Όλα ξεκίνησαν την καυτή δεκαετία του ’60 στη Νέα Υόρκη. Στη μητρόπολη του δυτικού κόσμου, σε μια εποχή που έβραζε από αιτήματα αλλαγών και κινήματα για την ειρήνη, την ισότητα, τη σεξουαλική απελευθέρωση, ένα πλήθος νέων καλλιτεχνών έψαχναν το δρόμο τους, μέσα από ομάδες και κολλεκτίβες κοινών ιδεών και πρακτικών, πέρα από τον κομφορμισμό του μοντερνισμού. Χαρακτηριστική στην κατεύθυνση αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του Judson Dance Theater, μιας κολλεκτίβας χορευτών, συνθετών, visual artists, συγγραφέων και κινηματογραφιστών, που θέλησαν να ανανεώσουν τις παραστάσεις χορού, πειραματιζόμενοι και αρνούμενοι τις θεωρητικές και πρακτικές οριοθετήσεις των εκπροσώπων του μοντέρνου χορού. Σημειωτέον ότι το Judson Dance Theater (που προέκυψε μέσα από ένα σεμινάριο για τη μουσική σύνθεση που δίδασκε ο Ρόμπερτ Νταν, μαθητής του Τζον Κέιτζ) μπόρεσε να γίνει εμβληματική ομάδα της avant garde των ’60’ς χάρη στην φιλοξενία της εκκλησίας (Βαπτιστών) Judson Memorial Church στο Μανχάταν, που από τη δεκαετία του ’50 είχε υποστηρίξει όλα τα προοδευτικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής και παρείχε χώρο σε πολλούς πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της εποχής απ’ όλο το φάσμα των τεχνών.
Το Available Light είναι μια μαγική παράσταση «καθαρού» χορού. Μην ψάχνετε νοήματα και ιδέες. Η ομάδα της Λουσίντα Τσάιλντς προσφέρει ένα είδος απόλαυσης που δεν έχει διανοητικά βαρύδια –μόνο την ομορφιά των σωμάτων (που δεν αγγίζονται ποτέ, όμως), της κίνησης, των αρμονικών σχέσεων με τον χώρο και τη μουσική
Η πρώτη παράσταση του Judson Dance Theater δόθηκε τον Ιούλιο του 1962, και μέχρι το 1964 οπότε κλείνει ο κύκλος του, παρουσιάστηκαν περί τα 200 έργα σημαντικών χορογράφων/χορευτών όπως ο Steve Paxton, ο David Gordon, η Trisha Brown, η Yvonne Rainer και η Lucinda Childs, που οδήγησαν τον χορό στην επόμενη φάση του, αφήνοντας πίσω την ‘μοντέρνα’ παράδοση των ’30’s και ’40’s. Ήταν μια εποχή απελευθερωτικών διαδικασιών και αντικομφορμισμού. Οι κινήσεις της καθημερινότητας αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και υλικό για παραστάσεις των δημιουργών του Judson Dance Theater. Η κολλεκτίβα αγκάλιασε ακόμη και περφόρμερ και χορευτές χωρίς ειδική εκπαίδευση προκειμένου να ‘εκμεταλλευτεί’ την φρεσκάδα και την φυσική προσέγγισή τους ως προς την κίνηση, αντιμετωπίζοντας με εντελώς διαφορετική οπτική την ομορφιά και η καθαρότητα της τέχνης του χορού.
Από το Einstein on the beach (1975) έως το Available Light (1983)
Η Λουσίντα Τσάιλντς (γεν. 1940) σπούδαζε χορό από τα 6 της. Αρχικά ήθελε να γίνει ηθοποιός αλλά την κέρδισε οριστικά ο χορός, όταν βρέθηκε αρχές της δεκαετίας του ’60 στο στούντιο του Μερς Κάνινγκχαμ. Ό,τι γνώριζε μέχρι τότε, φωτίστηκε αλλιώς, από τη σαφήνεια της κίνησης και της έκφρασης που ζητούσε ο μεγάλος χορογράφος. Την εντυπωσίασε η πειθαρχία των χορευτών του και ο τρόπος που μπορούσαν να χορεύουν πάνω μουσικές συνθέσεις που άκουγαν για πρώτη φορά το βράδυ της πρεμιέρας! Τότε γνώρισε και την Υβόν Ράινερ που την έφερε στο Judson Dance Theater το 1963 –εκεί μπόρεσε να πειραματιστεί και να δουλέψει τις πρώτες χορογραφίες της, συνειδητοποιώντας ότι χορός εκτός από τεχνική σημαίνει να αναζητείς ιδέες, υλικά, τρόπους έξω από το παραδοσιακό λεξιλόγιο του χορού και να εμπλουτίζεις τις σκηνικές πράξεις με κείμενα και αντικείμενα.
Η Λουσίντα Τσάιλντς χορογράφησε 13 έργα στο Judson Dance Theater τη διετία 1963-64 και χόρεψε σε έργα των Στιβ Πάξτον, Ρόμπερτ Μόρις και Υβόν Ράινερ. Η τελευταία, παρεμπιπτόντως, κυκλοφόρησε το 1965 το «No Manifesto», 13 θέσεις αντίθεσης, μεταξύ άλλων, στο θέαμα, στην βιρτουοζιτέ, στο γκλάμουρ και στους σταρ, στον ηρωισμό, στον αντι-ηρωισμό, στη σκηνογραφία των σκουπιδιών, στη συμμετοχή του θεατή ή στην αποπλάνηση του από τα ‘κόλπα’ του ερμηνευτή, στο στιλ, στην εκκεντρικότητα κ.ά.
Σε μια διάχυτη ατμόσφαιρα ενθουσιασμού για όλα αυτά που έμενε να ανακαλυφθούν, η Τσάιλντς τα επόμενα χρόνια επιδόθηκε σε κάθε λογής πειραματισμούς και δοκιμές. Σε μια προσπάθεια να ακυρώσει τη διαφορά μεταξύ αυτού που εκτίθεται και αυτού που παρακολουθεί, αυτού που παράγει τέχνη και αυτού που την υποδέχεται, παρουσιάζει το 1964 το Street Dance, ένα μικρό έργο που παρουσιάζεται στο δρόμο. Οι θεατές παρακολουθούσαν από τα παράθυρο ενός λοφτ απέναντι. Αυτό που επεδίωξε η χορογράφος ήταν οι χορευτές να βρίσκονται σε άμεση ανταπόκριση με την φυσική ζωή του δρόμου και της περιοχής, ενώ οι θεατές καλούνταν με τη βοήθεια ενός ηχογραφημένου ‘οδηγού’ να δουν πέρα από το θέαμα, πέρα από τις αντιληπτικές συνήθειες και ευκολίες τους, με όλες τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση. Ήδη από τότε την απασχολούσε η διαλεκτική του χώρου, εν προκειμένω της αρχιτεκτονικής της πόλης σε σχέση με την κίνηση και τη σκηνική αναπαράσταση.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1973, οπότε ιδρύει την ομάδα της (Lucinda Childs Dance Company) δουλεύει τον προσωπικό της ύφος και κώδικα, χορογραφώντας αρχικά χωρίς μουσική. Καταλήγει σε ορισμένες σειρές κινήσεων, που περισσότερο ή λιγότερο διαφοροποιημένες (ως προς τη σύνθεση της κίνησης, τις σχέσεις των χορευτών, την ταχύτητα, τη σχέση με εξωτερικούς παράγοντες , π.χ. τους φωτισμούς κοκ) , μπορούν να επαναλαμβάνονται επ’ αόριστον. Αυτό το λεξιλόγιο εφαρμόζει ως χορογράφος στην περίφημη 4πράκτη όπερα του Ρόμπερτ Γουίλσον και του Φίλιπ Γκλας «Einstein on the Beach» (1976), στην οποία ήταν και βασική περφόρμερ. Αυτή η παράσταση, από τις ελάχιστες στην ιστορία των παραστατικών τεχνών που σηματοδότησαν μια νέα εποχή, υπήρξε σταθμός στις αναζητήσεις και στην πορεία της τα επόμενα χρόνια. Κάτι άλλο ξεκινούσε που κανείς δεν ήξερε πώς ακριβώς θα εξελιχθεί. Τότε ήταν που η Λουσίντα Τσάιλντς ανακάλυψε τη μινιμαλιστική μουσική.
Καρπός των αναζητήσεων της αμερικανικής πρωτοποριακής σκηνής της δεκαετίας του ’60 και του ’70, ο μινιμαλισμός οδηγεί τους συνθέτες στα ουσιώδη στοιχεία της μουσικής γλώσσας, στην αρμονία που χρησιμοποιεί μόνο σύμφωνες συγχορδίες και στην επανάληψη των ίδιων μουσικών φράσεων, μοτίβων, κυττάρων (που, βεβαίως, μετασχηματίζονται μέσα στην χρονική εξέλιξη του έργου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο). Η μουσική σύνθεση που προκύπτει έχει σχεδόν υπνωτιστική επίδραση –είναι μια εντελώς διαφορετική των συνηθισμένων ακροαματική εμπειρία, με ‘διαλογιστική’ δυναμική, που ταίριαζε πολύ στις αναζητήσεις της Λουσίντα Τσάιλντς. Ο Φίλιπ Γκλας έγινε αγαπημένος συνεργάτης της και με το έργο της «Dance» (1979), σε μουσική Γκλας και βίντεο-σκηνογραφία Σολ Λεβίτ κερδίζει επάξια τον τίτλο της βασικής εκπροσώπου του μινιμαλισμού στο χορό. Ο Λεβίτ είχε κινηματογραφήσει την κίνηση των χορευτών και την ώρα που οι πραγματικοί χορευτές χορεύουν στη σκηνή, εκ παραλλήλου χορεύουν και τα είδωλα τους στην ταινία – σ’ αυτήν την σύλληψη, που έκτοτε πολλοί αντέγραψαν, και στο οργανικό δέσιμο της μουσικής με την κίνηση και την εικόνα, βασίζεται η επιτυχία του Dance (που αναβίωσε το 2009 σε διάφορα θέατρα των ΗΠΑ και της Ευρώπης).
Η σχέση της με τη μουσική παρέμεινε πολύ ισχυρή από τότε, μέχρι και σήμερα που η βασική της δουλειά είναι σκηνοθεσία και χορογραφία μεγάλων παραστάσεων όπερας σε ευρωπαϊκά θέατρα. «Μελετάω τη μουσική, αυτοσχεδιάζω, μετά σιγά σιγά μεταφέρω τον αυτοσχεδιασμό σε μια δομή χορού που να ταιριάζει με τη μουσική. Στη συνέχεια αυτό το υλικό προσαρμόζεται στους χορευτές» λέει η Τσάιλντς για τον τρόπο που δουλεύει –αν και χρονοβόρα η διαδικασία, εξακολουθεί να τη γεμίζει χαρά. Εντάσσεται, άλλωστε, φυσιολογικά στον τρόπο ζωής της χορεύτριας που ακολουθεί ακόμη και σήμερα. «Η πρώτη έγνοια της μέρας» λέει «είναι να κάνω την άσκησή μου –είναι μια ρουτίνα που μου προσφέρει τη βεβαιότητα ότι μπορώ να αντιμετωπίσω οτιδήποτε προκύψει στο υπόλοιπο της μέρας. Επιπλέον έτσι μπορώ να κρατήσω το σώμα μου σε φόρμα ώστε να είμαι σε θέση να δείχνω στους χορευτές μου τι ακριβώς θέλω».
Την κατεύθυνση του έργου της Dance, ακολουθεί η Λουσίντα Τσάιλντς και στο υπέροχο «Available Light» του 1983. Η μινιμαλιστική μουσική είναι του σπουδαίου συνθέτη Τζον Άνταμς (γεν. 1947), μια συμφωνία για μεταλλικά πνευστά και συνθεσάιζερ με τίτλο Light over Water που δένει εντυπωσιακά με το μινιμαλιστικό χορογραφικό λεξιλόγιο της Τσάιλντς. Στην παράσταση βασικό ρόλο έχει η σκηνογραφία του μεγάλου αρχιτέκτονα Φρανκ Γκέρι (γεν. 1929), που τότε ακόμη δεν ήταν μεγάλος σταρ της σύγχρονης αρχιτεκτονικής που είναι σήμερα - μετά το κορυφαίο βραβείο Pritzker Architecture Prize που πήρε το 1989 και βέβαια αφού σχεδίασε το Guggenheim Museum στο Μπιλμπάο, το Walt Disney Concert Hall στο Λος Άντζελες, το MIT Ray and Maria Stata Center στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, το Experience Music Project στο Σιάτλ, το Weisman Art Museum στην Μινεάπολη, το Dancing House στην Πράγα, τον ουρανοξύστη κατοικιών 8 Spruce Street στη Νέα Υόρκη, το Louis Vuitton Foundation στο δάσος της Βουλώνη στο Παρίσι και πολλά άλλα, ιδιαίτερα όσο και εντυπωσιακά, κτίρια μεταμοντερνιστικής αισθητικής.
Για το Available Light ο Γκέρι πρόσθεσε στη σκηνή ένα ακόμη πιο στενό επίπεδο, που στηρίζεται σε μεταλλικές κατασκευές, έτσι ώστε η δράση να εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δύο εκδοχές. Στην κανονική σκηνή χορεύουν οκτώ χορευτές φορώντας μαγιό τριών χρωμάτων: κόκκινο, μαύρο, λευκό. Στην υπερυψωμένη χορεύουν άλλοι τρεις -σα να λέμε ο βασικός πυρήνας κόκκινο, μαύρο, λευκό), που χορεύει σε σχέση, ανταπόκριση, αντίδραση προς το μεγάλο σύνολο. Πρόκειται για μια μαγική παράσταση «καθαρού» χορού. Μην ψάχνετε νοήματα και ιδέες. Η ομάδα της Λουσίντα Τσάιλντς προσφέρει ένα είδος απόλαυσης που δεν έχει διανοητικά βαρύδια –μόνο την ομορφιά των σωμάτων (που δεν αγγίζονται ποτέ, όμως), της κίνησης, των αρμονικών σχέσεων με τον χώρο και τη μουσική.
info
Available Light
John Adams / Lucinda Childs / Frank Gehry
5-7 ΔΕΚ 2015
Στέγη Γραμμάτων και τεχνών
Κεντρική Σκηνή, 20:30
Λεωφ. Συγγρού 107 – 109
σχόλια