ΤΟ 1993, ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ο Νίκος Παναγιωτόπουλος (βλ. «Τα παιδιά του Κάιν», «Γραφικός χαρακτήρας», «Ανήσυχα άκρα»), κρυμμένος πίσω από το ψευδώνυμο Αλεξάνδρου έκανε το πρώτο λογοτεχνικό του βήμα στον διαγωνισμό του περιοδικού «Ρεύματα», έτυχε επίσης να επισκεφτεί στη Θέρμη της Μυτιλήνης τη μονή του Αγίου Ραφαήλ. Κι έπαθε σοκ:
«Μέσα στην εκκλησούλα υπήρχε σιδεροφραγμένη μια τεράστια πέτρινη κολυμπήθρα, τίγκα στο δεκαχίλιαρο. Με το που επιχείρησα να τη φωτογραφίσω μ’ έβγαλαν έξω σηκωτό. Φωτογραφίες της μονής θα βρείτε στο βιβλιοπωλείο, μου είπαν. Πάω και τι να δω... Μια εκατοστή τόμους με τα Θαύματα του Αγίου γραμμένους από την ηγουμένη που, όπως με πληροφόρησαν, γίνονταν ανάρπαστοι. Από φυσική περιέργεια αγόρασα τον πρώτο και τον διάβασα. Γέλασα, συγκινήθηκα –υπήρχε πολλή ζωή μέσα– αλλά κυρίως στενοχωρήθηκα».
Τα ίδια ανάμεικτα συναισθήματα προκαλεί κι η ανάγνωση του εμπνευσμένου από την παραπάνω εμπειρία βιβλίου του, «Aγιογραφία» (2003): μια κωμικοτραγική διερεύνηση των δεσμών ανάμεσα στη λατρεία του Θεού και το προσωπικό συμφέρον, μια καυστική ματιά πάνω στη δημιουργία συλλογικών μύθων που αποδεικνύονται φρεναπάτες, ένα ιδεολογικά φορτισμένο μυθιστόρημα γύρω από τη δύναμη της πίστης που μπορεί να καταλήξει σε μαζική ψύχωση.
«Έχω πληρώσει κι εγώ τα διόδιά μου στη συλλογικότητα, είτε παραληρώντας για μια νίκη της εθνικής στο μπάσκετ είτε κρατώντας σημαιάκι σε προεκλογική συγκέντρωση του 1981. Όμως συνήλθα, δεν κόλλησα εκεί. Και δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την εικόνα του πλήθους που περιμένει υπομονετικά, ολόκληρα μερόνυχτα, για να προσκυνήσει μια θαυματουργή εικόνα…»
Καταφεύγοντας σε μια ρέουσα όσο και μπασταρδεμένη καθαρεύουσα, ο Παναγιωτόπουλος δίνει εδώ φωνή σ’ έναν σύντροφο του Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος στα νιάτα του είχε άδικα φορτωθεί τον φόνο ενός ασκητή λατρεμένου ως αγίου, κι αναγκάστηκε να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Στο λυκόφως της ζωής του, εν τούτοις, κι ενώ η Εκκλησία ετοιμάζεται ν’ αγιοποιήσει και επισήμως τον ασκητή Ιωάννη Ορφανό, ο «φονιάς» αποφασίζει να μιλήσει. Κι αυτό, όχι μόνο για να διεκδικήσει επιτέλους την αθωότητά του, αλλά για ν’ αποκαλύψει με το νι και με το σίγμα μια τεράστια και εξαιρετικά προσοδοφόρα απάτη.
Το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής της «Αγιογραφίας» εκτυλίσσεται μεταξύ 1900 και 1940 σ’ ένα φανταστικό χωριό της Αρκαδίας. Μέσα από μια αλυσίδα παρεξηγήσεων που εκλαμβάνονται ως θαύματα, σύσσωμη η κοινότητα του Θερμού σπεύδει ν’ αναγνωρίσει στο πρόσωπο ενός εξαθλιωμένου και κάτισχνου νηπίου, ξεβρασμένου από τη μοίρα στα μέρη τους, έναν αντιπρόσωπο του Θεού.
Το παιδί αντιλαμβάνεται γρήγορα το συμφέρον του κι επί δεκαετίες υποδύεται τον ρόλο του τόσο άξια, ώστε και το χωριό ν’ αναπτυχθεί τουριστικά από τους προσκυνητές, και οι εκκλησιαστικοί διαχειριστές της «μονής» να θησαυρίζουν.
Κάποια στιγμή, ωστόσο, ο Ιωάννης Ορφανός κουράζεται. Θέλει να πεθάνει σαν άνθρωπος, όχι σαν θεομπαίχτης. Με το που πάει όμως να φύγει λιντσάρεται και η δολοφονία του κουκουλώνεται.
Μισό αιώνα αργότερα, η μονή όπου φιλοξενούνται τα λείψανά του δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει εκείνη του Αγίου Ραφαήλ: θέσεις για δεκάδες πούλμαν στον περίβολο, μισή ντουζίνα τόμοι με τα θαύματά του στο πωλητήριο, μαγαζάκια με καρτ ποστάλ και σουβενίρ κι ένας σωρός τάματα, εικόνες και λαμπάδες πλάι σε χωριάτικες χυλοπίτες, λάδι και τυρί...
Ομολογημένη φιλοδοξία του Παναγιωτόπουλου ήταν να λειτουργήσει η «Αγιογραφία» σαν μεταφορά. Στη θέση του επινοημένου Θερμού θα μπορούσε να βρίσκεται ένα χωριό καθολικών στην Ισπανία, ενώ στη θέση του Ιωάννη Ορφανού, ένας μυθοποιημένος αντάρτης σαν τον Άρη Βελουχιώτη (διόλου τυχαία η συμμετρία ανάμεσα στον βίο ενός αγίου κι εκείνον του υποτιθέμενου φονιά του), ένας πολιτικός σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, ένας ποδοσφαιριστής όπως ο Καρεμπέ, ένας ποπ σταρ.
«Η κοινή πίστη, η συλλογική παράκρουση, αυτό στο οποίο παραδίδονται οι πολλοί» - να τι του έδινε φωτιά όσο έγραφε το βιβλίο. «Έχω πληρώσει κι εγώ τα διόδιά μου στη συλλογικότητα, είτε παραληρώντας για μια νίκη της εθνικής στο μπάσκετ είτε κρατώντας σημαιάκι σε προεκλογική συγκέντρωση του 1981. Όμως συνήλθα, δεν κόλλησα εκεί. Και δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την εικόνα του πλήθους που περιμένει υπομονετικά, ολόκληρα μερόνυχτα, για να προσκυνήσει μια θαυματουργή εικόνα…»
Από τη μεριά του θαυμάζει αλλά και φοβάται όσους πιστεύουν στα θεία. Μεγαλωμένος από μια «τυπικά ορθόδοξη χριστιανή» μητέρα κι έναν «εξαιρετικά επιφυλακτικό προς τον κλήρο» πατέρα (για τον οποίο έγραψε το «Ολομόναχος»), ο ίδιος σταυροκοπιέται μόνο όταν απορεί. Αντίστοιχο αποκούμπι για τον ίδιο είναι η λογοτεχνία. «Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος για ν’ αναρωτιέμαι για τα πράγματα. Αλλά δεν τον συστήνω σε κανέναν!».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε ν’ αντιμετωπίσει ο Παναγιωτόπουλος στην «Aγιογραφία» ήταν η γλώσσα. Είχε βαλθεί να χρησιμοποιήσει «καθαρεύουσα – καθαρεύουσα, αλλά με λάθη», σαν τα ελληνικά που άναυδος είχε ανακαλύψει το 1983 πάνω σ’ ένα γαλάζιο χαρτί σφηνωμένο στο παρκέ του Αρσακείου. Πριν γίνει ο κινηματογραφικός ρεπόρτερ που αργότερα θ’ αφοσιωνόταν στο σενάριο και την πεζογραφία. Τότε που εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός κι επέβλεπε το γκρέμισμα των παλιών δικαστηρίων.
«Ξέρετε τι ήταν γραμμένο εκεί σε μια απίστευτη καθαρεύουσα; Η μήνυση ενός χωροφύλακα για την κλοπή μιας κότας! Έγραψα το μισό βιβλίο προσπαθώντας να τη μιμηθώ. Απέτυχα. Παράτησα την Aγιογραφία κι έγραψα το «Γονίδιο της αμφιβολίας» (1999). Κι έπειτα διάβασα Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη, Ροΐδη και Βιζυηνό, θυμήθηκα και τα “ήμανε” και “ήσαντε” των παππούδων μου, και σιγά σιγά τη βρήκα».