Αγαπά τον Ντράγιερ και τον Ταρκόφσκι, παίζει τρομπέτα, συχνάζει στο ίδιο μπαρ κάθε βράδυ, δεν καπνίζει, δεν έχει υπολογιστή, δεν έχει ανοίξει λογαριασμούς με τα social media, γράφει ποιήματα για τα οποία δεν ντρέπεται, κουβαλά ένα «αρχαίο σαπιοτηλέφωνο» –όπως το αποκαλεί– στο οποίο σπανίως τον βρίσκεις, ονειρεύεται πότε θα παίξει με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, είναι επαγγελματίας μποξέρ και άρρωστος Πανιώνιος. Η μητέρα του ήταν πάντα μια γυναίκα χειμαρρώδης και γκροτέσκ. Ο μπαμπάς του ένας άνθρωπος που δε ν εκφράζεται εύκολα. Ο Χάρης Φραγκούλης, στα 31 του χρόνια, διαπιστώνει πως οι δύο αυτές αντιφατικές πλευρές παλεύουν μέσα του ασταμάτητα. Ο ηθοποιός που διάλεξε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για να υποδυθεί τον Δον Ζουάν στη φετινή του παράσταση στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση είναι ένα χαρισματικό πλάσμα που ξεχειλίζει από ταλέντο, ευαισθησία, τρυφερότητα και δύναμη.
Για να μπει στο κοστούμι του Δον Ζουάν, αναζήτησε εκείνη την εύθραυστη ισορροπία του, κοίταξε στον καθρέφτη να βρει τα κοινά τους στοιχεία, βοηθήθηκε πολύ από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, πέρασε στιγμές βυθισμένος στην ατελείωτη βιβλιογραφία που έχει αφήσει παρακαταθήκη ο μολιερικός πρωταγωνιστής. Ξέρει καλά πώς είναι οι ατίθασοι, ορμητικοί ήρωες. Ο ίδιος δοκιμάστηκε από μια οργιώδη εφηβεία που τον έφερνε κάθε τόσο αντιμέτωπο με όρια, οικογένεια, κανόνες και προσπάθειες πειθαρχίας. Φρένο σε αυτή την εξαντλητική κούρσα έβαλε η απόφασή του να παρακολουθήσει ένα θεατρικό εργαστήρι.
Στα 23 του, πριν καλά καλά τελειώσει τις σπουδές του, βρέθηκε μέσα σε μια νύχτα στο πατάρι του Απλού Θεάτρου να ερμηνεύει πλάι στον «Επιστάτη» Δημήτρη Καταλειφό ένα έξοχο κείμενο του Χάρολντ Πίντερ. Στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από τότε φόρεσε για ένα χρόνο τον σταυρό του Βραβείου Χορν για την ερμηνεία του στο Όταν έκλαψε ο Νίτσε του Ίρβιν Γιάλομ, σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου, αφηγήθηκε με την ομάδα του Kursk την ιστορία του αγαθού στρατιώτη Βόιτσεκ, σκηνοθέτησε το έργο Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει που πρωτοπαρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών, έγινε ο Αίαντας στην παράσταση της Σύλβιας Λιούλιου, μέλος μιας άτυπης ομάδας με την οποία ο Νίκος Μαστοράκης μεγαλουργεί στο Εθνικό και στο Θέατρο Τέχνης (Μεφίστο, Τα παιδιά του Ηλίου, Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα). Ασταμάτητος καθώς είναι τα τελευταία χρόνια, αυτή την περίοδο ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει για την ομάδα του τη νουβέλα Λεντς του Γκέοργκ Μπίχνερ (ανεβαίνει στο Bios τον Απρίλιο) και κάνει τις πρώτες πρόβες με τον Νίκο Καραθάνο για την Οπερέττα του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, όπου θα υποδυθεί το αντίθετο του Δον Ζουάν, έναν δειλό κόμη.
Ζητούμενό μου είναι η παιδική καύλα και όχι η ασφάλεια. Θέλω να καταλάβω ότι αυτό που με βάζει κάποιος να κάνω προέρχεται από κάτι δικό του, βαθύ και όχι από κάτι παραχωρημένο. Δεν αντέχω να σκεφτώ ότι το κίνητρο μπορεί να είναι να «αρέσει» ή να «μαζέψει κόσμο» ή να «μοιάσει με κάτι».
— Τον συμπαθείς τον Δον Ζουάν;
Για να συμπαθήσω κάποιον, θα πρέπει να είναι στα μέτρα μου. Αυτός δεν είναι. Είναι σαν να με ρωτάς αν συμπαθώ τον Χριστό. Είναι μέγεθος τεράστιο. Με έναν τρόπο, από αυτά που έχω παίξει, το πιο κοντινό του είναι ο Αίαντας. Δεν είναι τυχαίο που αυτοί οι ρόλοι πεθαίνουν, εξαϋλώνονται – αφού δεν ανήκουν εδώ. Ποτέ δεν τον προσέγγισα από την πλευρά της συμπεριφοράς. Πιο πολύ προσπάθησα να καταλάβω τον χτύπο της καρδιάς του, παρά πώς περπατούσε. Ήθελα να ακούσω τον παλμό του.
— Την ψυχή του την αποκρυπτογράφησες;
Σίγουρα συναντήθηκα μαζί της, κυρίως στα κομμάτια που αναγνώρισα τον εαυτό μου. Από κει πιάστηκα. Τα κομμάτια αυτά αποτελούν την προβληματική άπειρων ανθρώπων. Δεν το διαχωρίζω σε ανδρική και γυναικεία συμπεριφορά, παρόλο που ο Δον Ζουάν, ως ανδρικό σύμβολο, έχει περάσει στην Ιστορία. Δεν ήθελα να δω τη δύναμή του, ήθελα να αγγίξω την αδυναμία του.
— Γιατί για κάποιους άνδρες είναι ήρωας ένα τέτοιο κτήνος;
Γιατί είναι το αρχέτυπο του ανδρός που φεύγει. Ο άνδρας είναι αυτός που φεύγει, που αγαπά την περιπέτεια, που δεν σταματά να ταξιδεύει, που δεν αντέχει τη μονογαμία. Υπάρχει κάτι φυσικό σε αυτό. Εννοώ ότι εκ των πραγμάτων η γυναίκα, που φέρει μέσα της τη ζωή, δυσκολότερα αποχωρεί. Δεν μπορούν να σκέφτονται το ίδιο ένας άνθρωπος που έχει ένα ωάριο κι ένας που σκορπά τα χιλιάδες σπερματοζωάριά του δεξιά κι αριστερά. Ωστόσο, αν ξεφύγει κανείς από τον συμβολισμό, η προβληματική για τα δύο φύλα είναι κοινή.
— Σε όλη αυτήν τη διαδρομή απιστίας υπάρχει κάτι στο οποίο παραμένει πιστός;
Στον εαυτό του, στη φύση του, στην επιθυμία του. Αυτό που τον κάνει τέρας είναι η απολυτότητά του και το γεγονός ότι προδίδει τις υποσχέσεις που δίνει. Για μένα υπάρχει μια σαφής διάθεση εκδίκησης και μια βαθιά σύνδεση με αυτό που εννοούμε πίστη. Θέλει να εκδικηθεί τον Θεό που δεν του κάνει το χατίρι να του εμφανιστεί. Αφού δεν μπορεί ο Θεός να είναι δίκαιος, γιατί να είναι εκείνος; Θέλει να φερθεί με υποκρισία γιατί την έχει εισπράξει. Για παράδειγμα, όταν αποπλανά τη «λογοδοσμένη» Σαρλότ, ποιος είναι ο εγκληματίας; Ο Δον Ζουάν που τη λούζει με ψεύτικες υποσχέσεις ή εκείνη που είναι ερωτευμένη με τον Πιερό και παραδίδεται στον Δον Ζουάν μέσα σε ένα λεπτό; Γιατί είναι το δικό της «έγκλημα» μικρότερο από το δικό του; Αυτή είναι η υποκρισία που θέλει ο Δον Ζουάν να μας τρίψει στα μούτρα.
— Τον αντέχεις έναν ήρωα που δεν έχει ίχνος καλοσύνης;
Κι όμως, έχει, δίνει χρήματα σε φτωχούς που συναντά, σώζει ανθρώπους με κίνδυνο της ζωής του, μαθαίνει τη ζωή στον Σγαναρέλ, ξυπνάει αισθήματα πρωτόγνωρα στις γυναίκες. Απλώς, ό,τι και να κάνει, δεν θα μας φτάνει. Διότι ο θεατής έχει ανάγκη από μια συνέπεια, από ένα βόλεμα. Δεν μπορεί να ζήσει με τη ρωγμή που δημιουργεί ο Δον Ζουάν. Αυτός είναι η ασυνέπειά μας.
— Εσύ έχεις ανάγκη από τέτοιο βόλεμα στη ζωή;
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη θέλει να τοποθετεί τα πράγματα σε μια σειρά. Το ότι ζούμε σε μια οργανωμένη κοινωνία από μόνο του σημαίνει μια σύμβαση. Το να συνδεθείς με το χάος δεν αντέχεται. Υπάρχουν πολλοί που δεν θέλουν να τους ξυπνάς τη συνείδηση, που απεχθάνονται να μπαίνουν σε κόπο, που ζουν μόνο για την ανακούφιση. Ο Δον Ζουάν αυτό κάνει, τους βάζει την αμφιβολία, που από μόνη της είναι μια σοβαρή πηγή άγχους και πόνου.
— Αναγνωρίζεις τον Δον Ζουάν σε κάποιους σήμερα;
Σε ποιους να τον βρω; Στους πολιτικούς; Στον Τσίπρα; Ο Δον Ζουάν δεν ήθελε κανέναν. Αυτοί τα θέλουν όλα και για να τα κατακτήσουν έχουν ξεπουλήσει τα πάντα. Εκείνος δεν παραχώρησε τίποτα, γι' αυτό έγινε σκόνη.
Ποτέ μου δεν έχω νιώσει την πληρότητα του «ναι, το έκανες τέλεια». Ξέρω ότι κάτι συνέβη πολύ ή λίγο, αλλά το απόλυτο δεν το εισέπραξα ποτέ.
— Υπάρχει μια στιγμή στην παράσταση που φωνάζεις: «Η υποκρισία είναι μόδα».
Ο Δον Ζουάν είναι ο καθρέφτης της δειλίας μας, αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε. Στη ζωή μας δεν έχουν πολλοί τη γενναιοδωρία να πουν: «Μπράβο, ρε μάγκα, αυτό που δεν μπορώ να κάνω εγώ, εσύ το καταφέρνεις». Προτιμάμε να σκοτώνουμε τον ικανό για να μη βλέπουμε την ανημπόρια μας. Είναι σαν τα ζευγάρια που λέει ο ένας στον άλλο: «Μη με απατήσεις, γιατί είναι ανήθικο». Ενώ στην πραγματικότητα εννοεί «μην το κάνεις, γιατί δεν θα το αντέξω». Η ενοχή είναι η καλύτερη συνταγή σε ό,τι δεν αντέχουμε. Η καταπίεση, οι μεθοδεύσεις και η κατάθλιψη είναι συχνά αποστήματα ηθικής.
— Ποιο είναι το ιδανικό για σένα: να μην μπορούν να σου αντισταθούν ή να μην μπορείς εσύ να αντισταθείς σε κάτι;
Δεν μου λέει κάτι να μην μπορεί να μου αντισταθεί κάποιος. Δεν μου αρέσει η ευκολία της κατάκτησης. Το βρίσκω έως και χυδαίο. Μόνο η διεκδίκηση είναι το ζητούμενο. Και χωρίς καν να τα καταφέρνω πάντα.
— Μα, δεν μπορείς να πηγαίνεις πάντα στην πηγή και να μην πίνεις νερό.
Η πηγή είναι το να ζεις. Άλλωστε, πότε στην πραγματικότητα κατακτάς κάτι στα σίγουρα; Σχεδόν ποτέ. Εγώ με τον Δον Ζουάν νομίζεις κατέκτησα τίποτα; Είμαι στη σκηνή, προσπαθώ κι αποτυγχάνω συνέχεια. Ποτέ μου δεν έχω νιώσει την πληρότητα του «ναι, το έκανες τέλεια». Ξέρω ότι κάτι συνέβη πολύ ή λίγο, αλλά το απόλυτο δεν το εισέπραξα ποτέ.
— Στα χέρια ενός σημαντικού σκηνοθέτη πολλαπλασιάζεται η ασφάλεια που νιώθεις στη σκηνή;
Ζητούμενό μου είναι η παιδική καύλα και όχι η ασφάλεια. Θέλω να καταλάβω ότι αυτό που με βάζει κάποιος να κάνω προέρχεται από κάτι δικό του, βαθύ και όχι από κάτι παραχωρημένο. Δεν αντέχω να σκεφτώ ότι το κίνητρο μπορεί να είναι να «αρέσει» ή να «μαζέψει κόσμο» ή να «μοιάσει με κάτι». Η εμπιστοσύνη επίσης με τροφοδοτεί. Θέλω να γίνομαι αλοιφή στα χέρια κάποιου. Ίσως αυτό μου έχει μείνει από τον αθλητισμό.
— Συνεχίζεις το μποξ, να υποθέσω;
Φυσικά. Ο Μιχαήλ στις πρόβες έπαθε κρίση πανικού γιατί έσκασα μύτη μετά από αγώνα, δαρμένος, με το μισό πρόσωπο μελανιασμένο. Μετά το ξανασκέφτηκε και μου είπε: «Τι να πω, ο Δον Ζουάν είναι αυτός, μπορεί και να έχει φάει ξύλο». Βεβαίως, όταν έχω παραστάσεις αποφεύγω να κατεβαίνω σε αγώνες.
— Ποιο κομμάτι σου τροφοδοτεί αυτή η επαγγελματική ενασχόληση με το μποξ;
Το κάνω από παιδάκι, έχω μια ψυχική σύνδεση με αυτό το άθλημα. Με πειθαρχεί, μου χαρίζει καλή φυσική κατάσταση, με βοηθάει να «μετρήσω» τον άλλον και να προϋπολογίσω τις αντιδράσεις του. Είναι ένα είδος θεάτρου κι αυτό. Οι δυο ασχολίες μου συνομιλούν διαρκώς μεταξύ τους.
— Δεν φοβάσαι καθόλου;
Φοβάμαι συνέχεια, όχι ότι θα μου συμβεί κάτι όμως. Γενικά δεν είμαι ένας άνετος τύπος. Το μποξ και το θέατρο είναι οι ασκήσεις θάρρους μου. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να με βοηθήσω. Κάνω δύο από τα πιο τρομακτικά πράγματα που μπορεί να επιχειρήσει κανείς: ανεβαίνω στο ρινγκ και στη σκηνή. Όταν πατάω το πόδι μου και στα δύο, είμαι πάρα πολύ ψύχραιμα τρομοκρατημένος. Αλλά ποτέ δεν πάω για να χάσω. «Πάμε να τους διαλύσουμε. Πόλεμος και αγάπη μαζί».
— Τη θέση του αντίπαλου μποξέρ στο θέατρο ποιος την παίρνει;
Ο αντίπαλος είναι μια πρόφαση. Στην πραγματικότητα, με τον εαυτό μου παλεύω και στα δύο. Και ξέρεις, δεν είναι ο κόσμος που με τρομοκρατεί. Νιώθω το ίδιο ευάλωτος και στις πρόβες. Δεν με βασανίζει η έκθεση αλλά το μέσα μου. Οι πηγές από τις οποίες αντλώ δύναμη μέχρι που γίνομαι ατρόμητος είναι οι άνθρωποι που αγαπώ. Στον Δον Ζουάν, για παράδειγμα, πέρα από τον Μιχαήλ και το κείμενο, ξέρεις ποια είναι η αληθινή δύναμή μου; Ο σπουδαίος Γιάννος Περλέγκας. Παίζω για εκείνον. Για μένα οι άνθρωποι είναι που κάνουν τις παραστάσεις. Αν αυτήν τη στιγμή με ρωτούσες «θέλεις να παίξεις όλους τους ρόλους του Σαίξπηρ ή ένα άγνωστο κείμενο μαζί με τον Ακύλλα Καραζήση», θα σου απαντούσα το δεύτερο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα.
— Γιατί δεν έχεις Facebook;
Σίγουρα όχι από άποψη ή ιδεολογία. Ίσως γιατί η επικαιρότητα κλέβει πράγματα από την ποίησή μου και μου γαμεί τη διαχείριση χρόνου. Δεν είναι ουτοπικό να κρατάς τον προσωπικό σου ρυθμό, να αποφεύγεις το περιρρέον, να διαβάζεις λογοτεχνία, να μη συγχρωτίζεσαι με τα πράγματα για να προστατευτείς. Ουτοπικό είναι να βλέπεις Ταρκόφσκι και να τον θεωρείς αργό, επειδή έχουμε καταντήσει νευρωτικοί.
— Μικρός πώς ήσουν;
Άτακτος. Διωγμένος από σχολεία, τσακωνόμουν συνέχεια, πήγαινα γήπεδο (κι ακόμα πάω), δεν είχα καμία επαφή με βιβλία, θέατρα και πολιτισμό. Μάτωνα τα γόνατά μου στις μπάλες και στο ξύλο. Είχα κόκκινα μαλλιά και σκουλαρίκια, καβαλούσα ένα δίχρονο DD και σε όποιο πάρτι με έβγαζε ο δρόμος. Είχα μια ένταση και δύναμη που με έσερναν από τη μύτη. Διάβασα μόνο μια χρονιά και πέρασα στο πανεπιστήμιο, στο Βιολογικό. Αν μου έλεγες σήμερα ότι θα είχες απέναντί σου έναν οικογενειάρχη βιολόγο, μάλλον θα με έπιανε ασφυξία.
— Πότε κόπασε η θύελλα;
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο. Όταν πήγα, δε, στο θεατρικό εργαστήρι, είπα: «Eγώ ανήκω εδώ». Κατάλαβα ότι επιτέλους βρήκα μια συγγένεια, κάτι με το οποίο ήθελα να συνδεθώ. Όταν μου πρότεινε τον πρώτο μου ρόλο ο Καταλειφός, δεν είχα συνείδηση τι συνέβαινε. Για χρόνια πήγαινα στο θέατρο με κάτι χουλιγκανίστικο. Μέχρι που στη ζωή μου εμφανίστηκε ο Λευτέρης Βογιατζής κι έγινε μετατροπή της ενέργειάς μου. Έπειτα ήρθε ο Ακύλλας Καραζήσης, ο Νίκος Μαστοράκης, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης με τους Αισθηματίες, η ταινία με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο που δεν προλάβαμε ποτέ να ολοκληρώσουμε. Είναι οι άνθρωποι που μου έδειξαν τι σημαίνει δύναμη μέσα από την ποίηση. Η ενέργεια πρέπει να μετατρέπεται και να αλλάζει μορφή όσο περνάνε τα χρόνια. Στα 16, αν είσαι χούλιγκαν, είσαι σωστός, στα 25 είσαι μαλάκας, στα 40 φαιδρός. Στον έρωτα ισχύει το ίδιο. Στα 25 μπορείς να κάνεις φλερτ και να λες εξυπνάδες. Αν το κάνεις στα 60, είσαι γραφικός.
Info:
«Δον Ζουάν»
Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
(Κεντρική Σκηνή)
Λεωφ. Συγγρού 107
Έως 19/2
σχόλια