Οι καλοκαιρινές διακοπές άρχισαν στην περιοχή του Τσάνσερι Λέιν. Τα δύο ωραία καράβια από ξύλο τικ, ο Νόμος και το Άγραφο Δίκαιο, γερά σκαριά δεμένα με σιδερένιες αλυσίδες, κυνικά κι αργοκίνητα, βρίσκονται εκτός λειτουργίας» γράφει χωρίς περιστροφές ο Τσαρλς Ντίκενς για την απουσία της Δικαιοσύνης σε μια εποχή που η προσωπίδα του ρεαλισμού προσπαθούσε να επικαλύψει, με κάθε τρόπο, τις ταξικές αδικίες. Γιατί μπορεί τη βικτωριανή εποχή όλοι να μιλούσαν για τη βιομηχανική επανάσταση που απελευθέρωσε τον άνθρωπο, τα ουτοπικά οράματα και τις μεταφυσικές δοξασίες, ουσιαστικά όμως ο κόσμος βίωνε βαθιά στο πετσί του την εξαθλίωση που επέφερε η μαζική συρροή στα αστικά κέντρα. Στον Ζοφερό Οίκο του –το λογοτεχνικό επίτευγμα που κυκλοφορεί σε υπέροχη απόδοση από τη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg– ο κορυφαίος Βρετανός συγγραφέας μετατρέπεται στον πιο γενναίο κήνσορα και εκπρόσωπο των κοινωνικά αδύναμων, όχι τόσο επειδή διέθετε πολιτικό κριτήριο –παρέμενε, άλλωστε, αμετανόητα λογοτέχνης– αλλά επειδή μπορούσε να αφουγκραστεί όσα απασχολούσαν τον μέσο αναγνώστη του. Επιπλέον, είχε τη δυνατότητα να τον γοητεύει όσο κανείς: ο Ζοφερός Οίκος, που δημοσιεύτηκε σε είκοσι συνέχειες από το 1852 μέχρι το 1853, γνώρισε τις περισσότερες πωλήσεις απ' όλα τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, μετατρέποντάς τον παράλληλα σε έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς κήνσορες του βικτωριανού φαρισαϊσμού. «Ο πιο σπουδαίος κανόνας του αγγλικού νόμου είναι να γεννάει δουλειές για λογαριασμό του» επισημαίνει στο μνημειώδες έργο του ο συγγραφέας, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη του, ο οποίος έβλεπε απειλητικά να επικρέμαται από πάνω του η δαμόκλειος σπάθη της θρησκευτικής, δικανικής και πολιτικής εξουσίας. Όχι τυχαία, λέγεται πως ο Ζοφερός Οίκος γέννησε την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης που επιτεύχθηκε το 1870, σε μια εποχή που το άτομο πάσχιζε ακόμη να βρει την άβολη θέση του στο σύμπαν.
Το ίδιο επέμενε στον Δυτικό Κανόνα του και ο Χάρολντ Μπλουμ, υποστηρίζοντας στην ανάλυσή του πως ο Ντίκενς είναι ο ισχυρότερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Μπλουμ, ο Βρετανός συγγραφέας όχι μόνο κατάφερε να συνενώσει ιδανικά τον ρεαλισμό με τον ρομαντισμό αλλά έφτιαξε την πιο αντιπροσωπευτική τοιχογραφία της εποχής του (και με αυτή την έννοια ο Ζοφερός Οίκος ανάγεται σε ένα κορυφαίο roman à clef).
Ο λόγος, ωστόσο, που ο Ντίκενς είχε τέτοια πολιτική ευαισθησία δεν είναι επειδή επεδείκνυε όψιμο ενδιαφέρον για τις ιδέες ή τα κινήματα της βικτωριανής περιόδου. Ακριβώς όπως και ο Κάφκα, μάλλον παρασυρόταν από τη μόνιμη πάλη ανάμεσα στη λογική και το θυμικό, την πραγματικότητα και την επιθυμία, καθώς και από τον τρόπο που η λογοτεχνία μπορούσε να αντικατοπτρίσει στην εντέλεια την άνιση μάχη του ατόμου με το παράλογο. Αφ' ης στιγμής, όμως, η κάθοδος στις λογικές δοξασίες απαιτούσε περαιτέρω εξηγήσεις, ο Ντίκενς όφειλε, μέσα από τους κυρίαρχους χαρακτήρες του, να σκιαγραφήσει τα φαινόμενα της εποχής του. Κι αυτό το κατάφερε όχι μόνο με τους πρωτεύοντες αλλά και με τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του Ζοφερού Οίκου, όπως οι γειτόνισσες Τζένη και Λίζυ, οι οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν καταγράφοντας ανθρώπινες απώλειες και με τους συζύγους τους να βρίσκουν παρηγοριά στο αλκοόλ, έως και με τις σπαραχτικές φιγούρες, όπως ο μικρός Τζο, αυτό το χαμίνι που προσπαθεί να επιβιώσει χάρη στην καλοσύνη των ξένων.
Είναι ίσως εκκωφαντική η ενσυναίσθηση που δείχνει ο Ντίκενς ειδικά απέναντι στους ανήλικους χαρακτήρες του, που ουσιαστικά συνιστούν τον δικό του τρόπο να ερμηνεύει την πραγματικότητα και τη λογοτεχνία. Όχι τυχαία ο Ναμπόκοφ τον λάτρεψε για την αθώα ματιά με την οποία προσέγγιζε τον κόσμο, ακριβώς όπως ένα μικρό παιδί –μια ματιά λεπτομερής, διαισθητική και άμεση–, ενώ σύγχρονοι συγγραφείς, όπως η Ντόνα Ταρτ, του απέδωσαν τον ύψιστο φόρο τιμής, μετατρέποντας τους ανηλίκους σε ιδανικούς πρωταγωνιστές της. Η ίδια η Ταρτ επέμενε, άλλωστε, ότι δεν θα έγραφε τόσο καθαρά αν ο Ντίκενς δεν κυλούσε ακόμη στις φλέβες της. Το ίδιο επέμενε στον Δυτικό Κανόνα του και ο Χάρολντ Μπλουμ, υποστηρίζοντας στην ανάλυσή του πως ο Ντίκενς είναι ο ισχυρότερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Μπλουμ, ο Βρετανός συγγραφέας όχι μόνο κατάφερε να συνενώσει ιδανικά τον ρεαλισμό με τον ρομαντισμό αλλά έφτιαξε την πιο αντιπροσωπευτική τοιχογραφία της εποχής του (και με αυτή την έννοια ο Ζοφερός Οίκος ανάγεται σε ένα κορυφαίο roman à clef).
Από εκεί κι ύστερα είναι άπειρες οι καινοτομίες που επιβάλλει και εισάγει το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά σε δύο τόμους από τον Gutenberg και εκτείνεται σε πάνω από 1.400 σελίδες που διαβάζονται απνευστί (και χάρη στην εξαίρετη μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ): οι εγκιβωτισμένες ιστορίες που ενσωματώνονται αρμονικά στην κεντρική αφήγηση, τα εναλλασσόμενα στυλ (σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση) αλλά και οι ευφάνταστοι χαρακτήρες. Ακόμη και ο αστυνομικός επιθεωρητής της Σκότλαντ Γιαρντ, Μπάκετ, είναι ίσως ο πρώτος ντετέκτιβ στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας και προφανώς αυτός που ενέπνευσε την κυρίαρχη φιγούρα του Σέρλοκ Χόλμς. Κατ' ουσίαν ο Ζοφερός Οίκος ξεδιπλώνεται αφηγηματικά σε δύο κεντρικούς άξονες: ο ένας καταγράφεται από την ίδια την πρωταγωνίστρια, την Έστερ Σάμερσον, και ο άλλος περιγράφεται σε τριτοπρόσωπη αφήγηση ως η αποκάλυψη της μακρόχρονης δικαστικής υπόθεσης «Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς». Πρόκειται για την υπόθεση των διαδίκων που συγκρούονται στο Τσάνσερι, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας. Μεταξύ αυτών διακρίνονται ο Τζον Τζάρνταϊς, ιδιοκτήτης του περιώνυμου Μπλικ Χάους «Ζοφερού Οίκου», ένας από τους πιο «καλούς» χαρακτήρες στην ιστορία της λογοτεχνίας, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται οι κάτοικοι της αριστοκρατικής βίλας Τσέσνι Γουόλντ, με τους ιδιοκτήτες της, τα μέλη της οικογένειας Ντέντλοκ, να επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο τα στερεότυπα περί ακηδίας της αριστοκρατίας – και τη βαριά «αρρώστια» της ύπαρξης από την οποία πάσχουν οι άνθρωποι χωρίς αγωνίες. Η λαίδη της οικογένειας δείχνει επίσης να συνδέεται, βάσει ενός μυστικού που αποκαλύπτεται εν είδει αστυνομικού μυστηρίου στο βιβλίο, με την κεντρική πρωταγωνίστρια Έστερ και όλα τα πρόσωπα εν τέλει να αλληλομπλέκονται με έναν ιδιόμορφο και άψογο λογοτεχνικό τρόπο που ήξερε πάντα να στήνει ο Ντίκενς αρμονικά και στο ακέραιο.
Ίσως εδώ να αποκαλύπτεται το λεπτεπίλεπτο τάλαντο ενός αδιανόητου ηθογράφου αλλά κι ενός αυθεντικού, καθαρόαιμου λογοτέχνη, ο οποίος δίδαξε στις επόμενες γενιές της βασικές αρχές της αφήγησης αλλά και τον βασικό στόχο που καλείται να πετύχει κάθε ομότεχνός του: να διεισδύει βαθιά στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και να ανακαλύπτει εκεί αξίες αιώνιες και απαρασάλευτες (όπως αυτή της πρώτης, παιδικής ματιάς, την οποία δεν σκότωσε ποτέ ο Ντίκενς). Ακόμη και τώρα διάφορες βρετανικές σειρές αναπολούν τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά των ηρώων του Ζοφερού Οίκου και κυρίως θέλουν να ανασυστήσουν αυτό που μόνο ο Ντίκενς καταφέρνει με έναν αδιαφιλονίκητο τρόπο: να μην επιτρέπει σε κανέναν να αφήσει τη σελίδα από τα χέρια του, επιμένοντας πως η λογοτεχνία πρέπει να παρηγορεί, να μαλακώνει, να πείθει, να κατακτά και να επιστρέφει ατόφια την περιουσία της στον πιο πολύτιμο κληρονόμο της: τον ίδιο τον αναγνώστη, τον οποίο ο Ντίκενς τίμησε όσο κανείς.
σχόλια