ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΗ περίοδο με περιοδείες πολιτικών αρχηγών στην επαρχία, debate μεταξύ εκπροσώπων των κομμάτων, υποσχέσεις και εξαγγελίες, χωρίς ωστόσο να έχουν προκηρυχθεί επίσημα οι εκλογές και να έχει οριστεί ο χρόνος τους.
Όμως, αυτό είναι το μικρότερο πολιτικό κακό. Το μεγαλύτερο είναι ο δημόσιος λόγος που εκπέμπεται από σχεδόν όλα τα κόμματα. Ένας πολιτικός χυλός, ένας ιδεολογικός αχταρμάς, αντιφατικός, ανούσιος, ξεπερασμένος, συχνά μακριά από τις σύγχρονες ανάγκες.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, η ΝΔ είναι το μοναδικό κόμμα που γνωρίζει τι ακριβώς λέει, σε ποιους απευθύνεται, τι σκοπεύει να πάρει από αυτές τις εκλογές, με δυο λόγια έχει έναν σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και πρόσημο.
Το κυβερνητικό κόμμα δεν κάνει κάτι περισσότερο από το αυτονόητο, που το συνοδεύει από την ίδρυσή του, και βασίζεται στο πανίσχυρο τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια», το οποίο δείχνει να αποτελεί μια διαχρονική αξία σχεδόν παντού στη δεξιά και ακροδεξιά της Ευρώπης.
Ένα πολυδιασπασμένο σκηνικό με βασικό φορέα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο, όπως και το ΠΑΣΟΚ, έχει χάσει τη σαφήνεια της πολιτικής του ταυτότητας, μετεωρίζεται, αντιφάσκει και, το σημαντικότερο, προσπαθεί συχνά να προσεταιριστεί πολιτικές και πρακτικές της συντηρητικής παράταξης.
Το ιδεολόγημα βασίζεται κυρίως στην ευταξία, στις παραδόσεις, στον αποκλεισμό και στη μη αποδοχή οποιουδήποτε διαφορετικού και ξένου στοιχείου, στην Εκκλησία και στον στρατό, που ο μέσος Έλληνας θεωρεί από τους σημαντικότερους θεσμούς.
Η ΝΔ έχει χτίσει γύρω απ’ όλα αυτά το πολιτικό της αφήγημα, το οποίο ανανεώνει με ακροδεξιές και γραφικές πινελιές (Καρατζαφέρης) για να προσελκύσει ψήφους από έναν χώρο που λίγα χρόνια πριν έδειξε μεγάλη δυναμική. Kαι η εσπευσμένη διάταξη για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη από τις εκλογές αυτό προσδοκά.
Και επειδή όλα αυτά δεν είναι αρκετά για να φέρουν τις ψήφους που χρειάζεται για την αυτοδυναμία, η ΝΔ έχει κερδίσει εδώ και τέσσερα χρόνια ένα πολιτικό bonus που της χάρισε ο ΣΥΡΙΖΑ και τα χρόνια διακυβέρνησής του.
Χιλιάδες ψηφοφόροι που δεν προέρχονταν από τον συντηρητικό χώρο, ούτε είχαν σχέση και επαφή με αυτόν, από απέχθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ στηρίζουν τη ΝΔ. Γι’ αυτούς αρκεί να μην επανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, μια πολιτική στάση που στηρίζεται στην άρνηση και στις νωπές μνήμες. Το έχουν ονομάσει και αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και παρά τα χρόνια που πέρασαν, παραμένει ισχυρό και πολιτικά ακμαίο.
Αυτό είναι το σαφές πολιτικό στίγμα της ΝΔ και, όπως έδειξαν πρόσφατα οκτώ δημοσκοπήσεις, είναι επιθυμητό από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδας. Και στις οκτώ μετρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ με έναν μέσο όρο 6,5 μονάδων. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα και από τα αριστερά της ΝΔ υπάρχουν ο ΣΥΡΙΖΑ, που αδυνατεί να καρπωθεί το μεγάλο μέρος της κυβερνητικής φθοράς, το ΠΑΣΟΚ, του οποίου το εκλογικό ταβάνι είναι γύρω στις 10 μονάδες, το ΚΚΕ, που αρκείται στο 5%, και το απροσδιόριστης ιδεολογικής αναφοράς κόμμα Βαρουφάκη. Ένα πολυδιασπασμένο σκηνικό με βασικό φορέα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο, όπως και το ΠΑΣΟΚ, έχει χάσει τη σαφήνεια της πολιτικής του ταυτότητας, μετεωρίζεται, αντιφάσκει και, το σημαντικότερο, προσπαθεί συχνά να προσεταιριστεί πολιτικές και πρακτικές της συντηρητικής παράταξης.
Όμως ακριβώς αυτό είναι και το πρόβλημά τους. Όσοι αναζητούν τις αιτίες της κακοδαιμονίας τους, μπορούν να διαβάσουν τον Ντιντιέ Εριμπόν, έχει καλές απαντήσεις που αναφέρονται στη Γαλλία, αλλά θα μπορούσαν να αφορούν και τη δική μας χώρα.
Σε μία από αυτές λέει πως «ξεκίνησε μια βαθιά μετάλλαξη της σοσιαλιστικής αριστεράς που μεγάλωνε χρόνο με τον χρόνο. Με έναν ύποπτο ενθουσιασμό, η αριστερά άρχισε να τίθεται υπό την επιρροή νεοσυντηρητικών διανοουμένων οι οποίοι με το πρόσχημα της ανανέωσης της αριστερής σκέψης βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την αριστερά. Δεν γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση και αντίσταση αλλά για “αναγκαίο εκσυγχρονισμό” και “κοινωνική επανίδρυση”. Δεν γινόταν πλέον λόγος για ταξικές σχέσεις αλλά για “συνύπαρξη”»*.
Η αριστερά κάθε έκφρασης έχει αλλοιώσει την ταυτότητά της, είναι αλήθεια πως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Και παρότι οι καιροί μας έχουν περισσότερο από ποτέ ανάγκη από εναλλακτικές προτάσεις στα συντηρητικά κόμματα, η αριστερά δεν τα καταφέρνει.
Και πάλι ο Εριμπόν έχει μια καλή απάντηση γι’ αυτό: «Τα κόμματα της αριστεράς άρχισαν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα της εξουσίας και όχι στη γλώσσα των εξουσιαζόμενων. Άρχισαν να εκφράζονται αναλόγως, να μιλούν δηλαδή στο όνομα της εξουσίας (ως κομμάτι της) και όχι πλέον στο όνομα των εξουσιαζόμενων (ως κομμάτι τους), να βλέπουν τον κόσμο από τη σκοπιά της εξουσίας και να βλέπουν τη σκοπιά των εξουσιαζόμενων με απέχθεια».
*Ντιντιέ Εριμπόν, Επιστροφή στη Ρενς, εκδόσεις Νήσος
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.