Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) παρουσιάζει την ψηφιακή έκθεση φωτογραφίας «Μετά την Επανάσταση. Η Ελλάδα των πρώτων φωτογράφων (19ος-αρχές 20ού αι.)». Διαρθρωμένη σε πέντε ενότητες, η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερες από 120, ενυπόγραφες και μη, φωτογραφίες που χρονολογούνται από το 1839 έως το 1920. Στόχος της είναι να συστήσει στο κοινό μνημεία και τοπία της Ελλάδας, όπως τα αποτύπωσαν με τον φακό τους οι πρώτοι ξένοι και Έλληνες φωτογράφοι, από τον William James Stillman έως τον Φίλιππο Μαργαρίτη κι από τους αδελφούς Ρωμαΐδη έως τον Frédéric Boissonnas.
Πριν από την Επανάσταση του ’21, η Ελλάδα ήταν γνωστή στον κόσμο μέσα από χαρακτικά που απεικόνιζαν μνημεία αλλά και φανταστικά τοπία. Στις αρχές του 19ου αιώνα, αυτές τις εικόνες αναζητούσαν οι περιηγητές που έφθαναν εδώ, παρακινημένοι από τον νεοκλασικισμό και τον φιλελληνισμό. Η φωτογραφία, εξέλιξη της τεχνικής της ηλιογραφίας, παρουσιάστηκε επίσημα το 1839 από τον Louis Daguerre και ονομάστηκε δαγκεροτυπία. Το νέο μέσο έφτασε γρήγορα και στην Ελλάδα, αφού τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Pierre-Gaspard Gustave Joly de Lotbinière έκανε την πρώτη του λήψη στα Προπύλαια.
Στην Ελλάδα οι πρώτοι ξένοι φωτογράφοι καταφτάνουν ήδη από το 1839 και στρέφουν αρχικά τους φακούς τους στα μνημεία της Ακρόπολης. Ο ερειπιώνας της μετεπαναστατικής Αθήνας προσφέρεται ως ιδανική σύνδεση του κλασικισμού με τη γενέτειρά του.
Με τη διεξαγωγή μεγάλων ανασκαφών που φέρνουν στο φως λαμπρά μνημεία και τέχνεργα, η φωτογραφική αποτύπωση υιοθετείται ως βασικό μέσο τεκμηρίωσης.
Οι Έλληνες φωτογράφοι των αρχών του 20ού αιώνα, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται αλματωδώς μετά το 1900, αποτυπώνουν πρόσωπα και στιγμιότυπα του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, εναρμονισμένοι με την αυξημένη ζήτηση και τις τεχνικές βελτιώσεις.
Η πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια σύστασης δαγκεροτυπείου επιχειρείται στην Αθήνα χωρίς επιτυχία από τον Γάλλο μηχανικό Br. Villeroy ή Villeroi, μεταξύ 1841 και 1843. Την εποχή αυτή σταδιακά διδάσκονται την τέχνη της φωτογραφίας και ορισμένοι Έλληνες, με πρωτεργάτη τον Φίλιππο Μαργαρίτη.
Για το χρονικό διάστημα από το 1840 έως το 1856 η φωτογραφική δραστηριότητα περιορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στην Αθήνα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850, παράλληλα με τη φωτογράφιση μνημείων και αρχαιοτήτων, φτάνει και στην Ελλάδα η μόδα των πορτρέτων, συμβάλλοντας σημαντικά στη διεύρυνση των δραστηριοτήτων και της πελατείας των φωτογραφείων. Η βράβευση του Φ. Μαργαρίτη στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων το 1855, η κοινωνική αναγνώριση των φωτογράφων ως συμβόλων προόδου και εξευρωπαϊσμού, καθώς και η τεχνολογική πρόοδος της φωτογραφικής διαδικασίας, οδηγούν στην αύξηση των φωτογραφικών στούντιο στην Αθήνα, και λίγα χρόνια αργότερα και σε επαρχιακές πόλεις.
Οι Έλληνες φωτογράφοι των αρχών του 20ού αιώνα, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται αλματωδώς μετά το 1900, αποτυπώνουν πρόσωπα και στιγμιότυπα του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, εναρμονισμένοι με την αυξημένη ζήτηση και τις τεχνικές βελτιώσεις.
Οι πελάτες των φωτογράφων είναι μέλη της βασιλικής οικογένειας και της αστικής τάξης. Το κύρος ορισμένων φωτογράφων ενισχύεται με την απόδοση τίτλων, όπως Φωτογράφος της A.M. του Βασιλέως ή Φωτογράφος της Βασιλικής Οικογενείας. Η ζήτηση των πορτρέτων επεκτείνεται και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις εξυπηρετούν πλανόδιοι φωτογράφοι.
Η συστηματική φωτογραφική καταγραφή ανασκαφών επεκτείνεται και σε πιο απομακρυσμένα μέρη, όπως στη Θάσο, στους Φιλίππους και αλλού, επιχειρώντας μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις να φέρει στο ίδιο φωτογραφικό κάδρο μνημεία μαζί με σκηνές από την καθημερινή ζωή, ενώνοντας την αρχαία Ελλάδα με τη σύγχρονη.
Από το 1907 και για τις επόμενες δεκαετίες σταθμό στις φωτογραφικές αποτυπώσεις αποτελεί το έργο του Ελβετού φωτογράφου Frédéric Boissonnas, σημαντικό μέρος του οποίου αφορά μνημεία και ιστορικά τοπία.
Οι Έλληνες και οι ξένοι φωτογράφοι από τον 19ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα
Φίλιππος Μαργαρίτης (1810-1892)
Ο Φίλιππος Μαργαρίτης, ο πρώτος Έλληνας φωτογράφος, γεννιέται στη Σμύρνη το 1810. Το 1837 έρχεται στην Αθήνα και το 1842 διορίζεται καθηγητής ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών.
Το 1847 διδάσκεται την τεχνική της δαγκεροτυπίας από τον Γάλλο P. Perraud και λίγο αργότερα δημιουργεί το φωτογραφείο του στην οικία του, στην πλατεία Κλαυθμώνος. Εναρμονισμένος με το πνεύμα της εποχής, επιδίδεται στις περιζήτητες απεικονίσεις μνημείων, αλλά και στην παραγωγή πορτρέτων προσώπων με παραδοσιακές ενδυμασίες.
Τις προσωπογραφίες του διανθίζει συχνά με απεικονίσεις αυθεντικών αρχαιοτήτων από την προσωπική του συλλογή. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να συνδέσει την αρχαία με τη νεότερη Ελλάδα, προκειμένου να αυξήσει το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής αγοράς.
Ο Μαργαρίτης πειραματίζεται συνεχώς με τον φωτισμό, χρησιμοποιεί μεγάλων διαστάσεων πλάκες υγρού κολλοδίου, τυπώνει τις πρώτες φωτογραφίες σε χαρτιά χλωριούχου άλατος και αργότερα σε χαρτιά αλμπουμίνας.
Η εμπειρία του στη ζωγραφική τού επιτρέπει να επιχρωματίζει πολλές φωτογραφίες του, οι οποίες φέρουν σφραγίδα με την επωνυμία του. Στις αρχές του 1862 συμμετέχει στην Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου και το 1870 κερδίζει το αργυρό μετάλλιο β' τάξεως στην έκθεση των Ολυμπίων.
Από τις αρχές του 1873 έως το 1883 ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές πόλεις. Πεθαίνει το 1892 στο Βίρτσμπουργκ της Γερμανίας.
Δημήτρης Κωνσταντίνου
Ο Δημήτρης Κωνσταντίνου, ένας από τους πρώτους σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους, ξεκινά την ενασχόλησή του με τη φωτογραφία το 1854, ως βοηθός των φωτογράφων James Robertson και Felix Beato κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στην Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνου άνοιξε το δικό του φωτογραφείο το 1858, έχοντας ειδικευτεί στη φωτογράφιση αρχαίων μνημείων για τουριστική διάθεση, αλλά και όντας ο πρώτος φωτογράφος που δούλεψε για την Αρχαιολογική Εταιρεία. Από αναφορά στο όνομά του στο περιοδικό «Πανδώρα», τον Ιούνιο του 1858, πληροφορούμαστε ότι: «Κατά την έκθεσιν των υπό των μαθητών τού Πολυτεχνείου διδασκομένων και πολλών άλλων την 4ην Μαΐου 1858, εξέθεσαν μεταξύ των άλλων και ο διδάσκαλος Φ. Μαργαρίτης, φωτογραφικάς εικόνας αναγλύφων εκ του Παρθενώνος και προσωπογραφίας καθώς και ο Δημ. Κωνσταντίνου φωτογραφικάς εικόνας αρχαιοτήτων και προσωπογραφίας».
Εκτός από την Αθήνα ο Κωνσταντίνου φωτογραφίζει αρχαιότητες στη Σύρο, στην Αίγινα, στην Κέρκυρα και στην Πελοπόννησο. Το 1859 συμμετέχει στα Ολύμπια και βραβεύεται με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. Το 1861 η ελληνική κυβέρνηση τού αναθέτει τη δημιουργία ενός λευκώματος με 22 φωτογραφίες με τοπία και αρχαιότητες της Αθήνας, το οποίο κυκλοφορεί με τον τίτλο «Athènes et ses Antiquités».
Το 1862 ο Κωνσταντίνου συμμετείχε στην Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου, το 1865 εκδίδεται ακόμη ένα λεύκωμα με τον τίτλο «Athen und Ungebung» με 26 αλμπουμίνες και το 1867 τιμάται με το χάλκινο μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού.
Το τέλος της καριέρας του τοποθετείται μεταξύ 1872 και 1875. Πεθαίνει στην Αθήνα το 1898.
Πέτρος Μωραΐτης (1832-1886)
Ο Πέτρος Μωραΐτης γεννιέται στην Τήνο. Σπουδάζει στην Αθήνα ζωγραφική, στο Σχολείο των Τεχνών, και αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία γύρω στο 1859, ως συνέταιρος του Αθανάσιου Κάλφα. Το φωτογραφείο του βρίσκεται στην οδό Ερμού 41, στην παλιά οικία Κορομηλά.
Ο γάμος του με κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας τον συστήνει στους βασιλικούς και μεγαλοαστικούς κύκλους και το 1864 τού απονέμεται ο τίτλος του βασιλικού φωτογράφου.
Από το 1865 στην ταυτότητα των φωτογραφιών του Μωραΐτη, εκτός από την επωνυμία του στα ελληνικά ή στα γαλλικά, εμφανίζεται και ο βασιλικός θυρεός, ενώ προστίθενται και διάφορα μετάλλια και διακοσμητικά στοιχεία.
Εκτός όμως από πορτρέτα, ο Μωραΐτης φωτογραφίζει και αρχαιότητες, ιδιαίτερα της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη, καθώς και δρόμους της Αθήνας της δεκαετίας του 1860, προς πώληση στους ξένους περιηγητές. Την περίοδο αυτή το φωτογραφείο του είναι το μεγαλύτερο και ακριβότερο της πόλης.
Τον Ιούνιο του 1886 πεθαίνει κι αναλαμβάνει ο γιος του, Γεώργιος Μωραΐτης.
Κωνσταντίνος Αθανασίου (1845-1898)
Ο Κωνσταντίνος Αθανασίου γεννιέται το 1845 στην Κωνσταντινούπολη και το 1864 έρχεται στην Αθήνα. Εργάζεται ως βοηθός στο φωτογραφείο του Δημήτρη Κωνσταντίνου, με τον οποίο γίνεται συνεταίρος. Αργότερα αναλαμβάνει το φωτογραφείο, διατηρώντας στο αρχείο του μεγάλο αριθμό γυάλινων πλακών του Κωνσταντίνου.
Γύρω στα 1877 ανοίγει δικό του φωτογραφείο στην οδό Ερμού 7 και αναλαμβάνει φωτογραφίσεις κατόπιν παραγγελίας. Τον Ιούνιο του 1879 φωτογραφίζει τις ανασκαφές στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας.
Την ενασχόλησή του αποκλειστικά με τη φωτογράφιση αρχαιοτήτων προδίδει η επωνυμία του καταστήματος του: Φωτογραφείον Αρχαίων Μνημείων. Οι φωτογραφίες διατίθενται σε ξένους περιηγητές, γεγονός που το αποδεικνύει η εκτεταμένη ύπαρξή τους σε χώρες του εξωτερικού.
Οι αδελφοί Ρωμαΐδαι (Ρωμαΐδη)
Οι αδελφοί Ρωμαΐδαι (Ρωμαΐδη) συγκαταλέγονται στους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους της τελευταίας εικοσαετίας του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τρία αδέλφια, τον Κωνσταντίνο, τον Αριστοτέλη και τον Δημήτριο, που γεννιούνται στην Κόνιτσα της Ηπείρου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, φαίνεται ότι ήδη από το 1868 οι δύο πρώτοι διατηρούν φωτογραφείο στο Βουκουρέστι. Λίγο αργότερα τους συναντάμε στα Γιάννενα με την επωνυμία «Αδελφοί Ρωμαΐδαι» και από το 1873 έως το 1876 στην Πάτρα.
Λίγο πριν εγκαταλείψουν την Πάτρα, καλούνται από τη Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή, που ανασκάπτει στην Ολυμπία, να φωτογραφίσουν τις αποκαλυφθείσες αρχαιότητες, καθώς και την πορεία των ανασκαφών.
Σταδιακά, οι αδελφοί Ρωμαΐδη γίνονται οι αποκλειστικοί φωτογράφοι των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας, ενώ φωτογραφίζουν και τις ανασκαφές στις Μυκήνες, λόγω της στενής φιλίας που διατηρούν με τον Ερρίκο Σλήμαν.
Στα τέλη του 1876 οι αδελφοί Ρωμαΐδη ανοίγουν το πρώτο τους φωτογραφικό στούντιο στην Αθήνα και έως τα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργούν τεράστιο αρχείο από ελληνικές αρχαιότητες, τις οποίες παρουσιάζουν στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1878.
Στην οδό Νίκης 24-26 ανοίγουν υποκατάστημα, το οποίο αποκαλούν «Αποθήκη αρχαίων μνημείων». Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 είναι οι πρώτοι που εργάζονται με τη μέθοδο της κολλοτυπίας.
Το 1889 συμμετέχουν και πάλι στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, όπου βραβεύονται με αργυρό μετάλλιο. Ο Κωνσταντίνος Ρωμαΐδης πεθαίνει το 1896, οπότε και αναλαμβάνει ο Αριστοτέλης Ρωμαΐδης, ενώ ο Δημήτριος διαθέτει κατάστημα πώλησης φωτοτυπιών και φωτογραφιών αρχαιοτήτων στην πλατεία Συντάγματος.
Στέφανος Κων. Στουρνάρας (1867-1928)
Ο Στέφανος Κων. Στουρνάρας γεννιέται στη Ζαγορά του Πηλίου. Αρχικά πηγαίνει στη Σμύρνη, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών και μυείται στον κόσμο της φωτογραφίας. Εγκαθίσταται μόνιμα στον Βόλο και γίνεται ο πρώτος ζωγράφος/φωτογράφος της πόλης. Το 1892 ανοίγει φωτογραφείο, μαζί με τον αδελφό του Παναγιώτη, και ασχολείται με τη φωτογράφιση προσώπων, ενώ ως στρατευμένος φωτογραφίζει στιγμιότυπα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Μετά το τέλος του πολέμου περιηγείται διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, το Πήλιο και τις Σποράδες, τη Φθιώτιδα, τη βόρεια Εύβοια, φωτογραφίζοντας κυρίως τοπία, τα οποία επιχρωματίζει μετά την εκτύπωσή τους. Από το 1905 στέλνει επιχρωματισμένες φωτογραφίες του σε εξειδικευμένα εργαστήρια στη Λειψία της Γερμανίας για μαζική αναπαραγωγή καρτ-ποστάλ και έτσι οι εικόνες του ταξιδεύουν παντού.
Το 1907 ο Στουρνάρας λαμβάνει μέρος στην Παγκόσμια Ναυτική Έκθεση του Μπορντό της Γαλλίας, όπου του απονέμεται το Αργυρό Βραβείο, ενώ αποκτά και τον τίτλο του επίσημου φωτογράφου του μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνου.
Pierre-Gaspard Gustave Joly de Lotbinière (1798-1865)
Ο Pierre-Gaspard Gustave Joly de Lotbinière, Ελβετός υπήκοος, καταγόταν από το Επερνέ της Γαλλίας. Τον Αύγουστο του 1839 βρίσκεται στο Παρίσι, με σκοπό να κάνει το «μεγάλο ταξίδι» στην Ανατολή, όταν ανακοινώνεται η εφεύρεση της δαγκεροτυπίας. Ενθουσιασμένος από τη νέα εφεύρεση, αποφασίζει να αποκτήσει μηχανή και να φωτογραφίσει σημαντικά μέρη του κόσμου για λογαριασμό του κατασκευαστή οργάνων ακρίβειας Noel-Marie Paymal Lerebours (1807-1873).
Ο Lotbinière, σύμφωνα με το ημερολόγιό του, το οποίο εντοπίστηκε στον Καναδά, φτάνει στη Σύρο στις 23 Σεπτεμβρίου 1839, όπου παραμένει λίγες μέρες μαζί με τον λόρδο Alvanley. Εν συνεχεία και οι δύο κατευθύνονται στην Αθήνα και διαμένουν στο «Ξενοδοχείον της Αγγλίας». Στις 15 Οκτωβρίου ξεκινούν για περιοδεία στην Πελοπόννησο. Επισκέπτονται το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, το Άργος, τη Νεμέα. Κατά την επιστροφή τους περνούν από την Κόρινθο, τα Μέγαρα και την Κακιά Σκάλα και φτάνουν στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου.
Στις 22 Οκτωβρίου ο Lotbinière ξεκινά να φωτογραφίζει στην Ακρόπολη. Εκτός από το ημερολόγιο του ταξιδιού του διατηρεί και ένα δεύτερο σημειωματάριο, όπου καταγράφει με σειρά τις λήψεις που πραγματοποιεί για να μπορεί να ταυτίσει τις δαγκεροτυπίες του. Στην Αθήνα υλοποιεί συνολικά δέκα λήψεις, από τις οποίες δεν σώθηκε καμιά πρωτότυπη, όπως δεν σώθηκε και η μοναδική δαγκεροτυπία του από το λιμάνι της Σύρου.
Συνεχίζει το ταξίδι του προς την Αλεξάνδρεια και την Άνω Αίγυπτο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, παραδίδει ορισμένες από τις δαγκεροτυπίες του στον Lerebours, μαζί με δύο συνοδευτικά κείμενα. Ο Lerebours εκδίδει το υλικό σε τεύχη, που συγκροτούν αργότερα το λεύκωμα «Excursions Daguerriennes: Vues et Monuments les plus remarquables du Globe». Στον πρώτο τόμο περιλαμβάνονται ένα κείμενο του Lotbinière και τρεις λιθογραφίες (aquatints) του, που έγιναν από τις πρωτότυπες δαγκεροτυπίες με τα Προπύλαια, τον Παρθενώνα και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Joseph-Philibert Girault de Prangey (1804-1892)
Ο Γάλλος Joseph-PhilibertGirault de Prangey, γόνος αριστοκρατικών οικογενειών και πρωτοπόρος στη δαγκεροτυπία, γίνεται γνωστός όταν οι εξαιρετικές εικόνες του ανακαλύπτονται σε μια αποθήκη του κτήματός του, κατά τη δεκαετία του 1920.
Ο Girault de Prangey ξεκινά το 1842 τριετή περιοδεία στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, την Τουρκία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, κουβαλώντας εκατοντάδες κιλά φωτογραφικού εξοπλισμού, με τον οποίο υλοποιεί περισσότερες από 800 δαγκεροτυπίες.
Στην Ελλάδα φτάνει το 1842 και φωτογραφίζει τα μνημεία της Ακρόπολης. Το σήμα κατατεθέν του είναι μια απόκοσμη ατμόσφαιρα και μια αχρονικότητα που επιτυγχάνονται με το νυχτερινό μπλε χρώμα στην απόδοση του ουρανού. Μάλιστα η φωτογραφία του Ναού του Ολυμπίου Διός, το 1842, με έναν σκοτεινό ουρανό να σκεπάζει τα ερείπιά του, θεωρήθηκε τολμηρή για την εποχή.
Ο Girault de Prangey δεν φωτογραφίζει μόνον τις κλασικές αρχαιότητες, αλλά και μνημεία βυζαντινής αρχιτεκτονικής, όπως την Καπνικαρέα και την Αγία Ειρήνη, καθώς και τη Μονή Δαφνίου. Ο ίδιος αναφέρει σε επιστολή του προς τον Desire-Raoul Rochette: «Θα δείτε με μεγάλη ευχαρίστηση την εφαρμογή που έφτιαξα με χρήσιμα εργαλεία τα οποία εφηύρε ο Daguerre. Σε πολλές περιστάσεις απέκτησα, συχνά με πλήρη επιτυχία, πολλά ανάγλυφα και αγάλματα της Ακρόπολης, πολλά κομμάτια και μνημεία της Αθήνας και της Ρώμης [...]. Σήμερα, με πραγματική χαρά, βλέπω από τόσο κοντά τα μνημεία, γιατί είναι πολύ σπουδαίο να βλέπουμε σε όλα την αλήθεια».
Οι δαγκεροτυπίες του Prangey είναι από τις παλαιότερες σωζόμενες αυτούσιες φωτογραφικές εικόνες με θέμα την Ελλάδα.
Philibert Perraud (1815-1863)
Ο Philibert Perraud γεννήθηκε το 1815 στην πόλη Macon της Γαλλίας. Το 1839 μυείται στην τέχνη της φωτογραφίας. Έχοντας εξασφαλίσει πολλές παραγγελίες, ταξιδεύει το 1845 σε πόλεις της Ιταλίας, και κατόπιν επισκέπτεται την Ελλάδα. Αρχικά παραμένει περίπου τέσσερις μήνες στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα. Εν συνεχεία φτάνει στην Αθήνα γύρω στα τέλη Νοεμβρίου του 1846, όπου πραγματοποιεί σειρά δαγκεροτυπιών για λογαριασμό του Γάλλου ναυάρχου Turpin.
Από σχετική διαφήμισή στις 16 Δεκεμβρίου 1846 σε εφημερίδα των Αθηνών πληροφορούμαστε ότι ο Perraud λαμβάνει πρόσκληση από το παλάτι να φωτογραφίσει τις κυρίες επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας.
Κατά την παραμονή του στην πόλη συναντά τον ζωγράφο Φίλιππο Μαργαρίτη, ο οποίος του ζητά να κάνει επίδειξη της δαγκεροτυπίας στους σπουδαστές του, στο Σχολείο των Τεχνών.
Πριν από το ταξίδι του στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ο Perraud επισκέπτεται την Ερμούπολη της Σύρου και τα Χανιά της Κρήτης, όπου συνεχίζει τις δαγκεροτυπίες του. Εν συνεχεία, ανοίγει στο Παρίσι τον οίκο Meyer με ειδικότητα αποκλειστικά σε δαγκεροτυπίες.
Alfred Nicolas Normand (1822-1909)
Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Alfred Nicolas Normand σπούδασε διακοσμητικές τέχνες και αρχιτεκτονική στο Παρίσι και στη Ρώμη.
Το 1851, μαζί με φίλους, ξεκινά από τη Νεάπολη και εικάζεται ότι, φθάνοντας στην Ελλάδα, επισκέπτεται πρώτα την περιοχή της Μαγνησίας και κατόπιν την Αθήνα στις 8 Οκτωβρίου του 1851. Παραμένει στην πόλη μέχρι τις 25 Οκτωβρίου και φωτογραφίζει αρχαιότητες με μια μεγάλη ξύλινη μηχανή τυπώνοντας τις εικόνες ως καλοτυπίες 16X21 εκ.
Ο Normand επιστρέφει στην Ελλάδα το 1887, εκδηλώνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα νησιά του Ιονίου. Μας κληροδοτεί βιβλία και μελέτες για την αρχαία ελληνική και αραβική αρχιτεκτονική, μεταξύ των οποίων και ένα λεύκωμα που περιλαμβάνει 24 καλοτυπίες, οι περισσότερες από τις οποίες απεικονίζουν μνημεία της Ακρόπολης.
James Robertson (περ. 1813-1888)
Ο Σκωτσέζος James Robertson εργαζόταν από το 1841 στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης, ως επικεφαλής χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους στην ιστορία της φωτογραφίας. Οι πρώτες γνωστές φωτογραφίες του χρονολογούνται το 1853.
Ο Robertson έχει φωτογραφικό στούντιο στην περιοχή Πέραν της Κωνσταντινούπολης περίπου από το 1854-1856 έως το 1867, εκδίδοντας και σχετικό λεύκωμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ταξιδεύει και φωτογραφίζει στη Μάλτα, στην Κριμαία, στην Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή.
Επισκέπτεται την Ελλάδα το 1854 και το 1856. Στην Αττική φωτογραφίζει την Ακρόπολη, τον Ναό του Ολυμπίου Διός, τον Πύργο των Ανέμων, την Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, το Μνημείο του Λυσικράτη, τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Φωτογραφίζει επίσης τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον ναό του Απόλλωνα στην Κόρινθο. Οι διάσημες φωτογραφίες του παρουσιάζονται σε διεθνείς εκθέσεις στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Το 1881 ο Robertson μετακομίζει στη Γιοκοχάμα της Ιαπωνίας, όπου πεθαίνει λίγα χρόνια αργότερα.
Baron Paul des Granges (1825-1911)
Ο Baron Paul des Granges γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1825. Με τη φωτογραφία αρχίζει να ασχολείται γύρω στο 1860, αρχικά στην Εύβοια και εν συνεχεία, από το 1861 έως το 1871, στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Η πλειονότητα των φωτογραφιών του είναι τοπία και αρχαιότητες, από τις οποίες ξεχωρίζουν το περίφημο εξάπτυχο της Αθήνας και το τρίπτυχο της πλατείας Συντάγματος, ενώ σημαντικές είναι οι φωτογραφίες του των μεταλλείων του Λαυρίου κατά παραγγελία του ιδιοκτήτη τους Gianni-Battista Serpieri.
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1860 οι φωτογραφίες του des Granges από τα ταξίδια του στην Ελλάδα εκδίδονται στο Βερολίνο από τον οίκο Eduard Quaas με τον τίτλο «Classische Landschaften und Denkmaller aus Griechenland, 1867» και στο Παρίσι από τον οίκο Goupil με τον τίτλο «Vues photographiques de la Grèce exécutées par M. Le Baron des Granges - Athènes - le Péloponèse - la Grèce du Nord, 1869».
To 1871 ο des Granges ταξιδεύει στη Φλωρεντία, στις αρχές του 1880 στη βόρεια Αφρική, και κατόπιν στη βόρεια Ιταλία. Πεθαίνει στη Ρώμη το 1911.
Henri Beck
Ο Γερμανός φωτογράφος Henri Beck εγκαθίσταται στην Ελλάδα από το 1834 και εξής και από το 1853 περίπου διαθέτει δικό του φωτογραφείο. Απαθανατίζει τα αθηναϊκά μνημεία σε μια περίοδο κατά την οποία έχουν ήδη ξεκινήσει ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες.
Το 1853 εργάζεται, για περίπου δύο μήνες, στην Ερμούπολη. Οι φωτογραφίες του Beck, μαζί με τις προγενέστερες του Βρετανού J. Robertson και τις μεταγενέστερες του Αμερικανού W.J. Stilman (1870), αποτελούν ακόμα και σήμερα πολυτιμότατη πηγή πληροφοριών για τη νεότερη ιστορία των μνημείων και των ερειπίων της Αθήνας.
William James Stillman (1828-1901)
Ο Αμερικανός William James Stillman, γεννημένος στη Νέα Υόρκη, σπουδάζει ζωγραφική. Το 1855 εμφανίζεται ως συνιδρυτής του «The Crayon», ενώ το 1859 διδάσκεται την τεχνική της φωτογραφίας και παρουσιάζει μια σειρά φωτογραφίες με θέμα τα όρη Adirondacks.
Από το 1861 έως το 1865 ο Stillman υπηρετεί ως πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Ρώμη και από το 1865 έως το 1868 στην Κρήτη. Από εκεί εκδιώκεται, λόγω της συμπάθειας που επέδειξε στο κρητικό κίνημα ανεξαρτησίας, και μετακομίζει στην Αθήνα. Από το 1877 έως το 1883 εργάζεται ως ανταποκριτής των «London Times» στην Αθήνα.
Το 1870 το εκτεταμένο φωτογραφικό του έργο δημοσιεύτηκε σε ένα λεύκωμα με τίτλο «The Acropolis of Athens: Illustrated Picturesquely and Architecturally in Photography». Από το 1886 έως το 1898 δραστηριοποιείται ως ανταποκριτής στη Ρώμη, αρθρογραφώντας για τους «London Times» . Πεθαίνει στην Αγγλία το 1901.
Pascal J. Sébah (1823-1886)
Ο Pascal J. Sébah γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη και συνεργάζεται αρχικά με τον Γάλλο φωτογράφο Henri Bechard. Μετά τη βράβευσή του σε Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι, ανοίγει το 1857 δικό του στούντιο στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο αποκαλεί El Chark (The Orient), το οποίο θα εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο παραγωγικά φωτογραφικά στούντιο στην Κωνσταντινούπολη.
Τη δεκαετία του 1870 ταξιδεύει στην Αίγυπτο και την Ελλάδα και πραγματοποιεί πολλές φωτογραφικές λήψεις για τουριστική διάθεση. Ιδρύει ένα ακόμα στούντιο στο Κάιρο το 1873, καθώς, εκείνη την εποχή, οι τουρίστες που επισκέπτονται την Αίγυπτο αγοράζουν φωτογραφίες ως αναμνηστικό της επίσκεψής τους. Την ίδια χρονιά η τουρκική κυβέρνηση χρηματοδοτεί τη συμμετοχή του στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης.
Μετά τον θάνατό του το 1886 την εταιρεία αναλαμβάνει ο αδελφός του. Η συνεργασία του με την Policarpe Joallier αλλάζει την επωνυμία σε Sebah & Joailler, εταιρεία η οποία συνέχισε τη δραστηριότητά της έως το 1973.
Félix Adrien Bonfils (1831-1885)
Ο Γάλλος Félix Adrien Bonfils γεννιέται στο Saint-Hippolyte-du-Fort το 1831. Έπειτα από το ταξίδι του στην Εγγύς Ανατολή το 1860 γίνεται φωτογράφος και συγγραφέας. Το 1867 μετακομίζει με την οικογένειά του στη Βηρυτό, όπου ανοίγουν φωτογραφικό στούντιο με την επωνυμία Maison Bonfils.
Το 1872, ο Bonfils παρουσιάζει το λεύκωμα «Architecture antique. Egypte. Grèce. Asie Mineure. Album de photographies», που εκδίδεται από τον Ducher στο Παρίσι και περιλαμβάνει πενήντα πρωτότυπες αλμπουμίνες με κάρτες που φέρουν έντυπες λεζάντες. Για την παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1878, εκδίδει πέντε τόμους με τον τίτλο «Souvenirs d’Orient: album pittoresque des sites, villes et ruines les plus remarquables», που εκδίδονται στο Alès το 1877-1878 και καλύπτουν από την Αίγυπτο και τη Νουβία (τομ.Ι-ΙΙ) έως την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη (τομ. V).
Πρόκειται για έναν από τους πρώτους εμπορικούς φωτογράφους, ο οποίος παράγει φωτογραφίες σε μεγάλες ποσότητες, καθώς και για έναν από τους πρώτους που υιοθετούν την έγχρωμη τεχνική που αναπτύσσεται το 1880. Πεθαίνει το 1885 στο Alès. Η γυναίκα και ο γιος του συνεχίζουν τη λειτουργία των φωτογραφικών καταστημάτων του έως το 1918.
Alois Beer (1840-1916)
O Alois Beer γεννιέται στο Βουκουρέστι. Μόλις σε ηλικία 23 ετών ανοίγει το δικό του φωτογραφείο στη Βιέννη, και λίγο αργότερα στο Klagenfurt και στο Graz.
Το 1879 δημοσιεύει ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ σχετικά με τις ζημιές που προκλήθηκαν από κατολισθήσεις στις πόλεις της Καρινθίας Bleiberg και Hüttendorf. Λίγους μήνες αργότερα, του απονέμεται το Χρυσό Μετάλλιο Τεχνών και Επιστημών, απογειώνοντας τη φήμη του. Ανάμεσα στις αναθέσεις που αναλαμβάνει είναι και φωτογραφίες τεκμηρίωσης, που του εξασφαλίζουν τον τίτλο του επίσημου φωτογράφου του Βασιλικού Ναυτικού και της Βασιλικής Αυλής το 1882.
Το 1885 πραγματοποιεί το πρώτο σημαντικό ταξίδι του στην Ελλάδα, και κατόπιν σε άλλες χώρες της Ανατολής και της Ευρώπης. Παράγει γύρω στις 20.000 φωτογραφικές απεικονίσεις, τις οποίες πουλά μέσα από ένα ευρύ δίκτυο διάθεσης που έχει αναπτυχθεί ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Anton Silberhuber (Αυστριακός 1839-1899)
Ο Αυστριακός Anton Silberhuber φέρεται να ασχολείται στη Βιέννη με τον τουρισμό, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την επαγγελματική του ιδιότητα ως φωτογράφου.
Γύρω στο 1890 βρίσκεται με μια ομάδα επισκεπτών στην Αθήνα. Έχοντας μάλλον οργανώσει ο ίδιος το ταξίδι, αναλαμβάνει και τη λήψη αναμνηστικών φωτογραφιών της ομάδας, με φόντο τα μνημεία. Η ποιότητα και η ευκρίνεια των φωτογραφιών αυτών τις κατατάσσουν στις καλύτερες της εποχής.
Underwood & Underwood
Η επωνυμία Underwood & Underwood αναφέρεται στην πρωτοπόρα εταιρεία παραγωγής και διανομής στερεοσκοπικών και άλλων φωτογραφικών εικόνων.
Η εταιρεία ιδρύεται το 1881 στο Κάνσας, από δυο αδέλφια, τον Elmer και τον Bert Elias Underwood και εξελίσσεται στον μεγαλύτερο εκδότη στερεοτυπιών στον κόσμο, παράγοντας 10 εκατομμύρια θέματα ετησίως, τα οποία διοχετεύει μέσα από ένα μοναδικό σύστημα παγκόσμιας διάθεσης.
Γύρω στο 1900, η Underwood & Underwood παρουσιάζει σετ κουτιών με ομαδοποιημένες ανά θέματα φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ταξιδιωτικά σετ με φωτογραφίες από δημοφιλείς τουριστικές περιοχές του κόσμου. Η εταιρεία ανέστειλε τη λειτουργία της τη δεκαετία του 1940.
Frédéric Boissonnas (1858-1946)
Ο Γαλλοελβετός φωτογράφος Frédéric Boissonnas (Φρεντερίκ Μπουασονά), γεννημένος στην Ελβετία το 1858, αισθανόταν από μικρός ότι έχει ελληνικές ρίζες, λόγω της καταγωγής του από τη Μασσαλία.
Γόνος οικογένειας φωτογράφων, ασχολείται και ο ίδιος με τη φωτογραφία, αναπτύσσοντας όμως μια δική του τεχνική: την ορθοχρωματική πλάκα που, μαζί με τη χρήση νέων υλικών, του αποφέρει πολλές διεθνείς διακρίσεις, όπως το πρώτο βραβείο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού σε ηλικία 28 ετών. Διατηρεί κατά καιρούς στούντιο στο Παρίσι, στη Γενεύη, στη Λυόν και στην Αγία Πετρούπολη και γίνεται ευρέως γνωστός και περιζήτητος.
Το 1902 επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα μαζί με τον D. Baud-Bovy, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, και γνωρίζουν την Κέρκυρα, την Αθήνα, τον Παρνασσό.
Τα επόμενα χρόνια επανέρχεται κατά διαστήματα και απαθανατίζει μοναδικές εικόνες της ελληνικής υπαίθρου και των ανθρώπων της, έχοντας ως συνειδητό στόχο η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών του να συμβάλλει στην τουριστική προβολή της χώρας, αλλά και στις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της.
Το 1907 πραγματοποιεί το όνειρό του να φωτογραφίσει τα μνημεία της Ακρόπολης. Για το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux», το οποίοεκδίδεται το 1910, λαμβάνει συγχαρητήρια από τον υποστηρικτή και θαυμαστή του Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1911 επισκέπτεται και φωτογραφίζει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και την Κρήτη, ενώ το 1913 ταξιδεύει στην Ήπειρο και τη Μακεδονία. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς είναι ο πρώτος φωτογράφος που ανεβαίνει και φωτογραφίζει στην κορυφή του Ολύμπου. Πολλές από τις φωτογραφίες της Ελλάδας περιλαμβάνει το 1919 στη φωτογραφική έκθεσή του στο Παρίσι και στις ΗΠΑ.
Ο Frédéric Boissonnas πεθαίνει σε ηλικία 88 ετών το 1946, αφήνοντας πολλά λευκώματα και εκδόσεις σχετικές με την Ελλάδα, σπουδαία παρακαταθήκη. Το ανεπανάληπτο φωτογραφικό έργο του, εκτός από πρωτοποριακό, είναι και μοναδικό τεκμήριο μιας Ελλάδας που έχει οριστικά χαθεί.
Πληροφορίες
Η ψηφιακή έκθεση είναι δίγλωσση (ελληνικά, αγγλικά), με πλούσιο συνοδευτικό υλικό (βιογραφικά στοιχεία, φωτογραφική ορολογία, επιμέρους σχολιασμό), διαθέσιμη σε υπολογιστή, τάμπλετ και κινητό τηλέφωνο. Επίσης, είναι πλήρως προσβάσιμη σε άτομα κωφά ή με μειωμένη ακοή, ενώ έχει δημιουργηθεί βίντεο με ακουστική περιγραφή επιλεγμένων φωτογραφιών για άτομα με οπτική αναπηρία.
Το επιλεγμένο υλικό, αποτέλεσμα εκτενούς έρευνας, προέρχεται από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ιδρύματα, πολιτιστικούς φορείς, ιδιωτικές συλλογές και αρχεία, ενώ αξιοποιήθηκαν και αρχεία ελεύθερης πρόσβασης από το εξωτερικό.
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Αλεξάνδρα Ράπτη, διευθύντρια
Ανδρέας Λαπούρτας, προϊστάμενος Υπηρεσίας Μουσείων
Φώτης Αλεβίζος, προϊστάμενος Υπηρεσίας Πληροφορικής και Ψηφιακών Εφαρμογών
Άννα Καλλινικίδου, Υπηρεσία Μουσείων
ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Μιμίκα Γιαννοπούλου, δρ αρχαιολόγος
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ -ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Μιμίκα Γιαννοπούλου, δρ αρχαιολόγος
Σωκράτης Μαυρομμάτης, φωτογράφος
Μουσειογραφικός και ψηφιακός σχεδιασμός Παντελής Φελέρης και Φοίβος Παπαγεωργίου
Μπορείτε να δείτε την έκθεση εδώ