Χρήστος Μπράβος
Βραχνός Προφήτης
Εκδόσεις Μελάνι
Ως γνήσιος προφήτης μιας Ελλάδας που ξεδιπλώνεται ποιητικά μέσα από πεθαμένους, πατημένα από τους νεκρούς βουνά και σκοτεινές φιγούρες, μαυροφορεμένες νύφες και δοξασίες που αντηχούν στους αιώνες, ο Χρήστος Μπράβος ενσάρκωσε ακριβώς στο μεταίχμιο της ελληνικής Ιστορίας ολόκληρη την εποποιία της όχι ως ηρωικό κλέος αλλά ως μια σιωπηρή αφήγηση των χαμένων αφανών.
Σε αυτή την «απέραντη πατρίδα των απόντων» υπάρχει αυτούσιο το χοϊκό στοιχείο και ο Όμηρος, τα δημοτικά τραγούδια, τα επιτύμβια επιγράμματα και η Παλατινή Ανθολογία.
Στον σύντομο βίο του, καθώς η ποτισμένη από τον θάνατο ποίησή του διακόπηκε απότομα στα 39 του χρόνια, εκτός από τις ποιητικές συλλογές Ορεινό Καταφύγιο (1983), Με των αλόγων τα φαντάσματα (1985) και Μετά τα μυθικά, που θα εκδοθούν post-mortem, έγραψε και μια σειρά από κριτικά δοκίμια που ρίχνουν άπλετο φως στους ποιητές με τους οποίους συνομιλεί, τον Γιάννη Δάλλα και τον Μίλτο Σαχτούρη.
Συγκαιρινός, συντοπίτης και συνομιλητής του Μιχάλη Γκανά, ο Μπράβος διαφοροποιείται στο χθόνιο λοξοδρόμισμά του από την υπόλοιπη γενιά του '70 και γι' αυτό τρυπώνει ιδανικά στη μελοποιημένη εκδοχή ενός αντίστοιχα χοϊκού τροβαδούρου, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο οποίος τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό.
Δεδομένου ότι οι ποιητικές του συλλογές ήταν προ πολλού εξαντλημένες και τα κριτικά κείμενα ανεύρετα, οι εκδόσεις Μελάνι προέβησαν στην έκδοση του βιβλίου Βραχνός Προφήτης - Ποιήματα & Κριτικά Κείμενα 1981-1987 με την εξαιρετική φροντίδα του Χρήστου Δανιήλ, ο οποίος υπογράφει και το επίμετρο.
Η εν λόγω έκδοση, εκτός από την ιδανική αυτή συνένωση αλληγορικού λόγου και κριτικής ματιάς, βοηθάει να εντοπιστεί με ακρίβεια η αντίστροφη εικονοποιία του Μπράβου, με την Κόλαση να κατοικείται από έκπτωτους αγγέλους και τους σκοτωμένους του Εμφυλίου να στοιχειώνουν, σαν ήρωες του Λόρκα, την ευδαιμονία των πεθαμένων, τις γιορτές, τους γάμους, τις συλλογικές συναθροίσεις.
Αν, λοιπόν, στο Ορεινό Καταφύγιο πρωταγωνιστούν τα μαύρα άλογα με τα φτερά, νύφες με μαύρα πέπλα σε σκηνές από ματωμένους γάμους, στο Με των αλόγων τα φαντάσματα ο κόσμος είναι πιο ανδρικός, αυτός που συναθροίζεται στην πλατεία του χωριού ή στο καφενείο, μόνο που εδώ δεν πρόκειται για το εξιδανικευμένο καφενείο του Τσαρούχη αλλά για ένα πιο σκοτεινό και γεμάτο εκτελεσμένους.
«Κάθεσαι στην καρέκλα του· μου είπαν» γράφει στο δωρικό ποίημά του. «Και έπειτα οι καβαλάρηδες εσκόρπισαν με δυνατό κερί κι άλογα δίχως / στους έρωτες τους ποταμούς / λίγο μετά τη λύπη πριν τα αίματα».
Στην ποίηση του Μπράβου δεν υπάρχει πριν και μετά, παρά ένα αδιευκρίνιστο διηνεκές που ξεκινάει από τη νύχτα και φτάνει μέχρι το «Μάτι της αβύσσου. Κλείνει ματωμένο. Σε κυκλώνουν νύχτα τα παλιά στοιχειά / ο πνιγμένος λάμνει σε νερά βαθιά-/ μα το μυστικό της είν' αλλού κρυμμένο».
Ζει φασματικά στο ασυνείδητο και τις νεκρωμένες συνειδήσεις. Θαρρείς πως στην καίρια επισήμανση που κάνει ο ίδιος στο κριτικό του κείμενο για τον Σαχτούρη («Δεν ξορκίζει τον εφιάλτη – τον διατηρεί εν φάσματι. Η φρίκη δεν απωθείται – φέρεται από το ποίημα) αναφέρεται στα δικά του νηπενθή που δίνουν το συμβολικό μέτρο της αποτίμησης των ποιητικών πραγμάτων.
Συγκαιρινός, συντοπίτης και συνομιλητής του Μιχάλη Γκανά, και οι δυο μαζί ιδανικοί ακόλουθοι των στίχων του Μάρκου Μέσκου, ο Μπράβος διαφοροποιείται στο χθόνιο λοξοδρόμισμά του από την υπόλοιπη γενιά του '70 και γι' αυτό τρυπώνει ιδανικά στη μελοποιημένη εκδοχή ενός αντίστοιχα χοϊκού τροβαδούρου, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο οποίος τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε κάθε περίπτωση, «το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος» και «το μαύρο ξεγεννάει τους ποιητές του». Είναι ποιητής, πληγωμένος, ήρωας φασματικός, προδομένος, βραχνός προφήτης, γι' αυτό και προοικονομεί τον αιώνιο θάνατό του: «Αυτό δεν είναι χάραμα είναι τρόμος. Ούτε βαρούλκα ούτε φτερά-/ με τη φωτιά θα βγω τρελό αγρίμι/ Έτσι να πάω. Σαν ένατος. Σ' ενέδρα».
Μιχάλης Κατσαρός
Μείζονα Ποιητικά
Εκδόσεις Τόπος
Με έναν αντίστοιχα προφητικό τρόπο, σαν ένας άλλος βραχνός προφήτης βγαλμένος από τα έγκατα των δημοτικών τραγουδιών, έκανε την εντυπωσιακή αρχική του εμφάνιση με τη γλυκόπικρη ποιητική του συλλογή Μεσολόγγι ο Μιχάλης Κατσαρός.
Βγαλμένη από τα νοτισμένα από την υγρασία σύμπαντα, τα οποία εκ των πραγμάτων γλυκαίνουν την αιχμηρή όψη του Εμφυλίου, αυτή η πρώτη ποιητική εμφάνιση στη δύση της πολυτάραχης δεκαετίας του '40 δίνει τον ρυθμό της σιγουριάς, της ταυτότητας, της καταγωγής, της εξαγγελίας.
Ανοίγει και τον δρόμο στη μεγάλη έξαρση των επόμενων εκρηκτικών ποιημάτων του, στους μαγιακοφσκικο-αλληγορικούς τρόπους, στους δυνατούς αρμούς που έδεσαν την πολιτικά αποσυνάγωγη, αλλά βαθιά συνειδητοποιημένη ποίηση του Κατσαρού.
Πάντοτε αιχμηρός, υπερρεαλιστικός, αλλά εξέχων, μισήθηκε από τους στρατευμένους υπερασπιστές του σταλινισμού και δεν γινόταν πάντα κατανοητός απ' όλους όσοι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τον ελληνικό εξπρεσιονισμό του.
Λόγω «ανεξιθρησκίας» προφανώς δεν βρήκε τη θέση που του άξιζε στο πάντοτε πρόθυμο για ομαδοποιήσεις, αποστασιοποιημένο βλέμμα των κριτικών.
Στα ανέκδοτα ποιήματα, που είναι μια αποκάλυψη, δείχνει να κρατάει την μπρετονική ειρωνεία, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει μια σολωμική γλύκα που χαρακτηρίζει τις εσωτερικές αγωνίες του: Πολύτιμη έκδοση για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Σήμερα, όμως, που η ζωντάνια της ποίησής του είναι τόσο εναργής όσο ποτέ, που τα πολιτικά του μηνύματα είναι ακόμα πιο απαραίτητα σε έναν κόσμο που ρέπει ολοένα προς τον σκοταδισμό, η συλλογική έκδοση του Τόπου με τις κεντρικές ποιητικές συλλογές του –εκτός από τις Μεσολόγγι (1949), Κατά Σαδδουκαίων (1953) και Οροπέδιο (1957)– περιλαμβάνει στο δεύτερο μέρος έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων και αθησαύριστων κειμένων που καταδεικνύουν το εύρος και τη σπουδαιότητα της ποιητικής κλίμακας του Μιχάλη Κατσαρού.
Τα δεκάδες ανέκδοτα ποιήματα, που, σημειωτέον, γράφτηκαν την περίοδο της ακμής, άρα συμπληρώνουν με ακρίβεια το ποιητικό προφίλ, εντόπισαν ο γιος του Στάθης και ο επίσης συγγενής Άρης Μαραγκόπουλος, σκύβοντας πάνω τους με ιδιαίτερη μέριμνα και φροντίδα.
Τόσο ο γιος του, ο οποίος υπογράφει ένα διαφορετικό επίμετρο-βιογραφία, όσο και ο Άρης Μαραγκόπουλος, του οποίου το όνομα δεσπόζει στην εισαγωγή, γνωρίζουν σε βάθος το έργο του Κατσαρού και την άμεση σχέση ποίησης και βίου.
Όπως καίρια επισημαίνει ο Μαραγκόπουλος στην εισαγωγή του: «Ο Μιχάλης Κατσαρός, που αγωνίστηκε πολύ νέος μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, που βασανίστηκε από τους Γερμανούς, που έδωσε το "παρών" στα Δεκεμβριανά, πίστεψε πολύ νέος, γελάστηκε πολύ νέος, τραυματίστηκε ψυχικά πολύ νέος, κατέγραψε τον καημό όλης αυτής της Ιστορίας στην ποίησή του πολύ νέος».
Και η αλήθεια είναι πως από τις πρώτες γραμμές του αγώνα, όπως και αργότερα, μέσα από τους δρόμους της πόλης, τους οποίους κατέκτησε ως ένας σύγχρονος Βιγιόν με αντίστοιχη θεατρικότητα και εμβληματικό αστικό εκτόπισμα, ο Κατσαρός αντιτάχθηκε στους οπαδούς της τυπολατρίας και αποφάσισε να μείνει με την πλευρά της ποίησης.
Θέλησε εσκεμμένα να γίνει ο «διαρκώς εκτός», ο συνωμότης («με τα κουρέλια μου / όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση / όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία»), και να καταθέσει ως «Υστερόγραφο» τη δική του διαθήκη: «Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί – καθώς διαβάστηκε ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο. Πριν διαβαστεί όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν αλλά οι σφετεριστές καταπάτησαν τα χωράφια».
Στα ανέκδοτα ποιήματα, που είναι μια αποκάλυψη, δείχνει να κρατάει την μπρετονική ειρωνεία, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει μια σολωμική γλύκα που χαρακτηρίζει τις εσωτερικές αγωνίες του: Πολύτιμη έκδοση για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO