Σε ποιο βαθμό καθορίζουμε την τύχη μας; Πόσο κύριοι είμαστε των πράξεών μας; Μπορούμε να προβλέπουμε τις κινήσεις μας; Ή μήπως είμαστε έρμαια του πεπρωμένου;
Με τέτοιους είδους ερωτήματα αναμετρήθηκε ο Ελβετός πεζογράφος και δραματουργός Μαξ Φρις (1911-1991), ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της μεταπολεμικής Ευρώπης, στο μυθιστόρημά του «Ηomo faber» (1957). Έργο σύντομο και πυκνό, που θα μπορούσε να διαβαστεί σαν το χρονικό μιας ύβρεως, το «Homo faber» πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά μεσούσης της χούντας από την Αγγέλα Άρτεμη για τις εκδόσεις Κάλβος και από το 2000 συγκαταλέγεται στη σειρά Σύγχρονοι Κλασικοί του Πατάκη, σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου.
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής στο βιβλίο του Φρις είναι ένας πενηντάχρονος μηχανικός, ονόματι Βάλτερ Φάμπερ. Ο τελευταίος επιμένει να υπολογίζει τα πράγματα με βάση τους νόμους των πιθανοτήτων. Οτιδήποτε μοιάζει απίθανο στα μάτια των κοινών θνητών, για έναν επιστήμονα όπως αυτός, πάντα εξηγείται: «Όταν μιλάμε για πιθανότητες, συμπεριλαμβάνεται πάντα και το απίθανο ως ακραία εκδοχή του πιθανού, κι όταν πραγματοποιείται αυτό το απίθανο, για ανθρώπους σαν κι εμάς, τους τεχνικούς, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ απορούμε, να ταραζόμαστε, να το ρίχνουμε στον μυστικισμό»…
Πώς θα μπορούσε όμως να συμφιλιωθεί κανείς μ’ ένα κουβάρι από συμπτώσεις οι οποίες οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια –τι ειρωνεία!– σ’ ένα σκηνικό που θυμίζει αρχαία τραγωδία;
Το «Homo faber» είναι η εξομολόγηση ενός ψυχρού ορθολογιστή ο οποίος, τη στιγμή ακριβώς που ανοίγεται κι αφήνεται να παρασυρθεί από τα συναισθήματά του, τη στιγμή που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει είκοσι χρόνια νωρίτερα ελπίζοντας σε μια νέα αρχή, έρχεται αντιμέτωπος με το «απίθανο» και ηττάται κατά κράτος.
Σ’ ένα ταξίδι ρουτίνας από τη Νέα Υόρκη προς το Μεξικό, ο Φάμπερ συνταξιδεύει κατά τύχη με τον αδελφό ενός παλιού του φίλου από τα φοιτητικά του χρόνια στη Ζυρίχη. Οι μνήμες που είχε καταχωνιάσει μέσα του ανασύρονται στην επιφάνεια με φόρα. Και πάνω στην κουβέντα, με καθυστέρηση δεκαετιών, μαθαίνει πως ο φίλος του υπήρξε σύζυγος της Χάνα, της κοπέλας που παραλίγο να είχε παντρευτεί ο ίδιος, αν δεν τον εγκατέλειπε επειδή δεν έδειξε την απαιτούμενη θέρμη όταν του ανακοίνωσε ότι περιμένει το παιδί τους.
Η απρόσμενη αυτή συνάντηση ωθεί τον Φάμπερ ν’ αλλάξει σχέδια. Αποφασίζει ν’ αναζητήσει το παλιό του φίλο, ο οποίος ζει απομονωμένος σε μια φάρμα στη Γουατεμάλα, αλλά δεν τον προλαβαίνει ζωντανό – στη θέση του αντικρίζει ένα κρεμασμένο κουφάρι. Η απόπειρά του να στήσει μια γέφυρα με το παρελθόν αναβάλλεται.
Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη με το μυαλό του κολλημένο στη Χάνα, στη σχέση τους, στο παιδί που ένας θεός ξέρει αν γεννήθηκε ποτέ. Κι εκεί, παίρνει άδεια από τη δουλειά του, χωρίζει από τη νεαρή ερωμένη του κι επιβιβάζεται σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο, με προορισμό την Ευρώπη.
Η επόμενη σύμπτωση θα είναι ακόμη πιο τραγική για τον Φάμπερ. Στη διάρκεια του νέου αυτού ταξιδιού θα γνωρίσει μια κοπελίτσα, θα την ερωτευτεί, θα της προτείνει να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του. Ο αναγνώστης το ξέρει από την αρχή: η κοπέλα είναι η κόρη του. Όμως ο Φάμπερ εθελοτυφλεί, αρνείται να δει κατάματα την πραγματικότητα. Αυτός που όλα τα ξέρει και όλα τα εξηγεί, ούτε να ελέγξει τον έρωτα μπορεί, ούτε βέβαια να τα βάλει με τον θάνατο…
Το «Homo faber» είναι η εξομολόγηση ενός ψυχρού ορθολογιστή ο οποίος, τη στιγμή ακριβώς που ανοίγεται κι αφήνεται να παρασυρθεί από τα συναισθήματά του, τη στιγμή που προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει είκοσι χρόνια νωρίτερα ελπίζοντας σε μια νέα αρχή, έρχεται αντιμέτωπος με το «απίθανο» και ηττάται κατά κράτος.
Το μυθιστόρημα του Mαξ Φρις εξακολουθεί να κουβαλάει κάτι από τον υπαρξισμό της δεκαετίας του ΄50 αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί σήμερα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου η εμπιστοσύνη στην τεχνολογία αποθεώνεται, το σχόλιο του Ελβετού συγγραφέα πάνω στα όρια της λογικής και τη δύναμη του έρωτα προσφέρεται για καινούργιες αναγνώσεις.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ταινία του Φόλκερ Σλέντορφ “O ταξιδιώτης» (1991), μια πολύ πιστή μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστές τον Σαμ Σέπαρντ, τη Ζιλί Ντελπί και την Μπάρμπαρα Σούκοβα. Καλλιτεχνικός διευθυντής στην όλη παραγωγή ήταν ο δικός μας Νίκος Περάκης, κι ένα μέρος των γυρισμάτων πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα. Ιδού μια γεύση απ’ όσα μου είχε πει τότε ο Γερμανός κινηματογραφιστής για τον Μαξ Φρις:
«Τον συνάντησα για πρώτη φορά λίγο πριν ξεκινήσω την ταινία. Βρήκα έναν εγκάρδιο άνθρωπο 77 χρονών που δεν είχε καμιά διάθεση θα ξαναδιαβάσει το μυθιστόρημα που είχε γράψει τριάντα χρόνια πριν. Συζητούσαμε λοιπόν για τον ίδιο, έριχνε ένα βλέμμα στη δική του περασμένη ζωή. Ενδιαφερόταν περισσότερο για την επιλογή των ηθοποιών παρά για το σενάριο. Από τα 72 του είχε πάρει απόφαση να μη γράψει τίποτε καινούριο. “Όταν ξαναδιαβάζω τα κείμενά μου, έλεγε, βλέπω πως λέω συνεχώς το ίδιο πράγμα, κι όσο πιο παλιά το έχω γράψει, τόσο καλύτερα το έχω πει…”. Ήθελε να έρθει μαζί μας στο Μεξικό, αλλά παραμονές της αναχώρησής μας έλαβα ένα γράμμα του όπου μου ανακοίνωνε ότι είχε καρκίνο κι ότι του έμεναν λίγοι μόνο μήνες ζωής. Ηταν πολύ θυμωμένος – “γιατί να συμβεί σε μένα αυτό;” φώναζε. Ο Μαξ Φρις είχε ένα σαρκαστικό χιούμορ που στρεφόταν και εναντίον του ίδιου και ενάντια στα πρόσωπα του έργου. Έλεγε, για παράδειγμα, για τον Φάμπερ και την κοπέλα: “Πρέπει να της βάλει χέρι, αλλά πρέπει κι εμείς να νιώσουμε πως αυτό σημαίνει κάτι παραπάνω, είναι διαφορετικό. Η αιμομιξία δεν γίνεται απλώς στο κρεβάτι. Η αιμομιξία είναι μέσα στο μυαλό”!».