«Ήταν καλοκαίρι, 17 Αυγούστου, όταν συνειδητοποίησα ότι η φωτογραφική μου μηχανή είχε βαρύνει» λέει η Βέρα Γκιζελίδου στο LIFO.gr. «Την είχα βγάλει από την τσάντα της μετά από καιρό και κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε . Δεν έχω ιδέα πότε ξεκίνησε να παίρνει βάρος αλλά σίγουρα δεν ήταν όπως πρώτα. Ίσως μονάχα ένα ή δύο γραμμάρια κάθε μέρα, ύπουλα, ώστε να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό, αλλά σίγουρα είχε βαρύνει. Σταδιακά ξεκίνησα να την κουβαλάω όλο και πιο αραιά ώσπου στο τέλος σταμάτησα εντελώς να την παίρνω μαζί μου κάθε φορά που κατέβαινα για περιπλάνηση στο κέντρο της πόλης όπως συνήθιζα παλιά. Με ταλαιπωρεί άλλωστε η μέση μου και δεν κάνει να σηκώνω βάρη.
Την ίδια περίπου εποχή ανακάλυψα τους Χάρτες. Οι χάρτες αυτοί είναι πολύ πρακτικοί γιατί μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις για να βρεις τη συντομότερη δυνατή διαδρομή μεταξύ δύο ή περισσότερων σημείων, γεγονός που μπορεί να σου γλιτώσει πολύτιμο χρόνο στις μετακινήσεις. Και επειδή αποπροσανατολίζομαι εύκολα, χρησιμοποιούσα το street view σε κομβικά σημεία της διαδρομής, για να έχω κάποια σημάδια σε περίπτωση που χανόμουν.»
«Σύντομα άρχισα να αποκλίνω από τα κομβικά σημεία και να παρατηρώ όλο και πιο μεγάλα κομμάτια της διαδρομής και λίγο μετά να αποκλίνω από την κύρια διαδρομή για να χαζέψω στους γύρω δρόμους. Οι περιπλανήσεις στο χάρτη γίνονταν όλο και πιο μεγάλες και οι διαδρομές όλο και πιο πολύπλοκες. Στο τέλος η διαδρομή στο χάρτη μού έπαιρνε περισσότερη ώρα απ'ότι η πραγματική διαδρομή. Εθίστηκα στους Χάρτες. Μπορούσα να πηγαίνω οπουδήποτε χωρίς να σηκωθώ από την καρέκλα μου. Μπορούσα να πληκτρολογήσω οδό και αριθμό και να βρεθώ αμέσως εκεί. Ή να βρεθώ οπουδήποτε με ένα τυχαίο κλικ. Ήταν σαν να μου είχε δοθεί η δυνατότητα τηλεμεταφοράς. Μέρη στα οποία δεν είχα βρεθεί ποτέ μου ήταν πλέον οικεία. Οι Χάρτες έγιναν συνήθεια, μέρος της καθημερινότητάς μου.»
«Μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους στο δρόμο. Κάποιος μονολογούσε μέσα στο πλήθος, κάποιος προσπαθούσε να δει κόντρα στον ήλιο κρατώντας ένα πλακάτ για σκίαστρο, άνθρωποι που χειρονομούσαν, άνθρωποι που περίμεναν, άνθρωποι που περπατούσαν, πολλοί κοιτούσαν προς το μέρος μου απορημένοι. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φλου και η εικόνα γεμάτη πίξελ. Ένιωθα σαν το ντετέκτιβ σε εκείνες τις ταινίες που κάνει ζουμ 10.000 φορές στην εικόνα για να ανακαλύψει τον ύποπτο. Ο αλγόριθμος έβγαζε φλου οτιδήποτε θεωρούσε ανθρώπiνο πρόσωπο ή πινακίδα αυτοκινήτου, αλλά καμιά φορά κάποιο πρόσωπο ξέφευγε λιγάκι και μπορούσες σχεδόν να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά του. Ο αλγόριθμος φλούταρε τους ανθρώπους και άφηνε νετ τις κούκλες στις βιτρίνες επειδή προφανώς οι κούκλες δεν ήταν άνθρωποι. Συχνά όμως μπερδευόταν και φλούταρε και τις κούκλες στις βιτρίνες, λες και ήθελε να προστατεύσει τα προσωπικά τους δεδομένα...»
«Αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν η δυνατότητα να παρατηρεί κανείς το ίδιο σημείο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές που έμοιαζε με ανασκαφή διαφορετικών γεωλογικών στρωμάτων. Κάθε σημείο στο χάρτη τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν και ένα σημείο εντροπίας, μία καταγραφή σε ένα σύστημα στο οποίο η αταξία αυξανόταν διαρκώς. Κτίρια που φθείρονταν από χρόνο σε χρόνο, κτίρια που άλλαζαν χρήση, κτίρια που είχαν πια κατεδαφιστεί ή άδεια οικόπεδα που είχαν πλέον χτιστεί. Στις γιγαντοαφίσες στους δρόμους μπορούσες να δεις παλιές διαφημίσεις, διαφημίσεις για τσιγάρα πριν αυτές απαγορευτούν, ποια ήταν τα μεγάλα ονόματα στις πίστες εκείνη τη σαιζόν. Ακόμη αφίσες που προέτρεπαν ποιόν να ψηφίσεις σε εκλογές που είχε πια σχεδόν ξεχαστεί ότι είχαν γίνει, σε προ και μετά Κρίσεως εποχές.»
«Οι Χάρτες είναι τελικά μία μορφή ψηφιακής συλλογικής μνήμης, πιξελιασμένη και φλου σε σημεία και γεμάτη glitches. Και ένα απειροελάχιστο μέρος της μνήμης αυτής έχει γίνει πια δικό μου. Καμιά φορά δε θυμάμαι αν έχω όντως περάσει από ένα σημείο ή το έχω δει στο χάρτη. Ούτε αν εκείνον τον τύπο που θυμάμαι να κοιμάται ξαπλωμένος ανάμεσα σε ένα σμήνος περιστέρια στην Ομόνοια ήμουν εκεί όταν τον είδα ή είναι μία λεπτομέρεια, μέρος κάποιας μεγαλύτερης εικόνας. Ίσως γιατί η ανθρώπινη μνήμη είναι και αυτή γεμάτη πίξελ, φλου σε σημεία και γεμάτη glitches.»