IΣΩΣ ΝΑ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΑΝ, επιτέλους, ένα τόσο «παλιομοδίτικο», με την καλή έννοια, ανάγνωσμα, που να επιστρέφει στη ρίζα των ψυχολογικών αστυνομικών, τότε που ο σπουδαίος Χένρι Τζέιμς συνέδεε το μυστήριο με την ικανότητα αναδίφησης στις ψυχές και οι συγγραφείς επέμεναν στις μεγάλες αντιφάσεις της ύπαρξης κατά τη χαρτογράφηση των χαρακτήρων. Κι αυτό γιατί το μυθιστόρημα του Γερμανού Φρίντριχ Άνι Η μέρα χωρίς όνομα, από τις εκδόσεις Gutenberg, σε ωραία μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, φαίνεται να επαναφέρει τη χαμένη βαρύτητα στο αστυνομικό, προσδίδοντάς του εκ νέου την ταυτότητα της πρωτότυπης μορφής του αλλά και τη ζωτική αυτοδυναμία που χρειάζεται ως το λογοτεχνικό είδος που ξέρει καλύτερα απ' όλα να χειρίζεται τις αποχρώσεις του θανάτου.
Ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης; Γιατί ένας καθημερινός, καθωσπρέπει άνθρωπος να μετατρέπεται σε φονιά και τι είναι αυτό που κάνει καλούς και κακούς να γίνονται ενίοτε ένα; Σε αυτά τα οριακά ερωτήματα απαντούσαν ανέκαθεν τα καλά αστυνομικά, γνωρίζοντας πως ακόμα και οι σπουδαίες τραγωδίες, όπως αυτή του βασιλιά Οιδίποδα, βασίζονται στη λογική του νουάρ.
Η ουσιαστική πλοκή του αστυνομικού αντικατοπτρίζει αιώνια και αλάνθαστα την πρωτογενή ενέργεια της ανίχνευσης του φόνου και στη Μέρα χωρίς όνομα οι αυτοκτονίες που μοιάζουν με φόνους ή το αντίθετο, όπως και τα θύματα που μετατρέπονται σε θύτες, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Έχοντας εξαρχής στο μυαλό του ότι κεντρικός πρωταγωνιστής κάθε νουάρ είναι ο άνθρωπος σε όλες του τις εκφάνσεις, ο Γερμανός λογοτέχνης Φρίντριχ Άνι φτιάχνει ένα αφήγημα που έχει όλα τα εχέγγυα του καλού αστυνομικού, αλλά τελικά μετατρέπεται –και εδώ θα είχε πολλά να πει ο Καμί– σε ένα καλοστημένο υπαρξιακό αφήγημα.
Τίποτα δεν μένει ανεξιχνίαστο σε ένα μυθιστόρημα όπου ακούγονται ακόμα και οι σιωπές –παίζουν, άλλωστε, τον δικό τους ρόλο–, βιώνονται οι ανάσες, ανιχνεύονται οι θερμοκρασίες, και όλοι μοιάζουν να διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο σε έναν φόνο και σε μια οικογένεια όπου «η ώρα των επιθυμιών και των ονείρων δεν είχε έρθει για κανένα από τα μέλη της».
Η ηθική οικονομία και η υπερβατική λεπτότητα, που βασίζεται στην χωρίς υπερβολές ανίχνευση του μυστηρίου για το τι είναι εκείνο που οδήγησε μια δεκαεφτάχρονη έφηβη στην αυτοκτονία –και ύστερα από έναν χρόνο σε αυτήν της μητέρας της–, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του άκρως ατμοσφαιρικού έργου του Άνι.
Με αντίστοιχα περίτεχνο τρόπο, υπόγεια και με εξαιρετική ακρίβεια, μετρώντας ένα ένα τα βήματα της επαναφοράς μιας παλιάς υπόθεσης που τον βασάνιζε για μία εικοσαετία και δεν άφηνε τον ίδιο και τους νεκρούς του –τα δικά του φαντάσματα– να ησυχάσουν, ο επιθεωρητής και πρωταγωνιστής του βιβλίου, που στήνει με υψηλή μαεστρία ο Άνι, επιστρέφει σε μια παλιά ιστορία, που ωστόσο είναι ακόμη πανταχού παρούσα.
Τόσο ο ίδιος ο επιθεωρητής Γιάκομπ Φρανκ, ο οποίος έχει βγει πια στη σύνταξη, όσο και ο πατέρας της κόρης που αυτοκτόνησε και σύζυγος της επίσης αδικοχαμένης γυναίκας του, φαίνεται να κατατρύχονται από τα δικά τους φαντάσματα. Η επιμονή του πατέρα-πωλητή ρούχων Λούντβιχ Βίντερ, ο οποίος ήταν πάντα «τύπος και υπογραμμός σε όλα του», ότι η κόρη του κακοποιήθηκε και εν τέλει δολοφονήθηκε οδηγεί τον συνταξιοδοτημένο επιθεωρητή ξανά στη δράση: μόνο που στον δρόμο της αναζήτησης, εκτός από την απρόσμενη αντιστροφή των ρόλων, που ενδεχομένως να μετατρέπουν σε ηθικό αυτουργό ακόμα και τον ίδιο τον πατέρα, ο επιθεωρητής έρχεται αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους παλιούς πρωταγωνιστές, οι οποίοι φαίνονται να είναι, αντίστοιχα, εγκλωβισμένοι στις δικές τους προσωπικές φυλακές: η πρώην κολλητή της αδικοχαμένης έφηβης είναι εγκλωβισμένη στην επιφανειακή εικόνα της δημοσιογράφου, ο πρώην περιστασιακός φίλος της στην αποτυχημένη του ζωή –κάπου υπάρχει κι ένας Έλληνας, ο Γιάννης–, η αδελφή της μητέρας στην παράνοια και όλοι μαζί στη μοναξιά τους.
Γιατί αν κάτι χαρακτηρίζει τις κατεστραμμένες, ως επί το πλείστον, ζωές των πρωταγωνιστών, είναι η ανυπόφορη, βασανιστική και ύπουλη μοναξιά. Αυτή είναι που τους βυθίζει στο χάος και τους φέρνει στο όριο μιας νεκροζώντανης κατάστασης που ισοδυναμεί κυριολεκτικά με λίμπο. Σαν τον μοναχικό ήρωα Βόιτσεκ, που έφτασε στο τέλος να συνομιλεί με τις βουβές πέτρες και να βυθίζεται ουρλιάζοντας στις καλαμιές, είναι και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου – άλλωστε ο πίνακας με τα ψιλόλιγνα δέντρα, απ' όπου είναι εμπνευσμένο και το εξώφυλλο του βιβλίου, πρωταγωνιστεί στην αρχική και μοιραία συνάντηση του επιθεωρητή με τον τραγικό –θύμα ή θύτη;– πατέρα. Ποιος ξέρει; Ίσως η φύση να είναι η μόνη που γνωρίζει τα βαθιά μυστικά των φόνων και της απεριόριστης μοναχικότητας.
Γι' αυτό και ο επιθεωρητής-πρωταγωνιστής φτάνει να ψηλαφίζει προσεχτικά τους υπόπτους, γνωρίζοντας πως ο πρώτος που εμπλέκεται σε αυτή την υπόθεση είναι ο ίδιος: είναι, άλλωστε, τα συναισθήματά του που απελευθερώθηκαν όταν αγκάλιαζε επί εφτά ώρες τη μητέρα της αδικοχαμένης μικρής ανακοινώνοντας το τραγικό νέο, τα ίδια ακριβώς που τον ανάγκασαν στον χωρισμό με τη δική του γυναίκα.
Εκτός όμως από τον ρόλο του μαντατοφόρου Ερμή που είχε αναλάβει, κομίζοντας ανέκαθεν τα κακά νέα στις οικογένειες, ήταν ταυτόχρονα αυτός που είχε καταλάβει προ πολλού ότι «η ζωή δεν είναι έτσι. Κανονικά η ζωή είναι πάντα αλλιώς, ως τη στιγμή που έρχεται το Εγκληματολογικό». Και είναι σε αυτό το σημείο που το μυθιστόρημα αποκτά απρόσμενη τροπή: από κλασικό νουάρ μετατρέπεται σε ένα υπαρξιακό ψυχογράφημα, σε ένα καλομελετημένο έργο χαρακτήρων, εμβαθύνοντας τόσο στην ανάλυση όσο και στη σκιαγράφηση των ουσιαστικών κινήτρων που απομακρύνουν τον άνθρωπο όχι μόνο από τον εαυτό του αλλά και από την ίδια του την επιθυμία.
Οι περιπλανώμενοι ήρωες του Άνι –που με έναν μαγικό τρόπο συναντιούνται μεταξύ τους όχι μόνο στη ζωή αλλά και στον θάνατο σαν φαντάσματα– φέρνουν ενίοτε στον νου στιγμές από γερμανικούς εξπρεσιονιστικούς πίνακες, ενώ αντίστοιχη ατμόσφαιρα έχουν και οι περιγραφές. Κάθε ήχος ακούγεται δυνατά, κάθε μυρωδιά –και εδώ οι μυρωδιές παίζουν σημαίνοντα ρόλο, όπως η μηλόπιτα που μύριζε το σπίτι τη στιγμή της ανακοίνωσης του κακού μαντάτου– είναι έντονη, απόλυτη και καθοριστική για την αφήγηση. Το θεατρικό σκηνικό συνδέεται αναπόφευκτα με τη γερμανική καταγωγή του συγγραφέα, ενώ έντονη είναι, ως εκ τούτου, και η ατμόσφαιρα.
Εξίσου ασθματικός είναι και ο ρυθμός του κειμένου, άλλοτε πυκνός, άλλοτε απέριττος, ανάλογα με την ψυχική κατάσταση του ήρωα: «Τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάστηκε να προχωρήσει προς τον ναό, ή απλά προς το σκοτάδι, μακριά από τις φωτισμένες βιτρίνες του δρόμου, άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες του Σανκτ Καγιετάν. Οι Φρανκ τρόμαξε: και δεν θυμόταν καν πότε είχε τρομάξει τελευταία φορά: τον έπιασε ρίγος: άρχισε να τρέμει σύγκορμος, όπως όταν ήταν παιδί: η καρδιά του βάλθηκε να χτυπάει ξέφρενα και οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του στροβιλίζονταν σαν χιονοστιβάδες, που είχαν στόμα και μιλούσαν: στην κοιλιά του μέσα χτυπιόταν ένας τυμπανιστής τυλιγμένος στις φλόγες: κι ο αέρας που ανάσαινε ήταν φορτωμένος μυρωδιές, πιο πολύ κι από φρεσκοψημένο ψωμί».
Εν ολίγοις, τίποτα δεν μένει ανεξιχνίαστο σε ένα μυθιστόρημα όπου ακούγονται ακόμα και οι σιωπές –παίζουν, άλλωστε, τον δικό τους ρόλο–, βιώνονται οι ανάσες, ανιχνεύονται οι θερμοκρασίες, και όλοι μοιάζουν να διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο σε έναν φόνο και σε μια οικογένεια όπου «η ώρα των επιθυμιών και των ονείρων δεν είχε έρθει για κανένα από τα μέλη της».
Τελικά, αν μετατοπίσουμε τον αναγνωστικό μας φακό από την ίδια την υπόθεση και την εξιχνίαση του μυστηριώδους θανάτου της νεαρής Βίντερ και της μητέρας της –που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους– στους ίδιους τους χαρακτήρες, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα εξαιρετικό ψυχογράφημα της ίδιας της παράξενης και γεμάτης αποξένωση εποχής μας. Όπως έγραψε και η «Süddeutsche Zeitung» σε κριτική της, «ένα σπουδαίο βιβλίο με θέμα το πόσο περίπλοκη είναι η ζωή». Σήμερα περισσότερο από ποτέ, θα συμπληρώναμε εμείς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια