ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΧΡΟΝΟ, όπου όλοι αναρωτιούνται για τη δύναμη και την ουσία της ελληνικής μας ταυτότητας, προέκυψε ένα βιβλιαράκι, πολύτιμο ως οδηγός, χρήσιμο σαν προσευχητάρι, με τον τίτλο Η Ελλάδα του Ελύτη, πάντα από τις εκδόσεις Ίκαρος που φροντίζουν να προστατεύουν το έργο του ποιητή.
Πολύ εύστοχα η επιμελήτρια της έκδοσης Ιουλίτα Ηλιοπούλου προτίμησε, αντί για κάποια επιβλητική, μεγάλη έκδοση, να ανθολογήσει σε ένα τομίδιο τη σκέψη του ποιητή για την Ελλάδα ως τυχαία σπαράγματα ενός ανεξάντλητου κόσμου.
Απολλώνειος μαζί και διονυσιακός, ο λόγος του Ελύτη συμπυκνώνει την ουσία της φανταστικής μας ταυτότητας πέρα από σύνορα και χωροχρονικές συντεταγμένες, σαν ένα συμβολικό παλίμψηστο που μας στοιχειώνει και μας κρατάει σε εγρήγορση μέχρι σήμερα. Εξάλλου τα υλικά του, αυτές οι απέριττες μορφές και το μινιμαλιστικό σύμπαν που ο Ελύτης κατάφερε να καταστήσει με τον λόγο του απέραντο, είναι διαρκή και αιώνια, κατασκευασμένα να αντέξουν πέρα από τις επικαιρικές και τυχαίες περιστάσεις.
Είμαστε πλέον σχεδόν πεπεισμένοι ότι το γαλάζιο και φωτεινό, όσο και σκοτεινό στο ασυνείδητό του, χρώμα που ο Ελύτης ανέδειξε στη μεταφυσική του διάσταση πρέπει να υπήρχε εκεί από πάντα, σε έναν τόπο υπερουράνιο ή στο μυαλό του Θεού, σαν απόλυτη πλατωνική ιδέα, ορισμένη να μεταστοιχειώνεται σε άφθαρτη ύλη. Μας φαίνεται ότι αυτά τα κομμάτια, τα οποία μοιραζόμαστε ακόμα σαν μυστικά, περιέχουν με απτό τρόπο τις στιγμές που νιώθουμε ότι βιώνουμε ακόμα και σήμερα μέσα από τις ιστορίες που αφηγούνται οι παλιοί φορείς των προφορικών μύθων, ο Όμηρος και όλοι οι ποιητές που τον διαδέχτηκαν.
Όλοι εμείς γινόμαστε οι άφαντοι ήρωες κάθε τέτοιας ανήκουστης ιστορίας – και αυτό, όσο περνούν τα χρόνια, ακούγεται όλο και πιο δυνατά στον άφθαρτο, ολοζώντανο λόγο του Ελύτη που ξεκινάει από τον Όμηρο και τη Σαπφώ και περνάει από τον Μακρυγιάννη για να φτάσει στο ανώνυμο κορίτσι, στον άγνωστο τεχνίτη και στους φορείς της Ελλάδας του σήμερα.
Η Ελλάδα του Ελύτη φέρει εντός της όχι τις εθνικού τύπου αφηγήσεις αλλά αυτές τις συγκεκριμένες αξίες και μια αισθητική που διαγράφει ένα συγκεκριμένο ήθος, το οποίο, όπως επέμενε στον Λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης «γεννά υποχρεώσεις» και διαμορφώνει αιώνιους κανόνες οι οποίοι είναι επιτακτικοί ακριβώς επειδή παραμένουν, με τον πιο απόλυτο και δέοντα τρόπο, άγραφοι.
Άλλωστε, η Ελλάδα του Ελύτη ποτέ δεν είχε σαφείς χωροχρονικούς άξονες αλλά απλωνόταν σε θεματικές που στοίχειωναν τον νου και διακόρευαν τις τετριμμένες εθνικιστικές συνειδήσεις – για την ακρίβεια τις εξολόθρευαν. Ορθώς, λοιπόν, η επιμελήτρια επέλεξε κομμάτια από έργα που διαμόρφωσαν το ελυτικό κοσμολογικό μοντέλο –τα Ανοιχτά Χαρτιά, το Εν Λευκώ αλλά και το Συν τοις άλλοις, που περιλαμβάνει κομμάτια των συνεντεύξεων του– μιλώντας, στην εισαγωγή του βιβλίου, για μια «άλλου είδους πατριδογνωσία, όπου η αποκάλυψη υποκαθιστά την περιγραφή, όπου η τολμηρή κρίση υπερτερεί της καθεστηκυίας αντίληψης, όπου η ποιητική όραση κυριαρχεί, προτρέπει, καταγγέλλει και μας δίνει τον μίτο μιας περιπλάνησης στην Ελλάδα και στις γύρω από αυτήν έννοιες».
Για την ακρίβεια, μέσα από τα αποσπάσματα αυτά διαμορφώνονται συγκεκριμένες ενότητες, όπως η ιστορία του ελληνισμού, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική θάλασσα, το Αιγαίο, η ελληνική φύση, η ελληνική τέχνη και η ελληνική πραγματικότητα. Χωρίς σαφή διαχωρισμό και δίχως καμία νομοτέλεια, αλλά πάντα με τις απαραίτητες δόσεις τέχνης-τύχης και τόλμης, που ο Ελύτης ανήγαγε σε προσωπικό και καθολικό μανιφέστο, στοιχειοθετείται η κεντρική κοσμοθεωρία του. Εξάλλου, ποτέ ο ίδιος δεν θέλησε να διαχωρίσει αυτές τις θεματικές αλλά τις ένωσε και, μπαίνοντας με θάρρος στον ορμητικό ποταμό που βάφτισε τον Ηράκλειτο, κατάλαβε πως η αντίφαση δεν δείχνει αδιέξοδα αλλά δρόμους – για την ακρίβεια δείχνει λειτουργία.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα συνιστά όχι ένα αυστηρό σύστημα οριοθέτησης αλλά έναν εσωτερικό οδοδείκτη, λειτουργικό, αν και αντιφατικό, σαρωτικό, αν και χαοτικό, φτιαγμένο να μετέρχεται το απτό και το απλό για να επικοινωνήσει με το θείο. Και αυτό το καταφέρνει ο ελυτικός λόγος με ακρίβεια, ακριβώς γιατί μεταρσιώνει τα πιο φθαρτά υλικά –μια ξερολιθιά, μια λουίζα, ένα μάρμαρο, έναν πευκώνα ή ένα νεράντζι– σε μεταφυσική, μυστική πραγματικότητα.
«Το Αιγαίο δεν έχει οθόνη, δεν απέκτησε ποτέ», γράφει ο Ελύτης σε ένα απόσπασμα του βιβλίου, «είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία) οδηγημένα στο ουσιώδες. Το παν –για ό,τι πιθανόν ακατάληπτο αντιπροσωπεύει– είναι η διαύγεια: η δυνατότητα να βλέπεις μέσ’ από το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μίας και μόνης πραγματικότητας το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημασιολογίας».
Γι’ αυτό και τα πάντα στον Ελύτη είναι θέμα βλέμματος, το οποίο ορίζει τη δυναμική της όρασης ανάλογα με την ένταση του φωτός, μετατρέποντας την Ελλάδα σε ατελεύτητη αίσθηση πιότερο παρά σε εθνικό ή ιστορικό σύνολο. Ακολούθως, αυτές οι διακυμάνσεις του βλέμματος είναι που διαμορφώνουν την ιδανική ελυτική εικονοποίια, η οποία, άλλοτε, μέσω του Θεόφιλου, αναφέρεται στη «ζωντανή πραγματικότητα του ελληνικού μύθου», άλλοτε, μέσω του Μακρυγιάννη ή του Παναγιώτη Ζωγράφου, στα ψυχικά σπαράγματα ενός ανεξάρτητου επαναστατικού κλέους και άλλοτε, μέσω του Τσαρούχη, σε σώματα εναργή και αναστημένα, όπως οι διάφοροι Αϊ-Γιώργηδες, Ερμήδες και Νάρκισσοι που συνοψίζονται στη ζωγραφική του.
Αυτή η εικονοποιητική παρουσία, που αποκαλύπτει τη δύναμη της φαντασίωσης, αλλά παραπέμπει καταρχάς στη φύση, είναι ενεργειακά ανεξάντλητη, όπως ακριβώς η θάλασσα, που «έφτασε σιγά σιγά να προικισθεί με τις ιδιότητες Θεάς που σε παρακολουθεί παντού. Αν είσαι ψηλά στο βουνό, ξέρεις ότι, όπου να ’ναι, σε λίγο, σε κάποια στροφή, θα την αντικρίσεις πεντακάθαρη, άμεμπτη». Είναι η θεία υποδήλωση κάθε ανάλογης κίνησης που αντίστοιχα μετατρέπει κάθε αισθητικό γεγονός σε μεταφυσικό.
Αν, λοιπόν, κάτι ξεχωρίζει την κοσμολογία ή, μάλλον, καλύτερα την κοσμογονία του Ελύτη από τις υπόλοιπες είναι ότι μπολιάζει εντός της το πλατωνικό δέον πράξαι, το ωραίο, που είναι και αγαθό, με τη λυρική ποίηση και την προσωκρατική φιλοσοφία, η οποία έκανε ανέκαθεν λόγο για τα πρώτα υλικά που διαμόρφωσαν τον κόσμο και τον καθόρισαν.
Η πιο απτή απόδειξη αυτού του κόσμου παραμένει, ωστόσο, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, άυλη και δεν είναι άλλη από την ίδια τη γλώσσα που διαπερνά αυτήν τη φιλοσοφία και την καθοδηγεί: «Λέξεις, αλλ’ αυτήν τη φορά τοποθετημένες κατά τέτοιον τρόπο που να συλλαμβάνουν εκείνο που μας υπερβαίνει. Και μήπως τι άλλο είναι η ποίηση; Ένα κυνήγι ατέρμονο που άρχισε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, κάπου εκεί στη μέση της θάλασσας του Αιγαίου, όταν ο Αρχίλοχος στην Πάρο και η Σαπφώ στη Λέσβο, με λέξεις ελληνικές, εγκαινίαζαν μια καινούργια τέχνη, εκείνη που εξακολουθούμε ως τις μέρες μας να ονομάζουμε “λυρική ποίηση”. Εάν δικαιούμαι να υπερηφανεύομαι για κάτι, αλήθεια, είναι μόνον γι’ αυτό. Ότι γεννήθηκα στον ίδιο χώρο και χρησιμοποίησα τις ίδιες λέξεις μ’ εκείνους. Λέξεις που θα τις έλεγε κανείς κυανές και που ευωδιάζουν ακόμη απ’ την αρμύρα των θαλασσόχορτων» (απόσπασμα του βιβλίου και του Εν Λευκώ).
Κάθε ποιητής, άλλωστε, όπως επιμένει και ο ίδιος, πραγματώνεται από τη γλώσσα του, βαφτίζοντας τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο και καθιστώντας όλους μας συνενόχους σε αυτόν τον ελεύθερο κόσμο που εξακολουθεί να είναι ο μικρός ο μέγας και λέγεται αποκλειστικά ελληνικός, μετατρέποντάς μας σε πιστούς «θέλοντας και μη, σ’ αυτά τα δέντρα, σ’ αυτά τα κύματα, σ’ αυτό το φως, σ’ αυτή την ιστορία».
Γιατί η Ελλάδα του Ελύτη φέρει εντός της όχι τις εθνικού τύπου αφηγήσεις αλλά αυτές τις συγκεκριμένες αξίες και μια αισθητική που διαγράφει ένα συγκεκριμένο ήθος, το οποίο, όπως επέμενε στον Λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης «γεννά υποχρεώσεις» και διαμορφώνει αιώνιους κανόνες οι οποίοι είναι επιτακτικοί ακριβώς επειδή παραμένουν, με τον πιο απόλυτο και δέοντα τρόπο, άγραφοι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.