Αν κάτι κάνει την Κλαρίσε Λισπέκτορ να μοιάζει με μάγισσα, πέρα από την εξοικειωμένη με τη μαγεία βραζιλιάνικη ταυτότητά της, είναι ότι κατάφερε να αποτυπώσει την πιο ιερή, σπειροειδή, ερμητική και ταυτόχρονα αποκαλυπτική εκδοχή της ύπαρξης σε ένα μόνο βιβλίο.
Η αφήγηση, αυτή που η λογοτεχνία χρησιμοποιεί ως πρωταρχική της δύναμη, γίνεται απλώς η αφορμή για να αναζητήσει η μάγισσα-συγγραφέας το κρυμμένο μυστικό, τη χαμένη δύναμη που θα μας κάνει να απαλλαγούμε από το ανθρώπινο βάρος και τα περιοριστικά αισθήματα της προσδοκίας, του φόβου ή της ελπίδας.
Γι' αυτό δεν γράφει, παρά βιώνει. Δεν σκέφτεται, αναζητά. Θέλει να γίνει αυτό που χώρεσε ως μικρή λεπτομέρεια στην εξήγηση του κόσμου, να νιώσει τη «γυμνή ιερότητα του ελάχιστου επιμέρους» του Γουίλιαμ Μπλέικ ή αυτό που έκανε τον Σεζάν όχι απλώς να ζωγραφίσει αλλά να δώσει πνοή στα μήλα σε έναν πίνακα, κάνοντάς τα να κινούνται.
Γι' αυτό δεν γράφει, παρά βιώνει. Δεν σκέφτεται, αναζητά. Θέλει να γίνει αυτό που χώρεσε ως μικρή λεπτομέρεια στην εξήγηση του κόσμου, να νιώσει τη «γυμνή ιερότητα του ελάχιστου επιμέρους» του Γουίλιαμ Μπλέικ ή αυτό που έκανε τον Σεζάν όχι απλώς να ζωγραφίσει αλλά να δώσει πνοή στα μήλα σε έναν πίνακα, κάνοντάς τα να κινούνται.
Ως εκ τούτου, τα Κατά Α.Γ. Πάθη, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που, χάρη στις εκδόσεις Αντίποδες, έχουμε πια την τύχη να διαβάζουμε στα ελληνικά (μετά την Ώρα του Αστεριού) σε ακριβή μετάφραση του Μάριου Χατζηπροκοπίου, δεν εξηγούνται μόνο με τους όρους της λογοτεχνίας, αν και η συγγραφέας θέλησε, για πρώτη φορά ίσως, να παραχωρήσει σε αυτήν το προνομιακό δικαίωμα να αναζητήσει τη λυδία λίθο.
Διατηρώντας τα μεταφορικά εκφραστικά της μέσα και με μια σπειροειδή αφήγηση που στην αρχή κάθε ευσύνοπτου κεφαλαίου επαναλαμβάνει την τελευταία φράση του προηγούμενου (σαν μια ηρακλείτεια επανάληψη που προσφέρει το καινούργιο), η Λισπέκτορ προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει με λογοτεχνικούς όρους την ιδρυτική πράξη της ύπαρξης, κάτι που μέχρι πρότινος έκαναν μόνο οι φιλόσοφοι.
«Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα;» αναρωτιόταν κάποτε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, προσπαθώντας να θέσει το ερώτημα στις απαρχές του, και με μια γνήσια μυθοπλαστική αντιστροφή η Λισπέκτορ ξεπερνάει το στάδιο του σκεπτικισμού των φαινομενολόγων, καταργεί τον ανθρώπινο χαρακτήρα των υπαρξιστών, παίρνει αποστάσεις από τον καρτεσιανό σολιψισμό (όχι, δεν τη νοιάζει καθόλου η ατομική συνείδηση!) και αναλαμβάνει τη «μυστική αποστολή», όπως λέει η ίδια, του «να ζήσει τη ζωή», δηλαδή να δει πέρα από τις περιοριστικές ιδιότητες που επιβάλλει ο άνθρωπος στον εαυτό του.
Σε αυτήν τη βιταλιστική, απελευθερωτική διαδικασία, περιοριστική μπορεί να είναι ακόμα και η ομορφιά, την οποία λογικά θα αναζητούσε η ηρωίδα της, μια ευκατάστατη γλύπτρια από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Αντίθετα, όμως, στην υπόθεση που περιγράφεται στο βιβλίο δεν χωράει καμία εξωραϊστική ή αξιολογική συνθήκη: ένα μεσημέρι που πέφτει ο ήλιος στο διαμέρισμα της υπηρέτριας της πρωταγωνίστριας και αφήνοντας πίσω της τον καθρέφτη της και τις ασφαλιστικές δικλείδες της ταυτότητας, βιώνει την πρώτη μορφή αποξένωσης, καθώς βλέπει τα αρχικά της, Α.Γ., χαραγμένα σε μια δερμάτινη βαλίτσα.
Την ίδια στιγμή αντικρίζει μια κατσαρίδα την οποία τσακίζει, κλείνοντας την ντουλάπα. Από αυτά τα μεταξύ τους άσχετα γεγονότα αρχίζουν όλα να φαίνονται διαυγή, να ψιθυρίζει «η πρώτη αληθινή σιωπή», να αίρονται οι προσδοκίες και οι ψευδαισθήσεις και τίποτα ανθρώπινο να μη φαίνεται αρκετό να δώσει εξηγήσεις. Κι αυτό γιατί η Α.Γ. έχει αφήσει προ πολλού πίσω της όχι μόνο την ομορφιά αλλά και την αηδία, τη φοβία ή τον τρόμο.
Τα εύκολα εργαλεία της ανθρώπινης διάρκειας είναι, επομένως, αποτρεπτικά για την κατανόηση των προθέσεων της ηρωίδας, αφού κανείς αναγνώστης δεν μπορεί να συμπάσχει με τον θάνατο μιας κατσαρίδας –ιδού μια πρώτη απόλυτη ουσία του συναισθήματος!– ή να αντιληφθεί την εσωτερική διαδικασία που ακολουθεί η Α.Γ., η οποία δεν στρέφεται προς τον εαυτό της αλλά προς τα πράγματα, για να δει μέσα της. Μάλλον θα πρέπει και ο αναγνώστης/-ρια να αφήσει τις αναγνωστικές προκαταλήψεις στην άκρη και να δει με αντεστραμμένο το βλέμμα από έξω προς τα μέσα με τον ίδιο τρόπο που ζωγράφιζε ο Σεζάν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «το σύμπαν που σκέφτεται τον εαυτό του μέσα μου, αφού εγώ είμαι η συνείδησή του».
Τα πάντα, εν προκειμένω, είναι ενσώματα, ακόμα και η γραφή: η Λισπέκτορ δεν γράφει αλλά συμμετέχει με όλη τη σωματική της υπόσταση, που προσπαθεί να αποτινάξει τη δικτατορική επιβολή της σκέψης. Πρόκειται για την απόλυτη φαντασίωση της εμμένειας –δηλαδή το να κατοικείς μέσα στο Είναι– που αναζητούσαν διακαώς φιλόσοφοι όπως ο Ζιλ Ντελέζ. Εξού και ότι η ηρωίδα της θέλει να ζει το παρόν «στην πραγματικότητα που υπάρχει, και όχι στην υπόσχεση, θέλω να βρω την ευτυχία σε αυτήν τη στιγμή –θέλω τον Θεό σ' εκείνο που βγαίνει από την κοιλιά της κατσαρίδας–, ακόμη και αν αυτό, με τους παλιούς ανθρώπινούς μου όρους, σημαίνει το χειρότερο, και με ανθρώπινους όρους, το κολασμένο».
Στα μάτια της, πάντως, το κολασμένο και το ανυπόφορο ισοδυναμούν με το αδιάφορο –«το ουδέτερο ήταν η κόλαση»–, ένα στάδιο απ' όπου θα έπρεπε να περάσει, εφόσον θέλησε να κατακτήσει την παροντική διάρκεια, δηλαδή την πρώτη εκείνη συνθήκη την ώρα που φτιάχνεται ο κόσμος. Χωρίς συναισθήματα, λοιπόν, τα οποία οδηγούν τον άνθρωπο εκεί όπου θέλουν, προσπαθεί να μετουσιώσει αυτό το στάδιο της αδιαφορίας ή της σιωπής στα «όργια του Σαμπάτ» στο βιταλιστικό εκείνο επίπεδο όπου η γεύση είναι καινούργια και πρωτόγνωρη και η ίδια μπορεί να βιώσει «οργιαστικά την ταυτότητα των πραγμάτων» σε έναν καινούργιο κόσμο.
Σε αυτό το κατασκεύασμα, λοιπόν, που εναντιώνεται στην παραδεδομένη ανάγνωση του κόσμου και στο οποίο αντιστοιχεί μια καινοφανής σύνθεση, που άλλοτε θυμίζει φιλοσοφικό ανάγνωσμα, άλλοτε μυστικιστικό τελετουργικό, άλλοτε καμπαλιστικό παραμύθι, είναι εμφανής η εβραϊκή καταγωγή της συγγραφέως ή ακόμα και η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ, όπου το μυστικό γίνεται ένα με την ποίηση. Αλλά ένας ποιητής/ποιήτρια δεν διαθέτει τη φιλοσοφική οξύνοια και την ενόραση που δίνουν τη δυνατότητα στη Λισπέκτορ να στήσει αυτή την ιδανική εικονοπλαστική-λογοτεχνική φόρμα.
Μόνο οι ζωγράφοι θα μπορούσαν να αποτυπώσουν αυτό το νέο είδος της δημιουργικής αποδόμησης, ενδεχομένως ένας Σίλε που μπορεί και διαλύει τα σώματα –βλέπε εξώφυλλο του βιβλίου– ή ένας ιμπρεσιονιστής με έναν ανάλογο μετατονισμό που θα μπορέσει να φανταστεί μια τέτοια πόλη χωρίς σύνορα που παίρνει τη θέση του άδειου δωματίου: «Χάραξα νοερά έναν κύκλο γύρω από τις μισοερειπωμένες φαβέλες και αναγνώρισα ότι εκεί θα μπορούσε να έχει ζήσει κάποτε μια πόλη τόσο μεγάλη και λαμπρή όσο η Αθήνα στο απόγειό της, με τα παιδιά να τρέχουν ανάμεσα στα εμπορεύματα που ήταν απλωμένα στους δρόμους». Και αυτό το συλλαμβάνει αφού πρώτα έχει δει με διαύγεια τα σκοτάδια.
Είναι, άλλωστε, η μόνη που βιώνει «την προϊστορία του μέλλοντος» και βλέπει στην καταγωγή των ειδών αυτό που θα ζήσουν. Όπως υπαγορεύουν και τα αρχικά Α.Γ., το ανθρώπινο γένος, αυτεξούσιο, λαμπερό και πραγματικά ελεύθερο στα χέρια της μάγισσας, επαναπροσδιορίζεται και βιώνεται ξανά. Ιδού ένα μυθιστόρημα που γεννιέται, θαρρείς, συνέχεια μέσα στο τώρα.
σχόλια