Eνα νεοπαγές κρατίδιο, όπως το Ισραήλ, δεν σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να εγκαινιάσει μια «νέα» λογοτεχνία. Λόγου χάρη, μπορούμε να διερωτηθούμε με ιδιαίτερη πεποίθηση: ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ που διέπρεψε στην Αμερική (παρότι έγραψε στα γίντις) θα είχε ανάλογη τύχη, αν ρίζωνε στο Ισραήλ;
Μεταξύ εθνών και γλωσσών οι διαχωρισμοί είναι πανίσχυροι, με τη διαφορά βέβαια ότι τα πνευματικά ζητήματα δεν έχουν τίποτα το χειροπιαστό. Για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε τον Οζ με τον Μπάσεβις Σίνγκερ, θα διαπιστώσουμε ότι τη βαθύτητα του εβραϊσμού τη φέρει στα φυλλοκάρδια του μάλλον ο δεύτερος (έστω κι αν παρέμεινε σε ξένη χώρα) παρά ο πρώτος, που είναι γέννημα-θρέμμα του Ισραήλ.
Οι Εικόνες από τη ζωή στο χωριό που τις φυλλομετρούμε εν είδει διηγημάτων είναι ουσιαστικά εικόνες από το νέο Ισραήλ, καίτοι η δεξιοτεχνία του αφηγητή δεν εγκαταλείπει το διήγημά του σε δεδομένες και ευεξήγητες παραστάσεις.
Αν συγκρίνουμε τον Οζ με τον Μπάσεβις Σίνγκερ, θα διαπιστώσουμε ότι τη βαθύτητα του εβραϊσμού τη φέρει στα φυλλοκάρδια του μάλλον ο δεύτερος (έστω κι αν παρέμεινε σε ξένη χώρα) παρά ο πρώτος, που είναι γέννημα-θρέμμα του Ισραήλ.
Ο Αριέ Τσέλνικ είχε μια περιπέτεια: «Πριν από τρία χρόνια η Ναάμα, η γυναίκα του, ταξίδεψε στο Σαν Ντιέγκο για να επισκεφτεί την καλή της φίλη Τέλμα Γκραντ και δεν επέστρεψε. Δεν του είχε γράψει ανοιχτά ότι είχε αποφασίσει να τον αφήσει, στην αρχή το υπαινισσόταν μέσες άκρες: "Προς το παρόν, δεν γυρίζω πίσω". Και μετά από μισό χρόνο του έγραψε: "Θα μείνω κι άλλο με την Τέλμα".
Και τελικά, αργότερα, του έγραψε: "Δεν υπάρχει λόγος να εξακολουθείς να περιμένεις. Δουλεύω με την Τέλμα σε ένα Κέντρο Αναζωογόνησης". Και σε άλλο γράμμα: "Εγώ και η Τέλμα περνάμε καλά μαζί, έχουμε παρόμοιο κάρμα". Και ξαναέγραψε: "Ο πνευματικός δάσκαλος και των δυο μας δεν θεωρεί σωστό να αφήσουμε η μία την άλλη...."».
Νέα ήθη, νέα αντιμετώπιση της ζωής – άλλωστε η κόρη τους Χίλα, παντρεμένη στη Βοστώνη, έγραψε στον πατέρα της: «Μπαμπά, σε συμβουλεύω, για το δικό σου το καλό, μην πιέσεις τη μαμά. Κοίτα να αλλάξεις ζωή».
Όσο για τον ξένο (που δεν είναι άγνωστος), αναλύεται ενώπιόν του σε ενθουσιώδεις χαρακτηρισμούς: «Τι όμορφο μέρος, κύριε Τσέλνικ! Υπέροχο! Η Προβηγκία του Ισραήλ! Τι Προβηγκία! Τοσκάνη! Και τι θέα! Το δάσος! Οι αμπελώνες! Το Τελ Ιλάν είναι πολύ απλά το πιο μαγευτικό χωριό ολόκληρου αυτού του λεβαντίνικου κράτους. Πολύ ωραία! Καλημέρα, κύριε Τσέλνικ. Με συγχωρείτε. Μήπως σας ενοχλώ;».
Ο ξένος συνεχίζει: «Οικογένεια Τσέλνικ, απόγονοι του Λιόν-Ακάμπα Τσέλνικ. Εσείς, αν δεν κάνω λάθος, ήσασταν από τους πρώτους που ήρθαν στο χωριό; Από τους πρώτους πρώτους ιδρυτές; Έτσι δεν είναι; Εδώ και ενενήντα χρόνια; Η ακόμα και εκατό;». Η παραφθορά των ονομάτων υποδεικνύει το επισφαλές του ονόματος και τη γραμμένη-άγραφη ιστορία της οικογένειας που άφησε τη Ρωσία του Στάλιν για να ξαναβρεί τις ρίζες της.
«Ο βουλευτής Πέσαχ Καντέμ ποτέ δεν είχε συγχωρήσει το κόμμα του που είχε διαλυθεί και είχε εξαφανιστεί πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Ούτε έδινε άφεση σε όσους τον μισούσαν και τον εχθρεύονταν, αν και όλοι τους είχαν μεταβεί εις τόπον χλοερό εδώ και καιρό. Η νεότητα, η ηλεκτρονική εξέλιξη και η σύγχρονη λογοτεχνία του προξενούσαν αηδία. Οι εφημερίδες δημοσίευαν μόνο σκουπίδια. Ακόμα και ο μετεωρολόγος που έλεγε τον καιρό στις ειδήσεις του φαινόταν ένας αλαζόνας, απατεώνας και βλάκας που μουρμούραγε ανοησίες χωρίς να ξέρει καν τι λέει...».
Ο Οζ περιγράφει με ιδιαίτερο οίστρο τόσο τον γερο-Πέσαχ όσο και τον Αάνταλ, που μπορεί να γράψει για τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε ένα εβραϊκό και ένα αραβικό χωριό: «Το δικό σας χωριό γεννήθηκε βάσει ονείρου και σχεδίου, το δικό μας χωριό δεν γεννήθηκε, υπήρχε ανέκαθεν και, παρ' όλα αυτά, υπάρχει κάτι που τα κάνει να μοιάζουν. Κι εμείς έχουμε όνειρα....».
Για τον Αάνταλ ο Οζ έχει επινοήσει έξοχες περιγραφές. «Όταν κάπνιζε, ρούφαγε το τσιγάρο δυνατά, τόσο που τα μάγουλά του βαθούλωναν και για λίγο έβλεπες σχεδόν το περίγραμμα του κρανίου του κάτω από το δέρμα (...) Συνήθως κάπνιζε αφηρημένος, σαν να ξεχνούσε πως κάπνιζε : άναβε ένα τσιγάρο, τραβούσε τρεις τέσσερις βαθιές ρουφηξιές μέχρι που βαθούλωναν τα μάγουλά του, και το άφηνε αναμμένο πάνω στο κιγκλίδωμα του φράχτη ή στο περβάζι ενός παραθύρου, σκεφτόταν λίγο, ξέχναγε το αναμμένο τσιγάρο και άναβε καινούργιο. Ένα τσιγάρο ρεζέρβα ήταν πάντα αφημένο λοξά πίσω από το αυτί του. Κάπνιζε πολύ, πάντα όμως με αποστροφή και αηδία, σαν να σιχαινόταν τον καπνό και τη μυρωδιά του ταμπάκου, λες και κάποιος άλλος κάπνιζε και του φυσούσε τον καπνό στη μούρη... Ο χειρότερος αντισημίτης δεν γεννήθηκε ακόμα. Και ούτε πρόκειται να γεννηθεί ποτέ...».
Το διήγημα Χαμένοι πιθανότατα είναι το πιο επιτυχημένο της συλλογής, διότι μιλάει για το σπίτι ενός ανάπηρου και διάσημου συγγραφέα που έχει πεθάνει και παραταύτα επιβιώνει στις σκέψεις και στο θυμικό των ζωντανών και των συγγενών. Επί πολλά χρόνια υπήρχε ένας ανάπηρος άνθρωπος, ονόματι Ελντάντ Ρούμπιν, που καθόταν σε αναπηρική πολυθρόνα, που έγραφε μεγάλα μυθιστορήματα για το Ολοκαύτωμα, καίτοι δεν είχε την παραμικρή εμπειρία περί Ολοκαυτώματος. Οι κληρονόμοι του Ρούμπιν –η μητέρα του Ρόζα, ηλικίας περίπου ενενήντα πέντε ετών, και η χήρα του, περίπου στα εξήντα– αρνιόντουσαν να πουλήσουν το παμπάλαιο σπίτι που ήθελε να αγοράσει ο αφηγητής.
Μια παραλληλία μεταξύ οίκου και συγγραφέα δίνει την ευκαιρία στον Οζ να περιγράψει το σπίτι σε πλήρη αντιστοιχία με τον δημιουργό.
Εν προκειμένω, έχουμε το φαινόμενο της περιγραφικής ασχήμιας του προσώπου. «Θυμάμαι το πλατύ, κόκκινο πρόσωπό του που ήταν χωμένο ανάμεσα στους ώμους του, λες και δεν είχε λαιμό, τα μεγάλα του αυτιά και τα δασιά και ανακατεμένα φρύδια του, τα οποία επίσης είχαν γκριζάρει. Γκρίζες τουφίτσες έβγαιναν ακόμα και από τα αυτιά του και από τα ρουθούνια του. Υπήρχε επάνω του κάτι που μου θύμιζε αρκούδα, γριά και κακομαθημένη, βυθισμένη σε χειμερία νάρκη. Η μητέρα μου και η μητέρα του τον σήκωναν από την αναπηρική καρέκλα και τον κάθιζαν στον καναπέ, κι εκείνος δεν τις διευκόλυνε, παρά γκρίνιαζε και μίλαγε και προσπαθούσε βαρύθυμα να τους ξεφύγει, οι μύες του όμως ήταν αδύναμοι κι εκείνες τον νίκησαν». Με λίγα λόγια, το πορτρέτο του ανεπιθύμητου, μέτριου και στραβοδίβουλου δημιουργού έχει στηθεί. «Όταν ήμουν μικρός», γράφει ο αφηγητής, «νόμιζα πως αυτές οι φρικαλεότητες περί Ολοκαυτώματος λαμβάνουν ακόμα χώρα με κάποιο τρόπο μέσα στο σπίτι του Ρούμπιν, στο υπόγειο ή σε κάποιο από τα πάνω δωμάτια...».
Ειδικά η κόρη του Γιαρντένα, η οποία αρέσκεται κάποιες φορές να γδύνεται σιγά σιγά μπροστά στον καθρέφτη και να φαντάζεται πως είναι ένας πεινασμένος άντρας που κάθεται και την κοιτάζει να γδύνεται, ενσαρκώνει μια ακόμα απεικόνιση που διευκολύνει την περιγραφή.
Ο Ρούμπιν κάποτε εξοργίστηκε επειδή η κόρη του ζωγράφισε πάνω σε κάθε χειρόγραφη σελίδα μια γατούλα ή μαϊμού, οπότε την αμπάρωσε στο υπόγειο και της απαγόρευσε ακόμα και να κοιτάζει τα χειρόγραφά του. Τελικά, έστειλε τη γιαγιά για να της ανοίξει... «Από τότε δεν διάβασα ούτε μια αράδα του πατέρα μου...».
Προφανώς, ο Οζ περιγράφει στα διηγήματά του σκηνές ζωής από ένα χωριό ισραηλίτικο, και πιο σωστά από ένα Ισραήλ που ασφαλίζεται και προοδεύει γεφυρώνοντας το άπειρο παρελθόν με το μικρό αλλά σύγχρονο παρόν. Αυτή την απείρως δύσκολη επέμβαση στον ψυχισμό των σημερινών Ισραηλιτών μπορεί να την επιτύχει μόνο ένας συγγραφέας που καταπίνει την αιωνιότητα μαζί με το σημερινό παρόν και το άμεσο μέλλον.
Άλλωστε, διόλου τυχαία η απόσταση που κρατάει έναντι του Ολοκαυτώματος, όπως και από το Γραφείο Υποστήριξης Υπανάπτυκτων Περιοχών.
Ειδικά το τελευταίο διήγημα γυρίζει τα πράγματα ανάποδα, σκορπίζοντας μια δυσωδία θανάτου ακόμα και από τους ζωντανούς. Πολλοί πάσχουν από καταπληξία, υπερθυρεοειδισμό, νοητική υστέρηση, σωματικές αναπηρίες, δυσμορφία, γονόρροια, επειδή εδώ όλοι κάνουν παιδιά με όλους: αδελφός με αδελφή, γιος με μητέρα, πατεράδες με τις κόρες τους. Άρα ο συγγραφέας –δίκην αόρατου δικαστή– είναι φαρμακοποιός, δάσκαλος, συμβολαιογράφος, ληξίαρχος, υγιεινολόγος, αρχειοφύλακας, μεσολαβητής και διαιτητής.