ΗΤΑΝ Ο ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ που έγινε μποέμ, ο ποιητής που έγινε συγγραφέας, ο συγγραφέας που έγινε τροβαδούρος, ο Καναδός που έγινε Υδραίος, ο Εβραίος που έγινε μοναχός του Ζεν. Γόνος εύπορης οικογένειας του Μόντρεαλ, ορφανός από πατέρα πριν συμπληρώσει τα δέκα και γητεμένος παιδιόθεν τόσο από τον Λόρκα όσο κι από ένα «ανυπόληπτο» όργανο όπως η κιθάρα, παλλόμενος από έναν έμφυτο λυρικό αισθησιασμό και προικισμένος με μια βραχνή φωνή, πάντα θλιμμένη, ο Λέοναρντ Κοέν (1934-2016) πριν αφοσιωθεί στο τραγούδι, θέλησε ν’ αναμετρηθεί γραπτώς με όσα σημάδεψαν την νιότη του.
Το ημιαυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Το αγαπημένο παιχνίδι» που εκδόθηκε το 1963 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2005 (μετ. Χ. Παπαδημητρίου, πρόλογος Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Μελάνι), θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν μια καναδική εκδοχή του «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ. Χωρισμένο σε τέσσερα μέρη κι απλωμένο σε δυο δεκαετίες -από τα τέλη της δεκαετίας του ΄30 ως τα τέλη εκείνης του ΄50- εξιστορεί διαδοχικά την παιδική ηλικία, την εφηβεία, την πρώτη νιότη και την ενηλικίωση του alter ego του Κοέν, του Λόρενς Μπρίβμαν: ενός παιδιού με πρόωρη πνευματική ανάπτυξη, ικανού να ξεχωρίζει τους «κάλπηδες» αμέσως, καταδικασμένου ν’ ανδρωθεί σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών αλλά διόλου ηρωϊκή, ενός ονειροπόλου που ερωτροπεί με την ομορφιά σ’ όλες της τις εκφάνσεις, ενός ποιητή που αναγάγει την τέχνη του σε τρόπο ζωής.
Στα εικοσιεννιά του, λοιπόν, προβαίνει ν’ έναν απολογισμό της μέχρι τότε ζωής του, επιμένοντας σ’ όσα τον σημάδεψαν, σ’ ό,τι αρνήθηκε, σ’ εκείνα που θα υπερασπίζεται εφεξής. Κι επιλέγει να μην μιλήσει ευθέως, αλλά να υιοθετήσει ένα προσωπείο. Μια εξομολόγηση, πάντως, είναι όσα διαβάζουμε στο βιβλίο του.
Μέχρι να γράψει ο Κοέν το «Αγαπημένο παιχνίδι» -στην Ύδρα, όπου αγόρασε σπίτι το ΄60 κι όπου έμενε για μεγάλα διαστήματα ως το 1967- είχε αποκτήσει πτυχίο αγγλικής φιλολογίας από το πανεπιστήμιο ΜακΓκίλ, είχε συγκροτήσει μια κάντρι μπάντα, τους Buckskin Boys, είχε σταματήσει το μεταπτυχιακό του στο Κολούμπια κι είχε εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, αλλά δεν είχε υπογράψει ούτε έναν δίσκο ακόμη (το Songs of Leonard Cohen θα κυκλοφορήσει μια πενταετία αργότερα).
Στα εικοσιεννιά του, λοιπόν, προβαίνει σ’ έναν απολογισμό της μέχρι τότε ζωής του, επιμένοντας σ’ όσα τον σημάδεψαν, σ’ ό,τι αρνήθηκε, σ’ εκείνα που θα υπερασπίζεται εφεξής. Κι επιλέγει να μην μιλήσει ευθέως, αλλά να υιοθετήσει ένα προσωπείο. Μια εξομολόγηση, πάντως, είναι όσα διαβάζουμε στο βιβλίο του. Μια εξομολόγηση του Λόρενς Μπρίβμαν στην Σέλι: την ανέγγιχτη αν και παντρεμένη νεοϋορκέζα που κάποια στιγμή ερωτεύεται, λούζει με ποιήματα και μυεί στην ηδονή, για να την εγκαταλείψει στη συνέχεια επειδή αδυνατεί να φανταστεί τον εαυτό του σαν έναν «αστό με γυναίκα και δουλειά, ενσωματωμένο στον υπόλοιπο κόσμο»…
Όσο εν τούτοις διαρκεί ο έρωτάς τους, θα της διηγηθεί τα τόσο αθώα αλλά και τόσο σαδιστικά παιχνίδια που έπαιζε μικρός με τον κολλητό του, τον Κραντζ, όπως και τους όρκους που αντάλλασσαν «να μην εξαπατηθούν από μεγάλα αυτοκίνητα, κινηματογραφικούς έρωτες, την Κόκκινη Απειλή ή το περιοδικό Νιού Γιόρκερ».
Θα βολτάρει νοητά μαζί της στην παλιά του γειτονιά με τα επιβλητικά πέτρινα σπίτια και τα πλούσια δέντρα, τ’ «αραδιασμένα ψηλά στο βουνό, για να μην ταπεινώνουν τους μη προνομιούχους». Θα μοιραστεί το βάρος της εβραϊκής του κληρονομιάς και την άρνησή του να εκπληρώσει τις προσδοκίες της καταπιεστικής μαμάς του, θα θυμηθεί όλα εκείνα τ’ άγουρα ή μη κορίτσια που του ξύπνησαν τον πόθο, θ’ ανακαλέσει στίχους, πίνακες, κόμικς και ραδιοφωνικές εκπομπές που συντρόφευσαν την εφηβεία του, όπως θα υμνήσει την ανεμελιά και την «χρυσή θολούρα» που κυρίευε κάποτε τον νου του.
Κι έπειτα, ο Λέοναρντ/Λόρενς θ’ αποχαιρετήσει τη Σέλι, τον Κραντζ, την έγκλειστη πλέον σε ψυχιατρείο μητέρα του και τον Καναδά «με τα βαρετά και όμορφα πλούτη του» και θ’ αναζητήσει άλλους δρόμους. Αν κάτι ξέρει με σιγουριά είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να θεωρήσει την ποίηση δουλειά του: «Η ποίηση είναι ετυμηγορία, δεν είναι επάγγελμα. Το ποίημα είναι ένα βρόμικο, ματωμένο, καυτό πράγμα που πρέπει να το αρπάξεις πρώτα με γυμνά χέρια», γράφει. Και με το αίσθημα πληρότητας που του χαρίζουν οι επεξεργασμένες αναμνήσεις του, ατενίζει ένα μέλλον γεμάτο υποσχέσεις.