί να μισείς σίγουρα είναι φίλος κάποιου φίλου σου. Εγώ κάποια στιγμή είχα βριστεί με τον 12ο Πίθηκο, είχαμε ένα beef. Αυτό το beef κράτησε κυριολεκτικά δύο μέρες, γιατί την επομένη μέρα πήγα και τον βρήκα. Δεν είναι όπως η Αθήνα, που ρωτάνε πού είσαι στα stories. Αν έχουμε πρόβλημα θα σε βρω, είμαστε δίπλα όλοι. Γνωριζόμαστε όλοι και μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον».
https://www.instagram.com/tsakiyonkamayonka/
https://www.instagram.com/joker2faceofficial/
Ακούστε το άλμπουμ Cash Out εδώ.