ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΗ, ΣΕ ΠΟΛΥ ΚΟΣΜΟ, η ενασχόληση του δημοσιογράφου και σκηνοθέτη Αντώνη Μποσκοΐτη με τις συνεντεύξεις.
Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους συνεντευξιαστές, στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, καθώς οι συνεντεύξεις που κάνει διαβάζονται, μοιράζονται, απασχολούν άλλα μίντια και γενικώς γίνεται ένας «θόρυβος» γύρω από αυτές. Έτσι, λογικό φαίνεται ορισμένες από τις πάμπολλες συνεντεύξεις, που έχει πάρει, να τις βλέπουμε τώρα και σε βιβλία.
Το «Οι 10» [εκδόσεις άπαρσις, 9/2021] είναι το δεύτερο βιβλίο του Α. Μποσκοΐτη με συνεντεύξεις, καθώς έχει προηγηθεί το «18 Συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα» [Μετρονόμος, 2019], αλλά το πρώτο, που φθάνει στα δικά μας χέρια. Γι’ αυτό το βιβλίο θα γράψουμε τώρα...
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης είναι ένας λαϊκός άνθρωπος. Οι καταβολές του δηλαδή είναι λαϊκές. Μπορεί μεγαλώνοντας να γνώρισε κι άλλα πράγματα, έξω από την γειτονιά του, να σπούδασε, να ταξίδεψε, αλλά δεν παύει εκείνο που λέμε λαϊκότητα, ή λαϊκή κουλτούρα, να τον κεντρίζει και να τον θέλγει.
Κινούμενος σ’ αυτό το πλαίσιο νοιώθει μιαν ιδιαίτερη έλξη και για τον λαϊκό κινηματογράφο του ’60 – λαϊκό υπό την έννοια ότι τον έβλεπε όλος ο κόσμος, ασχέτως αν ο ίδιος ο κινηματογράφος (του Γιάννη Δαλιανίδη φερ’ ειπείν) ήταν επί της ουσίας μικροαστικός.
Γενικά, μικροαστικός ήταν όλος ο κινηματογράφος του Φίνου, της Finos Films, και όσων επιχειρούσαν να κάνουν ταινίες σαν τις ταινίες της Finos Films, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μέσα απ’ αυτόν τον κινηματογράφο δεν αγαπήθηκαν σφόδρα, απ’ όλα τα στρώματα, και βασικά από τον πολύ κόσμο, δηλαδή τον λαό, ηθοποιοί όπως ο Κώστας Βουτσάς, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, η Άννα Φόνσου, η Νόρα Βαλσάμη ή η Μαίρη Χρονοπούλου.
Λέμε λοιπόν για ένα είδος λαϊκών ηρώων, οι οποίοι μέσα στα χρόνια, μέσα στις δεκαετίες, ενδύθηκαν και άλλους ρόλους (βασικά χωρίς να ερωτηθούν).
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης είναι ένας λαϊκός άνθρωπος. Οι καταβολές του δηλαδή είναι λαϊκές. Μπορεί μεγαλώνοντας να γνώρισε κι άλλα πράγματα, έξω από την γειτονιά του, να σπούδασε, να ταξίδεψε, αλλά δεν παύει εκείνο που λέμε λαϊκότητα, ή λαϊκή κουλτούρα, να τον κεντρίζει και να τον θέλγει.
Οι ηθοποιοί εκείνης της γενιάς, για τους οποίους προέκυψε κάπως ανέλπιστα μάλλον αυτή η ιδιόμορφη «αιωνιότητα», μέσα από τις συνεχείς προβολές και επαναπροβολές των ταινιών τους, στην τηλεόραση πια, συμπαρασύρουν ως πρόσωπα, που ζουν ανάμεσά μας, και μιαν «άλλη Ελλάδα». Ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη. Απλώς μιαν «άλλη».
Μετατρέπονται, έτσι, κάπως σαν μοχλοί νοσταλγίας, μέσω της συνεχούς έκθεσής τους στα τηλεοπτικά προγράμματα, ενώ οι ίδιοι πλέον δεν είναι οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι τους, δεν είναι καν η αύρα εκείνων των ρόλων τους, καθώς όλα έχουν ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου, με τους ίδιους σε μεγάλες ηλικίες πια ή έστω ώριμες, από 70 ετών και άνω, για να βάλουμε κι ένα όριο, να παραμένουν εν κινήσει, άλλοι σε πιο μπροστινές σειρές και άλλοι σε πιο πίσω, ενθυμούμενοι το χθες και κάνοντας σχέδια –γιατί όχι;– για το αύριο.
Συνεντεύξεις λοιπόν του Αντώνη Μποσκοΐτη, με τους Μαίρη Χρονοπούλου, Ξένια Καλογεροπούλου, Γιώργο Κωνσταντίνου, Χλόη Λιάσκου, Νόρα Βαλσάμη, Μέλπω Ζαρόκωστα, Μαρία Κωνσταντάρου, Άννα Φόνσου, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, όπως και με τον αείμνηστο Κώστα Βουτσά, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα σάιτ και έντυπα (Docville / Documento, LiFO,gr, koutipandoras.gr) συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο «Οι 10» – συζητήσεις, με άλλα λόγια, με ανθρώπους που μεγάλωσαν σε σκληρές εποχές (Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος), έχοντας πολλοί απ’ αυτούς δύσκολα παιδικά χρόνια (κάποιοι μεγάλωσαν χωρίς τους πραγματικούς γονείς τους ή με κυνηγημένους, λόγω φρονημάτων, γονείς, άλλοι με οικογενειακά ή οικονομικά προβλήματα, κάποιοι με γονέα που δεν ήθελε ν’ ακούσει καν για θέατρο κ.λπ.).
Πρόκειται για ανθρώπους, εννοούμε, μιας πολύ συγκεκριμένης συγκυρίας, που, όπως και να το κάνουμε, τους έχει καθορίσει. Το νοιώθεις σε όσα λένε, σε όσα σκέφτονται, στον τρόπο που τα λένε, στον τρόπο που σκέφτονται.
Έτσι, όσο και να επιχειρείται να βγει μέσα από αυτές τις συνεντεύξεις μια αύρα αισιοδοξίας, σε αρκετές των περιπτώσεων εκείνο που βγαίνει είναι ένας... καημός πολύ πικρός και στεναγμός πολύ βαθύς (για να παραφράσουμε λίγο τον «χατζιδακικό» στίχο). Δεν είναι σώνει και καλά, κακό αυτό. Εξαρτάται από τις ισορροπίες...
Βεβαίως ο Αντώνης Μποσκοΐτης έχει ένα χάρισμα – το πρώτο, για να κάνεις μια ουσιαστική κουβέντα με κάποιον. Τον εμπιστεύεσαι (τον Α. Μποσκοΐτη). Νοιώθεις, δηλαδή, ότι δεν θα σε προδώσει.
Επειδή είναι ορίτζιναλ λαϊκός άνθρωπος ο ίδιος, και όχι εστέτ ας πούμε ή δήθεν λαϊκός, και ποτέ αποστασιοποιημένος από το πρόσωπο που έχει απέναντί του, ο άλλος «ανοίγεται» εύκολα. Και λέει διάφορα, πολλά, πάρα πολλά, τα οποία ο Α. Μποσκοΐτης όχι μόνο καταγράφει (αυτό εξυπακούεται), αλλά... ξύνοντας συνεχώς πληγές, κάνει εκείνον που έχει απέναντί του να μην σταματάει.
Αυτό είναι ένα θέμα, γιατί –θα το πω– οι συνεντεύξεις είναι τελικά κάπως κουραστικές και κάπου μπουχτίζεις. Γενικώς «τραβάνε». Ο κανόνας είναι αυτός.
Τούτο το ανακάλυψα ξεκινώντας να τις διαβάζω στο βιβλίο – γιατί, για να πω την αλήθεια, μία ή δύο είχα διαβάσει σε πρώτο χρόνο, όταν είχαν δημοσιευτεί στα διάφορα σάιτ.
Διαπίστωσα λοιπόν, διαβάζοντας δυο-τρεις στην αρχή, πως το κεφάλι μου είχε γίνει... καζάνι. Κι έτσι εφάρμοσα κάτι άλλο.
Αποφάσισα να διαβάζω δύο συνεντεύξεις την ημέρα – και μάλιστα όχι κολλητά. Μία το μεσημέρι και μία το βράδυ. Και μάλιστα μετά το φαγητό, κάπως σαν επιδόρπιο, για να είμαι πιο χαλαρός.
Έτσι λειτούργησαν καλύτερα μέσα μου – και αυτό προτείνω να κάνετε κι εσείς. Γιατί αν τις διαβάσετε σερί, μάλλον θα ζοριστείτε. Δεν αντέχεται τόση πολλή ακάλυπτη ή καμουφλαρισμένη θλίψη.
Σέβομαι τους ηθοποιούς και το έργο τους. Και το κινηματογραφικό, που το ξέρω αρκετά καλά, και το θεατρικό, που το ξέρω λιγότερο. Όπως όλοι μας εξάλλου.
Είναι άνθρωποι καλοί και αγαπητοί, επιτυχημένοι (ο καθένας και η καθεμία με τον τρόπο του και με τον τρόπο της), έχουν ζήσει πολλά χρόνια (και δύσκολα χρόνια) κι έχουν εμπειρίες και γι’ αυτό ακριβώς οι γνώσεις τους, και όλα αυτά που λένε, είναι βασικά εμπειρικά – εννοώ πως δεν υπάρχει κάτι διανοητικό σε όλα όσα διαβάζεις. Χοντρικά και γενικά είναι λόγια απλά και σκέψεις απλές, που μπορείς να τις ακούσεις απ’ όλους τους ανθρώπους της γενιάς τους, μηδενός εξαιρουμένου.
Κάθε άνθρωπος, εξάλλου, μπορεί να συνεντευξιαστεί. Να βάλει κάτω τις εμπειρίες του και ν’ αρχίσει να λέει. Και ορισμένοι –ξέρουμε όλοι τέτοιους τύπους– έχουν τέτοιο αφηγηματικό χάρισμα, που μπορεί να σε κάνουν να κρέμεσαι από το στόμα τους. Κι ας μην τους ξέρει ούτε η μάνα τους...
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης κάνει σωστά την δουλειά του – δεν υπάρχει κανένα θέμα επ’ αυτού. Ξέρει, μελετά, αγαπάει τους ανθρώπους, που έχει απέναντί του, τους σέβεται, δεν βιάζεται, δεν τους ξεπετά, τους παρέχει όλα εκείνα που απαιτούνται ώστε ο άλλος να ξεκινήσει να μιλάει. Γενικώς, γουστάρει αυτό που κάνει.
Φοβάμαι, όμως, πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, απ’ αυτές που εδώ διαβάζουμε, υπάρχουν κάποια όρια, που έχουν τοποθετηθεί από την πορεία και τη φύση των πραγμάτων και από την αρχή (των συνομιλιών). Δεν μπορείς να πας πιο μακριά. Υπάρχει ένα σημείο, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Δεν ξέρω αν αυτό το έχει αντιληφθεί ο Α. Μποσκοΐτης – και αν το έχει αντιληφθεί, αν, στην πορεία, το αγνοεί ή το υποτιμά. Δεν ξέρω επίσης αν είναι και θέμα timing – να είναι ο άλλος στην καλύτερη φάση του για να μιλήσει (σίγουρα με κάποια πρόσωπα δεν συμβαίνει αυτό, είναι ολοφάνερο). Όμως και σε κάθε περίπτωση οι συνεντεύξεις, που διαβάζουμε εδώ, το ξαναλέμε, έχουν ένα άνω όριο, που δεν γίνεται να το υπερβούν. Δεν γίνεται να απογειωθούν. Και τούτο ανεξαρτήτως των διαφόρων απρόσμενων ή και «παράξενων», που μπορείς να διαβάσεις σε αυτές.
Τι είδους «παράξενα»; Να μερικά:
Η Νόρα Βαλσάμη είχε δει το μιούζικαλ “Hair” στο Λονδίνο σε πρώτο χρόνο (στα τέλη του ’60 ή στις αρχές του ’70), κάτι που θα την άλλαζε ως ηθοποιό στην πορεία.
Ο Κώστας Βουτσάς λέει πως σ’ ένα σίριαλ της δεκαετίας του ’70 (σ.σ. «Ονειροπαρμένος») είχε τραγουδήσει ένα τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου (σ.σ. «Τούμπου τούμπου ζα») και πως είχε βγει μετά ο συνθέτης, σε εφημερίδα, και τον έβριζε (σ.σ. επειδή δεν το είχε πει καλά).
Η Χλόη Λιάσκου προοριζόταν να παίξει στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες», αλλά επειδή η ταινία άργησε να γυριστεί και η Λιάσκου είχε μεγαλώσει έχασε τον ρόλο (της μικρής 12χρονης). Το 1965-66 –όπως λέει πάντα η ίδια, στον Αντώνη Μποσκοΐτη–, της είχε κάνει πρόταση ο Αλέξανδρος Πατσιφάς, της εταιρείας Lyra, για να τραγουδήσει «νέο κύμα» κι εκείνη είχε αρνηθεί.
Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου είχε ξεκινήσει ως τραγουδίστρια, μαζί με την Νάνα Μούσχουρη. Την είχε ζητήσει ο Μίμης Πλέσσας για το κουιντέτο του, για να λέει ξένα τραγούδια, αλλά εκείνη επίσης είχε αρνηθεί, συστήνοντάς του, όμως, την Ν. Μούσχουρη. Αργότερα (1961) ήταν να πει το «Το μαντολίνο» του Μάνου Χατζιδάκι, στο «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε» του Λουίτζι Πιραντέλλο, το οποίο θα έλεγε τελικά η Ζωή Φυτούση.
Διάφορες τέτοιου τύπου «παράξενες» πληροφορίες βρίσκεις, οπωσδήποτε, στις συνεντεύξεις, που λειτουργούν (οι πληροφορίες) και ως καρύκευμα.
Γνωρίζω τον Αντώνη Μποσκοΐτη, σέβομαι την δουλειά που κάνει, αλλά, ταυτοχρόνως, θέλω να είμαι ειλικρινής και σ’ αυτά που γράφω.
Η μοναδική συνέντευξη, που με εξίταρε, από τις δέκα που διάβασα εδώ, με διαφορά η καλύτερη και για την οποία όλο το βιβλίο αποκτά ξαφνικά μια οντότητα και μια σημαντικότητα –κάπως σαν να φωτίζονται, με μιας, όλες οι σελίδες του– είναι η συνέντευξη με την Μαρία Κωνσταντάρου.
Αληθινά απολαυστική. Και μπράβο στον Αντώνη Μποσκοΐτη, που την πήρε, και στην σπουδαία ηθοποιό Μαρία Κωνσταντάρου που την έδωσε.