Όλοι οι συγγραφείς λαχταρούν την αποδοχή των έργων τους αλλά λίγοι παραδέχονται πόσο τρέμει το φυλλοκάρδι τους κάθε φορά που εκτίθενται γραπτώς.
Το καλοκαίρι του 2003, λίγο μετά την έκδοση του «Έρως, θέρος, πόλεμος» (Καστανιώτης), η Ευγενία Φακίνου τ’ ομολογούσε ανοιχτά: «Κατά βάθος είμαι δειλός άνθρωπος. Φοβάμαι τι θα πουν οι άλλοι για μένα, αναρωτιέμαι πάντα αν κάνω το σωστό. Μια μορφή ανασφάλειας δεν είναι κι αυτή η ανάγκη επιβεβαίωσης; Ευτυχώς, από τα πρώτα τηλεφωνήματα που δέχτηκα γι’ αυτό το βιβλίο, κάτι στη φωνή των ανθρώπων φανέρωνε πως τους έχω συγκινήσει…».
Από τα ωραιότερα μυθιστορήματά της, το «Έρως, θέρος, πόλεμος» βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ημερολόγια και μαρτυρίες, αποτυπώνοντας τη διαδρομή της Μαρίας, της σοβαρής νοσοκόμας που αντικρίζουμε στο εξώφυλλο, από την ιταλοκρατούμενη Σύμη ως το Πορτ-Τεουφίκ της Αιγύπτου κι από την πλημμυρισμένη στα συμμαχικά στρατεύματα Αλεξάνδρεια ως τη μεταπολεμική Κυψέλη. Στο μυθιστόρημα δεν δηλώνεται πουθενά αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μητέρα της Φακίνου, η οποία έφυγε οριστικά το 1990 μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό, έχοντας διασχίσει τον 20ό αιώνα παλικαρίσια.
Την ιστορία της Μαρίας που χειραφετήθηκε αλλά και αφυδατώθηκε παραμένοντας πάντα πιστή στο καθήκον, της μάνας που σιγά-σιγά έχασε το χαμόγελο και την τρυφεράδα της δίνοντας την εντύπωση μιας σκληρής και αυστηρής γυναίκας, αυτή την προσωπική ιστορία που θα μπορούσε ν’ αφορά και πολλούς άλλους τελικά, η Φακίνου την κουβαλούσε μέσα της καιρό.
Κόρη βοσκού που διεκδίκησε να μάθει γράμματα, η Μαρία ακολούθησε τη μοίρα πολλών κατοίκων των Δωδεκανήσων που ασφυκτιούσαν κάτω από την ιταλική κατοχή: έβγαλε «πασαπόρτι» στα δώδεκα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη πλάι σε μια αιγυπτιώτισσα θεία που της έταξε να τη σπουδάσει και να την προικίσει. Έγινε, έστω και προσωρινά, δουλάκι, τρομοκρατημένο από την απειλή ότι θα καταλήξει σε πορνείο.
Υπό την προστασία μιας φωτισμένης Γαλλίδας μαμής, εν τούτοις, εξελίχθηκε σε νοσοκόμα, βίωσε την αγριότητα των χειρουργείων και των βομβαρδισμών της ερήμου, έζησε έναν ρομαντικό έρωτα στο πρόσωπο ενός Ιρλανδού που χάθηκε νωρίς, και με το που τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επιχείρησε μια νέα αρχή στην Αθήνα, ακολουθώντας έναν «εξ Ελλάδος» υπαξιωματικό του Ναυτικού.
Πάντα σε κίνηση, πάντα με στόχους, η Μαρία θα μεγαλώσει δυο παιδιά στη στριμωγμένη οικονομικά δεκαετία του ΄50 και θα τους μεταλαμπαδεύσει την κοινωνική συνείδηση που απέκτησε κι η ίδια σταδιακά.
Την ιστορία της Μαρίας που χειραφετήθηκε αλλά και αφυδατώθηκε παραμένοντας πάντα πιστή στο καθήκον, της μάνας που σιγά-σιγά έχασε το χαμόγελο και την τρυφεράδα της δίνοντας την εντύπωση μιας σκληρής και αυστηρής γυναίκας, αυτή την προσωπική ιστορία που θα μπορούσε ν’ αφορά και πολλούς άλλους τελικά, η Φακίνου την κουβαλούσε μέσα της καιρό. Κι όταν ένιωσε ότι η εκκρεμότητα δεν παίρνει άλλη αναβολή, υποσχέθηκε στον εαυτό της να τη γράψει όσο απλούστερα γίνεται.
Όπως κάθε μυθιστόρημα, έτσι και το «Έρως, θέρος, πόλεμος» λειτουργεί σαν καθρέφτης. Άλλος θα ταυτιστεί με την κεντρική ηρωίδα αναπολώντας τις μάχες που έδωσε στη δική του ζωή, άλλος θα δει από διαφορετική οπτική γωνία σημαντικές σελίδες της πρόσφατης Ιστορίας, άλλος ίσως σταθεί στη σχέση μάνας-κόρης που θίγεται προς τις τελευταίες σελίδες κι επιδιώξει να λύσει τους λογαριασμούς με τους οικείους του εγκαίρως.
Πρόθεση, πάντως, της Φακίνου ήταν να υπογραμμίσει την αξία της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης, γιατί «μόνο αν συμφιλιωθούμε και με τις σκοτεινές μας πλευρές μπορούμε να βαδίσουμε μπροστά».
Έπειτα από έναν χρόνο προετοιμασίας και συγκέντρωσης υλικού –οικογενειακά ντοκουμέντα, σημειώσεις φίλων, χάρτες, φωτογραφίες και ιστορικά στοιχεία αλιευμένα από εγκυκλοπαίδειες, το διαδίκτυο και αρχεία εφημερίδων– ξεκίνησε να γράφει καταφεύγοντας στο πρώτο ενικό. Δυσκολεύτηκε κι υπαναχώρησε.
Ενώ, όμως, παραθέτει τις περιπέτειες της ηρωίδας της ως την ημέρα που καταφθάνει στον Πειραιά, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, ουδέτερα, αποστασιοποιημένα, στο κεφάλαιο «Αθήνα 1945-1990- Τα μικροαστικά», η τριτοπρόσωπη αφήγηση παίρνει τέλος και ο τόνος της γίνεται εξομολογητικός.
Δίχως να προδίδει ευθέως την ταυτότητά της, η Φακίνου εκθέτει ένα μέρος και της δικής της βιογραφίας: των παιδικών κι εφηβικών της χρόνων σ’ ένα τεράστιο, ψηλοτάβανο σπίτι της Κυψέλης («κέντρο διερχομένων για συγγενείς και φίλους από τη Σύμη και την Αλεξάνδρεια»), μ’ έναν πατέρα από υδραίικο σόι («πράο και γελαστό, ικανό να μεταδώσει ένα αίσθημα ασφάλειας κι ας ταξίδευε συνεχώς»), με μια αδελφή επτά χρόνια μικρότερη («η σχέση μας ήταν περισσότερο μητρική παρά αδελφική»), με μια μάνα να μπαινοβγαίνει αδιάκοπα στα γύρω σπίτια κάνοντας ενέσεις, και με την ίδια να διασκεδάζει τη μοναξιά της διαβάζοντας.
Ήταν χρόνια σημαδεμένα από στενότητα («στα σχολεία λειτουργούσαν ακόμη, με τη φροντίδα των δασκάλων, άτυπα συσσίτια») και από τη δυναμική της Ένωσης Κέντρου, στη διάρκεια των οποίων η Φακίνου συναναστράφηκε τον οικογενειακό τους γιατρό Γρηγόρη Λαμπράκη κι έδωσε τέλος στη σχέση «αφοσίωσης, λατρείας και άνευ όρων παράδοσης» με τη μητέρας της, κάνοντας κι εκείνη την επανάστασή της.
Κεντρικό θέμα του «Έρως, θέρος, πόλεμος», ωστόσο, παραμένει το πώς διαμορφώνονται συμπεριφορές και χαρακτήρες από τα ιστορικά γεγονότα. Κι όπως συμβαίνει και σε άλλα της έργα, η Φακίνου προτίμησε κι εδώ να δώσει φωνή σε ήρωες αφανείς, που δεν διαμορφώνουν Ιστορία αλλά διαμορφώνονται από αυτήν. Ανασυστήνοντας τη ζωή της μητέρας της, έγραψε ένα «παραμύθι» δίχως ίχνος από περιττά στολίδια, λέγοντας με τον τρόπο της πόσο λυτρωτική μπορεί να είναι μια επώδυνη βουτιά στο παρελθόν.