«Όταν οι Γερμανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόμα τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορμί της βάσταξε μ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόμα της έμεινε κλεισμένο σ’ όλα τα μαρτύρια που μαθεύτηκε πως της κάνανε. Και στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα χαμογελώντας το πικρό χαμόγελο της οικογένειας των Περδικάρηδων.
Αυτό το τελευταίο για το χαμόγελο το 'πε ο παπάς, που, με την απαραίτητη παρουσία του στις θανατικές εκτελέσεις, επικυρώνει, στ’ όνομα του Καίσαρος, την απόδοση της ψυχής στον Θεό. Ο ίδιος είπε πως, όταν σήκωσαν τα ντουφέκια, η μικρή Μαργαρίτα κούνησε το χέρι της κ' είπε ένα ακατανόητο καληνύχτα, μάλιστα δεν είπε καληνύχτα, είπε ακριβώς – "καληνύχτα ντε..."».
Με το απόσπασμα του Δημήτρη Χατζή από το «Τέλος της μικρής μας πόλης» ξεκινά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη «How soon is now», αντλώντας έμπνευση από το λογοτεχνικό πρόσωπο της Μαργαρίτας Περδικάρη, μιας νεαρής δασκάλας αστικής καταγωγής, που κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ Πίνδου, οπότε άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για μια ολόκληρη χώρα, η οποία δύσκολα συμπράττει με τα «φαντάσματα» του παρελθόντος της.
Η Περδικάρη είναι ένα σύμβολο, ένας χαρακτήρας τόσο καλά γραμμένος που θα μπορούσε να ζει και σήμερα, φέρνοντας στο προσκήνιο ψηφίδες ελληνικότητας με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου που συμμετέχει στην αφήγηση του ηχογραφημένου υλικού και τη «Γλυκιά Μαράτα» του Αττίκ να συνοδεύει τη δράση της παράστασης.
Η παράσταση στο φουαγέ του θεάτρου, σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, τον αριστούχο του τμήματος Σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου, Πάνο Κούγια, επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

Ο χαρακτήρας της Περδικάρη ζωντανεύει από μια εξαιρετική ηθοποιό, την Ανθή Σαββάκη. Η Περδικάρη είναι ένα σύμβολο, ένας χαρακτήρας τόσο καλά γραμμένος που θα μπορούσε να ζει και σήμερα, φέρνοντας στο προσκήνιο ψηφίδες ελληνικότητας με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου, που συμμετέχει στην αφήγηση του ηχογραφημένου υλικού, και τη «Γλυκιά Μαράτα» του Αττίκ να συνοδεύει τη δράση της παράστασης.
Ο Αττίκ και η εποχή της ελαφρότητας είναι μια ψηφίδα του εθνικού μας τοπίου μιας άλλης, πιο όμορφης εποχής, της μπελ επόκ, που οι άνθρωποι πίναν φαρμάκι με ένα τραγουδάκι και μελαγχολούσαν πάνω από μιας δραχμής γιασεμιά. Μια ελαφρότητα προπολεμική, την οποία ο άνθρωπος θα μουντζούρωνε δύο ολόκληρες φορές στο μέλλον.
«Η Μαράτα είναι ένα όνομα ξεχασμένο, σκουπίστηκε μαζί με τη σκόνη του χρόνου και πλέον ηχεί στ' αυτιά μας παλιοκαιρίσιο. Όπως το όνομα της Μαργαρίτας Περδικάρη και όλων εκείνων των άγνωστων ηρώων της ταραγμένης εποχής του '40, που πρώτα πήραν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων και έπειτα ονοματεπώνυμο. Ένα όνομα σαν ξωτικό λουλούδι που φύτρωσε μέσα στην κοπριά της ελληνικής οικογένειας και αναγεννήθηκε και θέριεψε σε μαργαρίτα του αγρού. Και σήκωσε τις ρίζες της, τίναξε από πάνω της τις κοπριές, σκούπισε τα τακουνάκια της πάνω στο ποδόμακτρο του αρχοντικού της για να μπει στα μεγάλα σαλόνια της πολιτείας εκείνων που δεν πρόδωσαν. Στα μέσα Κολωνάκια μας, που οι άνθρωποι πεθαίνουν για μια ιδέα κι έναν έρωτα στα χείλη», λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Πάνος Κούγιας.
Η κατά Μπασδέκη Μαργαρίτα, αυτή η δεκαεννιάχρονη δασκαλίτσα, δεν πεθαίνει για τις μεγάλες ριζοσπαστικές ιδέες που κουβαλά αλαμπρατσέτα το κίνημα των σοσιαλιστών αλλά για τα ιδανικά της, για το ιδανικό του έρωτα. Γιατί υποσχέθηκε στον Νικόλα, τον Άγιο Νικόλα της, πως δεν θα τον προδώσει. Κι όταν κάνεις τους ανθρώπους θρησκεία και οδηγό σου, η ζωή ξαφνικά μεγαλώνει.

«Κι έτσι, την ώρα του μεγάλου πόνου, εκείνη, αντί να μαρτυρά ονόματα, ανοίγει το εσωτερικό της γλωσσάρι και τους πετά στα μούτρα δασυνόμενες λέξεις. Σαν το τελευταίο της μάθημα να 'ναι το πώς τελικά δείχνεται η αγάπη με πράξεις. Γι' αυτό, και μόνο γι' αυτό, θα 'πρεπε δίπλα στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, εκτός από τον Μιμίκο και τη Μαίρη, να χαράξουμε και το όνομα της Μαργαριτούλας», λέει ο σκηνοθέτης που βάζει στα πρόσωπα της παράστασης και μια ταξιθέτρια του θεάτρου.
«Οι ταξιθέτριες πιστεύω ότι είναι από εκείνους τους ανθρώπους που κάνουν τη «βρόμικη» δουλειά στο θέατρο, όπως και οι ηλεκτρολόγοι, οι ηχολήπτες, οι φροντιστές σκηνής κ.λπ., αλλά το θέατρο ποτέ δεν τους δίνει σε αντάλλαγμα ούτε ένα χειροκρότημα. Στην παράστασή μας αυτή η ταξιθέτρια αναλαμβάνει τα ηνία και επιλέγει να απομαγέψει τη θεατρική συνθήκη και να χλευάσει την "ατμόσφαιρα", τη "μύηση" και την υψηλή τέχνη που υποκρινόμαστε πως τάχα μου έχουμε κληθεί να κάνουμε.
Η σκέψη, λοιπόν, ήταν να βάλουμε στο στόμα της ένα μικρό μανιφέστο για τη χρησιμότητα της τέχνης σήμερα, χωρίς στόμφο. Πού ακουμπά, ρε παιδί μου; Σε ποιον απευθύνεται; Γιατί είναι ψυχαγωγία, όταν μάλιστα συντελείται στη σκιά ενός παγκόσμιου εμπόλεμου σκηνικού; Εγώ διαλέγω τη μεριά των αισιόδοξων, που βρίσκουν μέσα στις ραφές της τη θεραπευτική της λειτουργία, την επιστροφή στην ομορφιά και το ημέρωμα της ανθρώπινης αγριότητας. Κι ας κατηγορηθούμε για ρομαντισμό», λέει.
Συναντάμε στην παράσταση το κουίρ, αυτό το λοξοκοίταγμα στα πράγματα, που έρχεται και σε συναντά από μόνο του, τόσο απαραίτητο όσο το αλάτι στο φαγητό. Σαν να σου ψιθυρίζει στο αυτί: «Και για όλους εκείνους που είπαν όχι, εκεί που όλοι οι άλλοι έλεγαν ναι, ποιος θα μιλήσει;»
«Πρόθεσή μου ήταν να φτιάξω μια μικρή παρέλαση απ' όλους όλες και όλες εκείνους και εκείνες που η συστημική ιστορία άφησε μετεξεταστέους/-έες. Ναύτες και φαντάρους τσαρουχικούς προπαγανδιστές μιας Ελλάδας που εκείνη την περίοδο ζούσε τη νύχτα, όταν όλη η υπόλοιπη πόλη κοιμόταν, ξεχασμένες ντίβες της απαλλοτριωμένης μάνδρας του Αττίκ, σπαράγματα από το θέατρο σκιών που μας επαναφέρουν στην Ανατολή που τόσο έντονα πασχίζουμε να αποτινάξουμε και παραδοσιακοί ελληνικοί καφενέδες, στους οποίους ο σύγχρονος εξευγενισμός βάζει λουκέτο. Βασίλισσα και κομπέρ του παραπάνω μαχαλά στέψαμε μια drag, καθώς είναι η μόνη που μπορεί δικαιωματικά –και βιωματικά– να πενθεί με σεβασμό και αρχοντιά για όλα εκείνα που πονούν όταν φεύγουν. Είναι πλάσματα με τεράστιες εσωτερικές αποθήκες για να χωρούν εμάς, τη μυρωδιά μας και τη λύπη μας», λέει ο Πάνος Κούγιας.

Όταν τον ρωτώ τι σημαίνει γι' αυτόν ελληνικότητα, μου απαντά: «Είναι, νομίζω, το να μη χωράς πουθενά. Σαν να έχουμε φτιαχτεί εργοστασιακά ατελείς και να νιώθουμε παραθεριστές σε αυτό το χωραφάκι που μας κλήρωσε στη Μεσόγειο. Θυμάμαι, μερικά χρόνια πριν, που ήμουν ακόμα μαθητής, περνούσα ένα απόγευμα έξω από μια οικοδομή που χτιζόταν στη γειτονιά μου. Κοίταξα μέσα στην τρύπα που είχαν σκάψει και είδα πως είχαν βρει αρχαία. Ενθουσιάστηκα γιατί δεν είχα δει ποτέ μου μέχρι τότε υπολείμματα αρχαίου οικισμού από τόσο κοντά. Μερικές μέρες αργότερα, που ξαναπέρασα, το είχαν ήδη τσιμεντώσει κι εκείνα ίσα που αχνοφαίνονταν. Ρώτησα έναν εργάτη γιατί το έκαναν και μου απάντησε: "Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις". Μεγάλωσα, κι ακόμα δεν κατάλαβα. Μήνες αργότερα είχε χτιστεί ένα ισόγειο κατάστημα με αυτά τα σίδερα από πάνω που τα ονομάζουν "αναμονές". Είμαστε η χώρα που περιμένει συνεχώς κάτι καινούργιο, μπαζώνοντας το παρελθόν της όπως όπως».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «How soon is now» εδώ.