Ο Ρομέο Καστελούτσι σκηνοθετεί ένα από τα πιο ριζοσπαστικά κείμενα της Δυτικής λογοτεχνίας, τη «Βερενίκη» του Ρακίνα με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στον ομώνυμο ρόλο, σε μια πολύ προσωπική εκδοχή, που κράτησε τις λέξεις και τη φιλοσοφία του Γάλλου ποιητή χωρίς να αναπαραγάγει την ακαδημαϊκή εικονογράφηση του έργου. Η δική του Βερενίκη είναι μια γυναίκα συντετριμμένη, που θρηνεί για τον χαμένο της έρωτα ενώ γύρω της στέκονται δεκατέσσερις βουβοί άντρες.
Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, σε μια διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου, μάς μίλησε για τον Ρακίνα, για τη σχέση πολιτικής και έρωτα, για τη μοναξιά, για το πεδίο μάχης που είναι η γλώσσα, για το τι σημαίνει γι’ αυτόν πολιτική δράση και για τη μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιό.
«Κατά κάποιον τρόπο, η “Βερενίκη” με διάλεξε. Πάντα έτσι συμβαίνει. Οφείλω όμως να πω ότι συνέβη εξαιτίας της έλξης μου για την τραγωδία. Ο Ρακίνας ήταν ένας υπέροχος ποιητής, ο οποίος προσπαθούσε μονίμως να αναβιώσει την ελληνική τραγωδία, κάτι που είναι βέβαιο ότι είναι ανέφικτο. Αυτός είναι και ο λόγος που το βρίσκω συγκινητικό. Ειδικά όσον αφορά τη “Βερενίκη”, ένα υπέροχο έργο που αφορά τη σύγχυση της γλώσσας, είναι κατά τη γνώμη μου σαν ένα μνημείο της μοναξιάς. Όσο πιο πολύ μιλάνε οι χαρακτήρες, τόσο περισσότερο μόνοι είναι. Είναι ένα είδος γλωσσικής μοναξιάς όπου η γλώσσα μετατρέπεται σε έρημο, κι αυτό είναι τραγικό. Ακόμα και μέσα στο ελληνικό πνεύμα. Ωστόσο, αυτό το είδος μοναξιάς είναι πολύ σύγχρονο, είναι ένα αίσθημα που πιστεύω ότι αποτελεί μέρος του καθένα από εμάς.
Ο νόμος του κράτους αδυνατεί να κατανοήσει τον νόμο του έρωτα. Αυτή είναι η βασική αντινομία. Αποτελεί μία από τις πιο συνήθεις συγκρούσεις της Δυτικής δραματουργίας. Έρωτες όπου πάντα κάποιος αντιμάχεται κάποιον. Κι ο έρωτας είναι πάντα το πιο εύθραυστο σημείο, οι εραστές είναι πάντα τα θύματα.
»Αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα να μείνω πιστός στο κείμενο και να κρατήσω το αυθεντικό έργο, όπως και τον χαρακτήρα της Βερενίκης, αλλά να εξαφανίσω τους υπόλοιπους χαρακτήρες ώστε να κρατήσω μόνο εκείνη − σαν ένα νησί. Ένα πάθος που μιλάει με ένα φάντασμα. Είναι εντελώς μόνη και η κορυφαία κίνηση του έργου είναι η έξοδός της, κάτι που με συγκινεί πολύ. Πρέπει να φύγει, να αποχωρήσει, από την πρώτη στιγμή. Στο τέλος, η Βερενίκη, η μοναδική γυναίκα του έργου, περικυκλωμένη από άντρες πολιτικούς, επιλέγει να εγκαταλείψει τη Ρώμη, κάτι που είναι σαν θρίαμβος για εκείνη. Πολύ συχνά εντοπίζω τη σύγχρονη ματιά σε παλιά έργα, οπότε ο αναχρονισμός του Ρακίνα εμένα μου φαίνεται πολύ σύγχρονος. Επειδή βρίσκεται εκτός χρονικού πλαισίου, φαινομενικά εκτός της εποχής μας, αν κάνουμε ένα βήμα πίσω, μπορούμε να διακρίνουμε καλύτερα τη δική μας εποχή. Χρειαζόμαστε αυτή την απόσταση. Μια απόσταση μελέτης, σκέψης, αποφάσεων και επιλογών. Είναι σημαντικό να το κάνεις αυτό το βήμα πίσω. Ο Ρακίνας είναι ιδανικός γι’ αυτό. Όπως και ο Χέλντερλιν. Αυτός είναι ο λόγος που αυτοί οι δύο ποιητές βρίσκονται πιο κοντά μας».

«Για εμένα η “Βερενίκη” χωρίς την Ιζαμπέλ δεν έχει νόημα. Χρειάζεσαι ένα ακόμα μνημείο για να αντιμετωπίσεις αυτό το έργο, και έναν άλλο άνθρωπο. Πιστεύω ότι η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι σπουδαία ηθοποιός, μπορείς να το νιώσεις στη σκηνή, ακόμα και στην οθόνη. Είναι ένα ριζοσπαστικό και γενναιόδωρο ανθρώπινο ον, εκτεθειμένο χωρίς καμία προστασία. Μου αρέσουν πολύ ο ριζοσπαστισμός και η γενναιοδωρία της. Δεν ξέρω αν προηγήθηκε η “Βερενίκη” ή η Ιζαμπέλ Ιπέρ. Μάλλον και οι δύο ταυτόχρονα. Το να έχεις την Ιζαμπέλ στη σκηνή είναι σαν φλόγα, σαν μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο της σκηνής. Πίσω από το κείμενο, το νόημα, τη λογοτεχνία, στέκει μια ανθρώπινη παρουσία που καίει. Μια ταυτολογική παρουσία. Πάνω στη σκηνή εκπροσωπεί τον σκληρό πυρήνα του θεάτρου».
«Όλοι γύρω από τη Βερενίκη είναι πνεύματα. Αναγνωρίζεις τη Βερενίκη, τον Ανδρόνικο, τον Τίτο αλλά χωρίς άλλους ανταγωνιστές. Αν διαβάσεις προσεκτικά το έργο, συνειδητοποιείς ότι ο ανταγωνιστής είναι η Ρώμη. Οι Ρωμαίοι, οι συγκλητικοί, το κράτος. Ένα κράτος που θυμίζει Λεβιάθαν. Και όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα. Κι έτσι, εφόσον η Ρώμη εκπροσωπεί το κράτος, είναι αδύνατον να υπάρξει χώρος για τον έρωτα. Δύο δυνάμεις που συγκρούονται μεταξύ τους. Δύο γλώσσες εντελώς ιδιοσυγκρασιακές. Ο έρωτας της εξουσίας και η γλώσσα του έρωτα. Η γλώσσα του έρωτα εκφράζεται από τα συναισθήματα της Βερενίκης. Είναι η μόνη ειλικρινής, αλλά της απαγορεύεται κάθε είδος επαφής. Δεν υπάρχουν αγκαλιές, φιλιά, χάδια. Τίποτα, παρά μόνο λέξεις, οι οποίες γίνονται όλο και πιο δηλητηριώδεις, όλο και πιο πολύ μετατρέπονται σε ένα είδος πληγής. Μιας βαθιάς πληγής. Η “Βερενίκη” ως δράμα φημίζεται για την έλλειψη δράσης της. Μόνο λέξεις. Τρεις άνθρωποι σε απόλυτη παράλυση. Μπορούμε να το παρομοιάσουμε με τον Σάμιουελ Μπέκετ. Άνθρωποι παγιδευμένοι σε λέξεις».

«Το μόνο πράγμα που έχει σημασία στη γη είναι ο έρωτας. Αλλά είναι βέβαιο ότι έρωτας σημαίνει μάχη. Δεν υπάρχει σωστός έρωτας. Ο έρωτας έχει πάντα να κάνει με το λάθος. Τουλάχιστον έτσι εμφανίζεται στη λογοτεχνία του Δυτικού πολιτισμού. Αυτό το λάθος είναι το μεγαλείο κάθε έρωτα, γιατί ο έρωτας είναι κατά κάποιον τρόπο πάντα λάθος. Πρόκειται για τρέλα, η λογική χάνεται όταν είσαι ερωτευμένος. Έτσι γίνεται και με τη Βερενίκη. Κατά κάποιον τρόπο είναι τρελή αλλά σε μια ιδιαίτερα ευπρόσωπη γεωμετρία, χάρη στην ποίηση του Ρακίνα και του αλεξανδρινού στίχου. Τα πάντα είναι ακριβή και επίσημα, αλλά πίσω από την τελειότητα μπορείς να αισθανθείς την άβυσσο, όπως και έναν ερωτισμό. Ο Ρακίνας φημίζεται για τις αντιφάσεις του μεταξύ της τελειότητας της γλώσσας και ενός σχεδόν ζωώδους ενστίκτου. Υπάρχει κάτι πάρα πολύ ριζοσπαστικό, όπως μια άβυσσος, κι αυτό είναι μια υπέροχη αντίφαση. Εφόσον μιλάμε για έρωτα, που είναι πάντα επικίνδυνος, πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθάνεις. Αυτό μπορούμε να το αισθανθούμε στο έργο. Αλλά για μένα η βασική του αρχιτεκτονική είναι η γλώσσα και όχι το περιεχόμενο. Είναι σαν ένα οικοδόμημα. Η παράσταση ξεκινάει σεβαστικά, ακολουθώντας τον ρυθμό, που είναι σαν μετρονόμος εξαιτίας του αλεξανδρινού στίχου. Αλλά χάνοντας όλο και περισσότερο τη γλώσσα της, χάνει και σταδιακά τον έλεγχο, σαν ένα καράβι που εγκαταλείπει το λιμάνι. Και τότε εγκαταλείπει τη γλώσσα με σκοπό να βρει τον εαυτό της. Στο τέλος του έργου, τον βρίσκει. Τότε θέλει να εγκαταλείψει τη Ρώμη, γιατί επιτέλους κατάφερε να βρει τον εαυτό της, πληρώνοντας υψηλό τίμημα. Στην παράστασή μου, εγκαταλείποντας τη γλώσσα».
«Δεν με ενόχλησαν καθόλου οι διαμαρτυρίες, καθώς ο κόσμος περίμενε εικονοποιία και απογοητεύτηκε. Αλλά αυτό είναι το σωστό. Γιατί εγώ εισέπραξα τη φιλοσοφία του Ρακίνα. Ο κάθε δραματουργός στην εποχή του είναι ποιητής και φιλόσοφος. Ως εκ τούτου, εξέφρασα τη φιλοσοφία του Ρακίνα μέσα από μια απολύτως σύγχρονη ματιά, δεν έκανα μια ακαδημαϊκή παράσταση. Ίσως είναι σωστότερο να πω ότι πρόκειται για μονόλογο και όχι για δράμα, με σεβασμό σε κάθε λέξη, κάθε κόμμα του κειμένου. Όλα τα υπόλοιπα είναι ένα όραμα. Όπως διάβασα σε ένα γραπτό του Ρολάν Μπαρτ, που λέει ότι όλα έχουν να κάνουν με τη γλώσσα –ένα είδος πεδίου μάχης−, η γλώσσα στη “Βερενίκη” θυμίζει ομίχλη, οπότε τίποτα δεν είναι ορατό. Ακόμα και τα ζητήματα που θίγονται δεν είναι ξεκάθαρα. Μιλάνε συχνά για λέξεις, για το γεγονός του λέγειν. Δεν υπάρχει υπόθεση. Γι’ αυτό και υπάρχει μια ταυτολογική ουσία που μου έδωσε τη δυνατότητα να στραφώ σε άλλες αισθήσεις, όπως τον ήχο. Με την Ιζαμπέλ δουλέψαμε σαν να επρόκειτο για μουσική σύνθεση, σαν ένα μακρύ τραγούδι με μόνη προοπτική τη μοναξιά και το ψύχος. Ήταν επιλογή να αγνοήσω τους υπόλοιπους χαρακτήρες ώστε να δώσω έμφαση στη μοναξιά, που είναι το απόλυτο συναίσθημα του σήμερα. Δεν γίνεται να αντιμετωπίσεις το έργο αυτό με τη λογική των εικόνων/σκηνών. Είναι νεκρό. Πρέπει να νιώσεις τη σάρκα του δράματος, την αντίληψη της γλώσσας, όπως και των υπολοίπων, την αντίληψη της κοινωνίας, των λέξεων. Αλλά όλα αυτά πρέπει να περάσουν μέσα από το σώμα σου, το σώμα μου, το σώμα κάθε θεατή. Το όραμα είναι πολύ προσωπικό. Όπως είπα, τίποτα δεν συμβαίνει σε αυτό το έργο. Είναι το πιο παραλυτικό δράμα, εκτός ίσως από τις “Ευτυχισμένες Μέρες” του Μπέκετ. Νομίζω ότι αυτά τα δύο συνδέονται πολύ στενά. Εκπροσωπούν την κρίση της γλώσσας, δεν υπάρχει τίποτα να επικοινωνήσεις».

«Το κρυφό στοιχείο του Ρακίνα είναι ότι η πολιτική έρχεται σε σύγκρουση με τον έρωτα. Το κράτος-Λεβιάθαν διαθέτει τη δύναμη της απόκρυψης, μια σκοτεινή δύναμη που συνθλίβει κάθε έρωτα, όχι μόνο τον έρωτα της Βερενίκης και του Τίτου. Γιατί ο νόμος του κράτους αδυνατεί να κατανοήσει τον νόμο του έρωτα. Αυτή είναι η βασική αντινομία. Αποτελεί μία από τις πιο συνήθεις συγκρούσεις της Δυτικής δραματουργίας. Έρωτες όπου πάντα κάποιος αντιμάχεται κάποιον. Κι ο έρωτας είναι πάντα το πιο εύθραυστο σημείο, οι εραστές είναι πάντα τα θύματα. Δεν είναι επιλογή, έτσι έχουν τα πράγματα. Πιθανόν γιατί στο τέλος βγαίνουν κερδισμένοι. Το περίεργο ωστόσο είναι ότι ο νόμος του κράτους περνάει στη γλώσσα. Τα πραγματικά αισθήματα δεν εκφράζονται με λέξεις, αλλά μέσα από αισθήσεις όπως η γλώσσα του σώματος, οι ήχοι, η σιωπή και η αναμονή. Αυτό είναι το λεξιλόγιο. Υπάρχει ένα πολύ πλούσιο λεξιλόγιο πέρα από τις λέξεις, το οποίο εκφράζει η Βερενίκη. Όταν τρέμει, όταν κλαίει, όταν διαμαρτύρεται, είναι μέρος αυτού του άλλου λεξιλογίου. Αλλά είναι εντελώς μόνη. Αυτό είναι που κάνει τον χαρακτήρα της τόσο υπέροχο και κατά κάποιον τρόπο τόσο κοντά σε εμάς. Τόσο κοντά σε μένα. Είναι γυναίκα και φέρει ένα είδος αύρας. Αποτελεί μια θηλυκότητα που είναι επίσης μέρος μου, και όλων μας, και όχι σε σχέση με το φύλο. Πρέπει να είσαι γυναίκα για να σε ερωτευτούν».
«Η τραγωδία πάντα αντιπροσωπεύει τη σύγκρουση μεταξύ του νόμου του κράτους και της πραγματικής ζωής. Ο τραγικός ήρωας είναι πάντα κάποιος που σε μια στιγμή έρχεται σε ρήξη με τον νόμο. Ακόμα και από λάθος. Προσωπικά δεν πιστεύω στον ακτιβισμό στο θέατρο και στην τέχνη. Για μένα το θέατρο και η τέχνη −κι αυτό είναι το ελληνικό δίδαγμα− έχει να κάνει με το ότι σε καλούν να σκεφτείς. Όταν παρακολουθείς μια θεατρική παράσταση, πρέπει να κάνεις την επιλογή της δικής σου οπτικής, πρέπει να έχεις συνείδηση ότι παρακολουθείς, ότι γίνεσαι μάρτυρας ενός γεγονότος. Από αυτό ξεκινάει καθετί πολιτικό. Κι αυτό είναι δράση. Δεν πιστεύω στην κατά μέτωπο δράση. Στην Ιταλία τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πολεμήσαμε με όπλα και ήταν εντελώς αντιπαραγωγικό. Ο ένοπλος αγώνας ήταν μια υπέροχη δικαιολογία για την εδραιωμένη εξουσία. Ένα είδος ανεστραμμένης μοίρας. Αυτός είναι και ο λόγος που πιστεύω ότι η Βερενίκη αντιδρά με τον σωστό τρόπο. Φεύγει. Βρισκόταν σε έναν άλλο, παράλληλο κόσμο. Αναστέλλει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Άλλο παιχνίδι, άλλη ζωή, άλλη πιθανότητα. Δεν παίζει το ίδιο παιχνίδι. Όταν ηττάσαι, πρέπει να προχωρήσεις σε μια άλλη λέξη, σε μια άλλη γλώσσα. Η πολιτική για μένα διαδραματίζεται έξω στον δρόμο ή στο κοινοβούλιο. Πιστεύω στη δράση, αλλά όχι μέσα στην τέχνη».
Bérénic
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Βερενίκη» εδώ.