Την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον έχουμε γίνει μάρτυρες μιας πραγματικής έκρηξης του γκραφίτι στην Αθήνα, που από «γκρίζα τσιμεντούπολη», όπως την περιγράφαμε κάποτε σε σχολικές εκθέσεις, έφτασε εξ αυτού να γίνει από τις πιο πολύχρωμες πόλεις στην Ευρώπη, σωστή «Μέκκα της street art» κατά τους NY Times.
Μια «έκρηξη» που καθόλου τυχαία συνέπεσε με το ξέσπασμα της κρίσης, που συζητήθηκε πολύ δημιουργώντας έντονες αντιπαραθέσεις για τα όρια, την καλλιτεχνική αξία και την αισθητική της φύσει «αλήτικης» κι εφήμερης αυτής τέχνης του δρόμου. Που έκανε τους πιο καθωσπρέπηδες να διαρρηγνύουν ιμάτια γι΄ αυτό το «χάλι» παντού όπου, το οποίο «χάλι» όμως λειτουργεί ταυτόχρονα σαν τουριστικός «κράχτης» στο όνομα του κουλέρ λοκάλ – μια διένεξη που ξαναφούντωσε ενόψει των πρόσφατων εκλογών, με την υπό ανάληψη νέα δημοτική αρχή να... απειλεί πως θα «νοικοκυρέψει» την πρωτεύουσα και σε αυτό τον τομέα. Που ανέδειξε σπουδαίους street artists και υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, μεστά νοημάτων έργα με πολιτικό συχνά χαρακτήρα ή αναφορές, κάνοντας ταυτόχρονα πιο παρήγορη, πιο ενθαρρυντική, πιο σύμμαχη μια καθημερινότητα που για πολλούς Αθηναίους συχνά άγγιξε – κι ακόμα αγγίζει για αρκετό κόσμο - τα όρια της απόγνωσης. Που έφτασε, επίσης, να μπει «και με την άδεια της αστυνομίας» σε γκαλερί, να αβαντάρει εμπορικές διαφημίσεις, να αναδείξει με τη σειρά της καλλιτέχνες-«σταρ».
Η έκδοση περιλαμβάνει μια σειρά «διάσημα», ευθέως ή εμμέσως πολιτικά γκραφίτι των τελευταίων χρόνων από τους αθηναϊκούς δρόμους, πολλά από τα οποία παραμένουν «εν ζωή», συνοδευόμενα από σχόλια σε μορφή μικρών κατατοπιστικών κειμένων.
Παρότι λάτρης του μέσου, θα συμφωνήσω ότι η υπερπληθώρα γκραφίτι στους αθηναϊκούς τοίχους γίνεται καμιά φορά φλύαρη, κουραστική, αισθητικά προβληματική ακόμα. Οι εμπνευσμένες δημιουργίες συχνά συνυπάρχουν με παντελώς αδιάφορες, ό,τι να΄ναι (και όπου να΄ναι) «μουντζούρες» ή κι επικαλύπτονται εντέλει από αυτές. Μήπως όμως αυτή ήταν μια χαώδης μεν αλλά απαραίτητη συνθήκη ώστε να αναφανούν όλα αυτά τα μικρά ή μεγαλύτερα «διαμαντάκια» που έκαναν τη διαφορά, άλλαξαν την όψη της πόλης, πολλαπλασίασαν την κραυγή της κι έγιναν επανειλημμένα θέμα σε ελληνικά και ξένα ΜΜΕ;
Μήπως πολιτικός με τη στενή ή την ευρύτερη έννοια δεν είναι μόνο ο χαρακτήρας πολλών εξ αυτών αλλά και η ύπαρξή τους καθαυτή, η αλληλεπίδραση με τον θεατή, η σχέση τους με τη νομιμότητα αλλά και τους κανόνες που ορίζουν όχι μόνο ποια δημιουργία, πού και πώς δικαιούται να αποκαλείται καλλιτεχνική αλλά και πόση αντισυμβατικότητα χωράει το σύστημα ώστε να μην «κρασάρει»; Μήπως, πάλι, η προβολή και αποδοχή των «καλλιτεχνιζόντων» πολιτικών γκραφίτι συνεπάγεται απαξίωση και καταδίκη όσων αδιαφορούν για το αισθητικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα πόσο καίρια και εύστοχα είναι; Ποιο είναι το κριτήριο της αποδοχής ή της απόρριψης και ποιος το ορίζει, πώς καναλιζάρεται η ελευθερία έκφρασης; Προσωπικά πάντως προτιμώ αυτό τον «χαμούλη» από τις πολύ πιο μαζικές, πολύ συχνά ακαλαίσθητες, ανόητες και ρυπογόνες υπαίθριες διαφημιστικές καμπάνιες για τις οποίες κιόλας «ιδρώνουν» πολύ λιγότερα αφτιά. Μας αρέσει έπειτα ή όχι, το γκραφίτι είναι πια μέρος της σύγχρονης πολιτιστικής ταυτότητας της πρωτεύουσας.
«Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι τοίχοι ιδιαίτερα σε περιοχές όπως του Ψυρρή, το Μεταξουργείο και τα Εξάρχεια έχουν γεμίζει με κάθε είδους παρεμβάσεις... γκραφίτι, tags, έργα τέχνης του δρόμου, στένσιλ και βεβαίως πολιτικά και οπαδικά συνθήματα, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα, άλλα πρόχειρα κι άλλα περίτεχνα, όλα μαζί δημιουργούν ένα περίπλοκα βαμμένο και γραμμένο τοπίο όπου χρώματα, μοτίβα, σχέδια και νοήματα ανταγωνίζονται μεταξύ τους, διεκδικώντας φυσικό ή και συμβολικό χώρο στην πόλη... Το να αποδώσουμε (όμως) την ανάπτυξη αυτού του σύνθετου και καθόλου ομοιογενούς φαινομένου στην απογοήτευση και την αγανάκτηση των νέων που πηγάζει από την "κρίση" είναι μια άκρως επιφανειακή ερμηνεία η οποία αγνοεί, αν όχι αποκρύπτει, την πολιτισμική, αισθητική και πολιτική πολυπλοκότητα της παρέμβασης στον αστικό δημόσιο χώρο», εκτιμά ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Παυσανίας Καραθανάσης που μαζί με τον φωτογράφο Δημήτρη Θεοδόση συνυπογράφουν το λεύκωμα.
Δεν είναι βέβαια η μοναδική έκδοση η οποία καταπιάνεται με το αθηναϊκό γκραφίτι – ο ίδιος ο Θεοδόσης έχει κυκλοφορήσει παλιότερα τρία σχετικά λευκώματα -, είναι όμως μάλλον η πρώτη που εστιάζει τόσο στο πολιτικό του κομμάτι. «Με ελάχιστες εξαιρέσεις πιστεύω πλέον ότι το μόνο είδος γκράφιτι που αξίζει να φωτογραφίζω είναι αυτό που θέτει πολιτικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς, που στέκεται αρωγός των κάθε είδους καταπιεσμένων», εξηγεί στην εισαγωγή ο εν λόγω φωτογράφος.
Εξ ου και η ασπρόμαυρη οπτική ενός κατά κανόνα «πολύχρωμου» θέματος: «Επέλεξα φωτογραφίες χωρίς χρωματικά καλούδια, τα οποία ενίοτε ωραιοποιούν και ξεγελούν. Γιατί με ενδιαφέρει, σε αυτήν τη δουλειά, να βγει το βάθος και το πάθος των πραγμάτων. Σαν τα πρωινά ουρλιαχτά των απόκληρων με τους οποίους συμπορευόμαστε αλλά κάνουμε πως δεν ακούμε...». Εντούτοις, σημειώνει ο Καραθανάσης, μια τέτοια παρέμβαση δεν αρκεί να μην έχει άδεια ή να εκφράζει μια μορφή αμφισβήτησης ώστε να χαρακτηριστεί πολιτική. Θα πρέπει επίσης να αποτελεί κομμάτι ευρύτερων κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων και προβληματισμών που σχετίζονται με την κοινωνική τάξη, το φύλο, τη φυλή, τη διεκδίκηση δικαιοσύνης και ισονομίας, την έκφραση ταυτότητας, την καταστολή κ.λπ.
Στα πλαίσια αυτά το παρόν λεύκωμα αναδεικνύει την πολυεθνική/πολυπολιτισμική προέλευση αυτής της (αντι)κουλτούρας και στην ελληνική πρωτεύουσα καθώς επίσης την έντονη διασύνδεση με τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις - ειδικά μετά τη μεγάλη νεολαιίστικη εξέγερση που προκάλεσε η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του '08 και ακολούθως το ξέσπασμα της αγριότερης μεταπολιτευτικής κρίσης -, κάτι που διαφοροποιεί π.χ. την Αθήνα από τις πρωτοπόρες στο είδος αμερικανικές μεγαλουπόλεις όπου το γκραφίτι ταυτίστηκε περισσότερο με τα γκέτο των εγχρώμων και τις συμμορίες δρόμου.
Η δυναμική ανάδυση νέων εκφραστικών υποκειμένων – φεμινίστριες, λοατκι+, μετανάστες, πρόσφυγες, antifa σχήματα, vegan κ.ά. Η αμφίδρομη σχέση της με το gentrification, αφού ενόσω καταγγέλλεται ότι «υποβαθμίζει» μια περιοχή, ταυτόχρονα την καθιστά μοδάτο πόλο έλξης αφενός για περισσότερο ή λιγότερο εναλλακτικούς ντόπιους, επισκέπτες και τουρίστες, αφετέρου για αετονύχηδες επενδυτές: Οι μαζικές αγορές ακινήτων «μισοτιμής» και οι αθρόες airbnb ενοικιάσεις έχουν κάνει απλησίαστα για το μέσο βαλάντιο ακόμα και ενοικιαζόμενα σε γειτονιές υποτίθεται «β' διαλογής», λαϊκές είτε φοιτητικές όπως τα Εξάρχεια ή η Κυψέλη - συμβαίνει μάλιστα κάποιες φορές ωφελούμενοι και ταυτόχρονα διαμαρτυρόμενοι να είναι, ανομολόγητα βεβαίως, τα ίδια πρόσωπα. Το κατά πόσο οι αδειοδοτούμενες δημιουργίες γκραφίτι σε δημόσιους χώρους (σχολεία, δημαρχεία κ.λπ.) διαφοροποιούνται από τη φύσει αδέσποτη τέχνη του δρόμου. Το κατά πόσο, επίσης, οι κραυγές που αξιώνουν την αισθητική αναβάθμιση της πόλης όπως εκείνες την εννοούν, υπεραμυνόμενες της στείρας νομιμότητας των «καθαρών τοίχων», ουσιαστικά επιδιώκουν να περιορίσουν ασφυκτικά τα όρια της διαμαρτυρίας και της ελεύθερης έκφρασης επεκτείνοντας κι εντείνοντας τους υπάρχοντες μηχανισμούς ελέγχου κ.λπ.
Η έκδοση περιλαμβάνει μια σειρά «διάσημα», ευθέως ή εμμέσως πολιτικά γκραφίτι των τελευταίων χρόνων από τους αθηναϊκούς δρόμους, πολλά από τα οποία παραμένουν «εν ζωή», συνοδευόμενα από σχόλια σε μορφή μικρών κατατοπιστικών κειμένων. Ανάμεσά τους έργα που στη συνέχεια «συμπληρώθηκαν» με συνθήματα ή υπέστησαν άλλες παρεμβάσεις επανανοηματοδοτούμενα – ξεχωρίζουν το μνημειώδες γκραφίτι του Πολυτεχνείου (2015), ο "Τσίπρους Christ", ο δολοφονημένος Ζακ, η γνωστή από τα Δεκεμβριανά του '08 Sony (τιβί) που όχι, «δε σε σώνει», δύο προσαρμοσμένα στα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα κολάζ-παρωδίες του διάσημου πίνακα του Ντελακρουά «Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό», ο μαχητής σκύλος Λουκάνικος και άλλα. Υπάρχουν ακόμα αρκετές αναφορές στη φασιστική απειλή, τον σεξισμό, την κρίση, το Ευρώ αλλά και την «εκλογική αυταπάτη», μνημονεύονται δε οι δημιουργοί των αναφερόμενων έργων, όσων τουλάχιστο είναι γνωστοί.
«Ευχαριστούμε τους επώνυμους/ες και ανώνυμους/ες δημιουργούς, τις ομάδες, τις συλλογικότητες και τους/τις δεκάδες καλλιτέχνες που με τη δράση τους μετατρέπουν καθημερινά τους τοίχους της Αθήνας σε ένα ανοικτό πεδίο πολιτικοκοινωνικής διεκδίκησης. Χωρίς όλες αυτές τις παρεμβάσεις, η πόλη μας δεν θα ήταν τόσο ζωντανή και οι βόλτες μας θα ήταν πολύ πιο βαρετές», γράφουν αντί επιλόγου οι δύο συνεργάτες, προκαλώντας το συγκαταβατικό μειδίαμα των ιδεολογικά «συνενόχων» και ταυτόχρονα μια κάποια ανατριχίλα σε όσους ταυτίζουν την καθαριότητα, το πρεστίζ και την ευπρέπεια μιας πόλης με την αστυνόμευση της μηδενικής ανοχής και την αφασική αποστείρωση του δημόσιου χώρου της.
σχόλια