«[...] Αδύνατο να περιγράψει κανείς με σαφήνεια τι ξυπνάει το έργο σας στα μύχια της ψυχής. Βλέποντας τους ήρωές σας πάνω στη σκηνή είχα την αίσθηση ότι μ' έκοβε ολάκερο ένα μαλακό πριόνι: τα δόντια του μπήγονταν κατευθείαν στην καρδιά κι εκείνη από τον πόνο σφιγγόταν, βογκούσε, ξεσκιζόταν. Για μένα ο "Θείος Βάνιας" σας είναι εξαίσιος, μια θεατρική μορφή ολότελα καινούργια, ένα σφυρί που το χτυπάτε στο αδειανό κεφάλι του κοινού. Η βλακεία του κοινού, άλλωστε, είναι ανυπέρβλητη και δεν μπορεί να συλλάβει μήτε τον "Γλάρο" σας μήτε τον "Θείο Βάνια" σας». Αυτά έγραφε ο Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936) τον Νοέμβριο του 1898 σε μία από τις πολλές επιστολές που αντάλλαξε με τον Άντον Τσέχοφ (1860-1904).
Ο Γκόρκι θαύμαζε ανυπόκριτα τον μόλις οχτώ χρόνια μεγαλύτερό του Τσέχοφ. Στα «Παιδιά του Ήλιου» η επιρροή που άσκησε ο δεύτερος στον πρώτο είναι περισσότερο από σαφής. Ό,τι λένε οι ήρωες του Γκόρκι αποτελούν, θαρρείς, παραλλαγμένες σκέψεις των τσεχοφικών ηρώων. Παράδειγμα; Ο γιατρός Αστρόφ (από τον «Θείο Βάνια») λέει: «Οι χωριάτες ζουν όλοι μεταξύ τους καθυστερημένοι, μες στη βρόμα, και με τους διανοούμενους δύσκολο να τα βγάλεις πέρα. Κουράζουν. Όλοι αυτοί οι καλοί μας φίλοι − η σκέψη τους είναι ρηχή, τα αισθήματά τους ρηχά και δεν βλέπουνε πέρα απ' τη μύτη τους. Είναι απλούστατα βλάκες. Κι όσοι είναι λίγο πιο έξυπνοι και πιο σημαντικοί, αυτοί είναι υστερικοί, τους έχει φάει η ανάλυση, και η ενδοσκόπηση».
Όλοι οι ηθοποιοί καταφέρνουν να αποδώσουν τον ρόλο τους με τρόπο που να αποτυπώνεται ξεκάθαρα ένα βασικό χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας και του ψυχισμού τους.
Ο Προτάσοφ, ο επιστήμων στο έργο του Γκόρκι, που όλο κάνει πειράματα, αλλά είναι ανίκανος για μια ανθρώπινη σχέση της προκοπής, επιβεβαιώνει τον Αστρόφ, με την «υψηλή», αλλά χωρίς αναφορά στην πραγματικότητα σκέψη του: «Να περιφέρεσαι στον κόσμο των θαυμαστών αινιγμάτων της ύπαρξης, να ξοδεύεις την ενέργεια του μυαλού σου γι' αυτά, να ποια είναι η πραγματικά ανθρώπινη ζωή, να ποια είναι η ανεξάντλητη πηγή ευτυχίας και ζωοφόρου χαράς! Μόνον στον τομέα της διάνοιας είναι ελεύθερος ο άνθρωπος, μόνο τότε είναι άνθρωπος, όταν διανοείται, κι όταν διανοείται είναι έντιμος και καλός! Το καλό έχει γεννηθεί από τη νόηση, χωρίς συνείδηση δεν υπάρχει καλό!».
Η αδελφή του η Ελιζαβέτα, που έχει κλονισμένα νεύρα, αδίκως φωνάζει με πόνο ψυχής στους «αυτοαναφορικούς» αστούς, συγγενείς και φίλους, της ιστορίας: «Είστε όλοι σας τυφλοί! Ανοίξτε τα μάτια. Αυτό με το οποίο ζείτε, οι σκέψεις σας, τα συναισθήματά σας, μοιάζουν με άνθη ενός δάσους ολοσκότεινου, σε αποσύνθεση... Φρικιαστικού... Είστε λίγοι, λαθραίοι πάνω στη γη...» και «Έχετε μεθύσει από τα ωραία λόγια και τις ωραίες ιδέες, δεν το βλέπετε αυτό, ενώ εγώ είδα πώς ξεχύθηκε στους δρόμους το μίσος, και οι άνθρωποι, άγριοι, κακιωμένοι, με απόλαυση εξόντωναν ο ένας τον άλλο... Κάποια φορά η οργή τους θα πέσει πάνω σας...».
Να το το σημείο όπου ο Γκόρκι απομακρύνεται από την επίδραση του Τσέχοφ. Ο δεύτερος μετέφερε την ηττοπάθεια της ρωσικής ιντελιγκέντσιας (των πιο μορφωμένων στρωμάτων του πληθυσμού, γιατρών, εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, ανθρώπων των γραμμάτων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, ανοιχτόμυαλων διοικητικών υπαλλήλων κ.ο.κ.) μετά τα αντίποινα (εκτελέσεις και εξορίες) που προκάλεσε η δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β' το 1881. Τα πρόσωπά του παραμένουν παγιδευμένα σε ένα αδιέξοδο παρόν. Η δυνατότητα της πολιτικής αλλαγής δεν υπάρχει στο τσεχοφικό θέατρο και οι εκπρόσωποι των κατώτερων τάξεων (υπηρέτες και μουζίκοι) έχουν ασήμαντους ρόλους.
Στον Γκόρκι, αντίθετα, είναι έντονος ο προβληματισμός για λογοτεχνικά έργα που να μπορούν να λειτουργήσουν ως επαναστατική κινητήρια δύναμη. Και είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο μετά τις «Τρεις Αδελφές» (1901) και τον «Βυσσινόκηπο» (1904), στα «Παιδιά του Ήλιου» (1905) ο Γκόρκι δίνει σημαίνοντες ρόλους σε υπηρέτες και μαστόρους. Επιπλέον, το έργο τελειώνει με ένα παρ' ολίγον λιντσάρισμα των αστών πρωταγωνιστών από το «πλήθος».
Πάντα με συγκινούσε ο τρόπος που η Ιστορία εγγράφεται σε λογοτεχνικά ή θεατρικά κείμενα. Είναι ο Γκόρκι που μιλάει όταν, π.χ., η Ελιζαβέτα περιγράφει την οδυνηρή εμπειρία της από τις βιαιοπραγίες που έζησε ως μάρτυρας κάποιας διαδήλωσης. Ήδη το 1902, σε γράμμα του στον Τσέχοφ, μεταφέρει αποτρόπαιες λεπτομέρειες από αιματηρές ταραχές με νεκρούς στην πόλη του. Πόσο μάλλον που έγραψε τα «Παιδιά του Ήλιου» κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού στη φυλακή από το τσαρικό καθεστώς, μετά τα δραματικά επεισόδια της Ματωμένης Κυριακής (στις 9/22 Ιανουαρίου 1905 οι δυνάμεις του τσάρου σκότωσαν άμαχους εργάτες κατά τη διάρκεια ειρηνικής διαμαρτυρίας στην Αγία Πετρούπολη – ήταν η αρχή της επανάστασης του 1905).
Ακόμη κι αν ο θεατής δεν γνωρίζει τον κοινωνικό και πολιτικό αναβρασμό που αποτέλεσε πεδίο σύλληψης και συγγραφής των «Παιδιών του Ήλιου», διόλου δεν μειώνεται η αξία τους: πρόκειται για ένα θαυμάσιο έργο, με πολύ ζωντανούς ανθρώπους που σκέφτονται, αγαπούν, υποφέρουν σε μια μεταιχμιακή στιγμή της Ιστορίας. Ίσως γι' αυτό συνομιλεί τόσο καλά μ' εμάς, που, 110 χρόνια μετά, καλούμαστε να διαχειριστούμε ένα ακόμη ιστορικό μεταίχμιο, μια εποχή με καινοφανή γνωρίσματα που δικαιολογούν αγωνία και φόβο.
Οφείλουμε στο Θέατρο Τέχνης και στον Νίκο Μαστοράκη το ότι μας συστήνουν αυτό το εν πολλοίς άγνωστο έργο του Γκόρκι με μια καθόλα ευχάριστη παράσταση, με έντονη ερμηνευτική άποψη και θαυμάσιες ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης έκοψε ικανό μέρος του πρωτότυπου έργου και προχώρησε σε δραστικές επεμβάσεις: αφαίρεσε επουσιώδεις ρόλους, ενίσχυσε άλλους, σύμπτυξε κάποιες σκηνές και έκοψε το ιλαροτραγικό τέλος. Έτσι, κατέστησε το έργο πιο συμπαγές, με μικρότερη διάρκεια και πιο σφιχτή ροή.
Επιπλέον, με τον τρόπο που δίδαξε τους ρόλους στους ηθοποιούς ισορρόπησε τα δραματικά στοιχεία με στιγμές ελαφράδας και χιούμορ, κυρίως μέσω του τρόπου που ερμήνευσε η «κιτσοπουλική» Ιωάννα Μαυρέα τον ρόλο της νταντάς και η Φωτεινή Μπαξεβάνη τον ρόλο της χαζούλας Μελανίας Νικολάγεβνα.
Όλοι οι ηθοποιοί καταφέρνουν να αποδώσουν τον ρόλο τους με τρόπο που να αποτυπώνεται ξεκάθαρα ένα βασικό χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας και του ψυχισμού τους. Παρατηρούσα με αμείωτη προσοχή την Κωνσταντίνα Τάκαλου στον ρόλο της νευρωτικής Ελιζαβέτας να ζωγραφίζει εμμονικά σχέδια πάνω στα χέρια και στα πόδια της, με ανεπαίσθητα πειραγμένο τρόπο ομιλίας και κίνησης, και τη διακριτική μελαγχολία του Μάκη Παπαδημητρίου στον ρόλο του κυνικού κτηνιάτρου που την αγαπά. Την αισθαντική ερμηνεία της Μαρίας Καλλιμάνη στον ρόλο της Γελένα, που ανακαλεί ευθέως την Ελένα του «Θείου Βάνια», και τον Χάρη Φραγκούλη, σε έναν ρόλο διαφορετικό απ' ό,τι άλλο έχει ερμηνεύσει μέχρι σήμερα, να αποδεικνύει τις μεγάλες του δυνατότητες. Τον καλό Γιάννη Κότσιφα στον ρόλο του ζωγράφου Βάγκιν και τον Άρη Ντελία σε δύο μικρούς ρόλους. Όλοι αποτελούσαν ένα δεμένο σύνολο στο οποίο τα άτομα δεν απορροφώνταν αλλά ξεχώριζαν, έτσι ώστε οι συγκρούσεις τους (εσωτερικές οι περισσότερες) να αποδίδονται ανάγλυφα.
Καιρό είχα να δω τη μικρή σκηνή του Υπογείου να αναπνέει (το λέω γιατί τα κουρέλια και τα βαμβάκια, ως βασικό σκηνογραφικό στοιχείο που έχουμε δει σε πρόσφατες παραγωγές του, προκαλούν ένα αίσθημα ασφυξίας στον θεατή). Ο Βασίλης Παπατσαρούχας αξιοποίησε όλο τον σκηνικό χώρο, αποφεύγοντας τοίχους και χωρίσματα, και με αντικείμενα που δεν μπούκωναν την όψη. Οι γυάλινοι δοκιμαστικοί σωλήνες και τα χρωματιστά υγρά τους δέσποζαν σ' ένα τραπέζι στο βάθος, και σε συνδυασμό με την ταπετσαρία του τοίχου, έδιναν μια ευχάριστη, μοντέρνα νότα στη συνολική εικόνα.
Είναι μια παράσταση που αξίζει να δείτε!
Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»-Υπόγειο
Πεσμαζόγλου 5,Κέντρο
11/11- 7/2
Τετ., Κυρ.: 20:00, Πέμ., Σάβ. 21:15
Τιμη : € 5-18
σχόλια