Ένα μεγαλειώδες σκηνικό, αντίγραφο παλάτσο και στοάς του Μιλάνο, τεράστιες απλίκες στους τοίχους, μεγάλοι όγκοι που παραπέμπουν στη φασιστική αρχιτεκτονική και οι οποίοι καλύπτονται από μια γιγάντια «ταπετσαρία»-ζωγραφιά, το «Χαμόγελο» του φουτουριστή Ουμπέρτο Μποτσιόνι. Ο σκηνοθέτης αλλά και σκηνογράφος Νίκος Πετρόπουλος του «Ριγολέττου» επέλεξε να μεταφέρει τη δράση της περίφημης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι από τη Μάντοβα του 16ου αιώνα στο Μιλάνο του 1938. Στο απόγειο του φασισμού, μόλις δύο χρόνια αφότου η Ιταλία έχει ανακηρυχτεί αυτοκρατορία και λίγο πριν από την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μια εποχή συνωμοσίας, υπεροψίας και αυταρχισμού. Σε φόντο άσπρο-μαύρο, σαν φιλμ νουάρ.
Η παράσταση, που είναι περίπου η ίδια που ανέβηκε το 2009 από την Εθνική Λυρική Σκηνή και έκτοτε έχει επαναληφθεί ουκ ολίγες φορές με μεγάλη επιτυχία, ανεβαίνει στο Μέγαρο Μουσικής, το οποίο για πρώτη φορά παρουσιάζει τη διάσημη και δημοφιλή αυτή όπερα. Πρόκειται για έργο εμβληματικό, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο περίφημο θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας τον Μάρτιο του 1851 και αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή θρίαμβο, με τις διάσημες άριές του να τραγουδιούνται στους δρόμους της Βενετίας από την επόμενη κιόλας ημέρα της παράστασης. Μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες μελωδίες του, που σιγοτραγουδιέται ακόμα και σήμερα, δεν είναι άλλη από τη «La donna è mobile» («Φτερό στον άνεμο»). Στην Ελλάδα ανέβηκε τον αμέσως επόμενο χρόνο, στην υπό βρετανική προστασία Κέρκυρα και λίγο μετά, στις 28 Οκτωβρίου 1852, στην Αθήνα. Ο «Ριγολέττος» μαζί με τον «Τροβατόρε» και την «Τραβιάτα» απαρτίζουν τη «λαϊκή τριλογία» του Βέρντι. Ο διευθυντής ορχήστρας Λουκάς Καρυτινός, που έχει ιδιαίτερη σχέση με τον «εθνικό» συνθέτη της Ιταλίας, εξηγεί: «Το έργο αυτό ανήκει στη μεσαία περίοδο του Βέρντι, ο οποίος, έχοντας αφήσει τα πατριωτικά και εθνικοαπελευθερωτικά έργα πίσω του, αυτά ακριβώς που τον τοποθέτησαν τόσο ψηλά στη συνείδηση των συμπατριωτών του, ασχολείται με τους ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου. Αυτή του η ενασχόληση με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα έδωσε μεγάλη ικανοποίηση στο κοινό. Ο "Ριγολέττος" είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί πάση θυσία να δημιουργήσει ένα προσωπικό άβατο, που να μην είναι προσπελάσιμο από κανέναν. Και όταν το κοινωνικό κόστος αγγίζει τα όρια της ύβρης, φτάνει να αλλοιώσει αυτό το άβατο και, συνεπώς, να το καταργήσει τελείως».
Το έργο, σε λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, βασίζεται στο θεατρικό έργο του Βίκτωρος Ουγκό Ο βασιλιάς διασκεδάζει. Όπως εξηγεί ο αρχιμουσικός: «Στον Ουγκό δεν πολυάρεσε η ιδέα να διασκευαστεί το έργο του σε όπερα, αλλά όταν το είδε στην Όπερα του Παρισιού δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για το κουαρτέτο της τελευταίας πράξης, ένα από τα πιο διάσημα στην όπερα, όπου τέσσερις χαρακτήρες τραγουδούν μαζί εκφράζοντας διαφορετικά συναισθήματα, και είπε ότι αν είχε τη δυνατότητα, θα το έκανε κι εκείνος στην πρόζα».
Η πλοκή του δράματος του «Ριγολέττου» ασχολείται με τον έρωτα του Δούκα της Μάντοβα για την Τζίλντα, κόρη του καμπούρη αυλικού γελωτοποιού Ριγολέττου. Ο νεαρός άρχοντας με την έκλυτη ζωή βλέπει την παρθένα καλλονή στην εκκλησία και λόγω του πάθους του γι' αυτήν της παρουσιάζεται ως φτωχός φοιτητής. Ο Ριγολέττος, θέλοντας να εκδικηθεί τη χαμένη τιμή της κόρης του, καταστρώνει τη δολοφονία του Δούκα, αλλά όταν η Τζίλντα ανακαλύπτει τα σχέδια του πατέρα της, αποφασίζει να σώσει τον αγαπημένο της. Έτσι θυσιάζεται, παίρνοντας τη θέση του. Ο σκηνοθέτης Νίκος Πετρόπουλος δίνει τη δική του ερμηνεία για τη χιλιοπαιγμένη όπερα: «Ο Ριγολέττος είναι ετερόφωτος, παίρνοντας δύναμη από τον Δούκα. Δεν είναι καθόλου θύμα, αντιθέτως είναι ένα κάθαρμα που κρατάει κλειδωμένη την κόρη του, στην οποία αρνείται να φανερώσει ακόμα και την ταυτότητα της μητέρας της. Η Τζίλντα δεν ξέρει καν ποιο είναι το όνομά της. Ένας fascista della prima ora του οποίου η συμπεριφορά τού γυρίζει μπούμερανγκ. Μέσα από τη μεταφορά του έργου στην Ιταλία του Μουσολίνι θέλησα ακριβώς να αναδείξω τη βία και τον αυταρχισμό της εποχής. Κι αυτές οι καταστάσεις, η ζήλια, ο φθόνος, η οίηση, δικαιολογούνται. Όλα αυτά τα προπατορικά αμαρτήματα υφίστανται και η μεταφορά τους στη συγκεκριμένη εποχή τούς δίνει μια άλλη δυναμική».
Ο Καρυτινός συμφωνεί: «Η μεταφορά είναι σημαντική και φρεσκάρει μια όπερα. Εφόσον έχει ουσιαστικά σταματήσει η λυρική δημιουργία, έχουν πάψει να γράφονται όπερες δηλαδή, για να ανανεωθεί το ενδιαφέρον του κοινού πρέπει να βρίσκονται νέοι τρόποι παρουσίασης τους. Αρκεί, στην προσπάθειά μας να πρωτοτυπήσουμε, να μην αυθαιρετούμε και να μην προδίδουμε τη μουσική και το πνεύμα του έργου». Τι ενδιαφέρον βρίσκει ο ίδιος σε μια επανάληψη του «Ριγολέττου»; «Δεν θα ξαναέκανα ένα έργο αν δεν μου κέντριζε το ενδιαφέρον και την προσοχή ώστε να το ξαναδώ διαφορετικά από την αρχή, σαν να είναι κάτι καινούργιο. Καταπιάνομαι με ένα έργο που βλέπω ότι έχει και άλλα στοιχεία προς ανακάλυψη. Και είναι ίδιον της όπερας να ανακαλύπτεις διπλές, τριπλές, ακόμα και πενταπλές αναγνώσεις. Αυτή είναι και η μεγαλοσύνη του σπουδαίου συνθέτη, ότι το πρωτογενές του υλικό σου προσφέρει πολλαπλές αναγνώσεις. Αυτό συνέβη με τον "Ριγολέττο". Προέκυψαν άλλες εικόνες, άλλοι τρόποι ενορχήστρωσης, άλλες ομάδες συνοδεύουν, άλλες κυριαρχούν. Μάλιστα, νομίζω ότι ούτε αυτήν τη φορά θα τελειώσω με τον "Ριγολέττο". Θα τον ξανακάνω».
σχόλια