«Δεν γύρισα σπίτι ούτε όταν αρρώστησε η μητέρα μου για τελευταία φορά, ούτε για την κηδεία της. Είχα δυο μικρά παιδιά και κανέναν στο Βανκούβερ για να τ’ αφήσω. Δύσκολα θα σήκωνε η τσέπη μας το ταξίδι και ο άντρας μου απεχθανόταν τις επισημότητες, αλλά γιατί να το ρίξω σ’ εκείνον; Το ίδιο ένιωθα κι εγώ. Λέμε για κάποια πράγματα ότι δεν έχει συγχώρεση ή πως δεν θα συγχωρέσουμε ποτέ τον εαυτό μας. Το κάνουμε όμως -το κάνουμε διαρκώς…»
Μ’ αυτήν την πικρή διαπίστωση ολοκληρώνεται το πιο πρόσφατο και τελευταίο, απ’ ό,τι φαίνεται, έργο της καναδής νομπελίστα Alice Munro «Ακριβή μου ζωή» (μετ. Σ. Σκουλικάρη, Μεταίχμιο, 2014). Είναι μια φράση που θα μπορούσε άνετα να βρει θέση σ’ ένα από τα δέκα διηγήματα του βιβλίου -συμβαίνουν τόσα πολλά στις σελίδες του που μοιάζουν ασυγχώρητα! Στην πραγματικότητα, όμως, προέρχεται από εκείνο το κομμάτι όπου η Munro, το 2012, στα ογδονταένα της, άπλωσε «τα πρώτα και τελευταία -και τα κοντινότερα πράγματα- που είχα να πω για τη δική μου ζωή», ανύποπτη για την τιμή που θα της επεφύλασσε την επόμενη χρονιά η Σουηδική Ακαδημία.
Στο «Ακριβή μου ζωή» άλλη επιμένει να γράφει ποιήματα κι ας την κοροϊδεύουν, άλλη εγκαταλείπει τον καθωσπρέπει άντρα της κι ακολουθεί με τις κόρες της έναν χίπι ηθοποιό, άλλη κάνει στο τρένο έρωτα μ’ έναν άγνωστο αφήνοντας το παιδί της μόνο του να κοιμάται, άλλη αφοσιώνεται στην μουσική της καριέρα.
Μέσα από τα τέσσερα κείμενα που συγκροτούν το φινάλε του «Ακριβή μου ζωή», βλέπουμε ν’ αναδύονται στιγμιότυπα αποκαλυπτικά των σχέσεων που διατηρούσε η Μονρό ως παιδί με τους δικούς της, της πρώτης απώλειας που βίωσε μετά το θανατηφόρο ατύχημα της κοπέλας που την κρατούσε και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, των ερωτικών φαντασιώσεών της, της λαχτάρας της ν’ αγαπηθεί αλλά και ν’ αυτονομηθεί, φιλτραρισμένα όλα από το πέρασμα του χρόνου και τα παιχνιδίσματα της μνήμης, σαν αναλαμπές ονείρων.
Σ’ ένα απ’ αυτά, η συγγραφέας ανακαλεί τις νύχτες που, πεντάχρονο κοριτσάκι, έμενε πεισματικά ξάγρυπνη μην τυχόν και στραγγαλίσει -όχι από ζήλια, ούτε από καμιά άγρια τρέλα, έτσι, για να την πειράξει- τη νεογέννητη αδελφή της. «Οι άνθρωποι κάνουν τέτοιες σκέψεις», την καθησύχασε ο πατέρας της μόλις το αντιλήφθηκε. Ο ίδιος άνθρωπος που τη χτυπούσε με λουρί όταν την τσάκωνε να παρακάνει την έξυπνη, «δίχως να με κοροϊδέψει, ούτε να με τρομάξει, με προσγείωσε στον κόσμο που ζούμε. Εκείνο το συγκλονιστικό πρωινό, μου πρόσφερε ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν…».
Κόρη ενός συμφιλιωμένου με τον εαυτό του κτηνοτρόφου και μιας δασκάλας η οποία, αδυνατώντας ν’ αναρριχηθεί κοινωνικά, οχυρωνόταν πίσω από ένα εξεζητημένο λεξιλόγιο, η Μονρό μεγάλωσε σ’ ένα αγρόκτημα όπου υπήρχαν πάντα βιβλία, αλλά με την ιδέα ότι το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει μια επαρχιωτοπούλα όπως αυτή ήταν να τραβάει την προσοχή. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις περισσότερες ηρωίδες της, επίσης μεγαλωμένες σε φτωχικές κωμοπόλεις του Καναδά, λίγο πριν ή λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Αργότερα θα το έβρισκε δύσκολο να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αποδεκτό εκείνη την εποχή και τι δεν ήταν» διαβάζουμε στο διήγημα με το οποίο ανοίγει η συλλογή, «Να φτάσει στην Ιαπωνία»: «Τότε όμως θα έπρεπε να εξηγήσει πως ο φεμινισμός δεν ήταν καν μια λέξη που χρησιμοποιούσε ο κόσμος. Και τότε θα στεκόσουν και θα έλεγες πως το να έχεις οποιαδήποτε σοβαρή ιδέα, πόσο μάλλον φιλοδοξία, ή ίσως ακόμα και το να διαβάζεις κάποιο αληθινό βιβλίο, μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο, κάτι που εξαιτίας του έπαθε πνευμονία το παιδί σου, ενώ μια παρατήρηση για τα πολιτικά σε πάρτι του γραφείου θα μπορούσε να κοστίσει στον άντρα σου την προαγωγή του. Δεν είχε σημασία ποιο πολιτικό κόμμα θα αφορούσε. Τη ζημιά την έκανε το γεγονός ότι την παρατήρηση την ξεστόμισε γυναίκα».
Στο «Ακριβή μου ζωή», εν τούτοις, άλλη επιμένει να γράφει ποιήματα κι ας την κοροϊδεύουν, άλλη εγκαταλείπει τον καθωσπρέπει άντρα της κι ακολουθεί με τις κόρες της έναν χίπι ηθοποιό, άλλη κάνει στο τρένο έρωτα μ’ έναν άγνωστο αφήνοντας το παιδί της μόνο του να κοιμάται, άλλη αφοσιώνεται στην μουσική της καριέρα, σε πείσμα της κυρίαρχης αντίληψης ότι «η αφοσίωση σε οτιδήποτε, αν ήσουν θηλυκό, μπορούσε να σε κάνει γελοία».
Όμως, αλίμονο. Κάθε σάλτο, κάθε ζαβολιά, κάθε παράβαση συνοδεύεται συνήθως από ενοχές, αν όχι από μια πολύ βαριά τιμωρία. Σίγουρα, το τελευταίο έργο της Μονρό είναι πιο σκοτεινό από το «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» ή το «Πάρα πολύ ευτυχία». Μπορεί άραγε μια μάνα να ξεπεράσει ποτέ τον πνιγμό του παιδιού της, όταν μάλιστα θεωρεί ότι εκείνη τον προκάλεσε; Ιδού μια συμβουλή που δίνει εμμέσως η κορυφαία διηγηματογράφος, κι ας ξέρει πια, στο λυκόφως της ζωής της, πόσο δύσκολα εφαρμόζεται: «Το θέμα είναι να ΄σαι ευτυχισμένη. Ό,τι κι αν γίνει. Προσπάθησέ το, μπορείς. Δέξου τα πάντα και τότε η τραγωδία εξαφανίζεται. Ή τέλος πάντων, η τραγωδία γίνεται πιο ανάλαφρη κι εσύ είσαι ακόμη εκεί και προχωράς ανέμελα στον κόσμο…»