Σε μικρό διάστημα έτυχε να δω δύο εκδοχές του Θείου Βάνια: τη βραβευμένη παράσταση (2009) του μοσχοβίτικου θεάτρου Βαχτάνγκοφ στο Βadminton, σε σκηνοθεσία του Λιθουανού σκηνοθέτη Ρίμας Τούμινας, και την καινούργια, μικρού, εσωτερικού χώρου, για τρεις ηθοποιούς, ερμηνεία, που σκηνοθέτησαν ο Έκτωρ Λυγίζος και ο Δημήτρης Καρατζάς. Σύγκριση μεταξύ των δύο δεν νοείται. Να βλέπεις Τσέχωφ από ρωσικό θίασο, ακόμη και σ’ ένα αθηναϊκό θέατρο που δεν έχει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και θερμοκρασία, είναι μια καθ’ όλα ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όχι μόνο γιατί είναι απόλαυση να βλέπεις πώς ερμηνεύεται ο λόγος από ηθοποιούς που μιλάνε τη γλώσσα του πρωτότυπου κι έχουν διδαχτεί τη μεγάλη υποκριτική παράδοση που συνεχίζεται κι ανθεί στη Ρωσία ήδη από τα χρόνια του Τσέχωφ, αλλά κυρίως για τους ίδιους τους Ρώσους ηθοποιούς και τις θηριώδεις δυνατότητές τους - οι οποίοι, ας πούμε, έπαιξαν σ’ ένα θέατρο 2.000 θέσεων χωρίς μικροφωνικές ψείρες, όταν σε πολλές ελληνικές παραστάσεις η χρήση τους δεν αποδίδεται στην ελλιπή φωνητική εκπαίδευση των ηθοποιών, αλλά έχει πλέον περάσει ως αναγκαία και φυσιολογική συνθήκη!
Ωστόσο, η ρωσική παράσταση δεν με συγκίνησε τόσο όσο το πειραματικών προθέσεων σκηνοθετικό εγχείρημα του Λυγίζου και του Καραντζά. Πρώτος και βασικός λόγος είναι ότι ένα αριστούργημα, όπως είναι ο Θείος Βάνιας (1899), μπορείς πραγματικά να το απολαύσεις στη γλώσσα σου και όχι διαβάζοντας υπότιτλους σε οθόνες matrix. Πόσο μάλλον που στην παράσταση των δύο χρησιμοποιείται η έξοχη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, στην οποία βασίστηκε η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή (Νέα Σκηνή, 1989-1990). Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον τρόπο που η σκηνοθεσία ξεπέρασε την αρχή της σκηνικής ψευδαίσθησης, της αληθοφάνειας, που για δεκαετίες ταλαιπωρούσε την σκηνική απόδοση του τσεχωφικού θεάτρου.
Στο μικροσκοπικό Δώμα, λοιπόν, του Θεάτρου του Νέου Κόσμου τρεις ερμηνευτές, ο Θύμιος Κούκιος, η Ελίνα Ρίζου και ο ίδιος ο Λυγίζος, αναλαμβάνουν και τα 9 πρόσωπα του έργου σε μια αντεστραμμένη εκδοχή αφηγηματικού θεάτρου. Δηλαδή, ενώ οι τεχνικές του αφηγηματικού θεάτρου (μεταξύ άλλων, η σύμπτωση αφηγητή και προσώπων και το μετωπικό παίξιμο) χρησιμοποιούνται σε σκηνικές μεταφορές μη-θεατρικών, συνήθως λογοτεχνικών, κειμένων, εδώ ένα θεατρικό έργο αντιμετωπίζεται σαν λογοτεχνικό κείμενο. Έτσι, σχεδόν κάθε φορά που παίρνει τον λόγο ένα πρόσωπο, προστίθεται ένα «είπε η Μαρίνα» ή «είπε ο Αστρώφ». Η λύση αυτή επιτρέπει στους τρεις ηθοποιούς να χειριστούν τα πρόσωπα με απόλυτη ελευθερία, ως φορείς λόγου και όχι συγκεκριμένου ήθους.
Το ήθος του κάθε προσώπου διαμορφώνεται μέσα από τον λόγο του κάθε ρόλου, χωρίς να υπάρχει σύγχυση για το ποιος μιλάει (όπως συνέβη, π.χ., με τον Μάκβεθ, πάλι για τρεις ηθοποιούς, σκηνοθεσία Γιώργου Γάλλου, που είχαμε δει το 2006 στον ίδιο χώρο). Όλη η προσοχή μας (τα φώτα του Δώματος δεν χαμηλώνουν κατά τη διάρκεια της παράστασης, ώστε η σχέση ηθοποιών-θεατών να είναι συνεχώς ενεργή) οδηγείται έντεχνα στον λόγο και μόνο. Και ξαφνικά, ο καλοπροαίρετος θεατής διαπιστώνει ότι δεν είχε προσέξει ποτέ πριν τόσο εντατικά τι λένε τα θλιμμένα και διαψευσμένα πλάσματα του έργου, πόσο σύνθετες, στην απλότητα μιας καθημερινής συνομιλίας, σκέψεις μεταφέρουν, πόσο μεγαλειώδη και σπαρακτικά είναι τα ταπεινωμένα αισθήματα που εκφράζουν. Πόσο συγκλονιστική είναι, ας πούμε, η παραδοχή της ήττας του γιατρού Αστρώβ, του πρώτου ακτιβιστή οικολόγου του παγκόσμιου θεάτρου, που έθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία ανθρώπων που δεν αξίζουν το δώρο της ζωής, όταν ομολογεί: «Δεν αγαπώ κανέναν και ούτε θ’ αγαπήσω πια. Το μόνο που με συναρπάζει ακόμα είναι η ομορφιά. Δεν μπορώ να μείνω αδιάφορος μπροστά της. Μου φαίνεται πως αν, ας πούμε, η Ελένα Αντρέεβνα το ήθελε, θα κατάφερνε να μου πάρει τα μυαλά σε μια μέρα. Αλλά αυτό δεν είναι αγάπη, δεν είναι αφοσίωση...».
Προσέξτε, ακόμη, πώς ερμηνεύει τον διάλογο Σόνιας-Ελένας η Ελίνα Ρίζου: εδώ την προσοχή μας δεν αποσπά το δράμα της αντίθεσης μεταξύ της ομορφιάς της πρώτης και της ασχήμιας της δεύτερης - και οι δυο γυναίκες είναι, για διαφορετικούς λόγους, εξίσου δυστυχισμένες, στερημένες από την αγάπη που δίνει νόημα στο παράλογο.
Εννοείται πως το έργο έχει περικοπεί απ’ όλες τις σκηνές που θα μετέφεραν το ενδιαφέρον από τον ίδιο τον λόγο στη δράση. Δεν θα δείτε τη σκηνή που ο Βάνιας κλέβει μορφίνη από το φορητό φαρμακείο του Αστρώβ ούτε τη σκηνή της αναχώρησης του καθηγητή και της Ελένας. Ωστόσο, η εμφανής προσωπική εμπλοκή των τριών ηθοποιών στην ερμηνεία του Θείου Βάνια, η αφοσίωσή τους στον λόγο και ο αγώνας τους να φωτίσουν τα νοήματά του, η επιρροή του Λευτέρη Βογιατζή στην ερμηνεία του Έκτορα Λυγίζου (δεν είναι κι αυτή απόδειξη μιας κάποιου είδους συνέχειας;), όλη αυτή η παλαιά όσο και γενναία μονομαχία με τους ανεμόμυλους έθεσαν αρκετές στιγμές τον προσωπικό μου διακόπτη ασφαλείας εκτός λειτουργίας (αυτόν που εμποδίζει τα δάκρυα να κυλήσουν σ’ έναν δημόσιο χώρο, όπως είναι το θέατρο). Για μένα αυτό είναι ήδη πολύ. Αλλά, αν δεν ξέρετε το έργο του Τσέχωφ, κι αν δεν ανήκετε στους αφοσιωμένους θαυμαστές του, αυτή η παράσταση δεν ξέρω πόσο μπορεί να σας αφορά.
σχόλια