Κοιτάζοντας την εταιρεία, τους παραγωγούς, τους ηθοποιούς και τα γενικότερα πρόσωπα που συμμετείχαν στην πραγματοποίηση της ταινίας “Medusa”, από το 1973, διαπιστώνεις το εξής σημαντικό – για τον ίδιο τον κινηματογράφο ως καλλιτεχνικό / οικονομικό εγχείρημα πρώτα-πρώτα.
Την δυνατότητα να συνεργάζονται εταιρείες και άνθρωποι από διαφορετικές χώρες σε μια σειρά απαιτητικών γυρισμάτων, που συγκροτούσαν (αυτά τα γυρίσματα) μία το ίδιο απαιτητική, από τεχνικής πλευράς, παραγωγή.
Στην περίπτωση της «Μέδουσας» έχουμε μία εταιρεία από την Αμερική, την Roubanis & Co, του γνωστού ηθοποιού κ.λπ. Θεόδωρου Ρουμπάνη, η οποία καταφέρνει να βρει αμερικάνικα κεφάλαια, τα οποία θα επενδύονταν σε μια ταινία, που θα γυριζόταν στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα στη Ρόδο.
Την ταινία θα σκηνοθετούσε ο Βρετανός Gordon Hessler και θα πρωταγωνιστούσαν σ’ αυτήν αναγνωρισμένοι ηθοποιοί, όπως ο αμερικανός τηλεοπτικός και κινηματογραφικός αστέρας George Hamilton, η Ιταλοαμερικάνα Luciana Paluzzi, γνωστή βασικά από το τζεϊμσμποντικό “Thunderball” (1965) και ακόμη ο σημαίνων καρατερίστας Cameron Mitchell, που διακρινόταν για την παρουσία του, στα σέβεντις κυρίως, σε ποικίλα exploitation films.
Η «Μέδουσα» μπορεί να είναι μία «ευπρεπής», από τεχνικής πλευράς, σκληρή αστυνομική περιπέτεια, με στοιχεία θρίλερ, αλλά σαν ταινία, συνολικά, παρότι διέθετε αξιοπρεπές σενάριο (Christopher Wicking), ήταν σκηνοθετημένη πεζά, χωρίς ροή και όραμα. Και αυτό ήταν το πιο μεγάλο πρόβλημά της.
Μάλιστα, ρίχνοντας μια ματιά στο σάιτ IMDb, στον τομέα της παραγωγής της «Μέδουσας», βλέπουμε να αναγράφονται εκεί τέσσερα ονόματα, καθώς πλην του George Hamilton και του Θεόδωρου Ρουμπάνη, υπάρχουν ακόμη ο έλληνας παραγωγός Δημήτρης Δημητριάδης (γνωστός και από διάφορες άλλες διεθνείς ταινίες με ελληνικό θέμα, σαν την “Escape to Athena” του George P. Cosmatos), όπως και η Sarah Consuelo Spencer-Churchill, σύζυγος τότε του Θεόδωρου Ρουμπάνη και αδελφή του John George Vanderbilt Henry Spencer-Churchill, του 11ου Δούκα του Μάρλμπορο.
Όπως ακούμε τον ίδιο τον Θεόδωρο Ρουμπάνη να λέει σε συνέντευξη, που είναι ανεβασμένη στο YouTube (κανάλι “Hellas Romantics”), σε σχέση με τις παραγωγές του εκείνης της εποχής:
«Η ταινία “Βυζαντινή Ραψωδία”, του 1968, στοίχισε τριάμισι εκατομμύρια δραχμές. Ήταν μια τεράστια παραγωγή. Αυτά τα λεφτά τα πήρα απ’ έξω. Έκανα εταιρεία παραγωγής στην Νέα Υόρκη, στην οποία συμμετείχαν αμερικανοί επενδυτές από μια χρηματιστηριακή που συνεργαζόμουν. Υπήρχε ένας νόμος, τότε, όπου αν έκανες μία επένδυση σε κινηματογραφική παραγωγή θα μπορούσες να γλιτώσεις φόρους. Ήταν ένας τρόπος αυτός, για να βοηθήσουν οι ΗΠΑ την βιομηχανία του κινηματογράφου. Έπρεπε να έχεις λοιπόν μία εταιρεία παραγωγής στην Νέα Υόρκη, όπως είχα, και μία εταιρεία παραγωγής στην Ελλάδα, που επίσης είχα. Έτσι μπόρεσα κι έφερα αυτά τα χρήματα στην Ελλάδα, ώστε να κάνω τη δουλειά μου. Το ’76 άλλαξε ο φορολογικός νόμος στην Αμερική και τελειώσανε όλα αυτά. Κι έτσι μου μείνανε στα χέρια δύο πολύ μεγάλες παραγωγές, που ήθελα να κάνω».
Η «Μέδουσα» μπορεί να είναι μία «ευπρεπής», από τεχνικής πλευράς, σκληρή αστυνομική περιπέτεια, με στοιχεία θρίλερ, αλλά σαν ταινία, συνολικά, παρότι διέθετε αξιοπρεπές σενάριο (Christopher Wicking), ήταν σκηνοθετημένη πεζά, χωρίς ροή και όραμα. Και αυτό ήταν το πιο μεγάλο πρόβλημά της.
Βεβαίως, ο σκηνοθέτης Gordon Hessler (1925-2014) μπορεί να μην ήταν τυχαίος, καθώς λίγα χρόνια νωρίτερα είχε δώσει, ανάμεσα σε άλλα, και το ενδιαφέρον θρίλερ “Scream and Scream Again” (1970), στο οποίο είχε φέρει μαζί τρία «ιερά τέρατα» των ταινιών τρόμου, τους Vincent Price, Christopher Lee και Peter Cushing(!), όμως στη συγκεκριμένη ταινία, την “Medusa”, αποδεικνύεται λίγος. Προσπάθησε, βεβαίως, να τον σώσει ο μοντέρ Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, αν και η δουλειά του ήταν εξ αρχής δύσκολη.
Η ταινία έχει «κενά», δεν είναι δηλαδή απολύτως προσπελάσιμη νοηματικά, ο βασικός πρωταγωνιστής George Hamilton σε διάφορες σκηνές εμφανίζεται σαν καρικατούρα παλαιότερων, κλασικών, πρωταγωνιστών, οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται όπως πρέπει, με τις αντιδράσεις τους να είναι τελείως αυτοσχέδιες έως και... ουρανοκατέβατες, ενώ και το τέλος της ταινίας, που απεικονίζεται στην αρχή της, σε βάζει τελικά, σαν θεατή, σε μια βαρετή διαδρομή παρακολούθησης των επερχόμενων φλας μπακ, καθώς σε καμία περίπτωση δεν αναβαθμίζεται το άγχος και η αγωνία σου, για την εξέλιξη της ιστορίας.
Μένει μόνον η ελληνικότητα της ταινίας, ως το πιο βασικό ατού της, αλλά γι’ αυτήν θα γράψουμε πιο κάτω.
Κατ’ αρχάς να σημειώσουμε πως η ταινία παραπλανά με τον τίτλος της, αφού πολύ δύσκολα μπορείς να βρεις, στο σενάριο, έστω και μια κάποια μεταφορική σύνδεση με τον μύθο της Μέδουσας ή Γοργούς – του μυθολογικού τέρατος με τα φίδια αντί για μαλλιά, που όταν το κοιτούσες σε πέτρωνε. Οπότε μένεις να διερωτάσαι, στο τέλος, προς τι αυτή η ονομασία.
Η ιστορία της κινηματογραφικής «Μέδουσας», με λίγα λόγια, αλλά και με κάποιο spoiler, είναι η ακόλουθη.
Ένα πολυτελές γιοτ, το Imperiale (έτσι λεγόταν, για την διεθνή αγορά, και η ταινία «Βυζαντινή Ραψωδία», που ήταν σε παραγωγή Θεόδωρου Ρουμπάνη και σκηνοθεσία Γιώργου Σκαλενάκη), βρίσκεται εγκαταλελειμμένο στο Αιγαίο, κάπου ανοιχτά της Ρόδου, πάνω στο οποίο υπάρχουν τα άψυχα σώματα του Τζέφρι (George Hamilton) και της Σάρας (Luciana Paluzzi), που είναι ετεροθαλή αδέλφια και που ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιου είδους (αιμομικτική) ερωτική σχέση (όπως διαφαίνεται στη συνέχεια). Από αυτό το σημείο ξεκινά η ταινία, που στοχεύει να μας δείξει, σε όλη την υπόλοιπη διάρκειά της, πώς φθάσαμε σ’ αυτό το μακάβριο σκηνικό.
Όλα περιστρέφονται γύρω από μια διαθήκη ή μάλλον δύο. Μια παλαιά και μια καινούρια. Στην παλαιά διαθήκη κληρονόμοι μιας περιουσίας είναι ο Τζέφρι με την Σάρα, η οποία έχει αρραβωνιασθεί εν τω μεταξύ τον Νίκο (Θεόδωρος Ρουμπάνης), που την αγαπάει αληθινά, όπως αποδεικνύεται στο τέλος, ενώ στη νεότερη διαθήκη οι δυο τους (Τζέφρι και Σάρα) φαίνονται ως απόκληροι.
Εν τω μεταξύ ο Τζέφρι, ένας τύπος κακομαθημένου και μάλλον παρακμιακού playboy, χρωστάει χρήματα στον ψυχωτικό γκάγκστερ Άντζελο (Cameron Mitchell), ο οποίος επίσης οφείλει λεφτά σε άλλους μαφιόζους. Οπότε ο σκοπός των τριών (Τζέφρι, Σάρα, Άντζελο) είναι να βρεθεί και να καταστραφεί η νέα διαθήκη, ώστε να βρίσκεται εν ισχύι μόνον η παλαιά, που θα βγάλει από το οικονομικό αδιέξοδο τους πάντες.
Κάτω απ’ αυτό το σκηνικό αμοραλισμού, απληστίας και βίας, οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον.
Δολοφονούνται δύο δικηγόροι που ξέρουν, υποτίθεται, για την νέα διαθήκη, η οποία φαίνεται πως μεταφέρεται στη Ρόδο με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, αλλά αυτή (η διαθήκη) δείχνει να βρίσκεται στα χέρια κάποιας εκ των συνοδών πτήσης – οι οποίες επίσης ξεπαστρεύονται. (Η μία είναι η Νόρα Βαλσάμη και η άλλη η Alana Stewart, η οποία ένα χρόνο νωρίτερα είχε παντρευτεί τον George Hamilton, στην αληθινή ζωή).
Υπάρχει αστυνομία σε όλην αυτή την ιστορία των ατελείωτων μακελειών; Υπάρχει, με τον επικεφαλής επιθεωρητή (υποδύεται ο αείμνηστος και πλέον θρυλικός μποντιμπίλντερ Τάκης Κάβουρας!) να προσπαθεί να αντιμετωπίσει μία υπόθεση, που φαίνεται από την αρχή να τον ξεπερνά (κατά την σκηνοθετική ματιά), καθώς το μόνο που έχει να κάνει είναι να υποπτεύεται τους πάντες. Ακόμη και τον Νίκο, δηλαδή τον Θεόδωρο Ρουμπάνη...
Όπως είπαμε και πιο πάνω το βασικό ατού της ταινίας “Medusa” είναι η ελληνικότητά της, με πρώτα όλων τα ροδίτικα τοπία, εσωτερικά και εξωτερικά (η παλιά πόλη, το κάστρο των ιπποτών, το τζαμί του Σουλεϊμάν, το χαμάμ, το λιμάνι στο Μανδράκι με τους στύλους με τα ελάφια, η επαρχιακή Ρόδος, η Λίνδος κ.λπ.).
Οι ημερήσιες λήψεις είναι καλές, με τα χρώματα να απεικονίζονται ωραία, μέσα από την φωτογραφία του Δημήτρη Παπακωνσταντή – αν και σε πολλές περιπτώσεις οι φωτισμοί στην ταινία, ιδίως στις νυχτερινές σκηνές, δεν είναι οι καλύτεροι δυνατοί, καθώς ορισμένα κρίσιμα πλάνα είναι πολύ σκοτεινά (πιθανότατα από κακό χειρισμό), με αποτέλεσμα να μην μπορείς να καταλάβεις τι βλέπεις.
Πέρα από το ροδίτικο τοπίο αξία έχει και το παραδοσιακό γλέντι στην αρχή, η σκηνή στο κοσμικό κέντρο The Rhodian Cellar, όπως και, γενικότερα, η μουσική επένδυση της ταινίας, που ανήκει στον Θεόδωρο Ρουμπάνη.
Ο Θ. Ρουμπάνης δεν υπήρξε/είναι μόνον ηθοποιός, αλλά ήταν/είναι και συνθέτης, με μουσικές και τραγούδια του να κυκλοφορούν τόσο στις 45, όσο και στις 33 & 1/3 στροφές.
Το καλύτερο τραγούδι της ταινίας είναι αυτό που ακούγεται στους τίτλους της, πάντως, μια θαυμάσια και κάπως haunted folk ballad, σε στίχους Δημήτρη Ιατρόπουλου, ενορχήστρωση Γιώργου Κοντογιώργου και με ερμηνεία από την Πόπη Αστεριάδη.
Medusa
Ακούγεται επίσης στην ταινία το τραγούδι «Φύσα βοριά φύσα νοτιά» (στίχοι Πάνος Αποστολίδης) από τον ίδιο τον Θεόδωρο Ρουμπάνη – τραγούδι που είχε ακουστεί για πρώτη φορά από ένα single σε ετικέτα Philips, το 1967, και ορισμένα ακόμη. Εννοείται πως σάουντρακ της «Μέδουσας» δεν υπάρχει, αν και θα μπορούσε, καθώς υπάρχει το OST του “Imperiale” ας πούμε (κάτι επίσης παράξενο).
Η ταινία προβλήθηκε στην Ελλάδα, κάπως καθυστερημένα μάλλον, τον Αύγουστο του 1977, ως «Το Κυνήγι της Μέδουσας», περνώντας σχετικώς απαρατήρητη – αν και αυτές οι ταινίες συνήθως έβγαζαν τα λεφτά τους, όπως λέμε, καθότι προβάλλονταν σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Και πρώτα απ’ όλα στην Ιταλία, εκεί όπου η «Μέδουσα» τιτλοφορήθηκε ως “Tracce di Veleno in Una Coppa di Champagne” – δηλαδή «Ίχνη Δηλητηρίου σ’ ένα Ποτήρι Σαμπάνιας».
Ασυζητητί ένας πιο ευθύς τίτλος, που σχετίζεται, άμεσα, και με το τέλος των δύο βασικών πρωταγωνιστών.
Το τρέιλερ της ταινίας.