ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ, 8 Δεκεμβρίου 2008. Απέξω, πέτρες, μολότοφ, καπνογόνα. Μέσα στο κτίριο, ξεκοιλιασμένα ντουλάπια, σπασμένοι υπολογιστές, βιβλία παραδομένα στις φλόγες, αλαλαγμοί. «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η σχολή». Ένα ετερόκλητο πλήθος –«χουλιγκάνια, Γεωργιανοί, γυφτάκια, αδέσποτοι, ξαναμμένα αστόπαιδα»– ανεβοκατεβαίνει τη μεγάλη σκάλα. Κι ανάμεσά τους, με το κασκόλ του τυλιγμένο στο κεφάλι, παλλόμενος από αντιφατικά συναισθήματα, ένας μεσήλικας που περίμενε χρόνια αυτήν τη στιγμή…
Ο «παππούς», όπως τον αποκαλούν οι εξεγερμένοι νεολαίοι, ονομάζεται Μαρίνος Σουκιούρογλου, έχει στο γραφείο του καταχωνιασμένη μια αιρετική διατριβή για τον ελληνικό δωσιλογισμό επί Κατοχής, εξαιτίας της οποίας είχε εξοβελιστεί από το Τμήμα Ιστορίας του ΑΠΘ, και είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος της Σοφίας Νικολαΐδου «Απόψε δεν έχουμε φίλους» (Μεταίχμιο, 2010). Ενός βιβλίου που ανοίγει και κλείνει με εικόνες βανδαλισμών από τα επεισόδια του Δεκεμβρίου του 2008, αλλά εστιάζει σε παλιότερες περιόδους, με τη φιλοδοξία ν’ αναδείξει τις ρίζες της παθογένειας που ταλανίζει ακόμα την πολιτική και την πνευματική μας ζωή.
Με όχημα την διατριβή του κεντρικού ήρωα, στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» συναντάμε έναν εσμό από δωσίλογους και μαυραγορίτες που όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά και συνταξιοδοτήθηκαν ως αντιστασιακοί.
Με επίκεντρο τη γενέτειρά της, η Θεσσαλονικιά πεζογράφος επιστρέφει εναλλάξ πότε στη δεκαετία του ΄80 (από τη θριαμβευτική άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία έως τ’ απόνερα του σκανδάλου Κοσκωτά) και πότε στην περίοδο 1934-1944, τις αγριότητες και τα «μυστικά» της οποίας άντλησε από πρόσφατες μελέτες ιστορικών όπως ο Χάνγκερ Φλάισερ και ο Στράτος Δορδανάς.
Και στήνοντας ένα μωσαϊκό από τρεις διαδοχικές γενιές Ελλήνων που «προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους ενώ η Ιστορία δείχνει τα δόντια της» –γόνους προσφύγων από τον Πόντο ή τη Μικρά Ασία, χριστιανούς και εβραίους, καραμανλικούς και παπανδρεϊκούς, λούμπεν και αστούς, αγράμματους και καλλιεργημένους, θύματα των περιστάσεων αλλά και εγκληματίες– επιχειρεί ν’ αναδείξει δύο θέματα κυρίως: τους μηχανισμούς λειτουργίας ενός εξουσιαστικού μηχανισμού όπως είναι το ελληνικό πανεπιστήμιο και το πώς γράφεται και διδάσκεται η Ιστορία, σε μια χώρα που διστάζει ν’ αναμετρηθεί με το σκοτεινό της παρελθόν.
Με όχημα τη διατριβή του κεντρικού ήρωα, στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» συναντάμε έναν εσμό από δωσίλογους και μαυραγορίτες που όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά και συνταξιοδοτήθηκαν ως αντιστασιακοί, όπως και γερμανοτραφείς πανεπιστημιακούς που έστελναν επιστολές όλο δέος προς τον Χίτλερ, συνεχίζοντας ως τα βαθιά τους γεράματα να προβάρουν στον καθρέφτη τη γερμανική στολή.
Η επιμονή ωστόσο του Σοκιούλογλου ν’ ανατρέψει με την έρευνά του έναν «από τους μεγαλύτερους μύθους της ελληνικής ιστοριογραφίας», δείχνοντας πως στις τάξεις των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρχε κάθε καρυδιάς καρύδι –όχι μόνον δεξιοί αλλά και αποστάτες της αριστεράς, βενιζελικοί και ανένταχτοι ουδετερόφιλοι, όχι μόνον λαϊκός κόσμος αλλά και διανοούμενοι γλωσσομαθείς– θα είναι για τον ίδιο καταστροφική.
Οι σχέσεις του υποψήφιου διδάκτορα με το ακαδημαϊκό κατεστημένο, όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, παρουσιάζονται ανάγλυφα από την Νικολαΐδου, η οποία φιλοτεχνεί παράλληλα μια πινακοθήκη με πορτρέτα πανεπιστημιακών καθηγητών: επιστήμονες ολκής αλλά και αριβίστες, προικισμένους δασκάλους σε αγαστή συνεργασία με τους φοιτητοπατέρες, φτωχόπαιδια του κατηχητικού που αναρριχήθηκαν κοινωνικά παίζοντας στα δάχτυλα τους κανόνες του δούναι και λαβείν.
Και γύρω τους, παιδιά, γαλουχημένα από γιαγιάδες που μόνο τη μόρφωση είχαν σε υπόληψη, να μαθητεύουν στην παπαγαλία και τον κακώς εννοούμενο συνδικαλισμό… Από αυτά τα παιδιά προέρχονται κι εκείνα που καταφεύγουν στη βία και το κάψιμο των τυπωμένων σελίδων, μοιάζει να λέει η συγγραφέας, σ’ ένα μυθιστόρημα που υπερασπίζεται την παιδεία ως το πιο πολύτιμο αγαθό.