ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ έφθασαν στα χέρια μου, μέσω του άοκνου ερευνητή του ελληνικού τραγουδιού (και όχι μόνο του ροκ) Δημήτρη Βασιλειάδη (B-otherSide Records), τρία LP ενός άγνωστου εντεχνολαϊκού τραγουδοποιού, του Ζάκη Κουνάδη (1935-2023). Ο Κουνάδης μπορεί να ήταν άγνωστος ως τραγουδοποιός, αλλά δεν ήταν καθόλου άγνωστος ως παρουσία στα μουσικά-συγγραφικά μας πράγματα... και ας μείνουμε σ’ αυτά, κατ’ αρχάς, που μας ενδιαφέρουν περισσότερο.
Ο Κουνάδης γράφει τραγούδια με κέντρο τη μάνα – την οποία παρακολουθεί και στο χωριό, και στην πόλη, και στο χωράφι, και στο αμπέλι, και στο εργοστάσιο, και στην αστική καθημερινότητά της. Βεβαίως, ο τραγουδοποιός υμνεί τη μάνα, την οποία αποκαλεί «κόρη της φύσης ακριβή», παρουσιάζοντάς την ως τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη ζωή και το φυσικό περιβάλλον.
Όταν ο Ζάκης Κουνάδης θα έφευγε από τη ζωή, πέρυσι τον Ιούλιο, ο αδελφός του και γνωστός ερευνητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης θα ανέβαζε μια ανακοίνωση στο facebook του Εικονικού Μουσείου Αρχείου Κουνάδη / Kounadis Archive Virtual Museum (25 Ιουλίου 2023), στην οποία διάβαζες ανάμεσα σε άλλα και για τον ιστορικό Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), που θα συνδεόταν στενά με τις δραστηριότητες του Ζάκη:
«Το Αρχείο Κουνάδη με θλίψη αποχαιρετά τον Ζάκη Κουνάδη, πρόεδρο του ιστορικού ΣΦΕΜ (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής). Ο Ζάκης (Αλοΐζιος) Κουνάδης γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1935 στα Διλινάτα Κεφαλληνίας. Εργάστηκε αρκετά χρόνια ως δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ στον όμιλο των αδελφών Μπότση. Το 1961, μετά τις περίφημες εκλογές “βίας και νοθείας”, συνέταξε μαζί με τον Δημήτρη Χαλιβελάκη μία επιστολή προς τον Μίκη Θεοδωράκη που είχε ήδη καταφύγει στο Παρίσι και η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιστροφή του συνθέτη. Έτσι, από την ημέρα του γυρισμού του Θεοδωράκη στην Ελλάδα, στις 15 Ιανουαρίου 1962, ξεκίνησαν οι διεργασίες που οδήγησαν τον Απρίλιο του 1962 στη δημιουργία του “Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής”, του οποίου ο Ζάκης Κουνάδης υπήρξε πρόεδρος όλα τα χρόνια της λειτουργίας του μέχρι τη διάλυσή του, το 1967.
Σκοπός του ΣΦΕΜ ήταν η προβολή του έργου του Μίκη Θεοδωράκη και των νεότερων Ελλήνων δημιουργών. Μέσα στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του ΣΦΕΜ πρωτοεμφανίστηκαν και δραστηριοποιήθηκαν ως μέλη και υπεύθυνοι της χορωδίας και της ορχήστρας που δημιουργήθηκαν, κατά σειρά, οι νέοι και άγνωστοι τότε: Μάνος Λοΐζος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Μαρία Φαραντούρη, Χρήστος Λεοντής, Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης, Μάρω-Λήμνου Λοΐζου, Γιάννης Μαρκόπουλος, Κώστας Βρεττάκος, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Ζωγράφος, Αγγέλα Ζώη, Νότης Μαυρουδής, Άκος Δασκαλόπουλος, Θέμις Σερμιέ, Έφη Παναγιώτου, Αλέκος Σταματέλης, Υακίνθη Κλάδη, Μαίρη Δαλάκου και άλλοι.
Επίσης κατά την περίοδο λειτουργίας του, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο ΣΦΕΜ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Γιώργο Θεοφιλόπουλο, Λάκη Παππά, Κώστα Χατζή, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Λάκη Καρνέζη, Κώστα Παπαδόπουλο, Ντόρα Γιαννακοπούλου, Πάνο Πετσά, Σταύρο Πλέσσα, Κλειώ Δενάρδου, τους κιθαρίστες Δημήτρη Φάμπα, Βαγγέλη Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη, καθώς και με τις χορωδίες Τρικάλων, Καλαμάτας και Κορίνθου, πραγματοποιώντας μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων και παρεμβάσεων στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας.
Το 1963 o Ζάκης Κουνάδης μαζί με τον Νίκο Καπίρη και τον Γιάννη Κουνάδη δημιούργησαν ένα από τα πιο δυναμικά φωτορεπορτάζ της εποχής, με τίτλο «Το μάτι», απαθανατίζοντας τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της περιόδου αλλά και στιγμές της καθημερινής ζωής. Το 1967 ο Ζάκης Κουνάδης κατέφυγε στη Γαλλία. Πρωτοστάτησε στην κατάληψη του ελληνικού περιπτέρου της Πανεπιστημιούπολης τον Μάη του ’68 και συνέβαλλε στον αντιδικτατορικό αγώνα, ενημερώνοντας τους ξένους δημοσιογράφους με τα ημερήσια δελτία που συνέτασσε για όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας. Το φωτογραφικό αρχείο του είναι εξαιρετικά σημαντικό και πολύτιμο για τους ιστορικούς και μελετητές αυτής της περιόδου».
Οι δράσεις του ΣΦΕΜ, που είχε για πρόεδρο τον Ζάκη Κουνάδη, υπήρξαν πολύ καθοριστικές σε σχέση πάντα με την διάδοση του νέου «έντεχνου» τραγουδιού στα πρώτα χρόνια του ’60 και έως την επιβολή της δικτατορίας, και αυτό μπορεί κάποιος εύκολα να το διαπιστώσει από τα πάμπολλα σχετικά βιβλία, τα άρθρα και τις κατά καιρούς συνεντεύξεις καίριων μορφών των μουσικών πραγμάτων μας όπως ήταν / είναι ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, η Μαρία Φαραντούρη κ.ά., αφού ο ΣΦΕΜ θα αποτελούσε, τότε, στο πρώτο μισό του ’60, το πιο βασικό ορμητήριό τους.
Όμως ο Ζάκης Κουνάδης δεν ήταν μόνο ένας αγωνιστής δημοσιογράφος, εμψυχωτής και μεγάλος θιασώτης του «έντεχνου», σε μια οπωσδήποτε δύσκολη εποχή, μα ακόμη συγγραφέας δύο τουλάχιστον βιβλίων και τραγουδοποιός, με ξεχωριστή δική του δισκογραφία.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε που διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο των Ζάκη Κουνάδη-Λένας Χαραλαμποπούλου «Οι Δρόμοι του Μάη / Γαλλία ’68» [Παρασκήνιο, 1993], που θα έκανε και μια δεύτερη βελτιωμένη έκδοση στον Ευώνυμο, το 2007, ενώ δικό του ήταν και το πόνημα-λεύκωμα «Ισότητα στην Ανισότητα / Η γυναίκα από την οικογενειακή στην καπιταλιστική οικονομία / Κείμενα, φωτογραφίες, τραγούδια: Ζάκη Κουνάδη» [Αιγιαλός, 2009].
Στο πρώτο βιβλίο καταγράφονται διάφορες σκέψεις των συγγραφέων αναφορικά με τον Μάη του ’68 και την ελληνική παρουσία στα γεγονότα, διανθισμένες με πρωτότυπες φωτογραφίες. Διαβάζουμε κάπου, σε σχέση με την κατάληψη του ελληνικού περιπτέρου της πανεπιστημιούπολης, τον Μάη του ’68:
«Παρατηρώντας τις φωτογραφίες που δημοσιεύονται από το Ελληνικό κτίριο της Πανεπιστημιούπολης του Παρισιού, στη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’68, διαπιστώνεται ότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπάρχουν πρόσωπα σ’ αυτές τις εικόνες. Αυτό συμβαίνει, επειδή η Γενική Συνέλευση των Ελλήνων είχε αποφασίσει να μην παρθούν φωτογραφίες, που αν έπεφταν στα χέρια των ανθρώπων της δικτατορίας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στους δημοκρατικούς πολίτες και φοιτητές, που πήραν μέρος στις δημοκρατικές και αντιδικτατορικές διαδικασίες στο κτίριο του Παρισιού.
Στις φωτογραφίες υπάρχουν αντιδικτατορικές αφίσες, συνθήματα όλων των ιδεολογικών τάσεων, αλλά και διαπιστώσεις για το παγκόσμιο δημοκρατικό κίνημα. Από το περιεχόμενο αφισών και συνθημάτων διαπιστώνεται το υψηλό πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο των συμμετεχόντων Ελλήνων, στη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Θα πρέπει επίσης να ξανατονιστεί ότι η κατάληψη των κτιρίων, των εργοστασίων, των τόπων δουλειάς και φοίτησης και φυσικά του ελληνικού κτιρίου στην Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, σήμαινε την απελευθέρωσή του από τον έλεγχο των ολιγαρχικών δυνάμεων και την παράλληλη παράδοση αυτών των χώρων σε όλους τους πολίτες. Στους ελεύθερους αυτούς χώρους μπορούσαν όλοι οι πολίτες να εκφραστούν και να δημιουργούν, συνεργαζόμενοι ελεύθερα. Ήταν, δηλαδή, ναοί Ελευθερίας και Άμεσης Δημοκρατίας».
Στο άλλο βιβλίο το «Ισότητα στην Ανισότητα / Η γυναίκα από την οικογενειακή στην καπιταλιστική οικονομία» από το 2009 ο Κουνάδης γράφει για την γυναίκα και τον πολυδιάστατο ρόλο της στην λειτουργία της κοινωνίας. Όπως διαβάζουμε από την παρουσίασή του:
«Σ’ αυτό το βιβλίο-ντοκυμανταίρ υπάρχουν (325) φωτογραφίες, με πολλές χιλιάδες γυναίκες, που εκπροσωπούν μερικές από τα εκατομμύρια των Ελληνίδων γυναικών, που πρωταγωνιστούν στη ζωή της χώρας μας. Είναι πρόσωπα σε στιγμές αγώνα και δράσης, δημιουργίας και ελπίδας για το ανθρώπινο είδος. Οι πράξεις και γενικότερα ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, που ζουν σε συνθήκες οργανωμένων κοινωνιών, ιδίως στις λεγόμενες “αναπτυγμένες χώρες”, επηρεάζουν άμεσα το κοινωνικό σύνολο. Αρνητικά ή θετικά, ανάλογα με την ποιότητα των πράξεων και τις συνέπειες που αυτές προκαλούν».
Και αν οι δραστηριότητες του Ζάκη Κουνάδη με τον ΣΦΕΜ ή ακόμη και τα βιβλία του, που είναι σχετικώς πρόσφατα, είναι γνωστά ή κάπως γνωστά τέλος πάντων, εκείνα που είναι τελείως άγνωστα είναι τα τραγούδια του, από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, που κυκλοφόρησαν σε μικρές εταιρείες ή σε ανεξάρτητες παραγωγές, για να περάσουν μάλλον απαρατήρητα μέσα στα χρόνια.
Ένα πρώτο άλμπουμ ηχογραφείται στο Λονδίνο –εκεί όπου είχε εγκατασταθεί ο Ζάκης, μαζί με την σύζυγό του– και κυκλοφορεί το πρώτο εξάμηνο του 1974, όταν στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη δικτατορία. Το άλμπουμ είχε τίτλο «Ο Λαός Αξιώνει Λευτεριά» ή και σκέτο «Λευτεριά» και είναι τυπωμένο από τη βρετανική Lyntone Recordings. Υπογράφεται, δε, αυτό από κάποιον... Kostas Dilinos, που ήταν ένα αναμενόμενο ψευδώνυμο του Κουνάδη (τα Διλινάτα της Κεφαλονιάς ήταν ο τόπος γέννησής του υπενθυμίζω). Στο άλμπουμ τραγουδούν οι άγνωστοι Σωτήρα και Κρίστοφερ, όπως και η άξια Γεωργία Λόγγου, που θα έφευγε πριν από λίγο καιρό από τη ζωή (έγραψα σχετικώς εδώ στο LiFO.gr στις 21 Ιουλίου). Όλα τα τραγούδια έχουν μουσική και (ελληνικούς) στίχους του Κουνάδη και αποδίδονται άλλα από ελληνική λαϊκή ορχήστρα υπό τον George Philips και άλλα από την ορχήστρα Echo (αποτελούμενες, και οι δύο, από έλληνες και κύπριους μουσικούς). Ο δίσκος κυκλοφορεί πριν από την μεταπολίτευση και στην Ελλάδα φθάνει παράνομα και βασικά «χέρι με χέρι». Όπως «χέρι με χέρι» έφθαναν και οι δίσκοι του Μίκη Θεοδωράκη, το “Supermarket” του Λάκη Καραλή κ.λπ.
Θα μπορούσε να κυκλοφορήσει αυτός ο δίσκος στην Ελλάδα, τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας; Με τίποτα. Και λόγω τίτλου, μα και γιατί εντός ήταν χαραγμένα τραγούδια σαν τα «Στο Πολυτεχνείο», «Στο Σύνταγμα» κ.λπ., τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν, τότε, από τη λογοκρισία, και άρα να ηχογραφηθούν σε στούντιο. Ο δίσκος ηχητικά θυμίζει εκείνο που κυριαρχούσε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Υπάρχουν τραγούδια εργατικά βασικά (θυμηθείτε τον κλασικό μεταπολιτευτικό δίσκο των Μάνου Λοΐζου-Φώντα Λάδη «Τα Τραγούδια μας» με τον Γιώργο Νταλάρα), πολιτικά και κοινωνικά, τα οποία αποδίδονται με επάρκεια από τις ορχήστρες.
Οι στίχοι είναι σαφείς, απλοί και βιωματικοί, μα και στρατευμένοι ταυτοχρόνως – όχι κομματικά σώνει και καλά, αλλά σε σχέση με ορισμένες κυρίαρχες αξίες της ζωής, όπως η ελευθερία, η εργασία, η πίστη σε πανανθρώπινα ιδανικά, η αγωνιστικότητα κ.λπ. Τα ωραιότερα τραγούδια («Ο μαστρογιώργης», «Ο μπαρμπα-Γιάννης») τα λέει η Γεωργία Λόγγου, ενώ καλά είναι και τα ζεϊμπέκικα «Στη μηχανή» (θυμίζει τα εντεχνολαϊκά, που έλεγε τότε ο Μιχάλης Βιολάρης) και «Το σπιτάκι», που αποδίδει ο Κρίστοφερ. Το άλμπουμ «Λευτεριά» θα έφθανε, εκείνη την εποχή, μέχρι και στ’ αυτιά του Αργύρη Ζήλου, ο οποίος θα έγραφε στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi», τον Σεπτέμβριο του 1975:
«Δεκατρία αντιστασιακά τραγούδια, που γράφτηκαν τον καιρό της δικτατορίας και πρωτοκυκλοφόρησαν στο Λονδίνο, το Φεβρουάριο του 1974. Συμπαθητικός και ακαλλιέργητος ο στίχος. Το γενικό νόημα δείχνει έντονη συμπάθεια προς το προλεταριάτο και τους αγώνες για την ανεξαρτησία. Η μουσική αρκετά ενδιαφέρουσα. Τα κομμάτια, ελαφρολαϊκά και εύληπτα, εκτελούνται από νέους και άγνωστους τραγουδιστές».
Ένας επόμενος δίσκος με τραγούδια του Ζάκη Κουνάδη θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα πια, το 1976, από την εταιρεία Panivar. Είχε τίτλο «Μεγάλες Αλήθειες» και τραγουδούσαν σ’ αυτόν ο βαρύτονος Ανδρέας Λαζάρου και η σοπράνο Φλώρα Κατωγά – ένα ζευγάρι με διαδρομή στο κλασικό τραγούδι. Ο δίσκος είναι, σίγουρα, ιδιαίτερος. Οι στίχοι παραμένουν έντονα πολιτικοποιημένοι-στρατευμένοι (βρισκόμαστε, εξάλλου, στην «καρδιά» της πρώιμης μεταπολίτευσης), όπως μαρτυρούν και οι τίτλοι «Τα μονοπώλια», «Καίγεται η Κύπρος», «Από την Κύπρο ως την Χιλή», «Εργάτες στα ξένα» κ.λπ., αλλά το γεγονός πως τραγουδούν σ’ αυτόν δύο «λυρικοί» ερμηνευτές τον κάνει να ξεχωρίζει.
Οι ορχήστρες είναι εντεχνολαϊκές και προσεγμένες, με τις επιρροές από την καντάδα ή και από τα εμβατήρια ακόμη συχνά να κυριαρχούν (πολιτικοποιημένες καντάδες; – γιατί όχι;), αλλά όταν η ενορχήστρωση απλοποιείται και συμπυκνώνεται στη συνοδεία μιας κιθάρας τότε τα αποτελέσματα είναι αληθινά ενδιαφέροντα, με τραγούδια σαν το «Χαμένο αδέρφι», για παράδειγμα, να φέρνει στη μνήμη το ρεπερτόριο του σπουδαίου αφροαμερικανού τραγουδιστή του φολκ, και πολιτικού ακτιβιστή συνάμα, Paul Robeson (1898-1976). Φυσικά, υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα τραγούδια στο άλμπουμ, όπως τα «Ανεργία» και «Γεννήθηκα φυλακισμένος», που δείχνουν πως ο Κουνάδης δεν ήταν τυχαίος ούτε και σαν τραγουδοποιός.
Γεννήθηκε φυλακισμένος
Ένας τρίτος και τελευταίος δίσκος, με τραγούδια του Ζάκη Κουνάδη, ερμηνευμένα αυτή τη φορά από τον άγνωστο, αλλά συναισθηματικό και χαμηλόφωνο, Δημήτρη Βασιλειάδη, κυκλοφόρησε το 1986, σε ανεξάρτητη παραγωγή, έχοντας τίτλο «Μάνα του Λαού Μάνα».
Το κόνσεπτ είναι προφανές. Ο Κουνάδης γράφει τραγούδια με κέντρο τη μάνα – την οποία παρακολουθεί και στο χωριό, και στην πόλη, και στο χωράφι, και στο αμπέλι, και στο εργοστάσιο, και στην αστική καθημερινότητά της. Βεβαίως, ο τραγουδοποιός υμνεί τη μάνα, την οποία αποκαλεί «κόρη της φύσης ακριβή», παρουσιάζοντάς την ως τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη ζωή και το φυσικό περιβάλλον.
Ίσως να πρόκειται για τον ωραιότερο δίσκο του Κουνάδη, από τους τρεις, ο οποίος όμως θα περνούσε, και αυτός, απαρατήρητος στον καιρό του, και σήμερα δεν φαίνεται κανείς να τον θυμάται. Κρίμα, γιατί πολλά τραγούδια από εδώ έχουν αληθινό ενδιαφέρον («Ξαναγυρνώ σε σένα μάνα», «Μάνα του χωριού», «Τα χαμένα παλικάρια», «Τα παιδιά του ήλιου», «Μάνα του λαού μάνα», «Με το κομμάτι» κ.λπ.), καθώς αυτά παρουσιάζονται από καταξιωμένους μουσικούς, όπως είναι ο κιθαρίστας Μπάμπης Μαλλίδης, ο ακορντεονίστας Γιώργος Κουλαξίζης, ο ντράμερ Σπύρος Λιβιεράτος κ.ά.
Άγνωστες, αλλά αξιοπρόσεκτες στιγμές του «έντεχνου» τραγουδιού μας, από έναν άνθρωπο που περιέπλευσε την major δισκογραφία, αφήνοντας, και εκεί, το δικό του ίχνος.