Στην έκθεση «Ραπ Ντίβες», η Σίλβια Τσομπανάκη καταγράφει με τον φακό της μια αφανή κοινότητα της εγχώριας μουσικής σκηνής. Με λίγα λόγια, φέρνει στο επίκεντρο τις Ελληνίδες ράπερ και προσπαθεί να αποτυπώσει την τέχνη και το στυλ τους με τις φωτογραφίες της.
«Την ονόμασα έτσι επειδή ακριβώς θεωρώ τις γυναίκες που φωτογράφισα ντίβες. Κατασκευάζουν χαρακτήρες larger-than-life, έξω απ’ τα συνηθισμένα. Η παρουσία τους τόσο στον δημόσιο χώρο όσο και στον χώρο της τέχνης είναι επιβλητική», μου αναφέρει ένα μεσημέρι όταν τη συναντώ στη Φωκίωνος Νέγρη για καφέ.
Το υλικό που θα παρουσιάσει στον χώρο του Εφημερίδα ATH στις 16 Μαρτίου αποτελεί την πρώτη της προσωπική έκθεση και τη δεύτερη που αφορά τη ραπ σκηνή της χώρας.
Οι «Ραπ ντίβες» έρχονται ως συνέχεια ενός προηγούμενου πρότζεκτ της. Πριν από περίπου οχτώ χρόνια ξεκίνησαν μαζί με δύο άλλες φωτογράφους, την Τατιάνα Μαυρομάτη και τη Σταυρούλα Κάρλε, να φωτογραφίζουν την εγχώρια χιπ-χοπ κοινότητα. Εστίαζαν κυρίως σε στιγμιότυπα, σε μικρές στιγμές απ’ την καθημερινότητα της κουλτούρας. Το 2018 παρουσίασαν το υλικό τους σε μια έκθεση με τίτλο «24 ώρες 7 ημέρες χιπ-χοπ». Αρκετές από τις φωτογραφίες συμπεριλήφθηκαν στην έκδοση «Bring the Noise: Δεκαπέντε κείμενα για το χιπ-χοπ».
«Μεγάλωσα με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, έτσι έγινα κι εγώ κομμάτι της κατά κάποιον τρόπο. Η σχέση μου με τις ράπερς είναι προσωπική, μ’ ενδιέφερε κυρίως να τις φωτογραφίσω ως γυναίκες και καλλιτέχνιδες. Η πρώτη προσέγγισή μου ήταν βιωματική, μιας και είμαι κι εγώ γυναίκα».
«Στο έργο μου ασχολούμαι κυρίως με τις εργατικές κουλτούρες. Όταν ολοκληρώθηκε αυτό το πρότζεκτ, ψάχτηκα να ξεκινήσω κάτι δικό μου», λέει σχετικά με το πώς είχε την ιδέα για τη συγκεκριμένη έκθεση. «Θυμάμαι μέσα στην καραντίνα να ακούω συνέχεια tracks από γυναίκες ράπερ. Μιας και συνεχώς συναναστρεφόμουν με γυναίκες στο χιπ-χοπ, αποφάσισα ν’ αρχίσω να τις φωτογραφίζω. Εστιάζω στην καταγραφή και σύνθεση εικόνων μιας ζωντανής κοινότητας που, σε καιρούς κρίσης, όλο και περισσότερο διεκδικεί χώρο στη δημόσια σφαίρα».
Η Σίλβια ακούει χιπ-χοπ από παιδί, οπότε δεν της ήταν ένα άγνωστο σύμπαν στο οποίο έπρεπε να εισχωρήσει για το πρότζεκτ της. Πρώτη φορά άκουσε στην τετάρτη δημοτικού, όταν είχε βγει η ταινία «8 Mile» με τον Eminem. «Μας την έδειξε ένα μεγαλύτερο παιδί στη γειτονιά που είχε την ταινία σε βιντεοκασέτα. Μου άρεσε τόσο πολύ που με την παρέα μου τη βλέπαμε στο ριπίτ όταν λείπανε οι δικοί μου στη δουλειά. Από ελληνόφωνο χιπ-χοπ άκουγα διάφορα. Θυμάμαι τον αδελφό μου να περιφέρεται στο σπίτι και να χώνει Παιδί Θαύμα».
Στην Εφημερίδα ATH θα παρουσιάσει είκοσι πορτρέτα μαζί με φωτογραφίες απ’ την καθημερινότητα της κουλτούρας, από συναυλίες κ.λπ. Είναι μια αρκετά ζωντανή σκηνή με πολλές εκπρόσωπους, κάτι που είναι ενθαρρυντικό, άσχετα αν δεν είναι τόσο ορατές σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Και είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι η έκθεση δεν αφορά μόνο την Αθήνα, εξερευνά και τη σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Βέβαια, δεν δέχτηκαν όλες να φωτογραφηθούν για τις ανάγκες του πρότζεκτ. «Κάτι τέτοιο, όμως, είναι λογικό, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι πρόθυμοι να εκτεθούν», μου λέει. «Είναι κάτι απολύτως σεβαστό».
Θα περίμενες ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο θα ήταν αυτό, αλλά δεν δημιούργησε κάποιο ιδιαίτερο εμπόδιο, όπως μου τονίζει. «Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας – μιας και το πρότζεκτ ξεκίνησε στις αρχές του 2020. Λόγω της ενασχόλησής μου με το χιπ-χοπ ως ακροάτρια και ως φωτογράφος, γνώριζα από παλιά πολλά κορίτσια που έγραφαν ρίμες, χόρευαν μπρέικς, βάφανε, έγραφαν μουσική. Κάποιες τις γνώρισα σε συναυλίες, άλλες σε πάρκα και πλατείες ή μέσω άλλων χιπχοπάδων. Κάποιες τις ανακάλυψα στην πορεία, τις προσέγγισα μέσα από τα σόσιαλ μίντια.
Μεγάλωσα με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, έτσι έγινα κι εγώ κομμάτι της κατά κάποιον τρόπο. Η σχέση μου με τις ράπερς είναι προσωπική, μ’ ενδιέφερε κυρίως να τις φωτογραφίσω ως γυναίκες και καλλιτέχνιδες.
Η πρώτη προσέγγισή μου ήταν βιωματική, μιας και είμαι κι εγώ γυναίκα. Με άλλα λόγια, αναρωτήθηκα πώς μπορείς να χωρέσεις την τέχνη μέσα σε μια καθημερινότητα που τρέχει σαν διάολος. Οι κοπέλες αυτές, που προφανώς δεν βιοπορίζονται απ’ την τέχνη τους, πότε προλαβαίνουν και γράφουν, ηχογραφούν, κάνουν πρόβες; Είναι άραγε η ραπ στρατηγική επιβίωσης; Ενδυνάμωση και διεκδίκηση χώρου; Είχα πολλά ερωτήματα όταν ξεκίνησα. Κάποια απαντιόνταν από μόνα τους, άλλα απ’ τις συζητήσεις μου με τα κορίτσια».
— Τι έχεις μάθει τόσα χρόνια από την ενασχόλησή σου με το χιπ-χοπ και έρχοντας σε επαφή με αυτά τα κορίτσια;
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι το χιπ-χοπ δεν είναι απλώς μουσική. Είναι τρόπος επιβίωσης και ανατίμησης της εργατικής νεολαίας όλων των φύλων και φυλών. Χωράει όσες και όσους δυσφορούν στο σπίτι, στη δουλειά, στο σχολείο. Εκείνες κι εκείνους που δεν έχουν χαρτιά.
Όσον αφορά εμάς τις γυναίκες, το χιπ-χοπ μάς βοηθάει να παράγουμε τις δικές μας κοινότητες, τη δική μας κουλτούρα, τα δικά μας τραγούδια, τους δικούς μας χορούς, τους δικούς μας τρόπους διασκέδασης, το δικό μας λεξιλόγιο. Ακόμα και τις δικές μας φωτογραφίες! Να μιλήσουμε για την καθημερινότητά μας και να διεκδικήσουμε χώρο.
Εκτιμώ και σέβομαι όλες τις ράπερ, όχι μόνο για το ταλέντο και τη δουλειά τους, αλλά και για το συναισθηματικό και ψυχικό τους σθένος. Εμείς τα κορίτσια του χιπ-χοπ είμαστε τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές ταυτόχρονα. Η τέχνη των ράπερ είναι πολύχρωμη όπως τα ρούχα τους, αλλά και ασπρόμαυρη όπως η καθημερινότητά μας.
— Το θεωρείς σεξιστικό και πώς σου φαίνεται όλη αυτή η κοινωνική υστερία για το τραπ; Είναι τελικά τόσο επικίνδυνο είδος;
Ζούμε στην Ελλάδα έτσι; Σε μια κοινωνία δομικά στοιχεία της οποίας είναι ο σεξισμός και ο μισογυνισμός. Θα μιλήσω για τον χώρο της φωτογραφίας, μιας και είμαι φωτογράφος. Στους φωτογραφικούς κύκλους, λοιπόν, η δουλειά των γυναικών φωτογράφων συνεχώς υποτιμάται. Στην καλύτερη, αναγνωρίζεται ως χόμπι. Το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα, σε όλες τις τέχνες.
Κατά τη γνώμη μου, σεξισμός δεν είναι να ακούσω μια «κακιά» λέξη σ’ έναν «κακό» στίχο, σεξισμός είναι ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που στόχο έχουν να υποτιμήσουν την παρουσία και την εργασία των γυναικών στην τέχνη, στη δουλειά, στο σπίτι, στον δρόμο. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που κάνουν τραπ και είναι πραγματικά γαμάτες.
Ποια τέχνη είναι επικίνδυνη άραγε; Και ποιος την ορίζει ως τέτοια; Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί τα μίντια δεν κάνουν αυτόν τον διαχωρισμό και σε άλλες μορφές τέχνης. Γιατί δεν λένε, για παράδειγμα, για γυναικείο και αντρικό θέατρο; Για γυναικεία και αντρική ζωγραφική; Ή, τέλος πάντων, σε μια ταινία δράσης με σκηνές βίας και πιστολίδια, οι ηθοποιοί που υποδύονται τους γκάνγκστερ και τους πιστολέρος είναι και στην πραγματικότητα «κακοί» και δολοφόνοι; Ρητορικά τα ερωτήματα. Ευτυχώς, καμία τέχνη δεν ανήκει σ’ ένα μόνο φύλο.
Η έκθεση «Ραπ Ντίβες» παρουσιάζεται στον χώρο του Εφημερίδα ATH στις 16 Μαρτίου.
Εφημερίδα ATH, Βησσαρίωνος 9, Αθήνα
Instagram: @sylvie.co
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.