«Είναι αργά, είμαι στο κρεβάτι μου, αλλά δεν με έχει πάρει ακόμα ο ύπνος. Ακούω βήματα. Όπως πάντα, εύχομαι να μην καταλήξουν εδώ. Καταλήγουν όμως... Κάνω πως κοιμάμαι. Αυτό κάνω πάντα... Αρχίζει να με χαϊδεύει στην πλάτη. Ξέρει ότι μ' αρέσει το μασάζ... Η λέξη "μασάζ" ήταν από τις πρώτες που έμαθα ως παιδί... Έτσι πρέπει να ξεκίνησε κι εκείνος, εκμεταλλευόμενος αυτήν την παιδική μου αδυναμία... Το χέρι του περνάει βιαστικά από τον ποπό μου και ξεκινάει να με χαϊδεύει στους μηρούς... Το χέρι του είναι στο κουτάκι μου. Το σιχαίνομαι αυτό που συμβαίνει. Γιατί δεν καταλαβαίνει ότι δε θέλω; Βγάζω ήχους, υποκρινόμενη την κοιμισμένη, μουγκρητά δυσαρέσκειας που ξέρω ότι δείχνουν ξεκάθαρα ότι δυσανασχετώ. Αλλά δεν σταματάει»...
Οι παραπάνω φράσεις δεν προέρχονται από μυθιστόρημα. Είναι αντλημένες από το βιβλίο της Δήμητρας Πατρικαράκου «Βεβήλωση» (εκδ. Αρμός, 2014), μια εξαιρετικά σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα επώνυμη μαρτυρία γύρω από ένα φαινόμενο πολύ πιο συχνό απ' ό,τι μας βολεύει να πιστεύουμε: τη σεξουαλική κακοποίηση μέσα στους κόλπους της οικογένειας, ένα από τα ισχυρότερα, ακόμα και στις μέρες μας, ταμπού.
Αξίζει να σημειώσει κανείς πως η μαρτυρία της Πατρικαράκου προηγήθηκε του κινήματος #MeToo κι επιπλέον έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το σκάνδαλο που συγκλονίζει τώρα τη Γαλλία με επίκεντρο τον διάσημο και μέχρι πρότινος πανίσχυρο πολιτικό επιστήμονα Ολιβιέ Ντιαμέλ (σ.σ η κόρη του Μπερνάρ Κουσνέρ και προγονή του Ντιαμέλ, Καμίγ Κουσνέρ, εγκαλεί τον τελευταίο μέσω του βιβλίου της "Lafamiliagrande" για αιμομιξία, με θύμα τον δίδυμο αδελφό της όταν ήταν έφηβος).
Το έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης όταν δημοσιευόταν το βιβλίο της είχε παραγραφεί. Όσο πάντως η ίδια διερευνούσε το ενδεχόμενο να στραφεί δικαστικά εναντίον του πατριού της, η αντιμετώπιση που της επιφυλάχθηκε από γυναίκα εισαγγελέα, σε ανθρώπινο επίπεδο και μόνο, ήταν, όπως γράφει, αποκαρδιωτική.
Η 43χρονη σήμερα Πατρικαράκου χρειάστηκε δύο χρόνια ψυχοθεραπείας για να παραδεχθεί ότι η συμπεριφορά του πατριού της ήταν εγκληματική. Όπως γράφει στη «Βεβήλωση», οι επισκέψεις του στο δωμάτιό της γίνονταν με τέτοια συχνότητα, ώστε αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής κι εφηβικής της ζωής.
Για καιρό η ίδια υποτιμούσε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αρνούνταν να πιστέψει ότι ο άνθρωπος με τον οποίο μεγάλωσε και αγαπούσε σαν πατέρα «ήταν τόσο σκάρτος». Κι ενώ οι ειδικοί υποστηρίζουν πως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης παραλύουν από ντροπή, εκείνη «ποτέ δε με λυπήθηκα» ισχυρίζεται, «ποτέ δεν ντράπηκα, ποτέ δεν ένιωσα ότι μπορεί να έφταιξα εγώ». Η οργή, πάντως, δεν έλεγε να κοπάσει μέσα της. Καρπός αυτής της οργής υπήρξε το βιβλίο της. Και μαζί, καρπός της φιλοδοξίας της να πάψει ο κόσμος να φοράει παρωπίδες, ν' ανοίξουν κι άλλα θύματα το στόμα τους.
Έχουμε την εντύπωση ότι τέτοια εγκλήματα δεν συμβαίνουν σε καθωσπρέπει σπίτια. Νομίζουμε πως αφορούν οικογένειες κοινωνικά περιθωριοποιημένες, τσακισμένες από κάθε λογής προβλήματα –εξαρτήσεων από ουσίες, ανέχειας, αμορφωσιάς– και ότι διαπράττονται από πλάσματα σαλεμένα ή από ανθρωπόμορφα τέρατα.
Διαβάζοντας κανείς τη «Βεβήλωση», βλέπει αυτά τα στερεότυπα ν' ανατρέπονται. Η Πατρικαράκου μεγάλωσε μεταξύ Νέου Ψυχικού και Διονύσου, φοίτησε σε ακριβό ιδιωτικό σχολείο, κι όσο εξαρτιόταν από τους δικούς της δεν στερήθηκε τίποτε. Ο δε πατριός της, στον αντίποδα του κλασικού βίαιου άντρα, έδειχνε να τη νοιάζεται ειλικρινά.
«Πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα, τα συναισθήματα και οι αποφάσεις, αν οι "κακοί" ήταν όπως στις χολιγουντιανές ταινίες δράσης» διαβάζουμε. «Ήμουν μικρό παιδί όταν τον πρωτογνώρισα, κι εκείνος με το κέφι του, τη ζωντάνια του και το χρόνο που μου διέθεσε με κέρδισε».
Ωστόσο, με το που μπήκε στην εφηβεία, ο έλεγχος που της ασκούσε ο συγκεκριμένος άνθρωπος φάνταζε στα μάτια της υπέρμετρος, ασφυκτικός. Κάπως έτσι, ομολογεί, μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά της κι άρχισε να σιγοβράζει μέσα της η σπίθα της επανάστασης. Τότε μόνο τόλμησε να εκμυστηρευτεί στη μητέρα της τι συνέβαινε από τα έντεκα ως τα δεκαεπτά της στο δωμάτιό της, με την ελπίδα ότι στο πρόσωπό της θα βρει έναν πολύτιμο σύμμαχο.
Όπως αποδείχτηκε, μετά το πρώτο σοκ κι αφού ο πατριός ομολόγησε την ενοχή του, ανύποπτος ότι μαγνητοφωνούνται τα λόγια του, η μητέρα της Πατρικαράκου, μολονότι είχε δύο μικρότερες κόρες ακόμη, κατέφυγε από ανασφάλεια στον ρόλο της απατημένης συζύγου, έχωσε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι, και όλη η οικογένεια συνέχισε να πορεύεται σαν να μην είχε μεσολαβήσει το παραμικρό...
Όπως φαίνεται από τη «Βεβήλωση», η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει και ώθησε την Πατρικαράκου να δημοσιοποιήσει το 2014 την ιστορία της ήταν οικονομικής φύσεως. Έχοντας κατ' επανάληψιν εξυπηρετήσει τους δικούς της, μπαίνοντας εγγυήτρια στα δάνεια που ζητούσαν για τις χρεοκοπημένες πια επιχειρήσεις τους, βρέθηκε να χρωστάει στις τράπεζες 1,5 εκατ. ευρώ. Τι κι αν η ίδια, μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές της, σταδιοδρόμησε μ' επιτυχία ως σύμβουλος επιχειρήσεων; Δεν μπορεί ν' αποκτήσει τίποτε στ' όνομά της, γιατί θα κατασχεθεί. «Αυτή είναι άλλη μια κακοποίηση που συνεχίζεται ακόμα και δεν μπορώ να κάνω απολύτως τίποτε για να τη σταματήσω. Πονάει πολύ».
Το ουρλιαχτό της Πατρικαράκου, με το οποίο ξεμπροστιάζεται δημόσια η οικογένειά της, πέραν όλων των άλλων, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως πράξη εκδίκησης. Το έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης όταν δημοσιευόταν το βιβλίο της είχε παραγραφεί. Όσο, πάντως, η ίδια διερευνούσε το ενδεχόμενο να στραφεί δικαστικά εναντίον του πατριού της, η αντιμετώπιση που της επιφυλάχθηκε από γυναίκα εισαγγελέα, σε ανθρώπινο επίπεδο και μόνο, ήταν, όπως γράφει, αποκαρδιωτική.
Μαρτυρία που διαβάζεται απνευστί, ικανή να προκαλέσει πολύ έντονα συναισθήματα, η «Βεβήλωση» συνοδεύεται από δύο κατατοπιστικά επίμετρα: του συγγραφέα και μεταφραστή Λύο Καλοβυρνά, με την ιδιότητα του συμβούλου ψυχικής υγείας, και της δικηγόρου Νίνας Αγγελοπούλου η οποία δίνει μια εικόνα του ισχύοντος νομικού πλαισίου για την προστασία των παιδιών που θυματοποιούνται, καθώς κι όσων μένει να γίνουν ακόμα σε επίπεδο εκπαίδευσης, πληροφόρησης και συντονισμού των αρμόδιων υπηρεσιών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του βιβλίου της Πατρικαράκου, σε αντίθεση μ' ό,τι συνέβη στο εξωτερικό, ο δημόσιος λόγος στην Ελλάδα για τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων –αλλά και ενηλίκων– ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Η πρόσφατη καταγγελία, εν τούτοις, της Σοφίας Μπεκατώρου για τον βιασμό της όσο ήταν νεαρή προπονούμενη από παράγοντα της ομοσπονδίας ιστιοπλοΐας, σπάει κι άλλο το τείχος της σιωπής.
σχόλια