«ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ και πρέπει να γυρίσω όσο το δυνατό γρηγορότερα, γιατί αν δεν γυρίσω, σα συγγραφέας είμαι χαμένος (…). Αν ήμουνα γιατρός, μηχανικός, τορναδόρος ή καστανάς (έχει και εδώ καστανάδες στο δρόμο!) θα με έφτανε να έρχομαι καμιά φορά να βλέπω εσάς και δε θα μου χρειαζότανε και πολύ να γυρίσω στην Ελλάδα.
Μπορώ να ζήσω και έξω –και με το κλίμα και με την κοινωνία των ξένων δεν τα πάω άσχημα– θα μπορούσα να ζήσω όπως έζησαν εκατομμύρια ξενιτεμένοι Έλληνες. Αλλά ξενιτεμένος συγγραφέας δεν ξέρω να υπήρξε – μονάχα απ’ τη ρίζα σου μπορείς να τρέφεσαι (…) Γι’ αυτό ακριβώς προτιμώ να επιβάλω τον γυρισμό μου –τον γυρισμό ενός συγγραφέα που έχει αξία– παρά να στενοχωριέμαι με νοσταλγίες ή ν’ ανυπομονώ και να ταπεινώνομαι με παρακάλια. Εσύ, Λίτσα μου, ξέρεις πριν από τριάντα χρόνια έναν αδύνατο, καλόκαρδο –και αρκετά άστατο– αδερφό. Αυτός που σου γράφει εδώ είναι ένας σκληρός κι επίμονος άνθρωπος».
Αυτός ο σκληρός κι επίμονος άνθρωπος που, από τη στιγμή που γράφει αυτές τις γραμμές, θα χρειαστεί μια ολόκληρη δεκαετία ακόμη για να επαναπατριστεί από τη Βουδαπέστη, είναι ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981). Κι αυτό το απόσπασμα από γράμμα που έστειλε τον Ιούνιο του 1965 στην αδελφή του είναι ένα από τα εκατοντάδες ντοκουμέντα που κατάφερε να συγκεντρώσει ένας επίσης επίμονος ερευνητής, ο Νίκος Γουλανδρής (1950-2015).
Ο Νίκος Γουλανδρής ούτε ιεράρχησε ούτε σχολίασε τα «δελτία». Τα παρέθεσε χρονολογικά, αναφέροντας πάντα την πηγή τους και φροντίζοντας για την πιστή αναπαραγωγή τους. Αμέτοχος συναισθηματικά, αν επενέβη κάπου, ήταν σε ορισμένες επιστολές του Χατζή με αυστηρά προσωπικά σχόλια για την ιδιωτική του ζωή.
Καρπός πολύχρονης έρευνας σε δημόσια αρχεία και ιδιωτικές πηγές, το βιβλίο του Γουλανδρή «491 δελτία για τον Δημήτρη Χατζή» εκδόθηκε από τις βραχύβιες εκδόσεις Μαύρη Λίστα το 2001 και είναι κρίμα που δεν κυκλοφορεί πια, καθώς δεν πρόκειται για εγχειρίδιο που αφορά μόνο ιστορικούς και φιλολόγους. Μέσα από τα έγγραφα, τις φωτογραφίες και τις επιστολές που περιλαμβάνονται στις 400 σελίδες του βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ έναν ολόκληρο κόσμο: αυτόν που βίωσε κι αυτόν που θέλησε ν’ αλλάξει ο Χατζής, ως πολίτης, ως πεζογράφος, ως ιδεολόγος.
Τα «δελτία» του βιβλίου καλύπτουν την περίοδο 1930-1975 και στη συντριπτική τους πλειοψηφία σχετίζονται με τα χρόνια της πολιτικής προσφυγιάς του Χατζή στην Ουγγαρία. Τότε που φυτοζωούσε ως συντάκτης της εφημερίδας «Λαϊκός αγώνας» και της ελληνικής εκπομπής του ραδιοφώνου της Βουδαπέστης, τότε που μοιραζόταν την καθημερινότητά του με την δεύτερη σύζυγό του Έρζι Βίτκο, τότε που έγραφε το «Τέλος της μικρής μας πόλης» και τους «Ανυπεράσπιστους», πεπεισμένος ότι ο Εμφύλιος ήταν «ένα δόκανο απ’ όπου κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει»…
Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς. Τις μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν από κοντά; Τις αλλεπάλληλες εργασίες που του ανέθετε το Κόμμα, τις οποίες άλλοτε εκπλήρωνε πρόθυμα κι άλλοτε παρέκαμπτε δεξιοτεχνικά; Την αλληλογραφία του με τον Τσίρκα και τον Φραγκιά ή τις απόψεις του για τον Καζαντζάκη και τον Σεφέρη; Και σε ποιον Χατζή να πρωτοσταθεί! Σ’ αυτόν που «πνίγεται» και τολμά να συνάπτει φιλικές σχέσεις χωρίς άδεια από την οργάνωση; Σ’ αυτόν που εκμυστηρεύεται τον έρωτά του σε μια γυναίκα που δεν άγγιξε ποτέ; Στον Χατζή που, λίγο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, μόνο την επανάσταση σκέφτεται, την πλήρη ανατροπή;
Ο Νίκος Γουλανδρής ούτε ιεράρχησε ούτε σχολίασε τα «δελτία». Τα παρέθεσε χρονολογικά, αναφέροντας πάντα την πηγή τους και φροντίζοντας για την πιστή αναπαραγωγή τους. Αμέτοχος συναισθηματικά, αν επενέβη κάπου, ήταν σε ορισμένες επιστολές του Χατζή με αυστηρά προσωπικά σχόλια για την ιδιωτική του ζωή. Από τη μεριά του ουδέποτε ισχυρίστηκε πως όλα τα ντοκουμέντα έχουν ενδιαφέρον ούτε ότι αλλάζουν την εικόνα που έχουμε για τον Χατζή – απλώς τη συμπληρώνουν. Θεωρούσε, όμως, πως είχε φτάσει η ώρα να ξεφύγουμε από το παραδοσιακό στερεότυπο του «καλού, αριστερού συγγραφέα» και ν’ αποδώσουμε στον Χατζή την εθνική διάσταση που του αξίζει.
Είχα την ευκαιρία να συναντήσω τον Γουλανδρή την άνοιξη του 2001 σ’ ένα υπόγειο διαμέρισμα στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στέγη δανεική για τις περιόδους που εγκατέλειπε τη μόνιμη κατοικία του στο Παρίσι. Πάνω σ’ έναν φθαρμένο δερμάτινο καναπέ στοιβάζονταν φάκελοι, σώματα εφημερίδων και βιβλία. Ανάμεσά τους και τα δικά του, το «Βιβλιογραφικό μελέτημα Δημήτρη Χατζή 1931-1989» (εκδ. Γνώση), το «Μικρό νεοελληνικό όργανο» (εκδ. Εξάντας) και η ιδιωτική έκδοση των «300 δελτίων για τον Δημήτρη Χατζή». Πονήματα που προκάλεσαν τα πυρά της τρίτης συζύγου και νόμιμης κληρονόμου του Χατζή, της μόνης που επεδίωξε να μη γίνουν τα ευρήματα του Γουλανδρή κοινό κτήμα.
Ο ίδιος δεν είχε καμία όρεξη να συστηθεί και δίσταζε να μιλήσει για την προσωπική του σχέση με τον συγγραφέα. Με τα πολλά, ωστόσο, άρχισε ν’ ανατρέχει στα ένδοξα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν με μια παρέα φίλων σχεδίαζε να στήσει εκδοτικό οίκο. Τότε πρωτογνώρισε τον άρτι επαναπατρισθέντα Χατζή. Δέθηκαν. «Ήταν φίλος; Συνάντησα στο πρόσωπό του μια πατρική φιγούρα; Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτό που μοιράστηκα στα είκοσι πέντε μου μ’ έναν εξηντάχρονο όπως εκείνος. Επί δύο χρόνια, όμως, μέχρι να φύγω για τη Γαλλία, υπήρξαμε κολλητοί. Παρακολούθησα από κοντά τη συγγραφή του "Διπλού βιβλίου". Του άρεσε του Χατζή να διαβάζει τα χειρόγραφά του. Όχι από ναρκισσισμό ούτε για να συλλέξει γνώμες. Ήθελε απλώς να ακούει με τη φωνή του όσα είχε γράψει. Ήταν ικανός να τηλεφωνήσει στις 6 το πρωί για να μου πει: "Έλα να διαβάσουμε!"»
Το 1982, με αφορμή τον θάνατο του Χατζή, η εγκυκλοπαίδεια Universalis παραγγέλνει στον Γουλανδρή ένα σύντομο άρθρο. Και καθώς εκείνος διαπιστώνει την πληθώρα αλλά και τη διασπορά των στοιχείων που σχετίζονται με τον συγγραφέα, ξεκινά μια πιο συστηματική έρευνα. Δύσκολο πράγμα και χρονοβόρο η συλλογή πρωτογενούς υλικού. Οι εμπειρίες όμως που αποκτά ο ερευνητής όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις «πηγές» του είναι ανεκτίμητες.
Ο Νίκος Γουλανδρής είδε με τα μάτια του τι αντιπροσώπευαν για την Ουγγαρέζα σύζυγο του Χατζή όσα δικά του χαρτιά στριμώχνονταν σ’ ένα ντουβάρι του διαμερίσματός της. «Από το 1982 ως το 1990 πήγαινα κάθε τόσο στη Βουδαπέστη μαζί με την κόρη του Μέμου Μακρή, την Κλειώ, προσπαθώντας να την πείσω να μου τα δώσει. Δεν διάβηκα ποτέ το κατώφλι. Η γυναίκα αυτή πίστευε πως είχε έναν σύζυγο. Και μόνο όταν πέθανε ο Χατζής πληροφορήθηκε ότι εκείνος είχε αποκτήσει άλλη γυναίκα και παιδί στην Ελλάδα. Γαντζώθηκε λοιπόν στα υπάρχοντά του, προσπαθώντας να συναρμολογήσει την κουρελού της ζωής της… Ευτυχώς, διευθύντρια των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ουγγαρίας ήταν μια παλιά μαθήτρια ενός βυζαντινολόγου, παλιού συνεργάτη του Χατζή. Κι εκείνη φρόντισε για τη διάσωση του υλικού όταν πέθανε η ΄Ερζι Βίτκο το 1997».
Να η λέξη κλειδί: διάσωση. Αυτό ενδιέφερε τον Γουλανδρή. Το σχέδιό του για μια εισαγωγή στο έργο του Χατζή δεν υλοποιήθηκε. Αν την έγραφε, όμως, σίγουρα θα φώτιζε όχι μόνο τον απόηχο του Σολωμού στη σκέψη του Χατζή αλλά και την εξ αποστάσεως «συζήτηση» μεταξύ του τελευταίου και του Σεφέρη. Μια επικοινωνία μονομερή, καθώς «ο Χατζής γνώριζε σε βάθος τον ποιητικό και τον δοκιμιακό λόγο του Σεφέρη, αλλά εκείνος νομίζω πως αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή του. Διαβάστε προσεχτικά το "Διπλό βιβλίο" και θα δείτε πως οι συνηχήσεις με τον Σεφέρη βγάζουν μάτι!»
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ ΣΤΟ LIFO SHOP
Στις 26 Νοεμβρίου συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη δημοσίευση στον ελληνικό Τύπο ότι ο Δημήτρης Χατζής, μετά από 26 χρόνια εξορίας, έκανε το πρώτο του δοκιμαστικό ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε εκδοθεί προεδρικό διάταγμα, με το οποίο του χαριζόταν η θανατική ποινή στην οποία είχε καταδικαστεί το '52 από το στρατοδικείο Ιωαννίνων. Αυτήν τη μέρα διάλεξε και η Εθνική Βιβλιοθήκη για να τιμήσει τον συγγραφέα, με ομιλητές τους Βενετία Αποστολίδου, Δημήτρη Τζιόβα και Σταύρο Ζουμπουλάκη (19:00-21:00).