Στα χρόνια που πέρασαν, η τομή που επέφεραν στη θεατρική γραφή τα έργα του λεγόμενου θεάτρου του Παραλόγου, δεν είναι πια τόσο αιχμηρή και σκανδαλώδης. Το σφρίγος του «Ρινόκερου», ωστόσο, παραμένει εντυπωσιακό.
Αν και ο Ιονέσκο είναι ο βασικός εκφραστής, μαζί με τον Μπέκετ, της τομής στη δραματουργία που σημειώθηκε τη δεκαετία 1950-1960 και ονομάστηκε «Θέατρο του Παραλόγου», ο Ρινόκερός (1958) του δεν εντάσσεται καλά στον ορισμό και στην κατηγορία. Δεν έχει τα χαρακτηριστικά των μονόπρακτων Φαλακρή τραγουδίστρια (1950), Το μάθημα (1951) και Καρέκλες (1952), όπου αίρονται το αναγκαίο της πλοκής, η «συνέπεια» του χαρακτήρα, η ενότητα της δράσης, η πίστη στη (επικοινωνιακή) δυνατότητα του λόγου. Η δραματουργία υπακούει στις παραδοσιακές συμβάσεις, η γλώσσα και μορφή υπηρετούν μία ορθολογιστική προσέγγιση (κάτι θέλουν να πουν και να αποδείξουν), η δόμηση είναι λογική και η εξέλιξη γραμμική.
Ο Ρινόκερος ρίχνει έξω τον Μάρτιν Έσσλιν, τον κριτικό στον οποίο οφείλουμε τον όρο «Θέατρο του Παραλόγου» (παρμένο, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, από μια πρόταση του Καμύ στο Μύθο του Σισύφου), όταν γράφει ότι το Θέατρο του Παραλόγου «μοχθεί να εκφράσει τη δικιά του αίσθηση για τη χωρίς νόημα ανθρώπινη ύπαρξη με μια ειλικρινή εγκατάλειψη κάθε ορθολογιστικής επινόησης και επαγωγικού συλλογισμού» και «αποκηρύσσει κάθε συζήτηση περί του παραλόγου της ανθρώπινης ύπαρξης, απλώς το παρουσιάζει εν τω γίγνεσθαι». Προσέξτε την αριστουργηματική πρώτη πράξη του Ρινόκερου: η μπρασερί στην πλατεία επαρχιακής γαλλικής πόλης γίνεται κάτι σαν αγορά όπου οι θαμώνες αντιμετωπίζουν «διαλεκτικά» το τι και το πώς της παράδοξης εμφάνισης ρινόκερων στον δρόμο. Με τέσσερις πρωταγωνιστές, η δράση χωρίζεται στα δύο: από τη μία δύο φίλοι, οι μικροαστοί Ζαν και Μπερανζέ, από την άλλη ένας δόκτωρ της Λογικής και ένας ηλικιωμένος κύριος. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μπερανζέ, εξομολογείται στον φίλο του το υπαρξιακό του άγχος («Νιώθω σαν να μην έχω θέση στη ζωή, ανάμεσα στους ανθρώπους», «Δεν κατάφερα να συνηθίσω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Τελικά, δεν ξέρω καν αν εγώ είμ' εγώ» κ.ο.κ.). Παράλληλα, ο δόκτωρ της Λογικής μυεί τον ηλικιωμένο στη λογική μέθοδο με αστεία παραδείγματα που μας προετοιμάζουν για την επικείμενη κατάρρευσή της, προκαλώντας αυθορμήτως γέλιο. Είναι η στιγμή της πρότασης-κλειδί, όπου διά της διαλεκτικής μεθόδου σύντομα η αποκαθήλωση της Λογικής θα είναι οριστική:
Μπερανζέ: Όταν είμαι μόνος πνίγομαι. Αλλά κι όταν είμαι με άλλους, πάλι πνίγομαι.
Ζαν: Φάσκεις και αντιφάσκεις. Ή πνίγεσαι όταν είσαι μόνος σου ή πνίγεσαι όταν είσαι με άλλους. Περνιέσαι για σκεπτόμενο άτομο κι όμως δεν έχεις ίχνος λογικής.
Ηλικιωμένος (στον δόκτορα): Πολύ ωραίο πράγμα η λογική.
Δόκτωρ (στον ηλικιωμένο): Φυσικά. Φτάνει να μη γίνεται κατάχρηση.
Μια έξοχη τετραφωνία εξελίσσεται στη συνέχεια, όπου ο Ιονέσκο φτάνει μέχρι και τον Ντεκάρτ και το περίφημο «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (από το Principia Philosophicae, 1644) για να αποδείξει ότι το να σκέφτεσαι δεν φτάνει για να υπάρχεις, ως άνθρωπος τουλάχιστον. Κι όσο κι αν σκέφτεσαι με «μέθοδο» (να τος πάλι ο Ντεκάρτ, Λόγος για τη μέθοδο, 1637), η λογική εξέταση των πραγμάτων το καλύτερο που μπορεί είναι «να θέσει το πρόβλημα σε ορθή βάση» – δεν το λύνει. Και δεν αποτρέπει το ενδεχόμενο να καταλήξεις... ρινόκερος, όπως όλα τα πρόσωπα του έργου –πλην του Μπερανζέ–, που για διαφορετικούς λόγους και με ποικίλα κίνητρα θα υποχωρήσουν ένας-ένας στο «πνεύμα» (ή ρεύμα) της εποχής.
Ο Ιονέσκο θέλησε να μιλήσει με μια παραβολή για φαινόμενα μαζικής τύφλωσης. Οι αναφορές του έχουν σαφώς πολιτικό πρόσημο, αφού δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την εποχή που ο ναζισμός βύθισε την Ευρώπη στον ζόφο, ενώ και ο υπαρκτός σοσιαλισμός είχε ήδη αποκαλύψει το σκοτεινό του πρόσωπο. Στον τρόπο που χειρίζεται το θέμα του αναγνωρίζει κανείς τη σύνδεσή του με τις ιδέες της εποχής του, ασχέτως αν στα αυτοβιογραφικά κείμενά του δεν κάνει συγκεκριμένες αναφορές – σε μια βιβλιογραφία του Ρινόκερου θα συμπεριλάμβανε κάποιος την Ψυχολογία των Μαζών (1898) του Γκουστάβ Λε Μπον, τον Φόβο μπροστά την ελευθερία του Έριχ Φρομ (1941), κείμενα του Βίλχελμ Ράιχ της δεκαετίας του '40 (για την ψυχολογία των μαζών στον φασισμό ή, ακόμα, για την ψυχολογία του «ανθρωπάκου»).
Κι ίσως επειδή το ενδιαφέρον του είναι στραμμένο σε ιστορικές συμπεριφορές, στο πώς λειτουργούν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται «στη δίνη των εξελίξεων», αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που ακυρώνει κάθε έννοια ανθρωπισμού, ίσως γι' αυτό ο Ρινόκερος δεν χάνεται σε στροβιλισμούς γύρω από το παράλογο της ύπαρξης. Αντιθέτως, μέσα από την αγωνία του Μπερανζέ για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η «επιδημία» της ρινοκερίτιδας, θέτει ζητήματα που αφορούν την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Τι είναι φυσικό και τι αφύσικο, τι κανονικό και τι ανώμαλο, τι νόμιμο και τι παράνομο; Τι είναι καλό και τι κακό όταν πρόκειται για την πλειονότητα και πώς μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί η πλειονότητα όταν τείνει να επιβάλλει τυραννικά την κυριαρχία της; Είναι ενδεδειγμένη η στάση ενός από τους ήρωες του έργου, του νομικού Ντιτάρ, που λέει: «Πρέπει πάντα να ξεκινάς θετικά ή, τουλάχιστον, ουδέτερα. Η ευρύτητα του πνεύματος είναι χαρακτηριστικό της επιστημονικής νοοτροπίας. Όλα εξηγούνται με τη λογική. Κι όταν κατανοείς κάτι, το δικαιολογείς»; Μόνο που ο δόκτωρ της Λογικής έχει ήδη γίνει ρινόκερος – και αν δεν κάνεις τίποτα, ο φασισμός στις διαφορετικές εκδοχές του καραδοκεί και επιβάλλεται.
Γι' αυτό και διαφωνώ με την άποψη που διατύπωσε ο Michael Billington στην «Guardian» ότι η κεντρική «μεταφορά» μπορεί να μιλάει για τόσο πολλά ώστε τελικά να μη λέει τίποτα, αν μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου για τον ναζισμό, τον σταλινισμό ή τον καπιταλιστικό καταναλωτισμό. Μάλιστα, καταλήγει στο ότι «παρουσιάζοντας την ασυμβίβαστη ατομικότητα ως ηρωική, υπάρχει κίνδυνος να βγει το συμπέρασμα ότι κάθε μειονότητα έχει δίκιο» (!).
Η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου είναι ευφυής και καλά ισορροπημένη ώστε να αναδεικνύεται το υποδόριο χιούμορ του Ιονέσκο και η σοφά μελετημένη δομή του έργου. Τα σχόλια των σκηνικών οδηγιών που ακούγονται στην αρχή κάθε πράξης, με τη φωνή του σκηνοθέτη εξασφαλίζουν μια χαριτωμένη εισαγωγή στα σοβαρά που θίγει το έργο – με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα ελαφρά γαλλικά τραγούδια της δεκαετίας του '40-'50 που έχουν επιλεγεί για τις στιγμές που η μουσική είναι αναγκαία συνδετική ουσία. Τα πορτρέτα, ανθρώπων στην αρχή, ρινόκερων στη συνέχεια, συνεισφέρουν εύστοχα στη συζήτηση που προκαλεί η σκηνική πράξη: αν μη τι άλλο, ας υπερασπιστούμε την ετερότητα, την ποικιλότητα του ανθρωπίνου είδους, έναντι της ζωώδους ομοιομορφίας! Κατά τ' άλλα, μικροί μαύροι κύβοι, που ανάλογα με την τοποθέτησή τους διαμορφώνουν τα αναγκαία σκηνικά αντικείμενα, έλυσαν το πρόβλημα της σκηνογραφίας (Μαγδαληνή Αυγερινού, Έλλη Παπαγεωργακοπούλου) σ' έναν χώρο που δεν επιτρέπει φιλόδοξες ιδέες. Όπως σε όλες τις παραστάσεις του, η δουλειά του Μοσχόπουλου κρίνεται κατά κύριο λόγο στις ερμηνείες των ηθοποιών, που κι εδώ είναι απολαυστικές: ειδικά του Θάνου Δήμου, του Γιώργου Χρυσοστόμου, του Μανώλη Μαυροματάκη και του Γιώργου Παπαγεωργίου, που είχαν και τους πιο σημαντικούς ρόλους – έπαιξαν ακόμη η Ηρώ Μπέζου και η Ευαγγελία Καρακατσάνη.
Ζούμε σε μια εποχή κρίσιμη, που σ' όλη την Ευρώπη, για διαφορετικούς λόγους, ακραία ιδεολογικά μορφώματα εκδηλώνουν την πρόθεσή τους για ένα ακόμα πισωγύρισμα, στάσεις και συμπεριφορές που νομίζαμε ότι ανήκαν οριστικά στο παρελθόν. Ο Ρινόκερος δεν έχει απαντήσεις, αλλά θέτει το πρόβλημα στην ορθή βάση. Δείτε τον.
σχόλια